ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D607
(2014) 1 ΑΑΔ 1878
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 147/2014)
12 Aυγούστου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΗΠΤΩΝ/ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ (Α) D.H. CYPROTELS PLC, (B) ASTARTI DEVELOPMENT PLC & (Γ) LAURA ESTATES LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣHΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ENTAΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
- KAI -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 23.7.2014 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 423/14
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 337(1) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 113
-----
Χρ. Τσαγγαρός για Α. Ανδρέου, για τους αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[Ex-tempore]
MIXAΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές, παραλήπτες/διαχειριστές των εταιρειών D.H. Cyprotels Plc, Astarti Development Plc και Laura Estates Ltd, επιδιώκουν άδεια του Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari «προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 23.7.2014 σε αίτηση για Οδηγίες προς τους Παραλήπτες/Διαχειριστές των Εταιρειών (Α) D.H. CYPROTELS PLC, (B) ASTARTI DEVELOPMENT PLC & (Γ) LAURA ESTATES LTD που στην Αίτηση με αρ. 423/14 του Ε.Δ. Λευκωσίας την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε χωρίς να δώσει οποιανδήποτε οδηγία στους Αιτητές.»
Οι παραλήπτες/διαχειριστές υπέβαλαν την Αίτηση με αρ. 423/14 με την οποία επεδίωκαν την έκδοση οδηγιών σχετικά με:
«i. Πληρωμή των μισθών και ωφελημάτων των υπαλλήλων των Εταιρειών που οφείλονται από τις Εταιρείες προς τους υπαλλήλους πριν την 10η Ιανουαρίου του 2014, που διορίστηκαν ως Παραλήπτες-Διαχειριστές των Εταιρειών ο Ελευθέριος Ν. Φιλίππου και ο Άλκης Χριστοδουλίδης.
ii. Πληρωμή των οφειλόμενων μισθών και ωφελημάτων στους υπαλλήλους των Εταιρειών κατ΄ εξαίρεση της υφιστάμενης νομοθεσίας ως μη προνομιούχοι πιστωτές.
iii. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι πιο πάνω Οδηγίες είναι αναγκαίες και/ή απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία και/ή συνέχιση των δραστηριοτήτων των Εταιρειών και ότι είναι προς όφελος όλων των πιστωτών των Εταιρειών συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων πιστωτών των Εταιρειών.»
Η αίτηση απορρίφθηκε στις 23.7.2014.
Οι αιτητές παραπονούνται ότι, το Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε οδηγία, ούτε και εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα, σχετικά με τις οδηγίες που αιτούντο οι αιτητές, με αποτέλεσμα, να μην μπορούν να γνωρίζουν αν μπορούν να παρακάμψουν τη σειρά του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113. Δεν είχαν άλλη επιλογή, εφόσον η απόφαση αφορά σε οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι σε οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, δυνάμει του άρθρου 337(1) του ΚΕΦ. 113. Απορρίπτοντας την αίτηση το Δικαστήριο, άφησε τους αιτητές χωρίς τη δυνατότητα να ζητήσουν οδηγίες για ένα κρίσιμο των εταιρειών θέμα, ενώ ταυτοχρόνως ενήργησε κάτω από νομική πλάνη η οποία είναι εμφανής από την ίδια την απόφαση.
Το αίτημα δεν μπορεί παρά να απορριφθεί συνοπτικά. Οι αιτητές, έκρινε το Δικαστήριο, ήταν σε θέση να ενεργήσουν λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, το οποίο κατατάσσει τη σειρά προτεραιότητας των οφειλών μιας εταιρείας, καθορίζοντας μάλιστα ποιες από αυτές θεωρούνται ως προνομιακές, υπό την έννοια ότι καταβάλλονται με προτεραιότητα σε σχέση με άλλα χρέη. Υποδεικνύεται με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αν οι αιτητές ακολουθούσαν τις σχετικές πρόνοιες του ΚΕΦ. 113, ήταν σε θέση να προχωρήσουν σε σχετικές πληρωμές μισθών και ωφελημάτων των υπαλλήλων των εταιρειών που οφείλονται από τις εταιρείες προς τους υπαλλήλους τους ή άλλων υποχρεώσεων των εταιρειών, χωρίς να κρίνεται απαραίτητη η έκδοση σχετικών οδηγιών από το Δικαστήριο.
Θα πρέπει να πω ότι δεν μπόρεσα να αντιληφθώ το εύρος του επιχειρήματος του δικηγόρου των αιτητών. Με ποια έννοια προώθησε τη θέση ότι το Δικαστήριο «όφειλε» να εγκρίνει την αίτηση, ήταν «υποχρεωμένο» να εκδώσει οδηγίες κατά πάσα περίπτωση, ωσάν να μην δεν είχε διακριτική ευχέρεια να απορρίψει ή να εγκρίνει το αίτημα.
Η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης, ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε. Αντικείμενό της, είναι ο έλεγχος της ορθότητας αλλά και της νομιμότητας της απόφασης εκεί όπου διαπιστώνεται από το πρακτικό της σχετικής απόφασης και/ή διαδικασίας, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Στοχεύει η διαδικασία, όχι στον έλεγχο της ορθότητας, αλλά της νομιμότητας της απόφασης. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
΄Εχει πάγια νομολογηθεί, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις δίδεται άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, σελ. 48-49).
Σε κάθε περίπτωση αν κρίνεται η απόφαση του Δικαστηρίου ως λανθασμένη, παρέχεται στους αιτητές άλλο ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης, σκόπελο τον οποίο οι αιτητές δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν. Επί της ουσίας δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ουσιαστικός λόγος υποστηρικτικός του αιτήματος.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ