ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2182
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 320/2009)
23 Οκτωβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στες]
POWERTOOLS ELECTRO SRL,
Εφεσείoυσα,
ν.
BLACK & DECKER (ΕΛΛΑΣ) Α.Ε.,
Εφεσίβλητη.
____________
Παύλος Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Ανδρέας Θωμά για Γεώργιο Λ. Σαββίδη, για την Εφεσίβλητη.
_____________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. : Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 23.9.2008 κατόπιν μονομερούς αίτησης εκ μέρους της εφεσείουσας εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα το οποίο επέτρεπε τη σφράγιση του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής. Ακολούθησε σχετική μονομερής αίτηση της εφεσείουσας για υποκατάστατη επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου στην εφεσίβλητη, με διπλοσυστημένη επιστολή, στην Ελλάδα.
Η εφεσίβλητη αφού προηγουμένως εξασφάλισε άδεια για καταχώριση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, επεδίωξε τον παραμερισμό και/ή αναστολή της διαδικασίας στηρίζοντας την επιχειρηματολογία της σε τέσσερις λόγους: (1) Το Κυπριακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της υπόθεσης. Οι δύο εταιρείες είναι εγγεγραμμένες και διεξάγουν εργασίες σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, και εν όψει τούτου τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 44/2001 (ΕΚ), ΄Αρθρα 2 και 5, βάσει του οποίου δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης έχει είτε το Ελληνικό είτε το Ρουμανικό Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων νέα συμφωνία μετά δεν καθοριζόταν αποκλειστική δικαιοδοσία του Κυπριακού ή άλλου Δικαστηρίου και εν όψει τούτου προβαλλόταν ότι δικαιοδοσία έχει το Ελληνικό Δικαστήριο, τόπος κατοικίας της εφεσίβλητης. Ακόμη αν η εφεσίβλητη όφειλε να εκπληρώσει την παροχή στη Ρουμανία τότε δικαιοδοσία είχε το Δικαστήριο της Ρουμανίας.
(2) Το Κυπριακό Δικαστήριο δεν είναι ο κατάλληλος φορέας (forum convenience) για εκδίκαση της υπόθεσης. Δύο ακόμη λόγοι που προβλήθηκαν δεν άπτονται των λόγων εφέσεως και παρέλκει η παράθεσή τους.
Το ιστορικό της υπόθεσης καταγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 762/2008 για σφράγιση, οι οποίοι υιοθετήθηκαν και για τους σκοπούς της υπό κρίση αίτησης για παραμερισμό και/ή αναστολή της διαδικασίας.
Με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα η εφεσείουσα αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης, μια σειρά θεραπειών και συγκεκριμένα απόδοση χρηματικού ποσού ως απωλεσθέν και διαφύγον κέρδος, λόγω παράβασης συμφωνίας και/ή απάτης και/ή κωλύματος λόγω υποσχέσεων, γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία θεωρεί το Δικαστήριο εύλογη και δίκαιη.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας το πλαίσιο στο οποίο έθεσε την αίτησή της η εφεσίβλητη, στράφηκε στην ένορκη δήλωση του Διευθυντή της εφεσείουσας, η οποία όπως είπαμε καταχωρίστηκε στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, ο οποίος πρόβαλε ότι:
Η καθ΄ ης η αίτηση-εφεσείουσα είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Ρουμανία με έδρα το Βουκουρέστι και από το Μάρτη του 1995 μέχρι το Δεκέμβρη του 2007 πωλούσε στη Ρουμανία τα προϊόντα της εφεσίβλητης, η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ελλάδα με έδρα τη Γλυφάδα.
Τέλος του 2002 η εφεσείουσα όφειλε στην εφεσίβλητη €860.000, ποσό που δεσμεύθηκε να αποπληρώσει μέχρι το τέλος του 2005 επ΄ ανταλλάγματι των προφορικών διαβεβαιώσεων της τελευταίας ότι η εφεσείουσα θα συνέχιζε να είναι διανομέας των προϊόντων της για δύο επιπλέον περιόδους (3 χρόνια η κάθε περίοδος) μετά την αποπληρωμή του χρέους. Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω διαβεβαιώσεων καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών η συμφωνία ημερ. 24.2.2003, όπως συμπληρώθηκε με τις συμφωνίες 5.1.2005 και 1.3.2005 και προέβλεπε τη συνέχιση της διανομής των προϊόντων της εφεσίβλητης από την εφεσείουσα στη Ρουμανία μέχρι 31.12.2007.
Ακολούθησε συνάντηση μεταξύ των αξιωματούχων των διαδίκων στη Λευκωσία, στις 28 και 29.10.2006 όπου συμφωνήθηκε ότι λόγω διαχωρισμού της μητρικής εταιρείας της εφεσίβλητης σε άλλες εταιρείες, η εφεσείουσα θα ήταν διανομέας στη Ρουμανία μόνο συγκεκριμένων προϊόντων. Οι όροι που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση επικυρώθηκαν στις 30.10.2006, με επιστολές που αντάλλαξαν τα μέρη. Εν όψει των συμφωνηθέντων προχώρησαν στη λύση της παλαιάς συμφωνίας και στον καταρτισμό νέας, με ισχύ μέχρι 31.12.2007, αφού στο μεταξύ η εφεσείουσα διευθέτησε μέσω Τραπέζης το χρέος που είχε προς την εφεσίβλητη. Παρά τις πιο πάνω διευθετήσεις και τις προφορικές συμφωνίες, ουδέποτε υλοποιήθηκε η υπόσχεση για υπογραφή νέας συμφωνίας τριετούς συνεργασίας. Αντιθέτως, στις 31.7.2007, η εφεσείουσα έλαβε επιστολή από την εφεσίβλητη ότι το συμβόλαιο δεν θα ανανεωνόταν και ότι σκόπευε να εξεύρει νέο διανομέα να ξεκινήσει εργασίες από 1.1.2008. Περαιτέρω, έδωσε εντολή να μην υπογραφεί συμβόλαιο για προμήθεια σε συγκεκριμένη εταιρεία, το διαγωνισμό της οποίας κέρδισε η εφεσείουσα τις αμέσως επόμενες ημέρες και τη σχετική προσφορά την ανέλαβε η ίδια εφεσίβλητη, οπότε και ανέθεσε την εκτέλεση της σε νέο διανομέα. Με αυτές τις ψευδείς διαβεβαιώσεις περί υπογραφής νέου τριετούς συμβολαίου συνεργασίας η εφεσίβλητη από τη μία ώθησε την εφεσείουσα να λύσει τη μεταξύ τους υπάρχουσα συμφωνία και από την άλλη ουσιαστικά απέτρεψε την εφεσείουσα να συνάψει συμφωνία με άλλη εταιρεία ώστε να οικειοποιηθεί η ίδια της σχετικής προσφοράς αλλά και να την δεσμεύσει, ώστε να προχωρήσει με παροχή εξασφαλίσεων (υπό μορφή εγγυήσεων) προς την Τράπεζα και να της αποσπάσει μεγάλα χρηματικά ποσά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις και τις πρόνοιες του Κανονισμού 44/2001 (EK), του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου του 2000, για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις (ο Κανονισμός) κατέληξε ότι, παρά το ότι ο Κοινοτικός Κανονισμός δεν έχει εισαχθεί στο νομικό σύστημα της Κύπρου με ειδικό νόμο, είναι δεσμευτικός στη βάση του άρθρου 249 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ως άμεσα εφαρμοστέος, η ισχύς του οποίου αναγνωρίστηκε με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Νόμος 127(Ι)/2006).
Οι πιο πάνω πρόνοιες του Κανονισμού, ήταν η κατάληξή του, όχι μόνο έχουν νομική ισχύ και στην Κύπρο αλλά υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης του εσωτερικού μας δικαίου. ΄Ετσι, ο λόγος που προβλήθηκε από την εφεσείουσα για μη υποχρεωτική, αλλά δυνητική εφαρμογή του κανονισμού απορρίφθηκε. Προχώρησε λοιπόν το Δικαστήριο να εξετάσει αν τα περιστατικά της υπόθεσης την κατέτασσαν ή όχι στην ομάδα των εμπορικών ή αστικών υποθέσεων, και αν ναι, κατά πόσο σε τέτοια περίπτωση τύγχαναν εφαρμογής τα άρθρα 2 ή 5(1)(α) του Κανονισμού, που προνοείται ότι ένα πρόσωπο φυσικό ή νομικό που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, ενώπιον του Δικαστηρίου της χώρας όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, όπως προκύπτει, από συμβατικές διαφορές, όπως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης. Στο πρώτο ερώτημα απάντησε θετικά. Τα «περιστατικά της υπόθεσης» όπως τα επικαλέστηκε η εφεσείουσα, στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης για άδεια σφράγισης και τα οποία επαναλήφθησαν για σκοπούς της ενώπιον του διαδικασίας, δεν άφηναν περιθώρια κατάταξης της σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα για να επισημάνει ότι:
«..δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η διαφορά των διαδίκων προέκυψε ως αποτέλεσμα της μη ανανέωσης από την αιτήτρια της συμφωνίας συνεργασίας που ήταν εμπορικής φύσεως, κατάσταση που δεν αλλοιώνεται με την επίκληση στοιχείων δόλου και/ή απάτης που όπως ισχυρίζεται η καθ΄ ης η αίτηση έλαβαν χώρα στην Κύπρο. Κρίνω, επομένως, ότι ενόψει του γεγονότος ότι και οι δύο εταιρείες έχουν την έδρα των εργασιών τους σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης το εγειρόμενο στην παρούσα θέμα δικαιοδοσίας διέπεται από τον Κοινοτικό Κανονισμό 44/2001.».
Προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει το ζήτημα για να απαντήσει στο μοναδικό ερώτημα του καθορισμού της δικαιοδοσίας στη βάση πλέον του Ευρωπαϊκού Κανονισμού:
«Σύμφωνα με το γενικό κανόνα που εισάγεται από το άρθρο 2 του Κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας όπου έχουν την κατοικία τους. Στην υπό κρίση περίπτωση η αιτήτρια έχει την έδρα της στην Ελλάδα και βάσει του εν λόγω κανόνα θα πρέπει να εναχθεί στα δικαστήρια της χώρας αυτής. Στην περίπτωση όμως που κριθεί ότι οι διαφορές των διαδίκων προέκυψαν από τη μεταξύ τους σύμβαση τότε, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Κανονισμού, η αιτήτρια μπορεί να εναχθεί και στα δικαστήρια της Ρουμανίας όπου ήταν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής. Και κάτι ακόμη. Σύμφωνα με το άρθρο 5(3) του Κανονισμού αξιώσεις που προκύπτουν από ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας εκδικάζονται από το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Αν επομένως - όπως είναι η θέση της καθ΄ ης η αίτηση - η μη ανανέωση της συμφωνίας είναι προϊόν (της αδικοπραξίας) του δόλου και/ή απάτης της αιτήτριας τότε μπορεί να την ενάξει στα δικαστήρια του τόπου όπου επήλθε το ισχυριζόμενο ζημιογόνο γεγονός. Δηλαδή στη Ρουμανία. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης.».
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης: 1ος λόγος: ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το αγώγιμο δικαίωμα στηρίζεται επί παραβάσεως συμβάσεως είναι λανθασμένο. Τόσο οι ένορκες δηλώσεις όσο και η έκθεση απαιτήσεως, περιγράφουν δόλιες ενέργειες και απάτη, που είχαν σκοπό την εξασφάλιση συγκατάθεσης τερματισμού του ισχύοντος συμβολαίου και υπαναχώρηση από τα συμφωνηθέντα περί υπογραφής νέου. 2ος λόγος έφεσης: Το υπαλλακτικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι αν το αγώγιμο δικαίωμα θεμελιώνεται σε δόλο και/ή απάτη το ζημιογόνο γεγονός δεν επεσυνέβη στην Κύπρο είναι λανθασμένο: ο Δικαστής ταυτίζει το ζημιογόνο γεγονός με τη ζημιά. Από τη στιγμή που ήταν αναντίλεκτο και έγινε αποδεκτό ως γεγονός ότι οι δόλιες πράξεις που επικαλείται η εφεσείουσα έλαβαν χώρα στην Κύπρο και όχι στην Ελλάδα ή Ρουμανία, το εύρημα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο.
Ο Κανονισμός 44/2001 σχετίζεται με την ανάγκη διευκόλυνσης διασυνοριακών διαδικασιών έτσι ώστε να εξασφαλίζονται οι βασικές αρχές της ελευθερίας διακίνησης ατόμων και προϊόντων, και να μην παρεμβάλλονται διαδικαστικές διαδικασίες, ιδιαίτερα τυπικής φύσης ή δυσκολίες στην αναγνώριση και εφαρμογή αποφάσεων που εκδίδονται σε άλλη χώρα από τη χώρα στην οποία επιζητείται η εκτέλεσή τους, στοχεύει κυρίως, στην απλοποίηση των διαδικασιών για σκοπούς αναγνώρισης και στη γρήγορη εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης μέσω μιας απλής και ενιαίας διαδικασίας.
Το άρθρο 5(3) προβλέπει τη δυνατότητα καταχώρισης αγωγής σε άλλο κράτος μέλος ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιωνεί αδικοπραξίας ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου όπου επεσυνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Στο βαθμό λοιπόν που η αγωγή βασίζεται σε αδικοπραξίες, δικαιοδοσία έχει η χώρα στην οποία έγινε ή δημιουργήθηκε η αδικοπραξία, με αποτέλεσμα πρόσωπο που κατοικεί σε έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος.
Στην υπόθεση C-189/87, Athanasios Kalfelis v. Bankhaus Schroder (1988) ECR 5565 αποφασίστηκε, με την τότε σε ισχύ Συνθήκη των Βρυξελλών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ότι οι λέξεις "matters, relating to a tort, delict or quasi-delict" άρθρο 5(3), καλύπτει όλες τις μορφές ευθύνης εκτός από τις συμβατικές.
Ο κ. Αγγελίδης παραπέμποντας στην πρωτόδικη απόφαση, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είχε ταυτίσει στο μυαλό του «το ζημιογόνο γεγονός» με την έννοια της ζημιάς, άρα, εκεί όπου είχε επέλθει η ζημιά, εκεί δηλαδή που είχε την έδρα της η εφεσείουσα, κατά τρόπο λανθασμένο, εφ΄ όσον ο τερματισμός της υπάρχουσας συμφωνίας και η μη επικύρωση της νέας οφείλεται στο δόλο και την απάτη που επέδειξε η εφεσίβλητη, όπως εισήχθη με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε τις σχετικές αιτήσεις, για σφράγιση του κλητηρίου. Δεν πρόκειται, εισηγείται η εφεσείουσα, για διαφορά από τη μη ανανέωση της συμφωνίας συνεργασίας αλλά για διαφορά που προέκυψε από υπογραφή της λύσης της παλαιάς σύμβασης και μη υπογραφή της νέας σύμβασης για νέα προϊόντα, λόγω των δολίων ενεργειών της εφεσίβλητης.
Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ) ημερ. 16.7.2009, Αρ. C-189/08, Zuid-Chemie BV κατά Philippo´s Mineralenfabriek NV/SA, την οποία παρέθεσε ο κ. Αγγελίδης, αποφασίστηκε ότι:
«23. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση κατά την οποία ο τόπος όπου έλαβε χώρα το γεγονός που δύναται να στοιχειοθετήσει ευθύνη εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας δεν συμπίπτει με τον τόπο όπου το γεγονός αυτό προκάλεσε ζημία, η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έκφραση «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά τόσο τον τόπο επελεύσεως της ζημίας όσο και τον τόπο του αιτιώδους γεγονότος, οπότε ο εναγόμενος δύναται να εναχθεί, κατ΄ επιλογήν του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου του ενός ή του άλλου τόπου (βλ. μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ης Νοεμβρίου 1976, 21/76, Bier, αποκαλούμενη «Ορυχεία ανθρακικού καλίου της Αλσατίας», Συλλογή τόμος 1976, σ.613, σκέψεις 24 και 25 της 1ης Οκτωβρίου 2002, C-167/00, Henkel, Συλλογή 2002, σ.1-8111, σκέψη 44 της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-18/02, DFDS Torline, Συλλογή 2004, σ. 1-1417, σκέψη 40, και Kronhofer, προαναφερθείσα, σκέψη 16).». Σχετική επίσης και η C-1802 Danmarks Rederiforening, ενεργούσας για λογαριασμό της DFDS Torline A/S, κατά LO Landsorganisationen I Sverige, ενεργούσας για λογαριασμό της SEKO Sjofolk Facket for Service och Kommunikation.
(Υπογράμμιση Δικαστηρίου.)
Προκύπτει ξεκάθαρα ότι η εφεσείουσα δύναται να ενάξει την εφεσίβλητη ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε του τόπου όπου επεσυνέβηκε η ζημιά, στη Ρουμανία, ή εκεί όπου τελέστηκε η αδικοπραξία, στη Λευκωσία.
Η νομολογία ορίζει ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί οποιασδήποτε διαφοράς προσδιορίζεται από τα γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση (Sartas Importers-Distributors Ltd v. Μαρουλλή (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1446, και Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1160). Όπως αναφέρεται στη Safarino Shoes Industry & Trading Co Ltd v. Της Βιομηχανίας Υποδημάτων Ε Σταυρινού Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059, 1063: «τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία» (βλ. μεταξύ άλλων Γεώργιος Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Homeros Th. Courtis and others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180 και Christakis Loucaides v. C. D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134.
Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα είναι εκείνα τα οποία συγχρόνως στοιχειοθετούν και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (βλ. "Sevegep" Ltd v. United Sea Transport Ltd and another (1989) 1 Α.Α.Δ. 729). Πρωταρχικό λοιπόν καθήκον του Δικαστηρίου είναι σύμφωνα με τις αρχές που τάσσει η νομολογία να εξεταστεί το θέμα της δικαιοδοσίας και μόνο αν κριθεί ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, να προχωρήσει περαιτέρω στην εξέταση της υπόθεσης.
΄Εχει νομολογηθεί ότι ένα πολιτικό δικαστήριο για να αναλάβει δικαιοδοσία για επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς πρέπει να έχει ταυτοχρόνως καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα (Παπακόκκινου ν. Landbroke Group P.l.c. κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838, 844).
Η Δ.15 κ. 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο όταν ένα διάταγμα εκδοθεί μονομερώς να το παραμερίσει ή διαφοροποιήσει κατά τρόπο που θα του φανεί δίκαιο μετά από σχετικό αίτημα του επηρεαζομένου. Παρομοίως ρυθμίζεται το ζήτημα και από τη Δ.48, κ.8(4), (Lion Insurance Agency Ltd v. Τάγιας Κωνσταντίνου (2002) 1 Α.Α.Δ. 265). Οι διατάξεις που εισάγονται στο Εθνικό Δίκαιο και στην περίπτωση στο Κυπριακό Δίκαιο μετά από την υπογραφή διεθνούς σύμβασης ή Κοινοτικής Οδηγίας ή Κανονισμού, όπως στη περίπτωσή μας, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικά και με τρόπο ευρύ και φιλελεύθερο πνεύμα (Space Video Games Ltd v. Silver Paloma (1991) 1 Α.Α.Δ. 801 και Limaship Co Ltd v. Μαχλουζαρίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 537.
Στρεφόμενοι στις δικογραφημένες θέσεις της εφεσείουσας, γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, όπως τις έχουμε παραθέσει πιο πάνω, φαίνεται ότι η κακή σύνταξη και παρουσίαση των θέσεων της εφεσείουσας, εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε σύγχιση ως προς τη βάση της αγωγής, η οποία από απλή ανάγνωση φαίνεται να συνενώνει δύο ή περισσότερες βάσεις: παράβαση συμφωνίας και/ή απάτης και/ή δόλου και/ή υποσχέσεων της εφεσίβλητης.
Στη Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου κ.α. ν. ΄Ανδρου Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364, λέχθηκε ότι:
«Η ουσία της αγωγής ταυτίζεται με τη βάση της αγωγής, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 2 του Ν.14/60 και περιλαμβάνει το σύνολο των γεγονότων «των θεμελιούντων το αγώγιμο δικαίωμα» ....... «Η αγωγή μπορεί να έχει μονομερή ή πολυμερή βάση». ...... Η Δ.13 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθιστά δυνατή τη στοιχειοθέτηση δύο ή περισσοτέρων βάσεων αγωγής ... Όπου συνενώνονται δύο ή περισσότερες βάσεις αγωγής στο ίδιο ένδικο μέσο η ουσία της αγωγής σύγκειται από το άθροισμα των βάσεων της αγωγής.».
Νοουμένου ότι δεν είχε ακόμη λογικά καταχωριστεί έκθεση απαιτήσεως, τα γεγονότα της υπόθεσης θεμελιώνονταν από την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη Γενική Αίτηση. Αναδρομή λοιπόν στις ενόρκους δηλώσεις που συνόδευαν τόσο τη Γενική Αίτηση για σφράγιση του κλητηρίου, όσο και την αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, η δεύτερη αποτελεί το αντικείμενο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και άπτεται των λόγων έφεσης, φανερώνει με σαφήνεια ότι η εφεσείουσα παρέθεσε με πολύ λεπτομέρεια τις κατ' ισχυρισμόν ενέργειες, υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις της εφεσίβλητης που έλαβαν χώρα στη Λευκωσία, κατά τρόπο ώστε να πείσει την εφεσείουσα να αποδεχθεί να υπογράψει τη λύση παλαιότερης σύμβασης, η οποία ίσχυε μεταξύ των μερών, με τις κατ' ισχυρισμόν ψευδείς διαβεβαιώσεις ότι θα της αποστέλλονταν για υπογραφή νέα σύμβαση. Αλλά ακόμη ότι μετά από τις ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις της εφεσίβλητης, η εφεσείουσα αποσύρθηκε και δεν έδειξε ενδιαφέρον υποβολής νέας προσφοράς για νέα προϊόντα της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να υποστεί τη ζημιά την οποία και αξιώνει, στη βάση του ότι ο τερματισμός της υπάρχουσας συμφωνίας και μη επικύρωση της νέας, οφείλετο στο δόλο και στην απάτη που επέδειξε η εφεσίβλητη.
Στη βάση λοιπόν των προνοιών του άρθρου 5(3) του Κανονισμού και των πιο πάνω αποφάσεων, προκύπτει με σαφήνεια ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας δικαιοδοσία αποδίδεται τόσο στο Δικαστήριο της χώρας όπου τελέστηκε η αδικοπραξία ή επεσυνέβη το ζημιογόνο γεγονός, κατ΄ επιλογήν του ενάγοντος. ΄Οντως ευσταθεί το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι τα πιο πάνω δεν αποτέλεσαν στοιχείο έρευνας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά ούτε και σχολιασμού. Είναι ορθή η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ταύτισε λανθασμένα το ζημιογόνο γεγονός με τη ζημιά, αποκλείοντας να αποδώσει συντρέχουσα δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια όπου επεσυνέβη ο δόλος ή η αδικοπραξία, κατ΄ επιλογήν των εναγόντων-εφεσειόντων.
Εν όψει της κατάληξής μας, παρέλκει να εξετάσουμε επί μέρους άλλα ζητήματα που εγείρονται με την αγόρευση της εφεσίβλητης.
Στη βάση των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το σχετικό Κανονισμό σε σχέση με το «ζημιογόνο γεγονός», αλλά και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα όσον αφορά το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας. Η πρωτόδικη απόφαση και τα εκδοθέντα διατάγματα παραμερισμού ακυρώνονται. Η αναστολή της αγωγής διακόπτεται. Η αγωγή επιστρέφεται στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο για τα περαιτέρω.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της έφεσης, επιδικάζονται σε βάρος της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΜΔ