ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A554
(2014) 1 ΑΑΔ 1812
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 102/2011)
22 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΑΜΕΝΟΣ,
2. ΔΑΦΝΗ ΚΑΜΕΝΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
v.
ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.
Μ. Βορκάς, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ναθαναήλ (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείοντας 1, με την εγγύηση της Εφεσείουσας 2, εξασφάλισε το 2007 δάνειο από την Εφεσίβλητη Τράπεζα. Περί το τέλος του 2009 διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή του δανείου. Οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 19.10.2009 ζήτησαν από τους Εφεσείοντες να εξοφλήσουν τις καθυστερημένες δόσεις μέσα σε 21 μέρες. Φαίνεται ότι οι Εφεσείοντες δεν εξόφλησαν το δάνειο, με αποτέλεσμα στις 8.2.2010, οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους, να τερματίσουν τη συμφωνία δανείου και να καλέσουν τους Εφεσείοντες να εξοφλήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο. Μετά την παράλειψη τους να συμμορφωθούν, οι Εφεσίβλητοι τους ενήγαγαν. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, στις 8.2.2010, το οφειλόμενο υπόλοιπο του δανείου ανερχόταν στις €136.729,31, με τόκο 10% από 8.2.2010 επί του ποσού των €136.029,33 μέχρι εξοφλήσεως. Μετά την καταχώρηση εμφάνισης, οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση ημερ. 4.8.2010, ζητώντας την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εφεσειόντων, καθότι αυτοί στερούνταν υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη Δ.18 θ.1 και στη σχετική νομολογία, αποδέχθηκε το αίτημα και εξέδωσε απόφαση προς όφελος των Εφεσιβλήτων, ως η απαίτηση τους, πλέον έξοδα της αγωγής και της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή.
Οι Εφεσείοντες εγείρουν τους πιο κάτω πέντε λόγους έφεσης, θεωρώντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα:-
(1) Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων στην ένστασή τους, ήταν γενικοί και αόριστοι.
(2) Έκρινε ότι οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ο ενόρκως δηλών Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού, δεν ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης.
(3) Δεν ασχολήθηκε με κανένα σημείο και παρέλειψε να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα αναφορικά με την πέμπτη ένσταση που ήγειραν οι Εφεσείοντες ότι δεν έτυχαν καμίας ενημέρωσης από τους Εφεσίβλητους για το ύψος των επιτοκίων με τα οποία αυτοί χρέωναν τον λογαριασμό του Εφεσείοντος 1, κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου 160(Ι)/1999.
(4) Έκρινε ότι οι Εφεσείοντες δεν αποκάλυψαν στο δικαστήριο καλόπιστη υπεράσπιση και
(5) Παρέλειψε να δώσει επαρκή ή βάσιμη αιτιολογία για την αποδοχή της αίτησης.
(6) Εξέδωσε απόφαση κατά παράβαση των πάγια νομολογημένων αρχών.
Κατά πόσον οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων πρωτοδίκως ήταν γενικοί και αόριστοι - Πρώτος λόγος έφεσης
Δυστυχώς οι Εφεσείοντες στο Περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων τους, δεν προσδιορίζουν το συγκεκριμένο σημείο στην πρωτόδικη απόφαση που καταγράφεται η κατάληξη του Δικαστηρίου. Από την άλλη οι Εφεσίβλητοι δεν αναφέρονται καν στο συγκεκριμένο σημείο της απόφασης, αλλά ασχολούνται με την ουσία των ισχυρισμών. Εντοπίσαμε από μόνοι μας την πιο κάτω αναφορά, η οποία ελπίζουμε ότι είναι γι' αυτήν που παραπονούνται οι Εφεσείοντες. Το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 5 της απόφασής του αναφέρει τα εξής:-
«Οι ισχυρισμοί των εναγομένων στην ένσταση τους είναι γεγονός ότι προβάλλονται γενικά, αόριστα και κανένα στοιχείο δεν προσκομίζεται το οποίο θα ήταν δυνατόν να τους στηρίξει.»
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, καθότι απομονώνει και παρερμηνεύει την πιο πάνω φράση, αγνοώντας το υπόλοιπο του κειμένου της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου (σελ. 5-9), το οποίο επεξηγεί την πιο πάνω εναρκτήρια τοποθέτηση του δικαστηρίου επί του θέματος.
Οι Εφεσείοντες στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους, πρόβαλαν ουσιαστικά τέσσερις ισχυρισμούς ότι:-
(α) Υπάρχει κενό στην κίνηση του λογαριασμού μεταξύ 5.12.2007- 31.12.2009 και δεν εξηγείται πώς προκύπτει το ποσοστό τόκου ύψους 10% από 8.2.2010.
(β) Δεν επιβεβαιώνεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση το υπόλοιπο του λογαριασμού, Τεκμήριο Θ, και
(γ) δεν αποδείχθηκε ότι οι Εφεσείοντες παρέλαβαν τις δύο επιστολές ημερ. 19.10.2009 (Τεκμήριο Ζ) και ημερ. 8.2.2010 (Τεκμήριο Η) που τους έστειλαν οι Εφεσίβλητοι και οι οποίες συνιστούσαν, η μεν πρώτη ειδοποίηση ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή του δανείου, η δε δεύτερη τερματισμό της συμφωνίας.
Έχοντας υπόψη τους πιο πάνω ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, εκείνο που το πρωτόδικο δικαστήριο ήθελε να τονίσει με την εναρκτήρια δήλωση του, προτού προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας, ήταν ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων «προβάλλονται γενικά και αόριστα» χωρίς να έχει προσκομιστεί οποιοδήποτε στοιχείο που να τους στηρίζει. Κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στην πιο πάνω προσέγγιση του δικαστηρίου, εφόσον αμέσως μετά την εναρκτήρια δήλωσή του, το πρωτόδικο δικαστήριο προχωρεί και εξετάζει λεπτομερώς τον καθ' ένα από τους πιο πάνω ισχυρισμούς για να επαναλάβει ότι αυτοί δεν κρίθηκαν επαρκείς για να τεκμηριώσουν καλόπιστη και συζητήσιμη υπεράσπιση. Φαίνεται ότι το δικαστήριο προτού καταλήξει, έλαβε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να αντεξετάσουν τον κ. Χρ. Παπαλαμπριανού που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ώστε να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του παρέπεμψε στις υποθέσεις Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1A CLR 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais (1991) 1 AAΔ 239 και Vidisava Subotic v. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1Α ΑΑΔ 22 στις οποίες νομολογήθηκε ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ενός εναγομένου ο οποίος έχει το βάρος απόδειξης, πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης και ότι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν είναι από μόνοι τους αρκετοί, αφού θα ήταν εύκολο σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια. Στην προκειμένη περίπτωση ορθά κατά την άποψή μας το πρωτόδικο δικαστήριο τοποθετήθηκε επί των ισχυρισμών των Εφεσειόντων.
Τα περί ισχυρισμού ότι το πρόσωπο που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης - Δεύτερος λόγος έφεσης
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι είχαν ισχυριστεί ότι ο Χρ. Παπαλαμπριανού, ο οποίος ορκίστηκε την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, δεν ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης.
Είναι γεγονός ότι οι Εφεσείοντες με την ένστασή τους δεν ήγειραν ρητά ένα τέτοιο θέμα. Όμως το δικαστήριο ξεκινώντας την αναφορά του με τις λέξεις «ουσιαστικά οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι.», αναφέρεται στα όσα εμμέσως προκύπτουν από την ένσταση και ένορκη δήλωση των Εφεσειόντων. Στην ουσία πρόκειται για συμπέρασμα του δικαστηρίου. Παρά τον κακό τρόπο που είναι λεκτικά διατυπωμένο, με εξαίρεση το θέμα του τόκου, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι εσφαλμένο αν λάβουμε υπόψη τους ισχυρισμούς που καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση των Εφεσειόντων, στην οποία διατυπώνονται διάφορα παράπονα ως προς τα κενά που δημιουργούνταν, κατά τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων.
Εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που οι Εφεσείοντες δηλώνουν απερίφραστα ότι ουδέποτε αμφισβήτησαν ότι ο Χρ. Παπαλαμπριανού ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης, τότε τίποτε το ουσιαστικό δεν μπορεί να προκύψει που να μπορεί να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση.
Μη εξέταση του λόγου ένστασης αναφορικά με το ύψος του επιτοκίου - Κατά πόσο αποδείχθηκε καλόπιστη υπεράσπιση - Κατά πόσον η απόφαση του δικαστηρίου είναι αιτιολογημένη - Λόγοι έφεσης 3-6
Θα αρχίσουμε από τους λόγους έφεσης 4-6, με τους οποίους οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι τα στοιχεία που παρουσίασαν ήταν ικανοποιητικά και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν αποκαλύφθηκε καλόπιστη υπεράσπιση. Οι Εφεσείοντες παραπονέθηκαν ειδικά ότι οι καταστάσεις που παρουσίασαν οι Εφεσίβλητοι στο δικαστήριο ήταν ελλιπείς. Θεωρούν ότι η προβολή του πιο πάνω ισχυρισμού και μόνο ήταν αρκετή και το δικαστήριο όφειλε να δεχθεί ότι αποδείχθηκε καλόπιστη υπεράσπιση. Πέραν τούτου, με αναφορά στις υποθέσεις Trans Middle East (Trading) (TMET) Ltd v. Tlais, ανωτέρω και Σχίζας ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2004) 1Γ AAΔ 1866, ισχυρίζονται ότι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις μπορεί ένας διάδικος να στερηθεί του δικαιώματος να υπερασπίσει τον εαυτό του ενώπιον δικαστηρίου. Τέλος, με τον 5ο λόγο έφεσης διατυπώνεται παράπονο ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον τελευταίο ισχυρισμό των Εφεσειόντων. Πλην του θέματος των τόκων, το υπόλοιπο μέρος της απόφασης του δικαστηρίου σαφώς περιέχει αιτιολογία. Κατά πόσον αυτή είναι ορθή ή όχι, είναι θέμα που συνάγεται στους επί μέρους λόγους έφεσης.
Ως προς το λόγο που αφορά στο εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε καλόπιστη υπεράσπιση, έχει αποκρυσταλλωθεί νομολογιακά ότι δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αρνείται την οφειλή ή απλώς να παραθέτει μια νομική ένσταση. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση J & M Loizides Agencies Ltd κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λτδ (2011) 1Β ΑΑΔ 1280:-
«Η ένορκη δήλωση που καταχωρείται για υποστήριξη της ένστασης πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (he must condescend upon particulars) (CY.E.M.S. Co. Ltd v. Central Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 C.L.R. 897, σελ. 902-905, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Thais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239 και Νεάρχου κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 818).»
Αναμφίβολα η παροχή λεπτομερειών είναι αυτή που θα δώσει υπόσταση στους ισχυρισμούς των εναγομένων. Διαφορετικά θα σήμαινε ότι με τη διατύπωση απλών ισχυρισμών θα παραχωρείτο το δικαίωμα υπεράσπισης (βλ. CY.E.M.S. Co Limited v. The Central Co-operative Industries Co Ltd (1982) 1 CLR 897 και N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1Γ ΑΑΔ 1912). Είναι γι' αυτόν το λόγο που οι εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι έχουν καλή υπεράσπιση, θα πρέπει να βεβαιώνονται ότι θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου αρκετές λεπτομέρειες και στοιχεία που να επιτρέπουν στο δικαστήριο να καταλήξει επί του θέματος της ύπαρξης καλόπιστης υπεράσπισης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες εκείνο που έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν τίποτε άλλο από διάφορους γενικούς ισχυρισμούς οι οποίοι, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ήταν αρκετοί, σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, για να αποδείξουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης. Αυτό το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί να ανατραπεί.
Αφήσαμε τελευταίο τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι Εφεσείοτνες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το λόγο ένστασης που ήγειραν αναφορικά με το ύψος του επιτοκίου. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες πρωτοδίκως διατύπωσαν την εξής ένσταση:-
«(ε) Οι Εναγόμενοι δεν έτυχαν καμιάς ενημέρωσης από τους Ενάγοντες για το ύψος των επιτοκίων με τα οποία αυτοί χρέωναν τον λογαριασμό του Εναγομένου 1 η δε εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 160(Ι)/1999 είναι παράνομη και αντισυμβατική.»
Ο τρίτος λόγος έφεσης κατά την άποψή μας ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ καταγράφει στην απόφασή του την ένσταση των Εφεσειόντων, σε κανένα σημείο της απόφασής του δεν δίδει συνέχεια στο θέμα ώστε να αποφανθεί αν οι Εφεσίβλητοι επιβεβαίωσαν με θετική μαρτυρία την αξίωση για το ύψος του τόκου (10% ετησίως) για να μπορεί να εκδοθεί απόφαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο περιορίστηκε στο να χαρακτηρίσει και αυτό τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων ως γενικό και αόριστο και εκ των υστέρων σκέψη. Όμως, κατά την άποψή μας, το δικαστήριο έσφαλλε καθότι δεν υπήρχε ενώπιον του θετική μαρτυρία που να επαληθεύει τη χρέωση επιτοκίου 10%. Στην ένορκη δήλωση του Χρ. Παπαλαμπριανού, δεν αναφέρεται κάτι το συγκεκριμένο. Από τις συμφωνίες που επισύναψε στην ένορκη δήλωση του, φαίνεται ότι συμφωνήθηκε να χρεώνεται «κυμαινόμενο επιτόκιο 5.250% ετησίως». Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε άλλο που να επαληθεύει την αξίωση επιτοκίου ύψους 10% ετησίως. Όφειλε το πρόσωπο που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση να επεξηγήσει το θέμα, εφόσον οι Εφεσίβλητοι αιτούνταν την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Από την άλλη, οι Εφεσείοντες ρητά αμφισβήτησαν το θέμα και τα όσα διατύπωσαν πρωτοδίκως με τον πέμπτο λόγο ένστασης, δεν συμφωνούμε ότι είναι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί και ούτε εκ των υστέρων σκέψεις, όπως τις χαρακτηρίζει το πρωτόδικο δικαστήριο. Για το θέμα των τόκων, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να δεχθεί ότι υπήρχε εύλογη αμφιβολία και ότι υπήρχε καλόπιστη υπεράσπιση που δικαιολογούσε την παραχώρηση περιορισμένης άδειας στους Εφεσείοντες να υπερασπιστούν.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι θα πρέπει να δοθεί στους Εφεσείοντες περιορισμένο δικαίωμα να υπερασπιστούν για το θέμα των τόκων, όχι όμως για τα υπόλοιπα θέματα για τα οποία παραμένει η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου και του μέρους που αφορά στα έξοδα της αγωγής, πλην εκείνων της αίτησης για συνοπτική απόφαση τα οποία επιφυλάσσονται για να αποφασιστούν από το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την εκδίκαση του θέματος του τόκου.
Συνακόλουθα η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Παραχωρείται άδεια στους Εφεσείοντες για να υπερασπιστούν για το θέμα της χρέωσης επιτοκίου 10%. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα. Το υπόλοιπο μέρος της απόφασης παραμένει, καθώς και η διαταγή για τα έξοδα. Ενόψει της μερικής μόνο επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων το ½ των εξόδων της έφεσης, πλέον ΦΠΑ. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.