ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 614
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 9/09 και 10/09)
13 Μαρτίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Πολιτική Εφεση Αρ. 9/09)
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΣΑΒΒΑ ΤΣΕΡΙΩΤΗ,
Εφεσίβλητου.
(Πολιτική Εφεση Αρ. 10/09)
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΖΑΝΝΕΤΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Λ. Λουκαϊδης, Λ. Στυλιανού, Λ. Πατσαλίδου και Π. Σάββα, για την Εφεσείουσα.
Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Δικαστής Κραμβής.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι υπό κρίση εφέσεις στρέφονται κατά των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις αγωγές που αντιστοίχως καταχώρησαν εναντίον της εφεσείουσας οι εφεσίβλητοι Σάββας Τσεριώτης (αγωγή αρ. 3938/2005) και Δημήτριος Ζαννετίδης (αγωγή αρ. 51/2005). Οι εφέσεις ακούστηκαν μαζί λόγω ταυτοσημίας των επίδικων νομικών ζητημάτων που εγείρονται.
Η εφεσείουσα, Investylia Ltd, ενεγράφη το 1977 αρχικά ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών. Περί τον Ιανουάριο 2000 μετατράπηκε σε Δημόσια Εταιρεία και περί τον Μάρτιο του ιδίου έτους απηύθυνε προς το κοινό δημόσια πρόσκληση για αγορά μετοχών της. Σε σχέση με την πρόσκληση προς το κοινό, η εφεσείουσα κατέθεσε στις 27.3.2000 στον Εφορο Εταιρειών ενημερωτικό δελτίο αντίγραφα του οποίου ήταν διαθέσιμα σε κάθε ενδιαφερόμενο. Στο εν λόγω ενημερωτικό δελτίο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι αν υπάρχει αμφιβολία για το τι πρέπει να γίνει απαιτείται να ληφθεί συμβουλή από ειδικούς, ότι εκ των βασικών προϋποθέσεων εισαγωγής ήταν η εταιρεία να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον αμέσως προηγούμενα της αίτησης χρόνια και ότι η εταιρεία ήταν ανενεργός, ότι η εταιρεία δεν είχε αρχίσει ακόμα τη λειτουργία της μέχρι τη 28.2.2000 και έτσι δεν είχαν ετοιμαστεί οι οικονομικές καταστάσεις για παρουσίαση στα μέλη της.
Η εφεσείουσα όμως, δεχόταν αιτήσεις για ιδιωτική τοποθέτηση και πριν τη δημόσια πρόσκληση προς το κοινό. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 2000 ο εφεσίβλητος Τσεριώτης υπέβαλε αίτηση για αγορά μετοχών και κατέβαλε το ποσό των £1.800 ως προκαταβολή, την οποία η εφεσείουσα δέχθηκε εκδίδοντας σχετική απόδειξη (τεκμ. 2).
Ο εφεσίβλητος Ζαννετίδης συναντήθηκε περί τον Μάρτιο του 2000 με το διευθυντή της εφεσείουσας, όταν αυτός επισκέφθηκε το χωριό του. Μετά τις παραστάσεις του τελευταίου, ο εν λόγω εφεσίβλητος υπέβαλε και αυτός τον Απρίλιο του 2000 αίτηση για ιδιωτική τοποθέτηση πληρώνοντας το ποσό των £10.000. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι κατά την υποβολή της αίτησης η δημόσια πρόσκληση δεν είχε περιέλθει σε γνώση του προαναφερόμενου εφεσίβλητου.
Οι αιτήσεις των εφεσιβλήτων για αγορά μετοχών, έγιναν αποδεκτές από την εφεσείουσα περί τον Ιούνιο του 2000. Με τη λήξη της δημόσιας πρότασης για εγγραφή (12.6.2000), εκδόθηκαν στους εφεσίβλητους οι τίτλοι των μετοχών που αγόρασαν οι οποίοι βέβαια ήταν μη εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο.
Η εφεσείουσα, περί τα μέσα Ιουνίου 2000, υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Επειδή η εφεσείουσα δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό 61(1)(ε) των Κανονισμών του ΧΑΚ προϋποθέσεις ήτοι, να είχε δραστηριότητες, να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον αμέσως προηγούμενα της αίτησης χρόνια, το συμβούλιο του ΧΑΚ της έδωσε παρατάσεις μέχρι το Φεβρουάριο του 2002. Παρά ταύτα, η εφεσείουσα απέτυχε να ανταποκριθεί και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μη δώσει, ως απαιτείτο, τη σύμφωνη γνώμη της. Ενόψει τούτου, η αίτηση για εισαγωγή της εφεσείουσας στο ΧΑΚ απορρίφθηκε με αποτέλεσμα οι τίτλοι της να μην εισαχθούν στο Χρηματιστήριο για να τυγχάνουν εκεί διαπραγμάτευσης.
Οι εφεσίβλητοι, κατ΄ επίκληση των προνοιών των άρθρων 58Α(3)(β) και 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου αξίωσαν γραπτώς από την εφεσείουσα την επιστροφή των χρημάτων που αντιστοίχως κατέβαλαν για την αγορά των μετοχών. Επειδή δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση εκ μέρους της εφεσείουσας οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν τις προαναφερόμενες αγωγές στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκαν εναντίον της οι εφεσιβαλλόμενες αποφάσεις για τα ποσά των αντίστοιχων αξιώσεων εντόκως προς 6% ετησίως από 14.6.2004, (ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ) μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι ανταποκρίθηκαν στη δημόσια πρόσκληση της εφεσείουσας και έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές της, στηριζόμενοι στις παραστάσεις της τελευταίας ότι θα υπέβαλλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και ότι ήταν σίγουρη (η εφεσείουσα) ότι η αίτηση της θα γινόταν δεκτή από τις αρχές του Χρηματιστηρίου οπότε και οι τίτλοι θα εισήγοντο αμέσως στο Χρηματιστήριο.
Η εφεσείουσα, προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση της για επιστροφή των χρημάτων στους εφεσίβλητους, πρόβαλε τη νομική υπεράσπιση ότι οι αξιώσεις των εφεσιβλήτων, ως ερειδόμενες στα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Νόμου, δεν μπορούσαν να επιτύχουν καθότι οι εν λόγω διατάξεις αντιβαίνουν των προνοιών των Αρθρων 6, 21, 25, 28, 33 και 35 του Συντάγματος. Η κατά τα ανωτέρω νομική πτυχή της υπεράσπισης της εφεσείουσας απέτυχε και ενόψει τούτου υποβάλλονται οι πιο κάτω λόγοι έφεσης ήτοι,
Πρώτος Λόγος Εφεσης
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τους λόγους αντισυνταγματικότητας των ΄Αρθρων 58Α(3)β και 3(3) του Νόμου 42(1)/2000 σε σχέση με τα άρθρα 6, 21, 25, 28, 33 και 35 του Συντάγματος»
Δεύτερος λόγος έφεσης
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το λόγο περί ασυμβίβαστου των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών με το Αρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (Ε.Σ.) που κυρώθηκε με το Νόμο 52/89.»
Τρίτος Λόγος Εφεσης
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το λόγο περί αντισυνταγματικότητας των άρθρων 58Α(3)(β) και 3(3) του Νόμου 42(1)/00 σε σχέση με το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος.»
Τέταρτος Λόγος Εφεσης
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον λόγο περί αντισυνταγματικότητας των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών σε σχέση με το άρθρο 26 του Συντάγματος.»
Πέμπτος Λόγος Εφεσης
«Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης ότι οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 58 Α3(β) ή/και του Αρθρου 3(3) του Νόμου 42(1)/2000 δημιουργούσαν υποχρέωση η οποία ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο εκπληρωθεί, η υποχρέωση δηλαδή να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή τους οι σχετικοί τίτλοι των αγορασθέντων μετοχών και αν τούτο δεν συμβεί να επιστραφούν στον ενδιαφερόμενο αγοραστή του χρηματικού ποσού που καταβλήθηκε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο.»
Ο έκτος λόγος έφεσης που αφορούσε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, εγκαταλείφθηκε κατά το στάδιο της ακρόασης των εφέσεων.
Τα άρθρα του Νόμου στα οποία αναφέρονται οι προαναφερόμενοι λόγοι έφεσης είναι τα εξής:
Νόμος 42(1)/2000 - Αρθρο 2 [58Α(1)]
«58Α.-(1) Απαγορεύεται σ΄ οποιαδήποτε εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή εκδότη ή πρόσωπο να προσφέρει προς πώληση ή να πωλεί ή να δέχεται προσφορά για αγορά οποιωνδήποτε τίτλων υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας και να εισπράττει προς τούτο οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή άλλο αντάλλαγμα με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, εκτός, εάν στην περίπτωση υφιστάμενης εταιρείας, η εταιρεία ή το μέλος του συμβουλίου εταιρείας ή ο εκδότης -
....................................
Νόμος 42(1)/2000 - Αρθρο 2[58Α(3)(β)]
«Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.
Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το Συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων του στο Χρηματιστήριο.»
Νόμος 42(1)/2000 - Αρθρο 3(3)[58Α3(3)]
«Οποιοσδήποτε εκδότης ή εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από πώληση ή προσφορά προς πώληση ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων για λογαριασμό υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού)(Αρ. 4) Νόμου του 2000, με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, υποχρεούται εάν οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν για οποιοδήποτε λόγο στο Χρηματιστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, και εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα σ΄ αυτούς που τα κατέβαλαν εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων.
Νοείται, ότι εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της αίτησης και ότι η καθυστέρηση για έγκριση δεν οφείλεται στον αιτητή, δύναται να παρέχει λογική παράταση χρόνου στον αιτητή όσον αφορά την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών.»
Λόγω της συνάφειας που φαίνεται να παρουσιάζουν οι πάρα πάνω λόγοι έφεσης, θεωρούμε πρόσφορο να εξεταστούν μαζί. Το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι δεν δόθηκαν απαντήσεις πρωτοδίκως στη νομική επιχειρηματολογία περί της αντισυνταγματικότητας των πιο πάνω άρθρων του Νόμου ούτε δόθηκε πειστική αιτιολογία για την απόρριψη της σχετικής εισήγησης.
Η θέση της εφεσείουσας ειδικά όσον αφορά το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος είναι ότι με την εν λόγω συνταγματική διάταξη προστατεύεται η ελευθερία του επαγγέλματος, εμπορίου, ή επικερδούς εργασίας, όπως είναι καθώς εισηγείται, η δική της εργασία και απαγορεύει όρους και περιορισμούς (όπως αυτούς που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα) εκτός εάν,
α) τίθενται υπό Νόμου, ο οποίος σύμφωνα με σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) σε σχέση με παρόμοιους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι ακριβής και αρκετά σαφής έτσι που να επιτρέπει στους επηρεαζόμενους να αντιλαμβάνονται το αποτέλεσμα των προνοιών του για να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα και να προβλέπουν σε ένα λογικό βαθμό τις συνέπειες που μπορεί να συνεπάγεται μια συγκεκριμένη ενέργειά τους, αλλά και να αποκλείει αυθαίρετες ερμηνείες ή αυθαίρετα αποτελέσματα, με άλλα λόγια να έχει ικανοποιητικό επίπεδο ποιότητας - quality of law - και αυτό δεν συμβαίνει με τον εν λόγω Νόμο.
β) να αναφέρονται αποκλειστικά στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ή είναι απαραίτητοι μόνον για τους λόγους που αναφέρονται στο ίδιο Αρθρο δεδομένου δε ότι περιορίζουν ατομικό δικαίωμα πρέπει σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ να ερμηνεύονται αυστηρά και στενά και αυτό δε συνέβη στην παρούσα υπόθεση και
γ) να τηρείται σε σχέση με τους εν λόγω όρους ή περιορισμούς η αρχή της αναλογικότητας (proportionality) προϋπόθεση που δεν ικανοποιείται στην παρούσα υπόθεση λόγω της υπερβολικής και εν πολλοίς αδικαιολόγητης έκτασης των εν λόγω περιορισμών, όπως προκύπτει από τις σχετικές πρόνοιες του εν λόγω Νόμου (π.χ. επιβολή επιστροφής χρημάτων τα οποία οι επενδυτές ανέλαβαν να πληρώσουν για μετοχές που ζήτησαν και τους δόθηκαν προτού ισχύσει Νόμος ή έστω και αν είχε καταβληθεί το ποσό ή το αντάλλαγμα για τις μετοχές για οποιονδήποτε αόριστο λόγο - βλ. όρο «άλλως πως» στο ΄Αρθρο 5Α(3)(β) Νόμος 42(1)/00 - και σε περίπτωση που δεν εισαχθούν στο Χρηματιστήριο οι σχετικοί τίτλοι «εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο» ανεξαρτήτως υπαιτιότητας για την καθυστέρηση εξέτασης της αίτησης για σκοπούς της εν λόγω εισαγωγής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας).
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης που αφορά στο ασυμβίβαστο των υπό κρίση άρθρων του Νόμου προς το ΄Αρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ, η εφεσείουσα λέγει ότι δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως ούτε στη μια ούτε στην άλλη υπόθεση η εμβέλεια του εν λόγω ΄Αρθρου όπως αυτή καθορίζεται μέσα από τη νομολογία του ΕΔΑΔ η οποία, σύμφωνα με την εισήγηση, καθιερώνει τους Κανόνες της σαφήνειας και της ποιότητας (quality of law) της νομοθεσίας η οποία περιορίζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ καθιερώνει επίσης την εφαρμογή του Κανόνα της αναλογικότητας (proportionality) για κάθε περίπτωση νομοθετικής ρύθμισης που αφορά στον περιορισμό ή την αποστέρηση του δικαιώματος της περιουσίας, δηλαδή, την αναγκαία στάθμιση του δικαιώματος με τον επιδιωκόμενο με το νόμο σκοπό. Σύμφωνα με την εισήγηση, οι προϋποθέσεις αυτές δεν ικανοποιούνται στην παρούσα υπόθεση.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδετος δικηγόρος της εφεσείουσας αναφερόμενος στους πάρα πάνω λόγους έφεσης, εστίασε την αγόρευσή του στο ότι τα υπό κρίση άρθρα του Νόμου περιορίζουν δυσανάλογα το δικαίωμα της περιουσίας και το δικαίωμα της άσκησης επαγγέλματος της εφεσείουσας κατά τρόπο που αντιβαίνει των προνοιών των Αρθρων 23 και 25 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν αντίστοιχα τα εν λόγω δικαιώματα. Ο κ. Λουκαϊδης κατ΄ επίκληση της Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315 κάλεσε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αναθεωρήσει προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τις οποίες κρίθηκε ότι τα επίμαχα άρθρα του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικά. Ωστόσο, οι αποφάσεις των οποίων ζητείται η ανατροπή δεν προσδιορίστηκαν ούτε έχει εξειδικευθεί το δικαστικό προηγούμενο του οποίου ζητείται η ανατροπή. Λογικά επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι οι αποφάσεις των οποίων ζητείται η ανατροπή είναι αυτές οι οποίες εμπεριέχουν τις δεσμευτικές αρχές δικαίου που στηρίζουν τις εκκαλούμενες πρωτόδικες αποφάσεις επί του θέματος της συνταγματικότητας των επίμαχων νομοθετικών διατάξεων και οι οποίες, καθώς υπολογίζουμε, είναι οι Investylia Ltd ν. Ταμπούρη (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1325, Τρύφωνος ν. Investylia Ltd (2008) 1(Β) AAΔ 875, Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros. Invest. Ltd (2005) 1(Α) AAΔ 704, Harvest Capital Manag. Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1683, Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) ΑΑΔ 691.
Στη Μαυρογένης (ανωτέρω), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα της ανατροπής προηγούμενης απόφασης που αφορούσε δεσμευτική αρχή δικαίου και με επιδοκιμασία έγινε αναφορά στην Νικολάου κα ν. Νικολάου κα (Αρ. 2) (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1338 από την οποία το πιο κάτω απόσπασμα.
«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R. 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Firzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, "(H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O'Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, (H.L.))".»
Στην Μαυρογένης (ανωτέρω) η πάρα πάνω αρχή επαναλήφθηκε ως εξής:
«Εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη, δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλιση από το λόγο της. Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης, ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.»
Οι πάρα πάνω αρχές δικαίου που αφορούν στην απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο επαναλήφθηκαν με τον ίδιο περίπου τρόπο και σε πολλές άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. ενδεικτικά, Στεφάνου ν. Στεφάνου (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1508, A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) ΑΑΔ 416, Severis & Athienitis Securities Ltd v. Καλότυχου (2004) 2 ΑΑΔ 293.)
Η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 58Α(3)(β) και του άρθρου 3(3) του Νόμου σε σχέση με τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος εξετάστηκε στην Investylia Ltd v. Ταμπουρή (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1325 όπου εκεί είχαν προβληθεί από την εφεσείουσα παρόμοιοι ισχυρισμοί οι οποίοι και απορρίφθηκαν γιατί, καθώς κρίθηκε, η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι συντρέχει βάσιμος λόγος απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες κρίθηκαν συνταγματικές οι πρόνοιες των επίμαχων προνοιών του Νόμου ενώ από την άλλη, η εφεσείουσα απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο της συνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων. Η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου της εφεσείουσας ότι οι πρόνοιες του άρθρου 58Α(3)(β) και του άρθρου 3(3) του Νόμου αντιβαίνουν το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος επειδή δεν έχουν ικανοποιητικό επίπεδο ποιότητας και δεν περιορίζονται στα συνήθως απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, εκτιμούμε ότι δεν είναι αρκούντως πειστική ώστε να αποστούμε από τα ήδη κριθέντα επί του θέματος. Ο σκοπός του Νόμου, όπως ευκρινώς αναδύεται μέσα από τις σχετικές πρόνοιες, είναι πρωτίστως, η προστασία του κοινού από επιτήδειους κερδοσκόπους οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταφέρνουν να πείσουν ανυποψίαστους επενδυτές να επενδύσουν σε τίτλους αξιών συγκεκριμένης εταιρείας με προοπτική την εισαγωγή της στο ΧΑΚ, χωρίς, με κάθε λογική βεβαιότητα, να πληρούνται τα εκ του Νόμου απαιτούμενα για την εισαγωγή της εν λόγω εταιρείας στο ΧΑΚ. Ο σκοπός του Νόμου είναι ακριβώς η προστασία των εν λόγω επενδυτών, όταν η δημόσια εταιρεία, στις αξίες της οποίας επέλεξαν να επενδύσουν τα χρήματα τους, αποτυγχάνει να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο από καθαρά δική της αμέλεια, παράλειψη ή ολιγωρία, χωρίς οι ίδιοι να υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη. Οι εδώ εφεσίβλητοι δεν ευθύνονται αν η εφεσείουσα δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες, από τον Κανονισμό 61(1)(ε) των Κανονισμών του ΧΑΚ, προϋποθέσεις. Εχουμε επομένως την άποψη ότι και αν ακόμη ο Νόμος παρουσίαζε στο λεκτικό του κάποια ασάφεια, όπως εισηγείται η εφεσείουσα, αυτό ουδόλως μπορεί να επενεργήσει υπέρ της εφόσον ο σκοπός του Νόμου είναι κατά τα ανωτέρω, καθαρός, αδιαμφισβήτητος και καθόλου δυσανάλογος προς το συμφέρον ή τα δικαιώματα της εφεσείουσας.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων στην ικανή αγόρευσή του τεκμηριώνει πειστικά την ορθότητα των διαπιστώσεων των πρωτόδικων δικαστηρίων που εκδίκασαν αυτές τις υποθέσεις περί των πράξεων και παραλείψεων της εφεσείουσας οι οποίες συνθέτουν την εκ του νόμου επιλήψιμη συμπεριφορά της έναντι των εφεσιβλήτων ώστε οι τελευταίοι να δικαιούνται να αξιώνουν με βάση το Νόμο την επιστροφή των χρημάτων τους. Εχουμε επομένως την άποψη ότι η εισήγηση της εφεσείουσας περί μη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορεί να ευσταθήσει υπό αυτές τις περιστάσεις.
Προδήλως αβάσιμη θεωρούμε και την εισήγηση της εφεσείουσας ότι οι υπό αναφορά νομοθετικές διατάξεις συγκρούονται με το ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και ότι το εν λόγω ΄Αρθρο δεν αντιστοιχεί προς το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας κανένας πειστικός λόγος ή επιχείρημα περί της ορθότητας της εισήγησης της εφεσείουσας. Μεταξύ των δύο διατάξεων υπάρχει αντιστοιχία των αντιστοίχως καθοριζόμενων ορίων που αφορούν στο συγκεκριμένο δικαίωμα και εφόσον το άρθρο 58Α(3)(β) και το άρθρο 3(3) δεν παραβιάζουν το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος θεωρούμε πως δεν παραβιάζουν ούτε το ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Η εισήγηση ότι με τα υπό κρίση άρθρα του Νόμου παραβιάζεται το άρθρο 26 του Συντάγματος δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας σοβαρή επιχειρηματολογία η οποία να υποστηρίζει αυτή την εισήγηση ώστε να μπορεί να κριθεί πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας ότι οι επίμαχες αυτές διατάξεις αντιβαίνουν των προνοιών του ΄Αρθρου 26 του Συντάγματος. Σχετική επί του θέματος είναι η Harvest Capital Manag. Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1683, ο ορθός λόγος της οποίας, αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποβάλλεται εισήγηση περί αδυναμίας συμμόρφωσης της εφεσείουσας προς την εκ του Νόμου απορρέουσα υποχρέωση της για επιστροφή των χρημάτων στους εφεσίβλητους. Θεωρούμε ότι αυτός ο λόγος έφεσης είναι παντελώς αβάσιμος. Οι εφεσίβλητοι ουδόλως συνέβαλαν στην αποτυχία εισαγωγής της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο. Η ευθύνη της αποτυχίας ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην εφεσείουσα. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, ο σκοπός του Νόμου είναι η προστασία του επενδυτικού κοινού από ανάλογους κινδύνους. Οι πρόνοιες του Νόμου δεν παρέχουν προστασία σε περίπτωση αδυναμίας επιστροφής χρημάτων ένεκα μη εισαγωγής της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο.
Καταλήγοντας, υπενθυμίζουμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Investylia Public Co Ltd v. Cyprus, Application No. 24321/01, ημερ. 17.9.2009, έδωσε οριστικές απαντήσεις επί των θεμάτων που έχουν εδώ συζητηθεί στην οποία και παραπέμπουμε.
Ενόψει των πιο πάνω οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και σε βάρος της εφεσείουσας.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΣΦ.