ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D354
(2014) 1 ΑΑΔ 1037
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 84/2014)
29 Μαΐου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ DUNNES STORES ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΔΙ΄ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ
Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΓ. ΑΡ. 7936/2011
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5.1.(Β) ΤΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 44/2001
---------------------------------------
Φρ. Χατζηχάννας και Κ. Ζαχαρία (κα), για τους Αιτητές.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 25.11.2013 απέρριψε την υπό ημερ. 15.2.2013 αίτηση των ενώπιον του εναγομένων και νυν αιτητών με την οποία εζητείτο ο παραμερισμός της σφράγισης, της επίδοσης και της υποκατάστατης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, στους αιτήτες στην Ιρλανδία, καθώς και διάταγμα παραμερισμού και αναστολής λόγω αναρμοδιότητας, έλλειψης δικαιοδοσίας και ακαταλληλότητας της δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης στην Κύπρο. Η αίτηση είχε καταχωρηθεί μετά που οι αιτητές ζήτησαν και έλαβαν άδεια δυνάμει της Δ.16 θ.9 για καταχώριση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία με σκοπό να αμφισβητηθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση θεωρώντας ότι μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001, υπό το φως ιδιαιτέρως του άρθρου 5(1)(β) αυτού, εφόσον παρόλο που τα αγαθά που αποτελούσαν το αντικείμενο της διαφοράς των διαδίκων θα παραδίδονταν στην Ιρλανδία, εν τούτοις η παράδοση ήταν μόνο μια από τις υποχρεώσεις με κύρια υποχρέωση την καταβολή του τιμήματος η οποία είχε συμφωνηθεί να γίνεται στην Κύπρο όπως προέκυπτε από την ένορκη δήλωση των εναγόντων-καθ΄ ων η αίτηση στην αίτηση παραμερισμού και η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τους αιτητές. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τις υπόλοιπες θέσεις που προβλήθηκαν τόσο ως προς την ακαταλληλότητα της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, όσο και ως προς την μη ορθή επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ή ότι οι αιτητές ως εναγόμενοι δεν είχαν αποδεχθεί ή υπαχθεί στην εδώ δικαιοδοσία. Προς τούτο θεώρησε ότι το άρθρο 24 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001 το οποίο προβλέπει ότι η εμφάνιση διαδίκου με σκοπό την αμφισβήτηση δικαιοδοσίας δεν συνεπάγεται αποδοχή αυτής, θα ίσχυε εάν η αίτηση παραμερισμού καταχωρείτο με την πρώτη δυνατή ευκαιρία μετά την καταχώρηση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και όχι σε χρονικό διάστημα πέραν των τεσσάρων μηνών έχοντας υπόψη ότι είχε δηλωθεί η πρόθεση των αιτητών να καταχωρήσουν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία τουλάχιστον από τις 27.7.2012.
Η καταχωρηθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αγωγή υπ΄ αρ. 7936/2011 αφορά αξίωση των εναγόντων για €67.273,48 ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει εκδοθέντων τιμολογίων και ή ως υπόλοιπο λογαριασμού ή δυνάμει συμφωνίας αγοραπωλησίας εμπορευμάτων με τόκο 9% επί εκάστου τιμολογίου πλέον έξοδα. Η συμφωνία αφορούσε την κατασκευή ενδυμάτων από τους ενάγοντες για λογαριασμών των εναγομένων, νυν αιτητών, με τη συρραφή διαφόρων ειδών ενδυμάτων κατόπιν παραγγελιών και αποστολή αυτών στην Ιρλανδία στη βάση προφορικής και ή γραπτής συμφωνίας ότι τα τιμολόγια θα εξοφλούντο με την παράδοση των εμπορευμάτων ή στις καθορισμένες ημερομηνίες αποπληρωμής των τιμολογίων ή μόλις αυτά καθίσταντο πληρωτέα. Τα τιμολόγια, ενώ εκτελέσθηκαν από τους ενάγοντες οι σχετικές παραγγελίες, παρέμειναν απλήρωτα με αποτέλεσμα να οφείλεται το προαναφερθέν ποσό.
Είναι στη βάση των πιο πάνω συνοπτικών δεδομένων που οι αιτητές καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση επιδιώκοντας τη λήψη άδειας για την καταχώρηση αιτήσεως διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition με σκοπό αφενός την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 25.11.2013 και αφετέρου την απαγόρευση σ΄ αυτό από του να προχωρεί τη διαδικασία στην εν λόγω αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης, ή μέχρι νεώτερης διαταγής. Οι αιτητές με την έκθεση που υπέβαλαν και τη συνοδευτική ένορκη δήλωση αποκαλύπτουν ότι εναντίον της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης καταχωρήθηκε στις 3.1.2014, η υπ΄ αρ. Ε2/2014 έφεση επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Λέγουν όμως ότι σε περίπτωση που δεν δοθεί η επιδιωκόμενη με την παρούσα αίτηση άδεια, οι αιτητές θα αναγκαστούν να καταχωρήσουν υπεράσπιση χωρίς τη δυνατότητα της έγερσης προδικαστικά του ζητήματος της δικαιοδοσίας σ΄ αυτή, με αποτέλεσμα αυτή η καταχώρηση να θεωρηθεί ως διάβημα υπαγωγής στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα ενδεχομένως να εγερθεί και ζήτημα ως προς την περαιτέρω δυνατότητα προώθησης της ίδιας της έφεσης εφόσον στο μεταξύ θα έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία.
Ο συνήγορος κατά το στάδιο συζήτησης της υπό κρίση αίτησης απέσυρε το αίτημα που αφορά τη λήψη άδειας certiorari εφόσον έχει καταχωρηθεί ήδη άλλο ένδικο μέσο προς αναθεώρηση της κρίσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά επέμεινε στην προώθηση της θέσης ότι δικαιούται σε λήψη άδειας για prohibition εφόσον από τη στιγμή που τίθεται θέμα έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, το ένταλμα prohibition είναι δικαιωματικό ώστε το κατώτερο Δικαστήριο να μη προχωρεί διαδικασία άνευ δικαιώματος.
Μέρος της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου των αιτητών είχε έρεισμα την πρόσφατη απόφαση στην Loughrans Stores Ltd. v. D.P. Agroproducts Limited, Πολ. Έφ. αρ. 300/2009 ημερ. 23.12.2013, στην οποία τα δεδομένα ήταν παρόμοια με την παρούσα υπόθεση και στην οποία το Άρθρο 5.1(β) του Κανονισμού 44/2001 κρίθηκε να είχε μεταβάλει την προηγούμενη νομική κατάσταση πραγμάτων κατά τρόπο ώστε στις συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων ο τόπος εκπλήρωσης της σύμβασης να είναι, εκτός αν διαφορετικά συμφωνήθηκε, ο τόπος του κράτους μέλους όπου έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων. Περαιτέρω, έγινε από το συνήγορο αναφορά και στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση LLC Ko Company, Πολ. Αίτηση αρ. 3/2014, ημερ. 8.4.2014, όπου το Δικαστήριο, (Πασχαλίδης, Δ.), απέρριψε μεν την αίτηση για prohibition, αλλά μόνο διότι κρίθηκε στα εκεί γεγονότα ότι η απόρριψη πρωτοδίκως της αίτησης για έλλειψη δικαιοδοσίας, επέτρεπε την μετέπειτα έγερση του ζητήματος στην υπεράσπιση ως προδικαστικό θέμα.
Κάθε αίτηση για προνομιακό ένταλμα ή συνδυασμό αυτών πρέπει να υπερβαίνει το σκόπελο ότι όπου υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, η χορήγηση θεραπείας, που παραμένει πάντοτε προνομιακή, δεν δίδεται εκτός και αν υπάρχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, (Gennaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, μεταξύ άλλων). Έτσι ακόμη και όπου υπάρχει από το τηρηθέν πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον ή παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης, το προνομιακό ένταλμα δεν αποσκοπεί στην υποκατάσταση της όποιας εναλλακτικής ένδικης θεραπείας όπως της έφεσης (Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). Η εκ πρώτης όψεως λοιπόν συζητήσιμη υπόθεση δεν επαρκεί, όπου το ζήτημα μπορεί να επιλυθεί με τις συνήθεις νενομισμένες διαδικασίες αναθεώρησης μιας πρωτόδικης κρίσης, με προεξάρχουσα βέβαια διαδικασία αυτή της έφεσης.
Δεν έχει πεισθεί το Δικαστήριο ότι δικαιολογείται εδώ η χορήγηση της άδειας έστω και με σκοπό την έκδοση εντάλματος prohibition. Υπάρχει μια γενικότερη παρεξήγηση. Το ένταλμα prohibition δεν εκδίδεται αυτοδικαίως («as of right»), όποτε ο αιτητής διατυπώνει τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με έλλειψη δικαιοδοσίας. Θα πρέπει να υπάρχει εμφανέστατη έλλειψη δικαιοδοσίας. Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ισαβέλλας Γιαννή Σάββα, Πολ. Αίτηση αρ. 70/2014, ημερ. 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D268:
«Η προσφερόμενη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που ήδη υφίσταται, καθώς και οποιαδήποτε άλλη που μπορεί να λάβει στο μεταξύ για αναστολή του εντάλματος ανάκτησης κατοχής, δεν παρέχει στο Δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να ασκήσει την προνομιακή του δικαιοδοσία. Αυτό δεν αφορά μόνο τη λήψη άδειας για certiorari, αλλά και το prohibition το οποίο ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι εκδίδεται αυτοδικαίως διότι δεν χωρεί οποιαδήποτε εναλλακτική θεραπεία και αυτό από μόνο του αποτελεί εξαιρετική περίσταση. Αυτό όμως δικαιολογείται μόνο όπου η έλλειψη αρμοδιότητας ή άλλο ελάττωμα στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι ολοφάνερη από το φάκελο της υπόθεσης, άλλως υπεισέρχεται στη κρίση του Δικαστηρίου διακριτική εξουσία και ευχέρεια (Αντρέας Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 455 και Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 224-225, παρ. 5.10). Όπως λέχθηκε και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Νίκου Α. Χατζηρούσου για prohibition (2011) 1 Α.Α.Δ. 1703, το προνομιακό ένταλμα prohibition εκδίδεται για να εμποδιστεί κατώτερο Δικαστήριο από του να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή καθ΄ υπέρβαση της ώστε να μην συνεχίζονται διαδικασίες άνευ δικαιοδοσίας ή κατά παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης. Συνδυάζεται συνήθως με το ένταλμα certiorari το οποίο στοχεύει στη διόρθωση λαθών επί του νόμου ή και επί απόφασης ληφθείσας καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, ενώ το prohibition απαγορεύει σε Δικαστήριο από του να συνεχίζει διαδικασία χωρίς δικαιοδοσία.»
Εδώ το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του. Εμφανώς άσκησε τη νομική του κρίση επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας που τέθηκε ενώπιον του. Στη βάση των ενώπιον του δεδομένων έκρινε υπέρ της ύπαρξης δικαιοδοσίας στην Κύπρο υπό το φως του γεγονότος ότι υπήρχε η υποχρέωση της καταβολής του τιμήματος στη Δημοκρατία. Και αυτό είναι ένα δεδομένο το οποίο προκύπτει από το σκεπτικό του Δικαστηρίου (σελ. 19 και 27), προερχόμενο κυρίως από την ένσταση των εναγόντων στην αίτηση για παραμερισμό, την οποία ένσταση παραδόξως οι αιτητές παρέλειψαν να επισυνάψουν στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση για χορήγηση άδειας προνομιακών ενταλμάτων, ενώ ταυτόχρονα παραπονούνται στη δική τους αίτηση παραμερισμού για τη μη πλήρη αποκάλυψη γεγονότων εκ μέρους των εναγόντων στην αίτηση με την οποία τους χορηγήθηκε η άδεια για σφράγιση και επίδοση στην Ιρλανδία. Αυτή η παράλειψη είναι ουσιώδης και είναι από μόνη της αρκετή για την απόρριψη της αίτησης.
Όπως και να έχει το πράγμα, το κατώτερο Δικαστήριο ερμηνεύοντας τον άρθρο 5(1) του Κανονισμού 44/2001 αποφάσισε ότι το άρθρο δεν δίνει αποκλειστική δικαιοδοσία στο Δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο παραδόθηκαν τα εμπορεύματα και η ερμηνεία αυτή παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ορθή υπό το φως του γεγονότος ότι το άρθρο είναι δυνητικό και όχι υποχρεωτικό. Όπως το άρθρο προνοεί στο αγγλικό κείμενο του:
«A person domiciled in a Member State may, in another Member State, be sued:
1. (a) in matters relating to a contract, in the courts for the place of performance of the obligation in question:
(b) for the purpose of this provision and unless otherwise agreed, the place of performance of the obligation in question shall be:
- in the case of the sale of goods, the place in a Member State where, under the contract, the goods were delivered or should have been delivered.
- in the case of the provision of services, the place in a Member State where, under the contract, the services were provided or should have been provided.»
Η ερμηνεία του άρθρου είναι ότι οι αιτητές που έχουν την κατοικία τους στην Ιρλανδία, σε κράτος μέλος δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσαν να εγείρουν αγωγή στα Ιρλανδικά Δικαστήρια εναντίον των εναγόντων στην προαναφερθείσα αγωγή καλώντας τους να εμφανισθούν ενώπιον των Ιρλανδικών Δικαστηρίων εφόσον στην Ιρλανδία οφειλόταν να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων.
Οι αιτητές, όπως απορρέει από την αίτηση παραμερισμού που υπέβαλαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, παραπονούνται για σωρεία θεμάτων ως προς τα εμπορεύματα που τους αποστέλλονταν μεταξύ άλλων και για την περίοδο Ιουλίου του 2005 μέχρι Ιουλίου του 2007. Λέγουν ως προς την ορθότητα των Α/GSP πιστοποιητικών τα οποία έπρεπε να συνοδεύουν τα εμπορεύματα ότι αυτά, κατά το Ιρλανδικό Τελωνείο, δεν ήσαν σύμφωνα με τα νενομισμένα κριτήρια, με αποτέλεσμα οι αιτητές να κληθούν να καταβάλουν πρόσθετο φόρο από τις Τελωνειακές τους αρχές. Δεν αναφέρεται όμως από τους αιτητές ότι ήγειραν ποτέ αγωγή ενώπιον των Ιρλανδικών Δικαστηρίων για οποιαδήποτε διαφορά είχαν με τους ενάγοντες αναφορικά με τα εμπορεύματα ή τα συνοδευτικά αυτών έγγραφα, ή την επιβληθείσα σ΄ αυτούς υποχρέωση να καταβάλουν πρόσθετους τελωνειακούς ή άλλους φόρους. Είναι οι ενάγοντες που πρώτοι ήγειραν αγωγή για τη συνολική οφειλή ως αυτή προέκυπτε και πιστοποιείτο από τα τιμολόγια.
Η έγερση λοιπόν της αγωγής στη Δημοκρατία δεν αποκλείεται και είναι οι ενάγοντες που κάλεσαν τους Ιρλανδούς αιτητές να εμφανισθούν ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων εφόσον στη Δημοκρατία κατασκευάζονταν ή λαμβάνονταν ή εξάγονταν τα εμπορεύματα προς την Ιρλανδία και είναι στη Δημοκρατία που θα έπρεπε να γίνει η πληρωμή έναντι των τιμολογίων που αντιπροσώπευαν βεβαίως την αξία των εμπορευμάτων. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου, τα τιμολόγια εκδίδονταν στη Δημοκρατία ανάλογα με τις εκάστοτε παραγγελίες και οι ενάγοντες είχαν σχετικό λογαριασμό επ΄ ονόματι των αιτητών όπου γίνονταν οι χρεωπιστώσεις.
Η δυνατότητα παράκαμψης της συνήθους δικαιοδοσίας που είναι ο τόπος διαμονής ή εγκατάστασης («domicile»), του εναγομένου (Άρθρο 2.1 του Κανονισμού 44/2001 - Γενικές Διατάξεις), προς όφελος της ειδικής δικαιοδοσίας που προνοείται από το Άρθρο 5 του Κανονισμού 44/2001, έχει απασχολήσει τα Δικαστήρια και τους ακαδημαϊκούς συγγραφείς. Δεν χρειάζεται για σκοπούς της παρούσας απόφασης να αναπτυχθεί το θέμα ιδιαιτέρως, όμως αναδρομή στην τελευταία, 5η έκδοση του συγγράμματος των Adrian Briggs and Peter Rees: Civil Jurisdiction and Judgments, αποκαλύπτει ότι η όλη κατάσταση σήμερα κάτω από τον Κανονισμό 44/2001, δεν είναι ιδιαιτέρως ευτυχής. Οι συγγραφείς εξετάζουν το ιστορικό του Κανονισμού 5(1) και τις εξελίξεις και αποφάσεις επί του θέματος από τη σελ. 211 έως τη σελ. 249, παρ. 2.146-2.165. Καθίσταται φανερό ότι η φράση «obligation in question», μπορεί να αναλυθεί κατά διαφόρους τρόπους. Σε ό,τι αφορά την υποχρέωση της πληρωμής του τιμήματος αγοράς (δέστε παρ. 2.164), όταν η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια του Κανονισμού 5(1)(α), η υποχρέωση πληρωμής δυνατόν να είναι η κύρια υποχρέωση ιδιαιτέρως σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Φιλανδία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Σουηδία, όπου η γενική αρχή είναι ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να αναζητήσει τον πιστωτή του και να πληρώσει στον τόπο κατοικίας του τελευταίου, (The Eider (1893) P. 119, Royal Bank of Scoltand v. Cassa di Risparmio (1991) 1 L Pr 411 και Deutsche Ruckversicherung AG v. La Fondaria Assicurazioni: Sp A (2001) 2 Lloyd´s Rep. 621). Στην Κύπρο ακολουθείται η ίδια γενική αρχή, (Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203, και Stefanidou v. Pirgoti (1975) 11 J.S.C. 1693).
Η απόφαση στην Loughrans Stores Ltd v. Agroproducts Limited - ανωτέρω - εκδόθηκε μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την οποία επιδιώκεται τώρα το προνομιακό ένταλμα prohibition και συνεπώς το Δικαστήριο δεν ενήργησε αντίθετα με απόφαση του Εφετείου. Εκτός του ότι εκδόθηκε μεταγενέστερα της πρωτόδικης κρίσης, παρατηρείται επίσης ότι αποτελεί απόφαση κατ΄ έφεση και όχι απόφαση σε προνομιακή διαδικασία, γεγονός που δείχνει ότι το ορθό ένδικο μέσο αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας είναι η έφεση, (δέστε και την GCC Computers Ltd v. Penril Datacom Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1584, επί αιτήσεως παραμερισμού της σφράγισης του κλητηρίου και της επίδοσης στο εξωτερικό). Περαιτέρω, στην εν λόγω απόφαση του Εφετείου δεν έγινε παραπομπή στην προηγηθείσα απόφαση στη Hampton Advisory Group S.A. v. 1. Bost AD κ. ά., Πολ. Έφεση αρ. 13/2009, ημερ. 27.3.2012, όπου έγινε επισταμένη αναφορά στον Κανονισμό 44/2001. Η απόφαση αυτή έτυχε μνείας από το κατώτερο Δικαστήριο ως προς το δεδομένο ότι η εμφάνιση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με σκοπό την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του δεν σημαίνει και υποταγή στη δικαιοδοσία αυτή. Με δεδομένη την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι οι αιτητές έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία, η ορθή θεραπεία αμφισβήτησης αυτού του δεδομένου είναι η έφεση την οποία οι αιτητές άσκησαν. Έχοντας ήδη αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ασκήσει επί της αντίθετης θέσης του Δικαστηρίου έφεση, η περαιτέρω εμπλοκή τους στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία, δεν τους αποστερεί ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας τη δυνατότητα να προωθήσουν την έφεση τους. Τέτοιο πρόβλημα θα υφίστατο εάν οι αιτητές είχαν αυτοβούλως αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων καταχωρώντας εμφάνιση χωρίς όρους ή δεικνύοντας την αποδοχή τους με άλλα διαβήματα. Εδώ, οι αιτητές αμφισβήτησαν τη δικαιοδοσία και είναι μετά από Δικαστική κρίση που θα συνεχίσουν να έχουν περαιτέρω ανάμειξη στην εν τη Δημοκρατία εγερθείσα διαδικασία. Οι αιτητές έχουν πρόσθετα δικαίωμα να λάβουν εκείνα τα διαβήματα που θεωρούν ορθό για την περαιτέρω διασφάλιση της θέσης τους ότι δεν υφίσταται εδώ δικαιοδοσία, (Civil Procedure Volume I, The White Book Service 2006, σελ. 1892, παρ. 74.11.13 και Equitas v. Wave City Shipping (2005) EWHR 923).
Η προνομιακή διαδικασία δεν προσφέρεται προς επίλυση του προβλήματος. Η δικαιοδοσία άλλωστε σε περιπτώσεις όπως την παρούσα όπου οι συναλλαγές των διαδίκων έχουν ως βάση μια συνεργασία πολλών ετών, πρέπει να αποφασιστεί στη βάση γεγονότων που πρέπει να διερευνηθούν και να αξιολογηθούν πρωτοδίκως.
Υπό το φως των ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ