ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A139
(2014) 1 ΑΑΔ 443
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 381/09
25 Φεβρουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
Μεταξύ:
ΣΩΤΗΡΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Εφεσείοντα
και
1. MFS VENTURES LTD
2. ASPIS HOLDINGS PUBLIC COMPANY LTD
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ
4. ΛΑΜΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
6. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΑΣΙΑΣ
7. ΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
8. ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
9. ΣΥΝΘΙΑ ΑΛΩΝΕΥΤΗ
10. ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
11. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΦΥΣΟΥΝΗ
12. ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
13. MARKETRENDS (CAPITAL MARKET) LTD
14. M.A.KLITOU CHARTERED ACCOUNTANTS
15. HLB ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ
Εφεσιβλήτων
--------
Για Εφεσείοντα: κ. Α. Παπαντωνίου
Για Εφεσίβλητους: κα Καραβιώτου
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Τον Σεπτέμβριο του 2000, ο εφεσείων απέκτησε με ιδιωτική τοποθέτηση 70.000 μετοχές της εφεσίβλητης 1 έναντι του ποσού των Λ.Κ.35.000 (€59.081), τις οποίες αντάλλαξε την 1.12.00 με 35.000 μετοχές της εφεσίβλητης 2 η οποία στο μεταξύ είχε εξαγοράσει το μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης.
Οι τίτλοι των μετοχών απεστάλησαν στον εφεσείοντα τον Απρίλιο του 2001 και αυτός τις κράτησε, παρά το γεγονός ότι στις 17.1 και 17.4.2001 είχε αξιώσει ανεπιτυχώς από τις εφεσίβλητες 1 και 2 την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε για απόκτηση των (αρχικών) μετοχών.
Στις 10.5.01 οι μετοχές της εφεσίβλητης 2 άρχισαν να διαπραγματεύονται στο ΧΑΚ και την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος 3 - Πρόεδρος της εφεσίβλητης 1 από το Νοέμβριο του 2000 μέχρι τον Μάιο του 2001 και Σύμβουλος της εφεσίβλητης 2 από τον Νοέμβριο του 2000 μέχρι και τον Αύγουστο του 2001 - προέβη σε τηλεοπτικό πρόγραμμα στην ακόλουθη δήλωση:-
«. για τους μετόχους που απέκτησαν μετοχές με ΙPO σίγουρα δεν ενδείκνυται να πουλήσουν σε αυτή την τιμή και εγώ τους καλώ να μην πουλήσουν, διότι η εταιρεία έχει μπει σε P/E.6.5, τα κέρδη του 2000 θα επαληθευτούν το 2001 και δεν μιλούμε για θεωρητικά κέρδη, μιλούμε για πραγματικά. Το Διοικητικό Συμβούλιο στην προσεχή του συνεδρία θα κοιτάξει και θέματα, να πληρώσει μέρισμα, κατά την άποψη μου όποιος διαθέσει μετοχές αυτή τη στιγμή είναι πολύ πρόωρο και θα βγει ζημιωμένος. Αυτή είναι η άποψή μου και όλοι οι μεγαλομέτοχοι να πω στο τέλος δεν θα πωλήσουν ούτε μισή μετοχή τους.»
Η αισιοδοξία του εφεσίβλητου 3 για το μέλλον της μετοχής της εφεσίβλητης 2 δεν άργησε να διαψευσθεί, αφού ήδη είχε αρχίσει η χωρίς επιστροφή πτωτική πορεία των τιμών των μετοχών στο ΧΑΚ. Ωστόσο, η εξαγγελία του για πληρωμή μερίσματος μέσα στο 2001 υλοποιήθηκε και ο εφεσείων, ως μέτοχος της εφεσίβλητης 2, πήρε και δεύτερη φορά μέρισμα €439,11 τον Φεβρουάριο του 2009.
Τέλος, χάριν του ιστορικού της υπόθεσης, σημειώνεται ότι στις 22.8.02 ο εφεσείων αξίωσε εκ νέου - δυνάμει του άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν.168(1)/2002), αυτή τη φορά - την επιστροφή των χρημάτων του, αξίωση που δεν ικανοποιήθηκε και τον Δεκέμβριο του 2003 κατέθεσε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 και 13 άλλων προσώπων, με την οποία αξίωνε:-
Α. Λ.Κ.33.553,52 ως αποζημιώσεις για ζημία την οποία υπέστη λόγω παραπλανητικών και ψευδών δηλώσεων, παραστάσεων και διαβεβαιώσεων των εναγομένων, συνεπεία των οποίων «πείσθηκε και/ή επηρεάστηκε και/ή παραπλανήθηκε να αγοράσει και παρακρατήσει» τις μετοχές και
Β. Λ.Κ.5.750 που κατέβαλε σε συμβούλους για στοιχειοθέτηση της απαίτησης του και
Γ. Διαζευκτικά, επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.35.000 στη βάση ότι οι τίτλοι της εφεσίβλητης 2 δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ εντός της προθεσμίας που προέβλεπε η τότε ισχύουσα Νομοθεσία.
Κατά την προακροαματική πορεία της υπόθεσης, η αγωγή απεσύρθη εναντίον των εναγομένων 7, 12, 14 και 15 και η ακρόαση έγινε σε σχέση με τους υπόλοιπους (στο εξής οι εφεσίβλητοι), οι οποίοι με το δικόγραφο τους απέρριπταν και τις δύο αιτίες αγωγής - κύρια και διαζευκτική - και ό,τι πρόβαλλε ο εφεσείων στην πολυσέλιδη έκθεση απαίτησης του προς στοιχειοθέτηση τους.
Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε την εκατέρωθεν μαρτυρία, δεν αποδέχτηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι η απόφαση του να αγοράσει, ανταλλάξει και κρατήσει τις μετοχές ήταν προϊόν παραπλανητικών ή άλλων επιλήψιμων πράξεων ή παραλείψεων των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, απέρριψε στο σύνολό της την μαρτυρία του, υποδεικνύοντας αφενός ότι του «. έδωσε την εντύπωση ότι προέβαινε σε μία εκ των υστέρων προσπάθεια εξεύρεσης τρόπου αποφυγής των συνεπειών των πράξεων του, παρά στην προβολή μιας γνήσιας εκδοχής» και επισημαίνοντας, αφετέρου, υπερβολές και αντιφάσεις στη μαρτυρία του. Κατ΄ ακολουθία τούτου και αφού αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 8, ο οποίος σημείωσε του έκανε πολύ καλή εντύπωση, απέρριψε τα απαιτητικά Α και Β με αναφορά στις πρόνοιες των άρθρων 17, 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου ΚΕΦ.149. Σ΄ ότι δε αφορά τη διαζευκτική αιτία αγωγής - απαιτητικό Γ - παρατήρησε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης, τουλάχιστον σ΄ ότι αφορά την αξίωση αυτή, προσομοιάζουν με τα γεγονότα της Aspis Holdings Public Company Ltd v. Aθηνοδώρου (2009) 1 Α.Α.Δ. 43 και, εφαρμόζοντας τα όσα αποφασίστηκαν στην εν λόγω υπόθεση, απέρριψε και αυτή την αξίωση και τελικά και την αγωγή.
Ο εφεσείων θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση λανθασμένη και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της, προβάλλοντας βασικά ότι:-
1. Δεν έτυχε δίκαιης δίκης (Λόγοι έφεσης 1-5), καθότι δεν επετράπη (α) στον ίδιο να αναφερθεί σε παραπλανητικές δηλώσεις του εφεσίβλητου 3, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στον εγχώριο τύπο στις 10.5.01, ότι η μετοχή της εφεσίβλητης 2 θα ήταν μία από τις καλύτερες μετοχές στο ΧΑΚ και οι μέτοχοι θα πραγματοποιούσαν κέρδη, (β) η κατάθεση ως τεκμηρίων δημοσιευμάτων, τα οποία περιείχαν δηλώσεις και ανακοινώσεις των εφεσιβλήτων που ήταν σχετικές με τη δικογραφημένη θέση του ότι παραπλανήθηκε και εξαπατήθηκε απ΄ αυτούς και, τέλος (γ) δεν επετράπη στον εμπειρογνώμονα του (τον ΜΕ.4) να εκφέρει την επιστημονική του άποψη επί παραπλανητικής αναφοράς που γίνεται στο ενημερωτικό δελτίο της εφεσίβλητης 2 σε σχέση με τα κέρδη της (P/E 6.5) κατά το 2000.
2. Δεν έγινε ορθή προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και, τελικά, να απορρίψει την αγωγή του στη βάση της λανθασμένης αντίληψης ότι απέτυχε να αποδείξει τα όσα καταλογίζει στους εφεσίβλητους (Λόγοι έφεσης 6-9 και 15-22).
Συναφώς καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι (α) απέτυχε να κατανοήσει ότι η πρόσκληση για εγγραφή της εφεσίβλητης 1 (τεκμ.1) συνιστούσε παραστάσεις που τον επηρέασαν στην απόφαση του να αγοράσει τις μετοχές, (β) δεν αντελήφθηκε ότι η απόφαση του να κρατήσει τις μετοχές επηρεάστηκε από τις δηλώσεις του εφεσίβλητου 3 και (γ) έσφαλε στην απόφαση του ότι η επιστολή της εφεσίβλητης 1 ημερ. 18.10.00 (τεκμ. 5) δεν συνιστούσε αναληθείς παραστάσεις εκ μέρους αμφοτέρων των εφεσιβλήτων 1 και 2. Σημειώνεται, στο σημείο αυτό, ότι με την εν λόγω επιστολή η εφεσίβλητη 1 ενημέρωνε τον εφεσείοντα για την πρόταση εξαγοράς του μετοχικού της κεφαλαίου εκ μέρους της εφεσίβλητης 2, βεβαίωνε ότι η εξαγορά θα ήταν προς όφελος των μετόχων και του ζητούσε, αν συμφωνούσε, να υπογράψει και αυτός σχετική δήλωση αποδοχής και
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να κατανοήσει τις διαφορές της παρούσας υπόθεσης με την υπόθεση Aspis (Λόγοι έφεσης 10-14), τους οποίους θα εξετάσουμε πρώτα καθόσον η απόρριψη της διαζευκτικής αιτίας αγωγής (απαιτητικό Γ) έγινε στη βάση των όσων αποφασίστηκαν στην υπό αναφορά υπόθεση.
Είναι θέση του εφεσείοντα ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Αspis δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα καθότι μεταξύ των δύο υποθέσεων υπάρχουν δύο κύριες διαφορές. Η πρώτη, στην Αspis η αγωγή στρεφόταν εναντίον μόνο του εκδότη που εξαγόρασε τις μετοχές - δηλαδή της εφεσίβλητης 2 - ενώ στην παρούσα στρέφεται και εναντίον του αρχικού εκδότη - της εφεσίβλητης 1- και, η δεύτερη, στην Αspis δεν εξετάστηκε το άρθρο 8 του Ν.168(1)/2002 που καθιστά υπόχρεους για την επιστροφή των χρημάτων τόσο τον αρχικό εκδότη που εισέπραξε τα χρήματα, όσο και τον εκδότη που εξαγόρασε τους τίτλους. Προς τούτο, επέσυρε την προσοχή μας στο ότι ο εφεσείων αξίωσε την επιστροφή των χρημάτων στις 22.8.02, πριν δηλαδή από τις 31.3.03 που καθορίζεται από το άρθρο 9 του Νόμου.
Οι πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Κατά την άποψή μας τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τις δύο υποθέσεις δεν προσομοιάζουν απλώς, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ταυτίζονται πλήρως. Επισημαίνεται συναφώς ότι και στις δύο περιπτώσεις αγοράστηκαν μετοχές με ιδιωτική τοποθέτηση από την εφεσίβλητη 1, υπεβλήθη πρόταση εξαγοράς του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης 1 από την εφεσίβλητη 2, ενημερώθηκαν οι μέτοχοι της εφεσίβλητης 1 για την πρόταση (τεκμ. 5 ημερ. 18.10.00), δόθηκε η συγκατάθεση τους για την εξαγορά - μεταξύ αυτών και του επενδυτή στην υπόθεση Αspis ως και του εφεσείοντα στην παρούσα - και, τελικά, τόσο ο επενδυτής της Αspis όσο και ο εφεσείων αποδέχτηκαν την πρόταση για ανταλλαγή και προχώρησαν όντως σε ανταλλαγή των μετοχών που αγόρασαν από την εφεσίβλητη 1 με μετοχές της εφεσίβλητης 2. Κατά ακολουθία τούτων, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, εφαρμόζοντας σχετικά το τι αποφασίστηκε και στην Αspis, ότι η αποδοχή από τον εφεσείοντα της πρότασης ανταλλαγής των μετοχών τερμάτισε την συμβατική του σχέση και τα όποια δικαιώματα είχε έναντι της εφεσίβλητης 1 και, έκτοτε, συνήψε νέα συμβατική σχέση με την εφεσίβλητη 2 με αντάλλαγμα τις μετοχές της πρώτης.
Η σχέση λοιπόν μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητης 1 έληξε οριστικώς την 1.12.00 και η προσπάθεια του εφεσείοντα να την αναβιώσει με αγωγή, είτε στη βάση ισχυρισμών για απάτη και ψευδείς παραστάσεις είτε κατ΄ επίκληση του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν.168(1)/2002), έχουμε την άποψη ότι δεν είχε προοπτικές επιτυχίας. Σ΄ ότι δε αφορά την θέση του ότι η αξίωση του για επιστροφή χρημάτων βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 8 του εν λόγω Νόμου, είναι φανερό ότι παραβλέπει πως ο Νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του αφού οι μετοχές που κατείχε είχαν εισαχθεί και τύγχαναν διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ 15 και πλέον μήνες πριν την 8.8.2002 που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ. Σχετικό είναι το άρθρο 3(1)[1], σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα του αιτητή να αξιώσει επιστροφή των «χρημάτων ή άλλων ανταλλαγμάτων» που κατέβαλε για απόκτηση τίτλων, ως και αντίστοιχη υποχρέωση του εκδότη των μετοχών (εδώ της εφεσίβλητης 2) για επιστροφή, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ μέχρι 8.8.12. Όπως παραβλέπει και το γεγονός ότι, στην περίπτωση που οι τίτλοι της εφεσίβλητης 2 δεν θα είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ, το μόνο που θα μπορούσε να αξιώσει εναντίον της ήταν η επιστροφή του ανταλλάγματος που κατέβαλε για απόκτηση των επίδικων μετοχών που ήταν οι μετοχές της εφεσίβλητης 1 και όχι χρήματα. Αυτό, όπως επισημάνθηκε και στην Aspis, ήταν ό,τι θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να αξιώσει εναντίον της εφεσίβλητης 2 και κατά συνέπεια η αξίωση του για επιστροφή χρημάτων που κατέβαλλε για την αγορά των αρχικών μετοχών ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και οι σχετικοί με αυτή λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Η απόρριψη των παραπόνων του εφεσείοντα που καλύπτονται από τους λόγους έφεσης 10-14, στη βάση ότι η σχέση του με την εφεσίβλητη 1 έληξε οριστικώς την 1.12.00 και έκτοτε συνήψε νέα συμβατική σχέση με την εφεσίβλητη 2, καθιστούν κατά την άποψη μας τα παράπονα που σχετίζονται με την προ της 1.12.00 περίοδο χωρίς νόημα. Πρόκειται για παράπονα που σχετίζονται με λόγους έφεσης -του λόγους 6-9, 15-18, σκέλος του 19ου και 20-21 - με τους οποίους προσβάλλονται συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που εξήχθησαν στη βάση, κατ΄ ισχυρισμό, λανθασμένης αξιολόγησης και τα οποία, ως αφορόντα πράξεις ή παραλείψεις των εφεσίβλητων για την προ της 1.12.00 περίοδο, στερούνται οποιασδήποτε ουσιαστικής σημασίας και κατά συνέπεια απορρίπτονται.
Παρέμειναν προς εξέταση δύο αλληλένδετα μεταξύ τους παράπονα, τα οποία σχετίζονται με την θέση του εφεσείοντα ότι η απόφαση του για παρακράτηση των μετοχών επηρεάστηκε από παραπλανητικές δηλώσεις και ανακοινώσεις των εφεσιβλήτων στον ημερήσιο τύπο. Κυρίως από δηλώσεις του εφεσίβλητου 3 ημερομηνίας 10.5.01. Το πρώτο, ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης (Λόγοι έφεσης 1-5), εφόσον δεν του επετράπη να αναφερθεί στις εν λόγω δηλώσεις και να καταθέσει ως τεκμήρια φωτοαντίγραφα των σχετικών δημοσιευμάτων και, το δεύτερο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αντελήφθηκε ότι όντως η απόφαση του για παρακράτηση των μετοχών επηρεάστηκε από τις εν λόγω δηλώσεις και ανακοινώσεις (Μέρος του 19ου λόγου έφεσης).
Εξετάσαμε και επί αυτού του ζητήματος τα παράπονα του και, σ΄ ότι αφορά το πρώτο, να επισημάνουμε ότι ακόμη κι αν συμφωνούσαμε με τη θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχτηκε να κατατεθούν ως τεκμήρια φωτοαντίγραφα των σχετικών δημοσιευμάτων - κυρίως αυτών που αφορούσαν δηλώσεις του εφεσίβλητου 3 - δεν θα συμφωνούσαμε και με το παράπονο του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Και αυτό αφού η ουσία των σχετικών δηλώσεων του εφεσίβλητου 3 δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός και, μάλιστα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο αυτές συνιστούσαν ψευδείς παραστάσεις στη βάση των οποίων επηρεάστηκε ο εφεσείων για παρακράτηση των μετοχών, όπως ήταν η θέση του την οποία απέρριψε. Παραθέτουμε επί τούτου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-
«Ως εκ τούτου, η θέση του Ενάγοντα ότι, μετά που προέβη σε σύναψη συμφωνίας για αγορά μετοχών της Εναγόμενης αρ. 1 ή μετά που προέβη σε σύναψη συμφωνίας με την Εναγόμενη αρ. 2 για ανταλλαγή τους, επηρεάστηκε να «παρακρατήσει» τις μετοχές αυτές από ψευδείς παραστάσεις, δεν βρίσκει έρεισμα στην Νομολογία ή Νομοθεσία. Προς τούτο παραπέμπω στον Chitty on Contracts. Vol. 1, 27η έκδοση, σελ. 334, παρ. 6 - 004 όπου αναφέρεται ότι παράσταση πρέπει να είναι δήλωση γεγονότος, είτε παρόντος είτε του παρελθόντος, σε αντίθεση με δήλωση άποψης ή πρόθεσης ή νομικών. Μία απλή δήλωση άποψης, η οποία αποδεικνύεται να υπήρξε αβάσιμη, δεν θα θεωρηθεί ψευδής παράσταση, όπως ούτε και δήλωση κάποιας πρόθεσης η οποία τελικά δεν υλοποιείται. Στην δε παράγραφο 6-019 στην σελ. 347 αναφέρεται ότι είναι απαραίτητο ούτως ώστε να υπάρχουν νομικές συνέπειες όπως η ψευδής παράσταση να επηρέασε το άλλο μέρος. Σε περίπτωση που δεν τον επηρέασε, είτε επειδή δεν γνώριζε ότι αυτή είχε γίνει, ή επειδή δεν επηρεάστηκε από αυτήν είτε επειδή θα προχωρούσε με την σύναψη της συμφωνίας ακόμη και αν γνώριζε τα πραγματικά γεγονότα ή επειδή γνώριζε ότι η δήλωση ήταν ψευδής, τότε το αναίτιο μέρος δεν έχει δικαίωμα θεραπείας.»
Το παράπονο επομένως του εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης δεν ευσταθεί και οι σχετικοί με αυτό λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Σ΄ ότι δε αφορά το παράπονο του ότι το Δικαστήριο δεν αντελήφθηκε πως η απόφαση του να παρακρατήσει τις μετοχές επηρεάστηκε από τις δηλώσεις του εφεσίβλητου 3, να επισημάνουμε ότι η θέση που προώθησε ήταν ότι οι δηλώσεις αυτές συνιστούσαν ψευδείς παραστάσεις και ορθά το Δικαστήριο την απέρριψε στη βάση ότι οι δηλώσεις δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απόψεις ή, θα μπορούσε να πει κάποιος, εκτιμήσεις ή προσδοκίες οι οποίες διαψεύστηκαν από την χωρίς επιστροφή πτωτική πορεία των τιμών των μετοχών στο ΧΑΚ. Υπάρχει όμως και μία άλλη παράμετρος στο όλο ζήτημα. Η αξίωση του για αποζημιώσεις (Απαιτητικό Α ανωτέρω) δεν έχει ως μόνη αιτία ότι επηρεάστηκε στην απόφαση του να παρακρατήσει τις μετοχές. Αντίθετα, αποτελεί απλώς την έξοδο από ένα λαβύρινθο ισχυρισμών με τους οποίους καταλογίζονται στους εφεσίβλητους σωρεία επιλήψιμων πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίοι συνθέτουν ένα πολύπλοκο πλέγμα. Σε βαθμό που ακόμη και εάν το παράπονο του για παρακράτηση των μετοχών κρινόταν γνήσιο, να ήταν αδύνατος ο οποιοσδήποτε υπολογισμός της ζημίας που επέφερε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 3.—(1) Εκδότης, ο οποίος εισέπραξε χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων και με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, έχει υποχρέωση να επιστρέψει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή γραπτής απαίτησης προς τούτο, με τόκο προς επτά τοις εκατόν (7%) από την ημερομηνία εισπράξεως τους, τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα, εφόσον—
(α) Ο εκδότης εισέπραξε τα χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα προ της 1ης Μαρτίου 2002" και
| (β) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι τίτλοι του δεν
έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.