ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2264
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 363/2009)
6 Νοεμβρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Αντ. Ανδρέου με Αντ. Δράκο, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ερωτοκρίτου (κα.), για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η έφεση αυτή είναι αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που συνέβηκε το απόγευμα της 22.12.2004 στη Λεωφ. Βασιλέως Παύλου, στο κέντρο της Λάρνακας. Ο εφεσείων-ενάγων στην προσπάθεια του να διασταυρώσει πεζός τον προαναφερόμενο δρόμο κτυπήθηκε από το όχημα ΚΒΤ 171, το οποίο οδηγείτο από την εφεσίβλητη-εναγόμενη, και τραυματίστηκε σοβαρά. Οι γενικές και ειδικές ζημιές του εφεσείοντα συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου. Επί πλήρους ευθύνης συμφωνήθηκε το ποσό των €105.933.-, με νόμιμο τόκο από 14.9.2006.
Το μόνο ζήτημα που παρέμεινε προς εκδίκαση και κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το θέμα της ευθύνης. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν επτά μάρτυρες του ενάγοντος, περιλαμβανομένου και του ιδίου, ενώ η υπεράσπιση δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα. Οι μάρτυρες του ενάγοντα ήταν οι Αστυφύλακες Κυριάκου και Καβαλιέρος που ήταν οι εξεταστές της υπόθεσης, η Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου Λάρνακας κα. Φωτεινή Λάρκου, η οποία κατέθεσε αριθμό τεκμηρίων, η σύζυγος του εφεσείοντα-ενάγοντα Γεωργία Κόκκινου, ο ορθοπεδικός Δρ. Π. Σπαστρής, ο εκτιμητής ζημιών και εμπειρογνώμονας τροχαίων δυστυχημάτων Γ. Τζιρκαλλής και ο ίδιος ο ενάγων-εφεσείων.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αφού παρέθεσε τη μαρτυρία των μαρτύρων του ενάγοντα προέβηκε σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία τους και στη συνέχεια σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ορθοπεδικού Πέτρου Σπαστρή, την οποία έκρινε ως θετική, εμπεριστατωμένη και μη αμφισβητηθείσα. Αξιόπιστη έκρινε και τη μαρτυρία της κας Γεωργίας Κόκκινου, η οποία ήταν φυσική, με συνοχή και δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Οι δύο εξεταστές της υπόθεσης Κυριάκου και Καβαλιέρος έκαναν καλή εντύπωση στο δικαστήριο, η μαρτυρία τους ήταν θετική και απαλλαγμένη από αντιφάσεις και στο μεγαλύτερο μέρος της έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. Το μόνο σημείο που δεν δέχθηκε το δικαστήριο ήταν τη μαρτυρία του Αστυφύλακα Κυριάκου σε σχέση με το σημείο του οχήματος της εφεσίβλητης που κτύπησε τον εφεσείοντα. Αναφορικά με αυτό το ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι ο Αστυφύλακας Κυριάκου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κτυπήθηκε από το μπροστινό αριστερό φτερό του οχήματος ενώ ο εμπειρογνώμονας κ. Τζιρκαλλής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κτυπήθηκε από το μπροστινό αριστερό μέρος του οχήματος. Μπροστά στις προαναφερόμενες δύο αντικρουόμενες εκδοχές μαρτύρων του ενάγοντα-εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να καταλήξει σε εύρημα ως προς το συγκεκριμένο σημείο του οχήματος της εφεσίβλητης το οποίο κτύπησε τον εφεσείοντα. Στηρίχθηκε στην υπόθεση Rhesa Shipping Co SA v. Edmund (1985) 1 WLR 948, όπου στη σελ. 955 λέχθηκε ότι όταν ο Δικαστής βρίσκεται μπροστά σε διαφορετικές εκδοχές δεν είναι πάντοτε υποχρεωμένος να προβεί σε εύρημα αποδεχόμενος την μια ή την άλλη εκδοχή. Έχει και τρίτη επιλογή που συνίσταται στο να καταλήξει το δικαστήριο ότι ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης του συγκεκριμένου θέματος, απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που έχει. Το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθεσε ότι ποιο σημείο του οχήματος της εφεσίβλητης κτύπησε τον εφεσείοντα δεν ήταν καθοριστικής σημασίας, εν πάση περίπτωσει.
Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα «Ότι το ατύχημα ήταν το αποτέλεσμα της παράλειψης της εναγομένης να αντιληφθεί την παρουσία του ενάγοντα στο δρόμο. Το γεγονός αυτό όμως από μόνο του δεν αποδεικνύει ότι η εναγομένη δεν είχε την προσήκουσα προσοχή στο δρόμο. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το οπτικό πεδίο της εναγομένης ήταν καθαρό και κατά πόσο ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον ενάγοντα μέσα στο δρόμο έγκαιρα.» Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας τη δυνατότητα της εναγομένης να δει τον ενάγοντα έγκαιρα είπε ότι αυτό εξαρτάτο από την τροχαία κίνηση κατά τον ουσιώδη χρόνο και από το ύψος και το πλάτος των άλλων οχημάτων που βρίσκονταν στις λωρίδες του συγκεκριμένου δρόμου. Ο συγκεκριμένος δρόμος είχε τρεις λωρίδες και το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην τρίτη, τη δεξιότερη λωρίδα. Στις δύο πρώτες λωρίδες υπήρχαν αυτοκίνητα, τόσο δεξιά όσο και αριστερά του ενάγοντα. Με βάση της πραγματική μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγοντας κτυπήθηκε από την εναγόμενη, μόλις αυτός επιχείρησε να εισέλθει στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας, σε απόσταση 40 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή (της δεύτερης με την τρίτη λωρίδα).
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα κ. Τζιρκαλλή, ο οποίος είχε αναφερθεί σε συγκεκριμένα σημεία στα οποία ο εφεσείων ήταν ορατός από την εφεσίβλητη, από τη στιγμή που αυτός βρισκόταν στο πεζοδρόμιο μέχρι τη στιγμή που έγινε η σύγκρουση. Παρατήρησε επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν τέθηκε, ενώπιόν του, μαρτυρία σε σχέση με το ρυθμό του βήματος του ενάγοντα αμέσως πριν τη σύγκρουση, παρόλο που και γι΄ αυτό το ζήτημα ο κ. Τζιρκαλλής είχε δώσει μαρτυρία η οποία δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Πέραν των προαναφερθέντων, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ενάγοντας πουθενά στη μαρτυρία του ανέφερε ότι σταμάτησε στη γραμμή που διαχωρίζει τη δεύτερη από την τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας ή ότι τουλάχιστον έλεγξε το δρόμο προτού επιχειρήσει να διασχίσει την τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτός από την εναγόμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε στοιχεία αλλά σε υποθέσεις και εικασίες, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Επιπρόσθετα δεν καταδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια υπό την έννοια ότι αν η εναγόμενη έβλεπε τον ενάγοντα νωρίτερα και αντιδρούσε, θα μπορούσε να αποφύγει το δυστύχημα. Εφόσον δεν παρουσιάστηκε αποδεκτή μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ασφαλές εύρημα ως προς την ορατότητα της εναγομένης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το κατά πόσον υπήρχε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκ μέρους της εναγομένης. Παρατήρησε ότι η μόνη άλλη μαρτυρία που υπήρχε (προερχόταν από τον κ. Τζιρκαλλή του οποίου όμως τη μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε) ήταν ότι η ταχύτητα της εναγομένης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 30.5 χ.α.ω. και ότι το όριο ταχύτητας στο συγκεκριμένο δρόμο ήταν 50 χ.α.ω.. Επομένως η ταχύτητα της εναγομένης, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική ούτε και να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκ μέρους της, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Στη βάση των προαναφερομένων, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε πως η εναγόμενη έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το επίδικο ατύχημα και απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα, με έξοδα υπέρ της εναγομένης.
Ενώπιον μας η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη. Οι λόγοι έφεσης είναι οι εξής:
1. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η παράλειψη της εφεσίβλητης-εναγόμενης να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντα-ενάγοντα στο δρόμο, δεν στοιχειοθετούσε αμέλεια ή τουλάχιστο σοβαρή συντρέχουσα αμέλεια. Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων βρισκόταν ήδη 70 εκ. μέσα στη λωρίδα κυκλοφορίας της εφεσίβλητης (την τρίτη λωρίδα) και ότι είχε καλύψει άλλα 6.20 εκ. από την αριστερή άκρη του δρόμου, δια μέσου σταματημένων αυτοκινήτων. Το ότι η απόσταση από την διαχωριστική γραμμή της δεύτερης και της τρίτης λωρίδας μέχρι το σημείο συγκρούσεως ήταν 70 εκ. και όχι 40 εκ., όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, έγινε δεκτό από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης-εναγόμενης.
2. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα συμπέρανε ότι η παράλειψη της εναγόμενης να αντιληφθεί τον ενάγοντα στο δρόμο δεν αποδείκνυε, από μόνη της, ότι η ενάγουσα δεν είχε την προσήκουσα προσοχή στο δρόμο. Συναφώς παρατηρείται ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί παρέλειψε να αντιληφθεί τον εφεσείοντα-ενάγοντα έγκαιρα ή και καθόλου.
3. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε: (α) πως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι αυτός θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτός δεν στηρίζεται σε στοιχεία αλλά μόνο σε υποθέσεις και εικασίες και (β) ότι δεν καταδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης της εφεσίβλητης να αντιληφθεί τον εφεσείοντα και της δυνατότητας της να αντιδράσει νωρίτερα και να αποφύγει το ατύχημα.
4. Ότι το πρωτόδικο εύρημα πως το σημείο συγκρούσεως ήταν 40 εκ. μέσα στην τρίτη λωρίδα, από τη διαχωριστική γραμμή της δεύτερης και τρίτης λωρίδας είναι λανθασμένο. Όπως ήδη παρατηρήσαμε, έγινε δεκτό από πλευράς εφεσίβλητης ότι η απόσταση αυτή ήταν 70 και όχι 40 εκατοστά.
5. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ταχύτητα της εφεσίβλητης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, που ήταν 30.5 χ.α.ω. δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική υπό τις περιστάσεις και να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκ μέρους της.
6. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία του Δρα. Πέτρου Σπαστρή απέρριψε εκείνη του εμπειρογνώμονα Γ. Τζιρκαλλή, ενώ ήταν ουσιαστικά, βασισμένη σε αναντίλεκτα γεγονότα, στοιχεία, αριθμούς και δεδομένα, διεθνώς αποδεκτά.
7. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν κατέληξε σε συμπεράσματα στη βάση της μαρτυρίας Τζιρκαλλή και Σπαστρή.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη σε ορισμένα σημεία. Το πρώτο σημείο είναι η προαναφερθείσα απόσταση μεταξύ της διαχωριστικής γραμμής της δεύτερης και της τρίτης λωρίδας του δρόμου και του σημείου συγκρούσεως που ήταν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, αλλά έγινε και παραδεκτό, 70 εκ. και όχι 40 εκ.. Το δεύτερο σημαντικό σημείο στο οποίο, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρούμε ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι το μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης που κτύπησε στο πόδι του εφεσείοντα. Στη σελ. 8 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχεται εξολοκλήρου τη μαρτυρία του ορθοπεδικού Πέτρου Σπαστρή, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση. Στη μαρτυρία όμως του Δρος Σπαστρή περιλαμβάνεται η θέση ότι «το πόδι του ενάγοντα είχε κτυπηθεί από τα μπρος στο ύψος που είναι ανοικτό, δηλαδή σε ένα ύψος περίπου 25 εκ. από το έδαφος». Είναι στη βάση της αποδοχής αυτής της μαρτυρίας που το πρωτόδικο δικαστήριο, στην ίδια σελίδα της απόφασης του (σελ. 8), αναφέρει ότι δεν αποδέχεται τη μαρτυρία του Αστυφύλακα Κυριάκου σε σχέση με το σημείο του οχήματος που κτύπησε τον ενάγοντα. Παρόλον που το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε εξολοκλήρου τη μαρτυρία Σπαστρή ότι ο εφεσείων-ενάγων είχε κτυπηθεί «από τα μπρος» από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης και παρόλον που απέρριψε την αντίθετη θέση του Αστυφύλακα-εξεταστή Κυριάκου στο σημείο αυτό, στη σελ. 16 κρίνει την αξιοπιστία της μαρτυρίας του ίδιου του ενάγοντα-εφεσείοντα σε αντιπαραβολή με τη μαρτυρία του εξεταστή Κυριάκου αναφορικά με το μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης που κτύπησε τον εφεσείοντα. Ακόμη χειρότερα, στη σελ. 18 της απόφασης, αποφασίζει ότι, ενόψει των αντικρουομένων εκδοχών Κυριάκου και Τζιρκαλλή, αναφορικά με το ζήτημα αυτό, δεν θα αποδεχθεί οποιαδήποτε από τις δύο εκδοχές και, σύμφωνα με την απόφαση Rhesa (ανωτέρω), θα θεωρήσει ότι ο ενάγων-εφεσείων, ο οποίος έφερε το βάρος της απόδειξης του σχετικού ισχυρισμού (ως προς το μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης που τον κτύπησε), απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε και, επομένως, απέτυχε να αποδείξει ποιο σημείο του οχήματος τον κτύπησε. Αυτό, όμως, το πρωτόδικο συμπέρασμα είναι αντίθετο με την αποδοχή ολόκληρης της μαρτυρίας του Δρος Σπαστρή ως αξιόπιστης εφόσον, σύμφωνα με τη μαρτυρία Σπαστρή, το πόδι του ενάγοντα-εφεσείοντα είχε κτυπηθεί «από τα μπρος» από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Το σημείο αυτό ήταν ουσιαστικό, κατά την κρίση μας, για την ευθύνη της εφεσίβλητης.
Αναφορικά με τον πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης, θεωρούμε ότι ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να αποδεχθεί τη μαρτυρία του κ. Σπαστρή και να απορρίψει εκείνη του κ. Τζιρκαλλή για τους λόγους που ανέφερε. Η ταχύτητα των 30.5 χ.α.ω. της εφεσίβλητης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αναφέρθηκε από τον κ. Τζιρκαλλή και ήταν αποτέλεσμα των υπολογισμών του και, εφόσον η μαρτυρία του δεν έγινε δεκτή, θεωρούμε πως το δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία εκείνη και να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη ήταν αμελής, υπό τις περιστάσεις, ένεκα της ταχύτητας της.
Εκείνα, επομένως, τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης αμέλειας από την εφεσίβλητη, είναι τα εξής:
(α) Η εφεσίβλητη δεν είδε ούτε αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα καθ΄ οιανδήποτε στιγμή πριν από τη στιγμή της σύγκρουσης (και επομένως καμιά ενέργεια, για αποφυγή της, έκαμε). Αυτό το παραδέχθηκε η εφεσίβλητη στη Γεωργία Κόκκινου, σύζυγο του εφεσείοντα, της οποίας η μαρτυρία έγινε δεκτή ως αξιόπιστη.
(β) Το πόδι του εφεσείοντα κτυπήθηκε «από τα μπρος», δηλαδή από το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης. Το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, ενόψει αντικρουομένων ισχυρισμών στη μαρτυρία που πρόσφερε ο εφεσείων, το δικαστήριο είχε δικαίωμα να θεωρήσει ότι το σημείο αυτό δεν είχε αποδειχθεί από τον εφεσείοντα, είναι εσφαλμένο για τους λόγους στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε. Η εξ ολοκλήρου αποδοχή της μαρτυρίας Σπαστρή ως αξιόπιστης υπαγόρευε στο πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί τη θέση του Δρος Σπαστρή ότι το κτύπημα στο πόδι του εφεσείοντα έγινε από το μπροστινό μέρους του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης. Αυτό το μέρος της μαρτυρίας του, δόθηκε στα πλαίσια της πραγματογνωμοσύνης του ως ορθοπεδικού γιατρού και επομένως ήταν αποδεκτό ως μαρτυρία, εκτός από το ότι ήταν και αξιόπιστο.
(γ) Ο εφεσείων είχε καλύψει συνολική απόσταση 6.90 εκ. από την αριστερή άκρη του δρόμου και βρισκόταν μέσα στην τρίτη λωρίδα του δρόμου στην οποίαν βρισκόταν και το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, πρώτο στη σειρά, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης. Το σημείο συγκρούσεως ήταν σε απόσταση 70 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ δεύτερης και τρίτης λωρίδας (και όχι σε απόσταση 40 εκ., όπως εσφαλμένα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο). Η εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου για να δώσει μαρτυρία ούτε και κλήθηκε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας εκ μέρους της υπεράσπισης. Δεν υπήρχε επομένως μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τις διαστάσεις των αυτοκινήτων που βρίσκονταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην πρώτη και δεύτερη λωρίδα του δρόμου και πώς επηρέαζαν την ορατότητα της εφεσίβλητης. Υπήρχε όμως μαρτυρία ότι ο εφεσείων έχει ύψος περίπου 1.73 εκ.. Η τροχαία κίνηση κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πυκνή και στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου, κατά την ώρα που έγινε το ατύχημα, διακινούνται και πεζοί.
Η θέση της εναγόμενης-εφεσίβλητης ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου αλλά και του Εφετείου ήταν ότι, από τη στιγμή που το βάρος απόδειξης της αμέλειας ή της συντρέχουσας αμέλειας της εφεσίβλητης το έχει ο ενάγων-εφεσείων και από τη στιγμή που αυτός απέτυχε να αποδείξει, με αξιόπιστη μαρτυρία, σε ποια σημεία του δρόμου ήταν ορατός από τη θέση της εφεσίβλητης και πόση απόσταση υπήρχε μεταξύ του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης και του εφεσείοντα στα σημεία που αυτός ήταν ορατός, δεν μπορεί να αποδειχθεί αμέλεια της εφεσίβλητης ούτε και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οποιασδήποτε τυχόν αμέλειας της εφεσίβλητης και της ζημιάς που υπέστη ο εφεσείων. Το δικαστήριο δεν είχε στοιχεία ως προς τις ενέργειες που θα μπορούσε η εφεσίβλητη να κάμει για να αποφύγει τη σύγκρουση και δεν τις έκαμε. Αναφέρθηκε η κα. Ερωτοκρίτου συγκεκριμένα στις υποθέσεις Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 ΑΑΔ 369, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576 και Νικολάου κ.α. ν. Χριστοφή κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 838.
Στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και το Εφετείο κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η σύγκρουση δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η εφεσείουσα επιχείρησε να διασταυρώσει το δρόμο. Η εφεσείουσα, που ήταν ηλικίας 8 ετών, κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, ενώ διασταύρωνε πίσω από σταθμευμένο όχημα πώλησης παγωτού. Η εφεσίβλητη, η οποία έδωσε μαρτυρία, είπε ότι οδηγούσε με ταχύτητα γύρω στα 20-25 χ.α.ω., είδε το όχημα που πωλούσε παγωτό, το οποίο έδειχνε με το σηματοδότη του την πρόθεση του να εισέλθει σε δεξιά πάροδο και ήχησε τη σειρήνα της δύο φορές. Τη στιγμή της σύγκρουσης αντιλήφθηκε ξαφνικά μπροστά της την εφεσείουσα να τρέχει για να διασταυρώσει το δρόμο και δεν είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τη σύγκρουση.
Στην υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω) η εφεσίβλητη αντιλήφθηκε από απόσταση 30 περίπου μέτρων τον εφεσείοντα, ηλικίας 80 ετών, να ξεπροβάλλει πίσω από ένα διερχόμενο ψηλό όχημα. Εφάρμοσε τα φρένα της και έστριψε το όχημα της αριστερά χωρίς όμως να κατορθώσει να αποφύγει τη σύγκρουση με τον πεζό. Τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και το Εφετείο αποδέχθηκαν την εκδοχή της εφεσίβλητης οδηγού και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε ο εφεσείων, πεζός, ο οποίος είχε παραλείψει να λάβει εκείνα τα μέτρα που θα του επέτρεπαν να διασταυρώσει το δρόμο με ασφάλεια.
Στη Σοφοκλέους (ανωτέρω) τονίστηκε ότι, σε υποθέσεις αμέλειας, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στη πλευρά του ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να προχωρεί πέρα από την καθαρή πιθανολόγηση και να φθάνει μέχρι το πεδίο των νομικών συμπερασμάτων. Στην περίπτωση εκείνη κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να συναχθεί συμπέρασμα για αμέλεια χωρίς τον προσδιορισμό της απόστασης, έστω και κατά προσέγγιση, από την οποία ο εναγόμενος θα μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη της ενάγουσας.
Οι προαναφερόμενες υποθέσεις διαφοροποιούνται από την παρούσα.
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων-εφεσείων επέδειξε αμέλεια επειδή πριν αρχίσει να διασταυρώνει το δρόμο, στον οποίον υπήρχε πυκνή κίνηση, δεν διαπίστωσε αν αυτό ήταν ασφαλές για τον ίδιο να το πράξει. Σε μικρή απόσταση από το σημείο συγκρούσεως υπήρχαν φώτα τροχαίας και διάβαση πεζών την οποίαν ο εφεσείων θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με ασφάλεια αλλά δεν το έπραξε. Όμως θεωρούμε ότι και η εφεσίβλητη είχε αμέλεια ή τουλάχιστον συντρέχουσα αμέλεια, υπό τις περιστάσεις, επειδή δεν αντιλήφθηκε καθόλου τον εφεσείοντα πριν από τη σύγκρουση, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για να αποφύγει τη σύγκρουση, κτύπησε τον ενάγοντα στο πόδι με το μπροστινό (αριστερό) μέρος του αυτοκινήτου της και, τουλάχιστον από τη διαχωριστική γραμμή της δεύτερης προς την τρίτη λωρίδα μέχρι το σημείο συγκρούσεως, θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε δει τον ενάγοντα-εφεσείοντα εφόσον αυτός, με ύψος πέραν του 1.70 εκ., διέσχισε 70 εκ. μέσα στην τρίτη λωρίδα, μπροστά, ουσιαστικά, από την εφεσίβλητη, η οποία είχε πλήρη ορατότητα στο σημείο εκείνο.
Δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Τζιρκαλλή ως προς τα σημεία στα οποία ο εφεσείων ήταν ορατός, πριν το ατύχημα, από την εφεσίβλητη. Με τα προαναφερόμενα δεδομένα όμως και χωρίς υποθέσεις και εικασίες, αλλά χρησιμοποιώντας την κοινή λογική επί των διαπιστωμένων γεγονότων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η εφεσίβλητη είχε τη δυνατότητα και επομένως και την υποχρέωση να αντιληφθεί τον εφεσείοντα, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 70 εκ. που αυτός βρισκόταν μέσα στη λωρίδα κυκλοφορίας της, αφού είχε καλύψει και άλλα 6 μέτρα και 20 εκ. προηγουμένως, και επομένως η παράλειψη της να τον δει, να τον αντιληφθεί και να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αποφυγής της σύγκρουσης, συνιστούσε, υπό τις περιστάσεις, αμέλεια.
Ενόψει των όσων αναφέρθηκαν, θεωρούμε ότι ο εφεσείων ήταν υπεύθυνος και υπόλογος για την σύγκρουση και τις ζημιές που υπέστη σε ποσοστό 2/3 και η εφεσίβλητη ήταν υπεύθυνη και υπόλογη για τη σύγκρουση και τη ζημιά του εφεσείοντα σε ποσοστό 1/3. Δηλαδή η αμέλεια της εφεσίβλητης ήταν 1/3 και η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα, 2/3.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος της εφεσίβλητης για το 1/3 του συμφωνηθέντος ποσού των €105.933.- με νόμιμο τόκο από 14.9.2006.
Η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα επίσης παραμερίζεται και επιδικάζονται έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση, στην ανάλογη κλίμακα, υπέρ του εφεσείοντα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.