ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A764
(2014) 1 ΑΑΔ 2192
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2009)
10 Οκτωβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΟΥΡΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΞΕΝΗ ΚΟΝΟΥ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Ποιητής, για την Εφεσίβλητη.
--------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραπονείται για την απορριπτική της αγωγής του πρωτόδικη απόφαση λόγω έλλειψης καθ΄ ύλην δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με την απόφαση, οι διεκδικήσεις του εφεσείοντα ως ενάγοντα πρωτοδίκως ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και όχι του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Απερρίφθη λοιπόν η αγωγή με έξοδα εναντίον του.
Τα ουσιώδη γεγονότα που οδήγησαν στην έγερση της αγωγής ήσαν, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, τα εξής: οι διάδικοι συμφώνησαν το 1995 να αγοράσουν οικόπεδο στην Αραδίππου με την προοπτική να ανεγερθεί σ΄ αυτό κατοικία λόγω επικείμενου γάμου τους. Το τίμημα αγοράς ήταν £17.000. Το 1997 άρχισε η ανέγερση κατοικίας που θα αποτελούσε τη συζυγική εστία, στις δε 11.9.1999 οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μέχρι τη διάσταση τους δύο και πλέον χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 2001, διέμεναν στην οικία των γονέων της εφεσίβλητης, η δε κατοικία παρέμεινε ημιτελής λόγω της επελθούσας διάστασης. Είναι θέση του εφεσείοντα ότι ήταν κοινή η αντίληψη ότι θα υπήρχε συνιδιοκτησία στην κατοικία και προς τούτο συνήψε δάνειο £5.000 από τη ΣΠΕ Λύσης το 2001, ενώ συνεισέφερε και ο ίδιος ως οικοδόμος εργασία ύψους £25.000. Ο εφεσείων, πέραν των ανωτέρω, διεκδίκησε με την αγωγή του και διάφορα ποσά που αναλογούσαν στον ίδιο ως δώρα του γάμου που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της οικοδομής και ως αντιπροσωπεύοντα την αγορά υλικών, επίπλωσης, οικιακών σκευών κ.λ.π. Τέλος, κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα η αξία της κατοικίας κατά την ημερομηνία διάστασης ανήλθε στο ποσό των £100.000 και κατά την καταχώρηση της αγωγής, το Νοέμβριο του 2009, σε £150.000 εκ των οποίων αξίωσε το ήμισυ. Δηλαδή, £75.000 ως αποζημιώσεις για προσπορισθέν όφελος της εφεσίβλητης σε βάρος του και ως συνεισφορά και συμβολή στην αξία αυτής δυνάμει καταπιστεύματος και αδικαιολόγητου πλουτισμού, ή, διαζευκτικά ότι δικαιούτο στην επ΄ ονόματι του εγγραφή του ½ μεριδίου της κατοικίας.
Στην έκθεση υπεράσπισης η διαφορά τέθηκε υπό τη θεώρηση ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση και εν πάση περιπτώσει η αξίωση είχε παραγραφεί δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου αρ. 232/91. Ως προς τα γεγονότα, η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι το οικόπεδο είχε αγορασθεί από την ίδια δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου από την εκκλησία του Αποστόλου Λουκά στην Αραδίππου, έλαβε δε δικαστικό διάταγμα για μεταβίβαση του οικοπέδου στο όνομα της μετά από αγωγή που ήγειρε η ίδια εναντίον του πωλητή ενόψει του ότι ο εφεσείων προέβαλε προσκόμματα στη μεταβίβαση του. Επομένως ο εφεσείων, γνωρίζοντας την ύπαρξη της αγωγής, εμποδιζόταν να προχωρήσει με αξίωση εγγραφής του ημίσεως μεριδίου επ΄ ονόματι του. Αλλά και ουδέποτε ο εφεσείων διέθεσε οποιαδήποτε ποσά προς αγορά του οικοπέδου, η δε οικοδομή ανεγέρθη μόνο με δικά της έξοδα και των γονιών της. Το δάνειο συνήφθη για προσωπικούς σκοπούς του εφεσείοντα το οποίο και εξοφλήθηκε από την εφεσίβλητη και την οικογένεια της, καθώς και από τα δώρα του γάμου.
Στην απάντηση του ο εφεσείων αρκέστηκε στην απόρριψη του ισχυρισμού της υπεράσπισης και ενέμεινε στη θέση ότι η αγωγή του αφορούσε συγκεκριμένες αξιώσεις με αποτέλεσμα να αποκτά δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο, εφόσον δεν πρόκειτο για αγωγή για περιουσιακές διαφορές.
Όπως ήδη ανεφέρθη, το Δικαστήριο δεν απεδέχθη ότι είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς. Με αναφορά στα άρθρα 2 και 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/1991, έκρινε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης περιουσιακών διαφορών είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία στις υποθέσεις Re Μανώλης Γιάγκου (1999) 1 Α.Α.Δ. 703, Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343, Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643, κ.ά. Όπως αναφέρθηκε στις υποθέσεις αυτές, όπου η διαφορά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το εν λόγω Δικαστήριο δεν περιορίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 14, αλλά έχει την εξουσία να εφαρμόσει τις αρχές του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας, ανάλογα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου. Ζητήματα εμπιστεύματος και άλλων αρχών του δικαίου της επιείκειας εφαρμόζονται ώστε η διαφορά να παραμένει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου εφόσον όλες οι περιουσιακές διαφορές εντάσσονται στη δικαιοδοσία αυτή χωρίς να αναιρείται έτσι η αυτοτέλεια των συζύγων.
Η έφεση έχει σκοπό να ανατρέψει την πιο πάνω κρίση. Δύο είναι οι σχετικές αιτιάσεις. Η δεύτερη, που θα έπρεπε να ταξινομηθεί πρώτη, αφορά την άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει αναβολή της ακρόασης στις 15.10.2009 όταν τέθηκε ζήτημα ανάγκης τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης, ώστε να συμπεριληφθούν ισχυρισμοί ότι η εφεσίβλητη μετά τη διάσταση και τη λύση του γάμου δεν αρνείτο το δικαίωμα του εφεσείοντα στο ½ μερίδιο του ακινήτου, ότι ο πωλητής, η εκκλησία δηλαδή, αρνείτο αρχικά την εγγραφή, ενώ υπήρχε και επιστολή ημερ. 23.3.2005 με την οποία αναγνωριζόταν η υποχρέωση μεταβίβασης του ½ μεριδίου στον εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει αγωγή από την εφεσίβλητη μετά την εκπνοή του χρόνου παραγραφής και εν τέλει εγγραφή του ακινήτου στο όνομα της εφεσίβλητης, τρία έτη μετά τη λύση του γάμου. Περαιτέρω, μέχρι το 2006 ή 2007, δεν είχε ακόμη εξοφληθεί το ακίνητο και δεν είχε κατατεθεί το συμβόλαιο αγοραπωλησίας στο Κτηματολόγιο.
Η άλλη αιτίαση στο εφετήριο αφορά την κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη διάγνωση του Δικαστηρίου στη βάση των υφισταμένων δικογράφων ότι δεν είχε δικαιοδοσία, η οποία ανήκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Η βασική εισήγηση εδώ είναι ότι στη βάση της νομολογίας που καθιερώθηκε από τις αποφάσεις στις Λογγίνου ν. Λογγίνου και Μιχαήλ ν. Γιάγκου - ανωτέρω -, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου καθορίζεται όχι από τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, αλλά κατά πόσο η περιουσία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου. Η σημασία της θέσης αυτής στα υπό κρίση γεγονότα έγκειται στο ότι το ακίνητο περιήλθε στην ιδιοκτησία της εφεσίβλητης μετά τη λύση του γάμου, εφόσον προηγουμένως η περιουσία ευρισκόταν καθ΄ όλη τη διάρκεια του γάμου ακόμη εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι της Εκκλησιαστικής Επιτροπής με το ζήτημα της κυριότητας να τελούσε υπό αμφισβήτηση.
Οι συνήγοροι αγόρευσαν επί των λόγων εφέσεως εκτενώς ενώπιον του Εφετείου και εισηγήθηκαν αντιστοίχως την αποδοχή ή απόρριψη της έφεσης. Η βασική θέση του κ. Βραχίμη ήταν ότι ο προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων με την επιδιωχθείσα, αλλά απορριφθείσα αίτηση αναβολής για να γίνει τροποποίηση, ήταν αναγκαίος ώστε το Δικαστήριο να είχε ενώπιον του τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης προς απόφαση επί της δικαιοδοσίας. Η καταχωρηθείσα έκθεση απαίτησης δεν απέδιδε με ακρίβεια τα γεγονότα αυτά, τα οποία όμως αναδεικνύονταν εν πάση περιπτώσει μέσα από την υπεράσπιση της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον συνήγορο, δεν αρνήθηκε την αναβολή λόγω καθυστέρησης υποβολής του αιτήματος, αλλά διότι θεώρησε ότι το θέμα δικαιοδοσίας ήταν ουσιώδες ούτως ώστε να μην μπορούσε να εξετάσει ζήτημα ενδεχόμενης τροποποίησης εάν στερείτο εν πάση περιπτώσει αρμοδιότητας. Από την άλλη πλευρά, ο κ. Ποιητής τόνισε τη σημασία της ανάληψης δικαιοδοσίας από ένα Δικαστήριο ούτως ώστε να μην είναι δυνατό να αναληφθεί αρμοδιότητα εκεί που δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να δημιουργηθεί δικαιοδοσία με την εισαγωγή, δυνάμει τροποποίησης, νέας βάσης αγωγής. Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής και ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση υποβλήθηκε το αίτημα αναβολής με σκοπό την τροποποίηση χωρίς να προηγηθεί γραπτώς αίτημα με υποστηρικτική ένορκη δήλωση που να εξηγεί την αναγκαιότητα της τροποποίησης ως ο εφεσείων όφειλε να πράξει.
Κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιμετώπισε το ζήτημα της δικαιοδοσίας. Αναφέρθηκε στις υποθέσεις που ήδη μνημονεύθηκαν ανωτέρω για να καταλήξει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η διάσταση στις απόψεις των διαδίκων αφορούσε καθαρά ζήτημα περιουσιακής διαφοράς, η οποία μπορούσε να επιλυθεί μόνο από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εξετάζεται και οριοθετείται από την έκθεση απαιτήσεως και από τα όποια αποδεκτά γεγονότα, (δέστε Παναγιώτης Μιχαηλίδης Μωσαϊκά Λτδ ν. Ανδρέα Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1324, Σαφαρίνο Λτδ ν. Σταυρινού Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059 και Μουρτζιής ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160). Η όποια αύξηση στην αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελεί ζήτημα που αφορά την ανέγερση οικίας σε οικόπεδο που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου των διαδίκων. Η κατ΄ ισχυρισμόν συμβολή του εφεσείοντα και το μερίδιο που διεκδικεί σε χρηματικό ποσό από το σύνολο των μετρητών που λήφθηκαν ως δώρο λόγω του γάμου, παραπέμπει σε αξιώσεις που προϋπήρχαν της διάστασης των διαδίκων. Όπως και να ήταν διατυπωμένη η αξίωση και η έκθεση απαιτήσεως, το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν περιορίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 14 του Νόμου αρ. 232/91, αλλά μπορεί να εφαρμόσει και αρχές του δικαίου της επιείκειας. Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία ενασχόλησης με την αγωγή του εφεσείοντα.
Μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στις 15.10.2009, αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση στην Περικλέους ν. Εγγλέζου κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1015, όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση όλης της προηγηθείσας νομολογίας σε σχέση με την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Αναλύθηκαν τα γεγονότα και τα νομικά σημεία των υποθέσεων στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε για να αποφασίσει την αρμοδιότητα του. Στην εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα επί κάθε περιουσιακής διαφοράς που αναδύεται από την έγγαμη σχέση και καλύπτει περιουσία που αποκτάται με προοπτική το γάμο, αλλά και περιουσία που βρίσκεται εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι τρίτου προσώπου, η οποία όμως ανήκει στην ευρύτερη περιουσία του ζεύγους διότι αποκτήθηκε πριν, με προοπτική το γάμο, ή, κατά τη διάρκεια του γάμου. Επαναβεβαιώθηκε η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Σιούκρου ν. Ulrich (2011) 1 Α.Α.Δ. 443, ότι σκοπός του νομοθέτη μέσα από τα νομοθετήματα περί του οικογενειακού θεσμού ήταν να διευρύνει τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων επί όλων σχεδόν των θεμάτων με εξαίρεση τη λύση του γάμου μεταξύ των μελών των θρησκευτικών ομάδων. Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε στην Περικλέους ν. Εγγλέζου - ανωτέρω - μια αξίωση δεν εμπίπτει τόσο στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου διότι διέρχεται μέσα από τις σχέσεις των συζύγων, όπως αναφέρθηκε στη Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461, όσο διότι η αξίωση αρχίζει και τελειώνει με τη σχέση των συζύγων και εξ αιτίας αυτής.
Ανεξαρτήτως λοιπόν του τρόπου διατύπωσης της θεραπείας ή των θεραπειών, το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης μιας υπόθεσης εφόσον βεβαίως αυτή είναι οικογενειακής φύσεως. Κατοχή περιουσιακού στοιχείου από ένα των συζύγων στη βάση εμπιστεύματος δεν αποστερεί τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Η θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην άρνηση παροχής αναβολής με σκοπό την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης δεν είναι ορθή. Κατ΄ αρχάς, εύστοχα παρατηρεί ο κ. Ποιητής ότι της 15.10.2009, όταν ήταν η υπόθεση ορισμένη για ακρόαση, δεν προηγήθηκε γραπτό αίτημα για τροποποίηση. Τέθηκε μόνο την ημέρα της ακρόασης πρόθεση να καταχωρηθεί αίτημα τροποποίησης εφόσον διδόταν η αναβολή. Έπειτα όλα τα δεδομένα ήταν εν γνώσει του εφεσείοντα από προηγουμένως από το 2005. Εισηγείται βέβαια ο κ. Βραχίμης ότι το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε την αναβολή για λόγους καθυστέρησης. Αυτό είναι ορθό. Αλλά το Δικαστήριο αποφάσισε ρητά ότι εκείνο για το οποίο ήταν η υπόθεση ορισμένη για ακρόαση στις 15.10.2009 ήταν το ζήτημα της δικαιοδοσίας, το οποίο και «εγείρεται όχι μόνο για την εκδίκαση της κυρίως αγωγής αλλά και την εξέταση οποιουδήποτε ενδιάμεσου θέματος». Τόνισε δε τη θέση του εφεσείοντα ότι και χωρίς την προτεινόμενη τροποποίηση το Δικαστήριο ούτως ή άλλως είχε δικαιοδοσία οπότε, αν έτσι κρινόταν, ο εφεσείων δεν θα αποστερείτο του δικαιώματος να προβεί στην εκ των υστέρων τροποποίηση του δικογράφου του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό στη σκέψη του ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποτελεί καταλυτικής σημασίας θέμα εφόσον οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή επιδίωξη θεραπείας, όπως η τροποποίηση των δικογράφων, ήταν δυνατή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είχε γενική δικαιοδοσία να εξετάσει τα ενώπιον του θέματα στη βάση της υπάρχουσας δικογραφίας. Όπως αποφασίστηκε στη Thermofast Limited (2005) 1 Α.Α.Δ. 567, το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, εγείρεται και αυτεπαγγέλτως, αποτελεί δε υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία. Το ζήτημα δεν επαφίεται ούτε στη συναίνεση των διαδίκων, ούτε στη συμπεριφορά ή στην τυχόν καθυστέρηση που επιδεικνύεται. Όπως αποφασίστηκε στη Michaelidou n. Gregoriou (1968) 1 C.L.R. 88, οι διάδικοι δεν μπορούν να συναινέσουν να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο εκεί όπου δεν υπάρχει.
Μάλιστα ενδείκνυται το ζήτημα της έλλειψης κατά τόπο ή καθ΄ ύλην δικαιοδοσίας να εγείρεται και να εξετάζεται το συντομότερο δυνατόν ώστε να μην προχωρά η διαδικασία χωρίς αρμοδιότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία να εξετάσει τη δικαιοδοσία του, ένας απόλυτα θεμιτός τρόπος ενέργειας. Η εξέταση της δικαιοδοσίας υπό το φως του ευρύτερου πλαισίου της διαφοράς των διαδίκων ιδωμένης ως εμπίπτουσας στο οικογενειακό δίκαιο, πρόβαλλε επιτακτική. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Words and Phrases Legally Defined, 2η Έκδ., Τόμος 3, σελ. 113:
«Where a court takes it upon itself to exercise a jurisdiction which it does not possess, its decision amounts to nothing. Jurisdiction must be acquired before judgment is given.»
Οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα δεν είναι βοηθητικές ως προς τη θέση που προώθησε. Είναι ένα πράγμα η ανάγκη τροποποίησης λόγω ελλιπούς δικογράφησης ώστε να αποκρυσταλλώνονται τα δεδομένα πριν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των διαδίκων αποφασιστούν από το Δικαστήριο, (Steeds v. Steeds (1889) 22 Q.B.D. 537 και Annual Practice 1988, Τόμος 1, παρ. 18/19/5) και άλλο η έλλειψη δικαιοδοσίας. Ούτε οι υποθέσεις In Re Pelmako Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246, Republic of Peru v. Perurian Guano Company (1887) 36 Ch.D. 489 και Hubbuck & Sons Ltd v. Wilkinson, Heywood & Clark Ltd (1899) 1 Q.B. 86, εφαρμόζονται εδώ εφόσον σχετίζονταν με αιτήματα διαγραφής. Μάλλον σχετίζονται με την έτερη και καταληκτική θέση του εφεσείοντα ότι το Εφετείο μπορεί να δώσει το ίδιο άδεια για τροποποίηση, εφόσον κατά πόσο η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα είναι ζήτημα δικαίου και όχι διακριτικής ευχέρειας. Εδώ, από τη στιγμή που δικαιώνεται η πρωτόδικη κρίση ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας, δεν υπεισέρχεται στην εικόνα η εξέταση τέτοιων θεμάτων.
Υπήρξε εισήγηση από τον εφεσείοντα ότι σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης τότε το Εφετείο μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για εκδίκαση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας, κατά το άρθρο 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και την απόφαση στη Νεοπτόλεμος Γεωργίου Λεφτής ν. Ρωξάνης Νεοπτολέμου Γεωργίου (2010) 1 Α.Α.Δ. 211.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατ΄ αρχάς, η σταθερή θέση του εφεσείοντα και πρωτοδίκως και ενώπιον του Εφετείου, ήταν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι που κέκτηται δικαιοδοσίας. Επομένως η απόρριψη αυτής της θέσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη επιβράβευση με διαβίβαση της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου δίδοντας έτσι δεύτερη ευκαιρία στον εφεσείοντα να προωθήσει την αγωγή του. Ιδιαιτέρως εφόσον με την υπεράσπιση της η εφεσίβλητη ήγειρε και ζήτημα παραγραφής δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου αρ. 232/1991, ζήτημα που δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως ενόψει της έλλειψης δικαιοδοσίας του και δεν υπήρξε αντέφεση επ΄ αυτού ώστε να τεθεί εκ νέου ενώπιον του Εφετείου το όλο ζήτημα.
Περαιτέρω, το άρθρο 64Α εισήχθηκε στις διατάξεις του Νόμου αρ. 14/60 στις 18.12.2009. Μετά δηλαδή την έκδοση της πρωτόδικης απόφαση στις 20.10.2009. Το λεκτικό της τροποποίησης δεν περιέχει αναδρομικότητα και αφορά βεβαίως υποθέσεις που καταχωρήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο μετά την ημερομηνία έναρξης του νέου άρθρου 64Α, ώστε να δίδεται η δυνατότητα παραπομπής υπόθεσης σε Δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας εκεί όπου αυτή εμπίπτει στην καθ΄ ύλη αρμοδιότητα του τελευταίου. Είναι γι΄ αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε στη νομολογία περί συντρέχουσας δικαιοδοσίας για να αποφασίσει κατά πόσο ήταν εφικτή η διαβίβαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, (Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87). Εφόσον δεν παρείχετο τέτοια ευχέρεια, η υπόθεση έπρεπε να απορριφθεί, (Βασιλειάδης ν. Βασιλειάδης (1995) 1 Α.Α.Δ. 328 και Efthymiades v. Zoudros (1986) 1 C.L.R. 341 και Toumain v. Χριστοδουλίδου (2009) 1 Α.Α.Δ. 881). Η απόφαση στη Λεφτής ν. Γεωργίου - ανωτέρω - δεν εφαρμόζεται εδώ. Εκεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία ελλείψει δικαιοδοσίας. Δεν απέρριψε την αγωγή, όπως εδώ, ώστε αυτή να μην υφίσταται πλέον.
Το άρθρο 64Α εισήχθηκε στη νομοθεσία, όπως και η τροποποίηση του άρθρου 21 του Νόμου αρ. 14/60 που επιτεύχθηκε με το Νόμο αρ. 118(Ι)/08 για να επιλύσει προβλήματα που ανεφύησαν στην πορεία του χρόνου από τις διατάξεις του άρθρου 61, αλλά και της Δ.33 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών περί αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να εκδίδει διαταγή παραπομπής εκτός σε συντρέχουσες δικαιοδοσίες, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Τ & Μ Οικονόμου & Υιός Λτδ για Certiorari (2011) 1 Α.Α.Δ. 140. Δεν τυγχάνει όμως εφαρμογής σε προγενέστερες της τροποποίησης περιπτώσεις.
Η έφεση, κατά συνέπεια, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Μ. Χριστοδούλου,
Δ.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΕΘ