ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2157

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση αρ. 185/2013).

18 Οκτωβρίου, 2013

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ QUO WARRANTO.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ  ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 14/60, ΤΟ  ΑΡΘΡΟ 47(1) ΤΟΥ  ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1990 (Ν 1/90), ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ 12 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΝ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΑΡ. 5/2010 και 6/2010 ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

                                                            ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ κ.κ. ΓΛΑΥΚΟΥ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΗΣ ΠΑΣΥΔΥ, ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥΛΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΠΑΣΥΔΥ, ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ, ΝΙΚΟΥ ΣΠΑΝΟΥΔΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΡΓΥΡΙΔΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ, ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ QUO WARRANTO

                                                            KAI


ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΗ ΠΟΥ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΚΑΤΕΧΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΚΑΤΟΧΟΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.

___________________________

 

Λ. Λουκαίδης με Α. Πέτσα και Λ. Πατσαλίδου (κα.), για τους Αιτητές.

_________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται άδεια του δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Quo Warranto για να κληθεί η κα. Εμμανουέλα Λαμπριανίδη, η οποία διορίστηκε και κατέχει τη θέση Επιτρόπου Μεταρρύθμισης της Δημόσιας Υπηρεσίας ενώ είναι συγχρόνως κάτοχος θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία, και να δείξει λόγο, υπό ποια νομική εξουσία και/ή νομοθεσία και/ή νομοθετικό ή νομικό έρεισμα διορίστηκε στην προαναφερόμενη θέση και/ή κατέχει και/ή ασκεί τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης ενώ (α) τέτοια θέση δεν προβλέπεται από οποιαδήποτε νομοθεσία ή τον προϋπολογισμό και συνεπώς ο διορισμός απαγορεύεται από την αρχή της νομιμότητας και (β) ενώ αυτή είναι συγχρόνως δημόσιος υπάλληλος.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση των κ.κ. Γλαύκου Χατζηπέτρου, Γενικού Γραμματέα της ΠΑΣΥΔΥ, Αντώνη Κουτσούλη, Προέδρου της ΠΑΣΥΔΥ, Κύπρου Κυπριανού, Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Νίκου Σπανούδη, Προέδρου Κλάδου Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού και Πρόδρομου Αργυρίδη, Προέδρου Κλάδου Νοσηλευτικού Προσωπικού, από τη Λευκωσία.  

 

Η αίτηση βασίζεται σε διάφορες συνταγματικές, νομοθετικές και άλλες πρόνοιες καθώς και νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, στο οποίο προνοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων μεταξύ των οποίων και του Quo Warranto. 

 

Στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση για άδεια αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι αντικείμενο της αίτησης είναι όπως κληθεί η προαναφερόμενη για να δείξει λόγο υπό ποια νομική εξουσία και/ή νομοθεσία και/ή νομοθετικό ή νομικό έρεισμα διορίστηκε στην προαναφερόμενη θέση και σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφανθεί ότι ο διορισμός της έγινε χωρίς νόμιμη εξουσία, αυτός θα πρέπει να ακυρωθεί.  Οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η αίτηση είναι, μεταξύ άλλων, ότι ο διορισμός της κας Λαμπριανίδου στην προαναφερόμενη πολιτική θέση, ο οποίος έγινε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 14.6.13, είναι αντισυνταγματικός και στερείται νομικού ερείσματος διότι η κα. Λαμπριανίδου κατέχει συγχρόνως θέση στη Δημόσια Υπηρεσία και συγκεκριμένα τη θέση της Διευθύντριας Συντονισμού στο Γραφείο Προγραμματισμού.  Επομένως η κα. Λαμπριανίδου έχει αποσπαστεί, όπως λέγουν οι αιτητές, δυνάμει του άρθρου 47(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90), που επιτρέπει απόσπαση, μεταξύ άλλων, σε ειδικές περιπτώσεις όταν απαιτείται η εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σε Υπουργείο, Τμήμα, Κλάδο ή Υπηρεσία (Δέστε:   Άρθρο 47(1) (ε) του Ν 1/90, όπως τροποποιήθηκε).   

 

Είναι θέση των αιτητών ότι ο διορισμός, και επομένως και η κατοχή της προαναφερόμενης θέσης από την κα. Λαμπριανίδου, είναι παράνομος, εφόσον τέτοια θέση δεν προβλέπεται από το Νόμο, ούτε από τον προϋπολογισμό του Κράτους και προσκρούει σε θεμελιωμένες αρχές του συνταγματικού μας δικαίου και συγκεκριμένα της αρχής της διάκρισης της πολιτειακής ή πολιτικής εξουσίας από τη μια και της διοικητικής λειτουργίας από την άλλη (Δέστε:  Αναφορές αρ. 5/10 και 6/10, μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και Βουλής των Αντιπροσώπων (2011) 3 ΑΑΔ, 777).

 

Στην ένορκη δήλωση των αιτητών, η οποία υποστηρίζει την αίτηση, οι αιτητές εξηγούν ότι λόγω της σχέσης τους με τη Δημόσια Υπηρεσία και της συνδικαλιστικής τους ιδιότητας έχουν ειδικό ενδιαφέρον και καθήκον για την εφαρμογή της ευνομίας και του κράτους δικαίου στη Δημόσια Υπηρεσία της Δημοκρατίας.   Αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση ότι, σε εγκύκλιο που απέστειλε η κα. Λαμπριανίδου σε διάφορους κρατικούς λειτουργούς, ημερ. 20.5.13, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση, γίνεται αναφορά στα καθήκοντα της θέσης της και ειδικά στο ότι, κάτω από την εποπτεία της, θα γίνει μελέτη για το κρατικό μισθολόγιο και τους όρους εργοδότησης στη Δημόσια Υπηρεσία σε συσχετισμό με τον ιδιωτικό τομέα και άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για υιοθέτηση νέου συστήματος αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων.  Κατά τους αιτητές οι ενέργειες της κας Λαμπριανίδου αχρηστεύουν θεσμοθετημένες διαδικασίες της Δημόσιας Υπηρεσίας και θα επηρεάσουν αρνητικά κεκτημένα δικαιώματα δημοσίων υπαλλήλων.

 

Για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση του προαναφερόμενου εντάλματος, απαιτείται η άδεια του δικαστηρίου.  Η άδεια του δικαστηρίου δίδεται αν ο αιτητής δείξει ότι  έχει, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση ή ότι έχει συζητήσιμο ζήτημα (Δέστε:  In re Kakos (1985) 1 CLR 250).  Το βάρος της απόδειξης ότι εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται η παροχή τέτοιας άδειας το έχει ο αιτητής.  Όταν, όπως στην  προκείμενη περίπτωση, γίνεται ισχυρισμός για σφετερισμό ή νόσφιση εξουσίας, ο αιτητής θα πρέπει, με ένορκη δήλωση που καταχωρείται προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια, να δείξει ότι έχει τα προσόντα για να υποβάλει τέτοια αίτηση.  Δεν είναι αρκετό να καλείται ο κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστής, να δείξει γενικά την εγκυρότητα του διορισμού του, αλλά ο αιτητής έχει το βάρος να δείξει το ελάττωμα ή το κενό στο διορισμό ή την άσκηση της εξουσίας από τον καθ΄ ου η αίτηση (Δέστε:  Halsbury΄s Laws of England, 3rd Edition, Vol. II, σελ. 145 και επόμενες και ειδικά παράγραφος 289, σελ. 152 και 153).

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προνομιακό ένταλμα για το οποίο ζητείται άδεια στην παρούσα περίπτωση είναι ξεπερασμένο και έχει περιπέσει σε αχρησία τόσο στην Αγγλία από όπου έλκει την καταγωγή του, όσο και στην Ινδία στην οποίαν εφαρμόστηκε με βάση τα αγγλικά πρότυπα.  Στην Κύπρο, δεν φαίνεται να υπάρχει δικαστική απόφαση σε σχέση με την έκδοση τέτοιου εντάλματος, παρόλο που η δυνατότητα παρέχεται από το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος.  Στο σύγγραμμα Πέτρος Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, αφιερώνονται μόνο 1-2 σελίδες στο συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα. Αναφορά σε τέτοιο ένταλμα γίνεται στην υπόθεση Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1034 στην οποίαν κρίθηκε, από την Πλήρη Ολομέλεια, πως Βουλευτές οι οποίοι ζήτησαν να παρέμβουν σε διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εκλογοδικείου, δεν επηρεάζονταν αφού δεν ήταν δυνατόν, ανάλογα με την απόφαση του Εκλογοδικείου, να ανοίξει ο δρόμος για την αμφισβήτηση και της δικής τους εκλογής, με προνομιακό ένταλμα Quo Warranto.  

 

Αναφορά στο συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα έγινε και στην Πολιτική Αίτηση 124/2010, ημερ. 18.11.11, αναφορικά με την αίτηση της Μαρίας Σάββα.   Παρατηρήθηκε εκεί ότι το ένταλμα αυτό απευθύνεται στον κάτοχο δημόσιας θέσης ή αξιώματος ή δικαιώματος ή προνομίου και σημαίνει «με ποια εξουσία;» («by what authority») κατέχεται η θέση, το αξίωμα κλπ..  Αποβλέπει δηλαδή στον έλεγχο της εξουσίας με βάση την οποία ο κάτοχός της διεκδικεί τη θέση.  Έχει ως στόχο την αποβολή ή την εκδίωξη του (παρανόμως) κατέχοντος τη θέση ή το αξίωμα ή τα άλλα προνόμια ή ακόμα και την έκδοση διατάγματος απαγορευτικού της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αυτά (τα προνόμια) συνεπάγονται. 

 

Δεν απαιτείται κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του αιτητή ανάλογο με το έννομο συμφέρον στο διοικητικό δίκαιο.  Εφόσον ο σκοπός είναι δημόσιος και είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κατοχής ενός αξιώματος, μιας θέσης κλπ., θεωρείται ότι ο καθένας έχει, ουσιαστικά, τέτοιο δικαίωμα στον έλεγχο της νομιμότητος.   Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι το δικαίωμα του φερόμενου ως σφετεριστή, να κατέχει τη θέση ή το αξίωμα.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στους Halsbury΄s (ανωτέρω) και στον Basu, Commentary on the Constitution of India, 5η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 703 κ.επ..  

 

Είναι κοινός τόπος ότι για την έκδοση του προαναφερόμενου προνομιακού εντάλματος υπάρχουν προϋποθέσεις.  Στην Αγγλία οι προϋποθέσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α)  ότι η θέση ή το αξίωμα του, κατ΄ ισχυρισμόν σφετεριστή, πρέπει να είναι δημόσιο, υπό την έννοια ότι από αυτό ασκεί δημόσια καθήκοντα, (β)  η θέση ή το αξίωμα θα πρέπει να είναι ουσιαστικού ή ανεξάρτητου χαρακτήρα, σε αντίθεση προς θέση απλού υπηρέτη ή αντιπροσώπου και (γ) η διάρκεια του αξιώματος πρέπει να είναι επίσης ουσιαστική (Δέστε:  Basu (ανωτέρω), σελ. 704 και 705).   Στην υπόθεση R. v. Speyer (1916) 1 K.B. 595 δόθηκε ερμηνεία του ουσιαστικού χαρακτήρα (substantive character) που πρέπει να έχει η θέση ή το αξίωμα του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή και επεξηγήθηκε ότι, ουσιαστικού χαρακτήρα, σημαίνει ανεξάρτητη θέση (independent  in  title) και όχι θέση υπηρέτη ή αντιπροσώπου.   

 

Το συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα, όπως και τα υπόλοιπα προνομιακά εντάλματα (Habeas Corpus, Mandamus, Prohibition και Certiorari) εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά και αφού ληφθούν υπόψιν όλες οι σχετικές παραμέτροι, περιλαμβανομένων της συμπεριφοράς των μερών, των κινήτρων τους, της τυχόν καθυστέρησης στην έγερση της διαδικασίας, του κατά πόσον υπάρχουν άλλες διαθέσιμες, και εξίσου αποτελεσματικές, θεραπείες και το κατά πόσον τα αποτελέσματα της έκδοσης ενός τέτοιου εντάλματος θα είναι ουσιαστικά και όχι μάταια.  Επίσης λαμβάνεται υπόψιν και η τυχόν αναγνώριση της θέσης του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή, από τον αιτητή (acquiescence).  

 

Καθοδηγούμενος από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές εξέτασα όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν δικαιολογείται η έκδοση, ακόμα και άδειας, για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση του προαναφερόμενου  προνομιακού εντάλματος.  Δεν έχω πειστεί δηλαδή ότι οι αιτητές έδειξαν ότι, εκ πρώτης όψεως, δικαιολογείται η έκδοση της ζητούμενης άδειας.  Κατέληξα στην απόφαση μου για τους εξής λόγους:

 

1.     Η κα. Λαμπριανίδου διορίστηκε στην προαναφερόμενη θέση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Αρχηγό του Κράτους δηλαδή, και η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. 

2.    Μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων για την έκδοση του προαναφερόμενου προνομιακού εντάλματος είναι ότι η δημόσια θέση ή το αξίωμα του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή εξουσίας, είναι ουσιαστικού ή ανεξάρτητου χαρακτήρα.  Δηλαδή ο αξιωματούχος δεν μπορεί να είναι ούτε υπηρέτης, ούτε αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος (deputy) άλλου.  Στην προκείμενη περίπτωση, οι αιτητές επισύναψαν την προαναφερόμενη επιστολή της κας Λαμπριανίδου, ημερ. 20.5.13, προς διάφορους αξιωματούχους του Κράτους.  Ισχυρίζονται ότι στην επιστολή εκείνη περιγράφεται η φύση και ο χαρακτήρας της θέσης, των εξουσιών και των καθηκόντων της.   Στην επιστολή εκείνη αναγράφονται, συγκεκριμένα και τα εξής: «Είμαι επιφορτισμένη με το καθήκον να εκφράζω και να προωθώ την πολιτική της Κυβέρνησης για υιοθέτηση νέων προσεγγίσεων στη Δημόσια Διοίκηση και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και να παρακολουθώ την υλοποίηση των όσων περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο Συναντίληψης επί Συγκριμένων Όρων και Προϋποθέσεων Οικονομικής Πολιτικής που αφορούν τις πιο πάνω αρμοδιότητες.  Γ΄ αυτό τον λόγο συμπροεδρεύω, μαζί με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, της Καθοδηγητικής Επιτροπής που έχει συσταθεί για παρακολούθηση της υλοποίησης της μελέτης αξιολόγησης της Δημόσιας Υπηρεσίας που  προνοείται στο Μνημόνιο (παρ. 3.11)».    Σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής αναγράφεται ότι η Κυβέρνηση θα αξιολογήσει τα πορίσματα της μελέτης, θα ετοιμάσει προτάσεις αναδιαρθρώσεων και θα τις συμφωνήσει με την Τρόϊκα.  Στη συνέχεια θα προωθήσει σχετικά νομοσχέδια στη Βουλή για ψήφιση, με χρονική δέσμευση το δεύτερο τρίμηνο του 2014 για την πρώτη φάση και το τέταρτο τρίμηνο του 2014 για τη δεύτερη φάση.  Αναγράφεται στην επιστολή, ακόμα, ότι αντίστοιχες πρόνοιες για αναδιάρθρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης επίσης προβλέπονται στο Μνημόνιο.  Στο τελευταίο μέρος της επιστολής αναγράφονται και τα εξής:  «Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος βάσει των όρων εντολής, έχει την αρμοδιότητα για συντονισμό της διεξαγωγής των μελετών, για καθορισμό των συναντήσεων και για συλλογή και διοχέτευση πληροφοριών στους εμπλεκομένους, θα επικοινωνήσει σύντομα μαζί σας για τα περαιτέρω».  

 

Με βάση το περιεχόμενο της προαναφερόμενης επιστολής της κας Λαμπριανίδου, το οποίο κατά τους αιτητές αποκαλύπτει τα καθήκοντα και τις εξουσίες του (δημόσιου) αξιώματος και της θέσης της, δεν μπορώ να καταλήξω, ούτε και εκ πρώτης όψεως, στο συμπέρασμα ότι η θέση και το αξίωμα της είναι ουσιαστικού και ανεξάρτητου χαρακτήρα, δημόσιο αξίωμα όπως, σύμφωνα με τη νομολογία, θα πρέπει να είναι το αξίωμα του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή, για να εκδοθεί το προνομιακό ένταλμα και κατ΄ επέκταση και η άδεια.  Είναι προφανές, κατά την κρίση μου, ότι τα καθήκοντα της θέσης του Επιτρόπου Μεταρρύθμισης Δημόσιας Υπηρεσίας, όπως περιγράφονται στην προαναφερόμενη επιστολή, μπορούν να χαρακτηριστούν ως προωθητικά της πολιτικής της Κυβέρνησης, και συμβουλευτικά και υποβοηθητικά του έργου του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος έχει και την αρμοδιότητα για το συντονισμό της διεξαγωγής των σχετικών μελετών.  Η έκφραση και η προώθηση της πολιτικής της Κυβέρνησης και η παρακολούθηση της υλοποίησης των όσων περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο Συναντίληψης, δεν μου φαίνεται ότι συνιστούν ενέργειες και πράξεις ουσιαστικού και ανεξάρτητου χαρακτήρα, δημόσιου αξιώματος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.  Ούτε και η συμπροεδρία της Επιτρόπου με το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, στην Επιτροπή που παρακολουθεί την υλοποίηση της μελέτης αξιολόγησης της Δημόσιας Υπηρεσίας, μου φαίνεται ότι συνιστά τέτοια πράξη ή ενέργεια, όταν μάλιστα την αρμοδιότητα για το συντονισμό της διεξαγωγής των μελετών, αλλά και για τον καθορισμό ακόμα και των συναντήσεων για τη συλλογή πληροφοριών, έχει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.  Αυτός φαίνεται να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και η Επίτροπος φαίνεται να έχει μόνο επικουρικό ή βοηθητικό ρόλο σ΄ αυτόν του Γενικού Διευθυντή.   Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το ότι η Κυβέρνηση τελικά θα αξιολογήσει τα πορίσματα της μελέτης, θα ετοιμάσει προτάσεις αναδιάρθρωσης, τις οποίες και  θα συμφωνήσει με την Τρόϊκα και τελικά θα προωθήσει σχετικά νομοσχέδια στη Βουλή προς ψήφιση, καταδεικνύουν εμφανώς, κατά την κρίση μου, τον συμβουλευτικό και επικουρικό μόνο ρόλο της Επιτρόπου και επομένως τον μη ανεξάρτητο και ουσιαστικό χαρακτήρα της θέσης της. 

 

Παρατηρώ επίσης ότι, στην ανακοίνωση διορισμού της Επιτρόπου στην Επίσημη Εφημερίδα, αναγράφεται απλά ότι αυτή διορίστηκε ως Επίτροπος Μεταρρύθμισης Δημόσιας Υπηρεσίας, χωρίς να αναγράφεται οποιαδήποτε χρονική διάρκεια του διορισμού. Επομένως, δεν φαίνεται αν η χρονική περίοδος του διορισμού της είναι ουσιαστική ή όχι, αλλά ούτε και φαίνεται αν το αξίωμα έχει οποιαδήποτε μονιμότητα ή αν ο διορισμός μπορεί να ανακληθεί, ανά πάσα στιγμή, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.   Αυτά τα ζητήματα όμως έχουν σημασία, όπως επεξηγείται στον Basu (ανωτέρω), για να αποφασιστεί αν το αξίωμα είναι ουσιαστικού και ανεξάρτητου χαρακτήρα ή όχι.  Οι αιτητές δεν έδωσαν οποιαδήποτε στοιχεία για μονιμότητα της θέσης ή για ουσιαστική διάρκεια του διορισμού της Επιτρόπου.

 

3.      Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι υπάρχουν διαζευκτικά ένδικα μέσα και θεραπείες στη διάθεση των αιτητών, και είναι θεμελιωμένο ότι η ύπαρξη διαζευκτικών θεραπειών επηρεάζει αρνητικά την κρίση του δικαστηρίου, κατά την εξέταση αιτήσεων για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.   Στην υπόθεση Barnard (Bernard) and Others v. The National Dock Labour Board (1953) 1 All E.R. 1113 το Αγγλικό Εφετείο (Denning L.J., όπως ήταν τότε) παρατήρησε ότι, σε περιπτώσεις σφετερισμού ή νόσφισης εξουσίας εκτελεστικής ή και δικαστικής, τα δικαστήρια του κοινού δικαίου είχαν την εξουσία έκδοσης των προνομιακών ενταλμάτων Quo Warranto, αλλά η εξουσία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη θεραπεία της έκδοσης δηλωτικής απόφασης και απαγορευτικού διατάγματος, που προνοήθηκε στην Αγγλία, δια νόμου του 1938.  Παράλληλα, όμως, με τα δικαστήρια του κοινού δικαίου, τα δικαστήρια της επιεικείας πάντοτε είχαν και έχουν εξουσία να κηρύττουν τις διαταγές ενός σφετεριστή, άκυρες και να τις παραμερίζουν.  Επομένως, εάν η συγκεκριμένη Επίτροπος είναι σφετερίστρια εξουσίας, οι οποιεσδήποτε πράξεις και ενέργειες της μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας και ως προϊόντα σφετερισμού εξουσίας, να ακυρωθούν και ή να παραμεριστούν.  Ακόμα, είναι δυνατόν να εκδοθούν και απαγορευτικά διατάγματα με τα οποία να αποκαθίσταται η νομιμότητα.  Η απόφαση στην Everett v. Griffiths (1924) 1 Κ.Β. 941, στην οποία αποφασίστηκε η μη έκδοση δηλωτικής απόφασης, επειδή δεν ζητήθηκε προνομιακό ένταλμα, όπως θα έπρεπε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκφράζουσα την ορθή νομική θέση σήμερα.   Στην  υπόθεση Vine v. National Dock Labour Board (1956) 3 All E.R. 939, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη απόφαση στην Cooper v. Wilson (1) (1937) 2 All E.R. 726 στην οποία λέχθηκε ότι, όταν υπάρχει ισχυρισμός πως κάποιο Σώμα ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία, η απόφαση του μπορεί να προσβληθεί με αγωγή στην οποία να ζητείται διακήρυξη ότι η απόφαση (του Σώματος) είναι άκυρη.

 

Θεωρώ ότι, κατ΄ αναλογία, και στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές, σε περίπτωση που η Επίτροπος είναι σφετερίστρια εξουσίας και ασκήσει αυτή την εξουσία, έχουν άλλο ένδικο μέσο και θεραπεία στη διάθεση τους, όπως υποδείχθηκε ανωτέρω.

 

Ενόψει των όσων προσπάθησα να εξηγήσω και ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια δικαστικά, στη βάση όλων των ενώπιον μου στοιχείων, και με σκοπό την  ορθή απονομή της δικαιοσύνης, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται η παροχή της ζητούμενης άδειας για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως, για την έκδοση του απαρχαιωμένου και ξεπερασμένου προνομιακού εντάλματος Quo Warranto, επειδή οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν μιά των ουσιωδών προϋποθέσεων για την παροχή τέτοιας άδειας και συγκεκριμένα ότι η θέση ή το αξίωμα στο οποίο διορίστηκε η, κατ΄  ισχυρισμό, σφετερίστρια, είναι δημόσιο αξίωμα ουσιαστικού και ανεξάρτητου χαρακτήρα, σύμφωνα με τη νομολογία.   Στην απόφαση μου, επίσης, έλαβα σοβαρά υπόψιν και το γεγονός ότι οι αιτητές δεν φαίνεται να στερούνται δυνατότητας να απευθυνθούν στα δικαστήρια της χώρας και να ζητήσουν συναφή θεραπεία εφόσον, αν πρόκειται περί σφετερισμού εξουσίας, υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθούν δηλωτικές αποφάσεις ότι οι αποφάσεις της Επιτρόπου είναι άκυρες, και διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται στη σφετερίστρια να συνεχίσει να σφετερίζεται δημόσια εξουσία. 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.                                                                  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο