ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D295
(2014) 1 ΑΑΔ 896
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 60/2014)
7 Μαϊου, 2014
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στες
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD η οποία βρίσκεται υπό εξυγίανση (στο εξής καλούμενη η «εταιρεία»
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ
- - - - - - - - -
Για τους εφεσείοντες: κ.Κ.Bελάρης για Βελάρη & Βελάρη ΔΕΠΕ, κ.Μιχ.Ιωαννίδη για Αγγελίδη, Ιωαννίδη, Λεωνίδου ΔΕΠΕ, και κ.Κωνσταντίνος Παύλου για Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ.
Για τον εφεσίβλητο 1: καμιά εμφάνιση
Για την εφεσίβλητη 2 κα.Ελ.Μιχαήλ για Α.Νεοκλέους ΔΕΠΕ, για Λαϊκή Τράπεζα
Για τους εφεσίβλητους 3 και 4 κα.Θ.Μαυρομουστάκη - Aνώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας
- - - - - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εργασίες της Cyprus Popular Bank Public Co. Limited (στο εξής η Λαϊκή Τράπεζα), όντας αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα («Α.Π.Ι.»), δυνάμει των προνοιών του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997 (Ν.66(Ι)/97), είχαν, στο πλαίσιο των εξουσιών που παρέχονται στην Αρχή Εξυγίανσης, με βάση τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ΄Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν.17(Ι)/2013), πωληθεί.
Συγκεκριμένα, η Αρχή Εξυγίανσης με την έκδοση διατάγματος ημερ. 25 Μαρτίου 2013 (ΚΔΠ 94/2013), αποφάσισε, όπως, πωληθούν οι εργασίες της Λαϊκής Τράπεζας, και στη συνέχεια με άλλο διάταγμα ημερ. 29 Μαρτίου 2013 (ΚΔΠ 104/2013), αποφάσισε την «πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας», προς το «Αποκτών Πρόσωπο» που ήταν η Τράπεζα Κύπρου, Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής «Τράπεζα Κύπρου»).
Περαιτέρω, στο πλαίσιο των προνοιών του διατάγματος ημερ. 30 Ιουλίου 2013, (ΚΔΠ.279/13) η Αρχή Εξυγίανσης καθόρισε, λαμβάνοντας υπόψη «τη διαδικασία αποτίμησης των μεταβιβαζομένων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων» της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου, ως δικαία αποζημίωση την έκδοση και παραχώρηση προς τη Λαϊκή Τράπεζα, «τόσες Μετοχές Τάξεως Α΄, ονομαστικής αξίας, ένα (1) ευρώ έκαστη έτσι ώστε η Λαϊκή Τράπεζα .... να κατέχει 18,056,371% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου».
Οι ΄Αδωνις Κωνσταντινίδης και Ανδρέας Ελευθεριάδης, ως καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας με ποσά €447.363,13 και €3.459.838,89, αντιστοίχως, είναι, όπως αποτελεί παραδεχτό γεγονός, πιστωτές της Λαϊκής Τράπεζας.
Υπό αυτή τους την ιδιότητα και επικαλούμενοι τις πρόνοιες του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113, οι αιτητές, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση με την οποία ζητούσαν «σύγκληση Συνέλευσης Πιστωτών της Εταιρείας» προσδιορίζοντας και το «Σχέδιο Διακανονισμού».
Η αίτηση αυτή αντίκρισε την ένσταση της Αρχής Εξυγίανσης (εφεσιβλήτων 3 και 4). Η Ειδική Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας (΄Αντρη Αντωνιάδου - εφεσίβλητη 2), που διορίστηκε από την Αρχή Εξυγίανσης, εμφανίστηκε εκπροσωπούμενη από δικηγόρο δηλώνοντας ότι υιοθετεί τη θέση των εφεσιβλήτων 3 (Μέλη Αρχής Εξυγίανσης) και 4 (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας). Ο ΄Εφορος Εταιρειών (εφεσίβλητος 1), δεν εμφανίστηκε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 6 Μαρτίου 2014, αποφάσισε ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν την υπό εκδίκαση αίτηση, και ότι, τέτοιο δικαίωμα σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης Πιστωτών, έχει μόνο η Κεντρική Τράπεζα.
Στο πλαίσιο της καταχωρηθείσας έφεσης, οι εφεσείοντες ζήτησαν την έκδοση διατάγματος αναστολής των ενεργειών της Αρχής Εξυγίανσης, γιατί όπως λέχθηκε, και τελικώς αποτελεί αποδεχτό, από τους εφεσίβλητους, γεγονός η Αρχή Εξυγίανσης προτίθεται, μέχρι το τέλος Απριλίου, ή σύντομα μετά, να προχωρήσει στη διαδικασία διορισμού συμβουλευτικού οίκου για την εξεύρεση τρόπου αξιοποίησης του 18% της Λαϊκής Τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου.
Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω δεδομένα, και παρά τους αρχικούς μας ενδοιασμούς, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη των δυο πλευρών, προχωρήσαμε στην ακρόαση, της ουσίας της έφεσης, κατά προτεραιότητα.
Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, είχε ως επίκεντρο τη λανθασμένη, όπως προτάθηκε κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, που έχει ως εξής:
«Είναι επομένως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, με δεδομένο ότι την δυνατότητα καταχώρησης αίτησης για έκδοση Διατάγματος Εκκαθάρισης εταιρείας που βρίσκεται σε εξυγίανση, - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - την έχει μόνο η Αρχή Εξυγίανσης, [σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27(1) του Ν.17(1/2013 το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο εκκαθάρισης τέτοιων εταιρειών και δεν συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο 203 του Κεφ.113] η εταιρεία υπό καθεστώς εξυγίανσης «δεν δύναται να διαλυθεί» σύμφωνα με το Κεφ.113 αλλά σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν.17(1)/13.»
Το συγκεκριμένο άρθρο 27(1) του περί Εξυγίανσης Νόμου, εισηγήθηκε ο κ.Βελάρης, δεν έχει σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση. Είναι αποδεχτό από τους εφεσείοντες ότι περιορίζει τα πρόσωπα που μπορούν να υποβάλουν αίτηση για εκκαθάριση «υπό εξυγίανση εταιρείας» καθορίζοντας την Αρχή Εξυγίανσης, ως δυνάμενη να υποβάλει αίτηση, πλην, όμως, αυτό επιδρά στην εμβέλεια του άρθρου 213 του περί Εταιρειών Νόμου. Η διαδικασία γίνεται, κατ΄εφαρμογήν, της προβλεπόμενης στον περί Εταιρειών Νόμο.
Η ερμηνεία που δόθηκε πρωτοδίκως, στο άρθρο 198(5) του Κεφ.113, εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, είναι λανθασμένη, καθ΄ότι ισχύει επί του προκειμένου, η διασταλτική ερμηνεία, έτσι ώστε να περιλαμβάνεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η εφαρμογή διακανονισμού ή συμβιβασμού και σε εταιρείες που δεν είναι εγγεγραμμένες με βάση το Κεφ.113.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων για να ενισχύσουν τη θέση τους ως προς την ερμηνεία του όρου «εταιρεία που δύναται να διαλυθεί» μας παρέπεμψαν σε αγγλική νομολογία. Στην υπόθεση Re Sovereign Marine and General Insurance Co.Ltd and other companies [2007] 1BCLC 228 óπου ερμηνεύεται στο άρθρο 425 του Companies Act 1985 (που είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 198 του Kεφ.113), ο όρος εταιρεία «company», που απαντάται στο συγκεκριμένο άρθρο 425(6), (9) ως "any company liable to be wound up under this Act". Στην υπόθεση Sovereign Marine (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι, εάν και εφόσον, πληρούντο οι προϋποθέσεις που τίθενται, καλύπτεται η δυνατότητα σύγκλησης συνέλευσης πιστωτών και για εταιρεία μη εγγεγραμμένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, (στη συγκεκριμένη υπόθεση, επηρεάζονταν εταιρείες που είχαν εγγραφεί στη Γαλλία και Ιρλανδία). Η ιδία αρχή επιβεβαιώθηκε και στις άλλες υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τους εφεσείοντες.
Περαιτέρω οι συνήγοροι πρόβαλαν την απουσία ειδικής νομοθετικής πρόνοιας που να περιορίζει το δικαίωμα των πιστωτών να υποβάλουν αίτηση, δυνάμει του άρθρου 198. Η επίκληση του άρθρου 33 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, που γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως περιοριστικού τέτοιου δικαιώματος είναι, κατά την εισήγηση τους, λανθασμένη καθ΄ότι αν υπήρχε τέτοια πρόθεση θα καθοριζόταν με σαφήνεια.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων 3 και 4 υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, αναφέροντας ότι μόνο η Κεντρική Τράπεζα, όταν το κρίνει σκόπιμο, δύναται να καταχωρήσει αίτηση για σύγκληση πιστωτών με βάση το άρθρο 198 του Κεφ.113. Ακόμη και κατά τη λήψη απόφασης, για διακανονισμό, το δικαστήριο οφείλει να ακούσει την Κεντρική Τράπεζα επί του προκειμένου.
Η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 33Α του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, υποστήριξε η κα.Μαυρομουστάκη, που αφορούν τις περιπτώσεις ΑΠΙ, παραπέμπει στον περί Εταιρειών Νόμο, οι πρόνοιες του οποίου, κατ΄αναλογία εφαρμόζονται, αλλά μόνο σε διαδικαστικής φύσεως θέματα.
Τέλος η εισήγηση των εφεσιβλήτων 3 και 4 ήταν ότι δεν στερείται δικαιοδοσίας το Δικαστήριο να δώσει άδεια σύγκλησης πιστωτών, υπό την αίρεση ότι, αυτή καταχωρείται από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα κληθεί να δώσει τις απόψεις της πριν την απόφαση του Δικαστηρίου.
Είμαστε της γνώμης ότι το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι, πρωτίστως, ερμηνευτικό.
Το ερώτημα που τίθεται προς απόφανση όπως ήταν και πρωτοδίκως, είναι κατά πόσο οι αιτητές, ως πιστωτές μιας υπό εξυγίανση εταιρείας δικαιούνται, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου να αιτηθούν τη σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών, έτσι ώστε να ζητηθεί ο προτεινόμενος από τους ίδιους διακανονισμός.
Το νομικό πλαίσιο ρύθμισης τα των εταιρειών, είναι ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ.113, που ευλόγως χαρακτηρίζεται ως γενικός νόμος.
Κάτω από τον τίτλο «Διακανονισμοί και Αναδιοργανώσεις» υπάρχει το υπό εξέταση άρθρο 198 με πλαγιότιτλο «Εξουσία για συμβιβασμό με πιστωτές και μέλη»:
Η παρα.(5) του εν λόγω άρθρου προνοεί:
(5) ... η έκφραση «εταιρεία» σημαίνει οποιαδήποτε εταιρεία που δύανται να διαλυθεί σύφμωνα με το Νόμο αυτό και η έκφραση «διακανονισμός» περιλαμβάνει αναπροσαρμογή του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με την ενοποίηση μετοχών διαφορετικής τάξης ή με τη διαίρεση μετοχών σε μετοχές διαφορετικών τάξεων ή και με τις δύο αυτές μεθόδους.»
Στην παρ. (5) του άρθρου 200 του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπονται τα ακόλουθα:
«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 198, η έκφραση «εταιρεία» στο άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνει άλλη εταιρεία εκτός από εταιρεία με την έννοια του νόμου αυτού.»
Η Λαϊκή Τράπεζα είναι, όπως έχουμε σημειώσει ανωτέρω, «ΑΠΙ» λειτουργούσα με άδεια, συνεπώς η παραπομπή στις διατάξεις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου (Ν.66(Ι)/97) είναι απαραίτητη.
Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, η «διαδικασία εκκαθάρισης», αναφορικά με ΑΠΙ, σημειώνεται ότι έχει την έννοια που αποδίδεται, σ΄αυτή, στο ΜΕΡΟΣ V του περί Εταιρειών Νόμου. Την ιδία παραπομπή, αντικρίζουμε και αναφορικά με τον ορισμό των «εκκαθάριση», «εκκαθαριστής».
Με την τροποποίηση στο πιο πάνω άρθρο 2, που επήλθε με το άρθρο 2(β) του Ν.102(Ι)/2013, που σημειώνουμε θεσπίστηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2013 προστέθηκε ο ορισμός «μέτρα εξυγίανσης» που αναφέρει:
«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα, τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να επηρεάσουν υφιστάμενα δικαιώματα άλλων προσώπων και περιλαμβάνουν τόσο τα μέτρα που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων ή μείωσης των απαιτήσεων των πιστωτών ή μετόχων του εν λόγω ιδρύματος, όσο και τα μέτρα που προβλέπονται, σε περίπτωση ΑΠΙ, από τα άρθρα 198 έως 202 του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και, σε περίπτωση ΣΠΙ, από το άρθρο 49Β του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.»
Με τον ίδιο Νόμο 102(Ι)/2013, τροποποιήθηκε το εδάφιο (2) του άρθρου 33 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων που αναφέρει τα εξής:
«(2) Σε περίπτωση λήψης μέτρων εξυγίανσης σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και -
(α) που είναι -
(i) τράπεζα που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προτείνει συμβιβασμό ή διακανονισμό, το δε Δικαστήριο δύναται με συνοπτική αίτηση της Κεντρικής Τράπεζας να διατάξει σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών της τράπεζας κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου ή»
Παρατηρούμε περαιτέρω ότι, βάσει του εδαφίου (β) της παραγράφου (2) του άρθρου 33 του ιδίου νόμου, η «επικύρωση του συμβιβασμού» από Δικαστήριο γίνεται μόνο αφού ακουστούν οι απόψεις της Κεντρικής Τράπεζας.
Στην παρ.(8) του ιδίου άρθρου 33, η Κεντρική Τράπεζα δικαιούται να ζητήσει με αίτηση στο Δικαστήριο εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και το Δικαστήριο δύναται να τα επικυρώσει, «παρά το γεγονός .. δεν έχει συγκληθεί η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόμου συνέλευση πιστωτών ....»
Παρατηρούμε περαιτέρω ότι η διαδικασία εκκαθάρισης με βάση το άρθρο 33Α, διέπεται από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, στα ακολουθούντα άρθρα 33Β ή 33Β δις, παρατηρείται μια απόκλιση και προβλέπονται εξειδικευμένες διαδικασίες αναφορικά με εταιρείες ΑΠΙ. Τίθεται δε μια επιφύλαξη στο άρθρο 33Β δις, ότι «οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ..... εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες του παρόντος άρθρου».
Παρατηρούμε συναφώς μια σημαντική απόκλιση από την εφαρμογή των προνοιών του περί Εταιρειών Νόμου.
Παράλληλα, και κατ΄επέκταση των πιο πάνω, με τη θέσπιση του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ΄Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν.17(Ι)/2013), επέρχεται ένα «νέο» νομικό καθεστώς που ρυθμίζει τα ΑΠΙ, ήτοι «΄Ιδρυμα υπό εξυγίανση».
Ο εν λόγω Νόμος αναφορικά με την «εκκαθάριση» παραπέμπει στις πρόνοιες του περί Εργασιών και Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, που αναλύθηκε πιο πάνω.
Το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του εν λόγω Νόμου, θέτει τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται κατά τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης, όπως η υποπαράγραφος (δ) που προνοεί ότι, οι πιστωτές δεν θα βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση, μετά τα μέτρα εξυγίανσης, παρά αν το ίδρυμα ετίθετο υπό εκκαθάριση.
Με το άρθρο 5 του Νόμου παρέχεται στην Αρχή Εξυγίανσης η «αποκλειστική εξουσία» να λαμβάνει μέτρα που επηρεάζουν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του επηρεαζόμενου ιδρύματος περιλαμβανομένων των μετόχων, μελών, διοικητικών συμβούλων και πάντοτε υπό τον όρο ότι το εν λόγω ίδρυμα δεν είναι μεταξύ άλλων «βιώσιμο» ή να αδυνατεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως «δρώσα οικονομική μονάδα». (άρθρο 6(1) και (2).
Σημειώνουμε περαιτέρω μια δυνατότητα που παρέχεται στην Αρχή Εξυγίανσης, να παίρνει μέτρα, έξω από το πλαίσιο του περί Εταιρειών Νόμου για αύξηση κεφαλαίου έκδοσης νέων μετοχών, (άρθρο 8) πώλησης εργασιών (άρθρο 9) περιλαμβανομένης της μεταβίβασης τίτλων ιδιοκτησίας που ισχύει έναντι τρίτων (άρθρο 9(3)(β)).
Ακόμη πιο καταλυτική επίδραση στα δικαιώματα τρίτων, είναι τα προβλεπόμενα στο ΜΕΡΟΣ VII του Νόμου, όπου επιβάλλεται η υποχρέωση στην Αρχή Εξυγίανσης να μεριμνά ώστε η απώλεια που θα υποστεί, εν προκειμένω ο πιστωτής, δεν θα είναι μεγαλύτερη αυτής που θα είχε υποστεί αν το ίδρυμα ετίθετο «στο σύνολο του, απευθείας σε εκκαθάριση» (αρ.25). Η δε απαίτηση του οικονομικά θιγόμενου προσώπου, με βάση το άρθρο 26, περιορίζεται στην «απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων» σε περίπτωση που η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί «σημαντικά» σε σύγκριση με τη θέση που θα βρισκόταν αν το ίδρυμα τίθετο απ΄ευθείας σε εκκαθάριση.
Και η κορύφωση των περιορισμών τέθηκε με το άρθρο 27 του Νόμου που προβλέπει:
«27.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, κανένα πρόσωπο, εκτός της Αρχής Εξυγίανσης, δεν καταχωρεί αίτηση για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.»
Θεωρήσαμε, για τους λόγους που διαφαίνονται στη συνέχεια της απόφασης, απαραίτητο να προβούμε σ΄αυτή την ανάλυση των εξειδικευμένων, πλέον, διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας που διέπει το καθεστώς της υπό εξυγίανση Λαϊκής Τράπεζας.
Επανερχόμενοι στο ερμηνευτικό πλαίσιο εξέτασης του εγειρόμενου θέματος, σημειώνουμε ότι η κεντρική επιδίωξη και οι στόχοι του ερμηνευτικού έργου, πρέπει να είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του νομοθέτη βλ. Κωμοδρόμος ν. White Knights (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1903.
΄Οπου το ζητούμενο είναι η ερμηνεία νομοθετήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το λεκτικό, το ιστορικό και οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του, οι ευρύτεροι σκοποί που επιχειρήθηκε να εξυπηρετηθούν καθώς και η πρόθεση του νομοθέτη. (βλ. Melios v. Nicolaou (1963) 2 C.L.R. και Krassimenos v. Hadjiyiannis (1963) 2 C.L.R. 448).
Στην προκείμενη περίπτωση, και παρά την απουσία εξειδικευμένης πρόνοιας για αποστέρηση από τους πιστωτές της δυνατότητας υποβολής αίτησης με βάση το άρθρο 198, του περί Εταιρειών Νόμου, παρατηρούμε ότι, η σχεδόν συνολική και καταλυτική κατάργηση των μέχρι πρότινος υφισταμένων δικαιωμάτων που πήγαζαν από τη σχέση ΑΠΙ υπό εξυγίανση και τρίτων όπως μετόχων, μελών, πιστωτών και άλλων, είναι πέραν από δεδομένη.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση ΕΥΡΗΚΑ ν. UNILEVER PLC. (1994) 1 Α.Α.Δ. 124, μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταγενέστερος νόμος κατάργησε σιωπηρά προηγούμενο, μόνο αν προκύπτει καθαρά ότι είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς τον προηγούμενο αυτό νόμο ώστε να καθίσταται αδύνατο να συνυπάρχουν οι δυο νόμοι. (βλ. επίσης Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1551.
´Εχοντας στο μυαλό μας το σκοπό που επιδιώκεται να εξυπηρετήσει η αίτηση με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου, που δεν είναι άλλος παρά, η συζήτηση προτεινόμενου «συμβιβασμού ή διακανονισμού», θεωρούμε ότι, οι πρόνοιες του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και του περί Εξυγίανσης Νόμου, όπως τις έχουμε αναλύσει πιο πάνω, έχουν θέσει εκ ποδών κάθε δυνατότητα υποβολής αίτησης για σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών στο υπό εξυγίανση ίδρυμα. Απλή και μόνο αναφορά στον ορισμό των μέτρων εξυγίανσης και τις επιπτώσεις που συνεπάγονται ως προς τα δικαιώματα τρίτων, απολήγει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, ως πιστωτές της Λαϊκής δεν έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για σύγκληση πιστωτών με βάση το άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόμου. Αντίθετη κατάληξη θα αντιστρατευόταν τον ίδιο το σκοπό θέσπισης των πιο πάνω αναλυθέντων νομοθετημάτων.
Όπως καταφαίνεται από τα πιο πάνω καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά διαφωνούμε με το σκεπτικό, όπως διατυπώθηκε.
Ως εκ τούτου η έφεση έχει απορριπτική κατάληξη.
Θεωρούμε, όμως, απαραίτητο να τονίσουμε ότι η αναφορά μας στα άρθρα 25 και 26 του περί Εξυγίανσης Νόμου έγινε με σκοπό να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του νέου θεσμικού πλαισίου που διέπει ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα, και της εξειδικευμένης προσέγγισης που αναιρεί την προσφερόμενη δυνατότητα σύγκλησης πιστωτών του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου.
Σε καμιά περίπτωση δεν αποφασίζουμε για τυχόν επιπτώσεις επί των υπολοίπων δικαιωμάτων των πιστωτών, καθότι κάτι τέτοιο δεν συζητήθηκε ούτε ήταν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Με βάση όμως τη σπανιότητα του εγερθέντος θέματος, αποφασίσαμε ότι είναι πιο δίκαιο να μην επιδικαστούν έξοδα στους επιτυχόντες διαδίκους και εκδίδεται ανάλογο διάταγμα.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.