ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χατζηχαμπής, Δημήτριος Χαραλάμπου Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσείοντες. Μ. Καραολιά (κα.) για Τ. Χατζηγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1, 3 και 6. Μ. Καραολιά (κα.) για Τ. Χατζηγεωργίου με Φρ. Χ΄΄ Χάννα, για τον Εφεσίβλητο αρ. 2. Ε. Ευθυμίου (κα.), για την Εφεσίβλητη αρ. 5. Αλ. Μαρκίδης με Μ. Καραολιά (κα.), για τον Εφεσίβλητο αρ. 7. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΡΟΝΑΛΤ ΓΟΥΟΤΣ κ.α. ν. ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΟΥΡΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2008, 7/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A472

(2014) 1 ΑΑΔ 1401

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.  319/2008)

 

7 Ιουλίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,  ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,  Δ/στές]

 

1.     ΡΟΝΑΛΤ ΓΟΥΟΤΣ,

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΟΛΗ,

3.    ΠΕΤΡΟΣ ΓΟΥΟΤΣ,

4.    ΠΑΥΛΟΣ ΓΟΥΟΤΣ,

5.    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΟΥΟΤΣ,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

1.     ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΟΥΡΗΣ,

2.    ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥ,

3.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

4.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

5.    ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΝΑΗ,

6.    ΣΤΑΘΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

7.    ΜΑΡΙΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ,

Εφεσίβλητοι.


Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Καραολιά (κα.) για Τ. Χατζηγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1, 3 και 6.

Μ. Καραολιά (κα.) για Τ. Χατζηγεωργίου με Φρ. Χ΄΄ Χάννα, για τον Εφεσίβλητο αρ. 2.

Ε. Ευθυμίου (κα.), για την Εφεσίβλητη αρ. 5.

Αλ. Μαρκίδης με Μ. Καραολιά (κα.), για τον Εφεσίβλητο αρ. 7.

__________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:     Η πρωτόδικη απόφαση, ημερ. 21.7.2008, εφεσιβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. 

 

Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά και κατά τον δέοντα τρόπο τις πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Κύπρου Νόμου του 1993-2001 (ο Νόμος).  Συγκεκριμένα, κατ΄  ισχυρισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το άρθρο 58Β του Νόμου εφαρμόζοντας το μόνο σε Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία διενήργησαν είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας.     Συναφώς παρατηρούμε ότι το άρθρο 58Β στη συνέχεια καταργήθηκε.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι είχαν εγκαταλειφθεί από τους ενάγοντες-εφεσείοντες άλλες βάσεις αγωγής εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είχαν εγκαταλειφθεί.   Ο λόγος αυτός δεν προωθήθηκε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ούτε και προβλήθηκε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξη του, επομένως θα θεωρήσουμε ότι έχει εγκαταλειφθεί.

 

Τα σχετικά γεγονότα φαίνονται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Ερωτοκρίτου.

 

Ήταν η βασική θέση των εφεσειόντων ότι η ερμηνεία του άρθρου 58Β του Νόμου, η οποία δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι εσφαλμένη και αυτό έχει επιβεβαιωθεί και με δύο ξεχωριστές αποφάσεις Εφετείων, μεταγενέστερες της πρωτόδικης απόφασης.  Οι δύο αποφάσεις είναι η Πολ. ΄Εφεση αρ. 149/07, ημερ. 7.3.2012, Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd κ.α. (η πρώτη απόφαση)  και η Πολ. Έφεση αρ. 255/07,  ημερ. 13.3.2012, CNH Capital Markets Ltd κ.α. ν. Shanghailink Investment Co Ltd (η δεύτερη απόφαση).  

 

Η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ζήτησαν όπως η παρούσα έφεση αχθεί ενώπιον την  Πλήρους Ολομέλειας, ήταν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι οι δύο αποφάσεις των Εφετείων είναι εσφαλμένες και δεν  πρέπει να ακολουθηθούν.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η Πλήρης Ολομέλεια δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις των Εφετείων και μπορεί να αποκλίνει από αυτές οποτεδήποτε το κρίνει ορθό και δίκαιο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, έστω και αν θεωρηθεί ότι ισχύουν οι αρχές απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να γίνει απόκλιση.

   

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσείοντων εισηγήθηκε ότι οι δύο αποφάσεις των Εφετείων είναι ορθές και ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης από αυτές. 

 

Υπήρξε μεγάλος προβληματισμός αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση, τόσο αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 58Β του Νόμου, όσο και αναφορικά με το ζήτημα της απόκλισης από δικαστικό  προηγούμενο.

 

Ως προς το ζήτημα της ερμηνείας, το οποίο κατά την αντίληψη μας, πρέπει να απαντηθεί πρώτα, παρατηρούνται τα εξής:  

 

Το άρθρο 58Β προνοεί τα εξής:

 

«58Β.  Εκδότης ή εταιρεία ή μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς ή αίτησης για αγορά τίτλων, καθίσταται προσωπικά αλληλεγγύος για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους επενδυτές σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 58Α και οποιαδήποτε δήλωση ή συμφωνία που δεσμεύει τον ενδιαφερόμενο επενδυτή ότι δε θα ζητήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ή ανταλλάγματος είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα.» 

Το άρθρο 58Β παραπέμπει στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 58Α.   Μεταξύ των σχετικών διατάξεων του άρθρου 58Α είναι και η Διάταξη 58Α(3) (β), η οποία προνοεί τα εξής:

 

«(β)  Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο.  Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές:

 

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το Συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο.»  

 

Είναι προφανές, κατά την κρίση μας ότι, από τη διασύνδεση των δύο άρθρων 58Β και 58Α του Νόμου, το μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς ή αίτησης για αγορά τίτλων, το οποίο καθίσταται προσωπικά αλληλέγγυο (με την εταιρεία) για την επιστροφή οποιωνδήποτε  ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους επενδυτές, είναι το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα, εφόσον αυτό προνοείται στο άρθρο 58Α (3) (β) και εφόσον το άρθρο 58Β εφαρμόζεται «σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 58Α».   Είναι επομένως ορθή, κατά την κρίση μας, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αναφορά στο άρθρο, όχι στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εταιρείας, γενικά, αλλά σε «μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη», παραπέμπει σε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο διενήργησε την είσπραξη για λογαριασμό της εταιρείας.  Συμφωνούμε ακόμα με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η προσωπική ευθύνη του οποιουδήποτε μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας είναι αλληλένδετη με την πράξη της είσπραξης, για λογαριασμό της εταιρείας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει το Νόμο και η ερμηνεία του Νόμου δεν δικογραφείται.  

 

Αυτό άλλωστε συνάδει και με τη θεμελιώδη αρχή του Εταιρικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία η εταιρεία έχει ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα από τα μέλη της (Δέστε:  Salomon v. Salomon & Co Ltd (1897) AC 22).

 

Η πιο πάνω ερμηνεία υιοθετείται από το ήμισυ των μελών της παρούσας σύνθεσης της Πλήρους Ολομέλειας με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να μην δικαιούνται να επιτύχουν στην έφεση τους, εφόσον δεν έπεισαν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.  Κατ΄ επέκταση, οι δύο αποφάσεις του τριμελούς Εφετείου, με την αντίθετη άποψη επί της ερμηνείας, κατά την κρίση μας, υποχωρούν ως νομικό προηγούμενο.   Όμως εφόσον διατηρούνται από τα μέλη του Σώματος διαφορετικές απόψεις επί της αποκλίσεως, παραμένει αναγκαίο να εξεταστεί και από εμάς κατά πόσο προσφέρεται, στην υπό κρίση υπόθεση, αυτή η δυνατότητα.

 

Στο δικαιϊκό  μας σύστημα υπάρχουν μόνο δύο βαθμοί δικαιοδοσίας.  Η Πλήρης Ολομέλεια δεν συνιστά τρίτο βαθμό απονομής της δικαιοσύνης εφόσον κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Νόμο.    Στην υπόθεση A. Panayides Contr. Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416 τέθηκε, στην Πλήρη Ολομέλεια, ζήτημα απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο.    Ζητήθηκε δηλαδή όπως η Πλήρης Ολομέλεια αποκλίνει από την απόφαση στην υπόθεση Λιασίδης κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 434, που ήταν απόφαση Τριμελούς Εφετείου. Η Πλήρης Ολομέλεια θεώρησε ότι για να αποκλίνει από δικαστικό προηγούμενο θα έπρεπε να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, οι οποίες επεξηγήθηκαν, από την Πλήρη Ολομέλεια, στην Μαυρογένης κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315.    Στην Μαυρογένης (ανωτέρω) λέχθηκε ότι παρέχεται δυνατότητα ανατροπής ή απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, ενόψει διαπίστωσης πως προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αναμφισβητήτως εσφαλμένη.  Στην Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 1338 αναφέρθηκε ότι, σε θέματα συνταγματικού δικαίου, η ευχέρεια ανατροπής προηγούμενης απόφασης είναι μεγαλύτερη.   

 

Το ζήτημα της απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο τέθηκε πρόσφατα στην Πολ. Έφεση αρ. 9/09, ημερ. 13.3.2013, Investylia Publlic Company Ltd v. Τσεριώτη (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας).  Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά στις Μαυρογένης και Νικολάου (ανωτέρω)  και επιβεβαιώθηκε ότι τα περιθώρια και οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονταν στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της, που περιέχονται στη Διακήρυξη του 1966 (1966) 3 All E.R. 77.  Στη Διακήρυξη εκείνη επιβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομείται το δίκαιο.   Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα ως δεσμευτικές.   Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου.  Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται επίσης και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (Δέστε:  Brien v. Robinson (1973) 1 All E. R. 583).

 

Στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.α. (1995) 3 ΑΑΔ 363, στη σελ. 374, έγινε αναφορά και σε Αμερικάνικη νομολογία και ειδικά στην Smith v. Allwright, 88 L., Ed. 987, και τονίστηκε ότι:  «Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη».   Η ελευθερία απόκλισης είναι μεγαλύτερη όταν η προηγούμενη απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή. 

 

Θεωρούμε, κατ΄  αναλογία προς τα προαναφερόμενα, ότι και στην προκείμενη περίπτωση, για να υπάρξει απόκλιση από τις δύο αποφάσεις των Εφετείων θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον τα επίμαχα σημεία των αποφάσεων εκείνων καθιερώνουν αρχή δικαίου και κατά πόσον αυτή η αρχή είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα.  Τούτο διότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε οποιαδήποτε εισήγηση για ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου. 

 

Προηγούμενη δικαστική απόφαση θεωρείται ως, αδιαμφισβήτητα, εσφαλμένη και δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλιση από το λόγο της, αν το σφάλμα έχει αντικειμενική υπόσταση και καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο.  Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν  μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης (Δέστε:  Μαυρογένης, ανωτέρω).  

 

Θα πρέπει επομένως να εξετάσουμε το ενδεχόμενο απόκλισης από τις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις των Εφετείων.   Στην  πρώτη απόφαση, αναφορικά με το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, δηλαδή των εφεσίβλητων 2 και 3 στην περίπτωση εκείνη, το Εφετείο ανέφερε, σε μια παράγραφο, τα εξής: 

 

«Ως προς του εφεσίβλητους 2 και 3 εφαρμόζεται το άρθρου 58Β του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εκδότης ή εταιρεία ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων, καθίστανται προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιονδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.»

 

Μας φαίνεται ότι η προαναφερόμενη συνοπτική αναφορά στην ευθύνη των δύο μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, δυνάμει του άρθρου 58Β του Νόμου, δεν καθιερώνει οποιαδήποτε αρχή δικαίου αλλά ούτε και συνιστά το λόγο της απόφασης εκείνης.    Έστω όμως και αν η προαναφερόμενη αναφορά καθιέρωνε αρχή δικαίου, ενόψει των προαναφερθέντων σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 58Β, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το άρθρο 58Α του Νόμου, κρίνουμε ότι τα όσα λέχθηκαν στην πρώτη απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένα και οδηγούν σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα, εφόσον προσδίδουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη σε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας εισπράχθηκαν ποσά ή ανταλλάγματα για τους προαναφερόμενους σκοπούς, χωρίς όμως τα μέλη αυτά να έχουν εισπράξει οποιονδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, κατά παράβαση θεμελιώδους αρχής του εταιρικού δικαίου.

 

Σημειώνεται συναφώς ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι κανένας από τους εφεσίβλητους Διοικητικούς Συμβούλους δεν είσπραξε οποιονδήποτε ποσό για λογαριασμό της εταιρείας του.   

 

Η δεύτερη απόφαση παρερμηνεύει, κατά την εκτίμηση μας, και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, το άρθρο 58Β του Νόμου, αλλά επίσης δεν καθιερώνει αρχή δικαίου.   Το παρερμηνεύει επειδή θεωρεί ότι η αναφορά σε «μέλος» Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας είναι αναφορά σε «κάθε Μέλος» του Διοικητικού Συμβουλίου και αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εσφαλμένη αυτή θεώρηση του άρθρου 58Β, εφόσον το ερμηνεύει πώς σημαίνει ότι «το κάθε ένα Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι προσωπικά υπεύθυνο για επιστροφή ολόκληρου του ποσού που καταβλήθηκε, ..».   Κατά την εκτίμηση  μας, όμως, το Εφετείο, στη δεύτερη απόφαση, αδιαμφισβήτητα έσφαλε και επειδή δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στη σημαντική φράση ότι το άρθρο 58Β εφαρμόζεται «σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 58Α».   Ερμήνευσε δηλαδή το άρθρο 58Β εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα με το άρθρο 58Α και αυτό, κατά την εκτίμηση μας, συνιστά αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη ερμηνεία, η οποία οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα καθότι αποδίδει ευθύνη εκεί που δεν υπάρχει.

 

Υπάρχει, όμως, και άλλη σχετική απόφαση Εφετείου, η οποία συμφωνεί με την προαναφερόμενη ερμηνεία μας.  Είναι η CAF Computers Ltd κ.α. ν. Παττίχη κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 815 (ημερ. 16.6.2010) στην οποία (προφανώς εκ παραδρομής) δεν έγινε αναφορά στις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις.  Στην CAF (ανωτέρω) συζητήθηκε το άρθρο 58Α (3) (β) του Ν 14(Ι)/93, αλλά τέθηκε ευθέως ζήτημα προσωπικής ευθύνης του Διευθύνοντα Συμβούλου εταιρείας, να επιστρέψει ο ίδιος ποσό που εισέπραξε η εταιρεία από  μέτοχο και είχε υποχρέωση να του το επιστρέψει.  Αποφασίστηκε ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος δεν μπορούσε να έχει οποιανδήποτε (προσωπική) ευθύνη, εφόσον ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε ότι συντρέχουν και οι προϋποθέσεις απόκλισης από το δικαστικό προηγούμενο και συγκεκριμένα από τις δύο αποφάσεις των Εφετείων, αν αυτό είναι απαραίτητο για την απόφανση μας στην παρούσα έφεση.  

 

Θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και ως εκ τούτου θα απορρίπταμε την έφεση, χωρίς διαταγή για έξοδα, εν όψει των δύο προαναφερόμενων αποφάσεων του Εφετείου.  

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

                                                        ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                        Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο