ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 688
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 239/2009)
20 Μαρτίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΑ ΖΕΡΒΟΥ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
ν.
EUROINVESTMENT & FINANCE PUBLIC LTD,
(πρώην EUROINVESTMENT & FINANCE LTD),
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
________________________
Αντώνης Παπαντωνίου, για την Εφεσείουσα.
Α. Αθανασιάδου (κα), για Γεωργιάδη και Πελίδη, για την Εφεσίβλητη.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αξίωση της εφεσίβλητης - ενάγουσας εναντίον της εφεσείουσας - εναγομένης για το ποσό των €48.085,34, πλέον τόκο 9.5%, από 23/2/2002, υπόλοιπο οφειλόμενο στη βάση συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, προς το σκοπό επενδύσεων σε χρηματιστηριακές αξίες, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση υπέρ της εφεσίβλητης απόφασης για το ποσό των €46.962,31, πλέον τόκο προς 8% ετησίως, από 25/4/2002, πλέον έξοδα.
Η ανταπαίτηση της εφεσείουσας για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή αμέλεια και/ή παράβαση εμπιστεύματος και επιστροφή του ποσού των €17.086,01, το οποίο η ίδια κατέβαλε αχρεωστήτως, ή/και με το οποίο η εφεσίβλητη πλούτισε αδικαιολόγητα - αφορά την αξία των μετοχών που είχαν, αρχικά, ενεχυριαστεί - απορρίφθηκε, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η εφεσείουσα καταχώρισε την παρούσα έφεση, αμφισβητώντας τις πρωτόδικες διαπιστώσεις στην ολότητά τους.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων, των εγγράφων που κατατέθηκαν και της προφορικής μαρτυρίας, έχουν ως εξής:-
«1. Η Ενάγουσα είναι δημόσια εταιρεία που την 21.7.05 άλλαξε την ονομασία της από Euroinvestment & Finance Limited σε Euroinvestment & Finance Public Limited.
2. Η Ενάγουσα είναι χρηματοδοτικός οργανισμός που παρέχει σε πελάτες της πιστωτικές διευκολύνσεις για διάφορους σκοπούς, περιλαμβανομένων των επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (το 'ΧΑΚ') μέσω προσωπικού λογαριασμού.
3. Η Εναγόμενη υπέβαλε στην Ενάγουσα αίτηση (Τεκμήριο 3) για χρηματοδότηση επενδυτικού σχεδίου, ζητώντας να της παραχωρήσει πιστωτικές διευκολύνσεις με ανώτατο ύψος (το '΄Οριο') €34.172,03 (Λ.Κ.20.000,00) για επένδυση στο ΧΑΚ.
4. Η Ενάγουσα ενέκρινε την αίτηση της Εναγομένης για όριο (€34.172,03) (Λ.Κ.20.000,00) και ακολούθως υπογράφτηκε η Συμφωνία ημερομηνίας 4.5.99 (Τεκμήριο 4). Κατόπιν αίτησης της Εναγομένης ημερομηνίας 14.6.99 το όριο αυξήθηκε σε €51.258,04 (Λ.Κ.30.000,00).
5. Η Εναγόμενη την 4.5.99 υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο (Τεκμήριο 4(Α)) με το οποίο διόριζε την Benchmark Securities Limited (ο 'Χρηματιστής') ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της, για να προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες, όπως εξ' ονόματος και για λογαριασμό της Εναγομένης εκτελεί τις πιο κάτω πράξεις: '(α) Αγοράζει και/ή πωλεί και/ή ανταλλάσσει οιεσδήποτε μετοχές και/ή χρεόγραφα που είναι εγγεγραμμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και τις μεταβιβάζει στη ρηθείσα εταιρεία ίνα κρατούνται απ' αυτήν σαν εξασφάλιση των υποχρεώσεων της προς την Εταιρεία. (β) Εξασκεί και/ή φροντίζει όπως εξασκούνται οποιαδήποτε δικαιώματα τα οποία έχω ή δυνατόν να έχω σχετικά με τις μετοχές και/ή χρεόγραφα που σχετίζονται με το επενδυτικό σχέδιο. (γ) Γενικά με εκπροσωπεί σε όλες μου τις σχέσεις με την Euroinvestment & Finance Ltd που απορρέουν από την Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως μου διά το Επενδυτικό Σχέδιο της Euroinvestment εγώ δε αναλαμβάνω να αποδεχθώ και επικυρώσω οτιδήποτε ο ρηθείς εκπρόσωπος μου ήθελε πράξει δυνάμει των προνοιών του παρόντος'.
...........................................................................................................................
7. Μετά τη σύναψη της Συμφωνίας και σύμφωνα με τις πρόνοιες της, η Ενάγουσα άνοιξε λογαριασμό στο όνομα της Εναγομένης με κωδικό ΑΟ288 (ο 'λογαριασμός') και έθεσε στη διάθεση της Εναγομένης όριο €34.172,03 (Λ.Κ.20.000,00). Η Εναγόμενη ταυτόχρονα με τη σύναψη της Συμφωνίας έφερε στην Ενάγουσα κατά/ή περί την 18.5.99 αρχική εξασφάλιση ύψους €7.477,69 (Λ.Κ.4.376,50) σαν εξασφάλιση σύμφωνα με τον όρο 3 της Συμφωνίας (Τεκμήριο 4). Η Εναγομένη αμφισβητεί ότι η εξασφάλιση αυτή ήταν σε μετρητά αλλά ισχυρίζεται ότι ήταν σε μετοχές.
8. Η Ενάγουσα λάμβανε από τον Χρηματιστή τα πινακίδια συναλλαγών (contract notes) (δέσμη Τεκμήριο 15) που εκδίδονταν από τον Χρηματιστή αναφορικά με κάθε συναλλαγή που εκτελείτο στο ΧΑΚ για λογαριασμό της Εναγομένης και, βασιζόμενη σε αυτά, προέβαινε σε σχετική πληρωμή και χρέωση του λογαριασμού της Εναγομένης, σε περίπτωση αγοράς αξιών και σε σχετική είσπραξη και πίστωση του λογαριασμού της Εναγομένης, σε περίπτωση πώλησης αξιών.
9. Η Ενάγουσα εκτός των χρεώσεων και πιστώσεων, για αγορές και πωλήσεις αξιών, προέβη και στις ακόλουθες χρεώσεις και πιστώσεις στον λογαριασμό της Εναγομένης:
(α) πιστώσεις για μερίσματα (dividends) που πληρώνονταν από εκδότριες εταιρείες προς όφελος της Εναγομένης (Τεκμήριο 16).
(β) χρέωση τόκου προς 8.5% ετησίως, στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους (Τεκμήριο 4). Με επιστολή της Ενάγουσας προς όλους τους πελάτες της, περιλαμβανομένου της Εναγομένης, ημερομηνίας 15.11.99 (Τεκμήριο 9), δεύτερη επιστολή), το ποσοστό αυτό, με ισχύ από 1.12.99, μειώθηκε σε 8,0% ετησίως. Με δεύτερη επιστολή της Ενάγουσας προς όλους τους πελάτες της, περιλαμβανομένης της Εναγομένης, ημερομηνίας 18.7.01 (Τεκμήριο 9), έκτη επιστολή), το ποσοστό του τόκου, με ισχύ από 1.8.01, αυξήθηκε σε:
(ι) 8,5% ετησίως σε περίπτωση που ο λογαριασμός του πελάτη δεν παρουσίαζε ούτε έλλειμμα ως προς τις εξασφαλίσεις που παρείχε ο πελάτης ούτε υπέρβαση ορίου,
(ιι) 9,5% ετησίως σε περίπτωση που ο λογαριασμός του πελάτη παρουσίαζε είτε έλλειμμα ως προς τις εξασφαλίσεις που παρείχε ο πελάτης είτε υπέρβαση ορίου, και
(ιιι) 10,5% ετησίως σε περίπτωση που υπήρχε και έλλειμμα ως προς τις εξασφαλίσεις και υπέρβαση ορίου.
(γ) χρεώσεις στις 13.10.99, 21.4.00, 24.8.01, 24.8.01, 28.2.02 και 4.6.02 συνολικής αξίας €42,25 (Λ.Κ.24,23) που αφορούν τέλη ΧΑΚ και χαρτόσημα σε σχέση με τον λογαριασμό της Εναγομένης.
10. Τουλάχιστον μέχρι 10.4.00 τις εντολές για συναλλαγές στον Χρηματιστή της Εναγομένης έδωσε ο σύζυγος της.
11. Η Εναγόμενη δεν έχει καταβάλει στην Ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό έναντι της απαίτησης της.»
Η θέση της εφεσίβλητης πρωτοδίκως, η οποία έγινε αποδεκτή - γι' αυτήν κατέθεσαν ο Γενικός Διευθυντής της Χριστάκης Χαραλάμπους, Μ.Ε.1 και ο Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Κώστας Πουλλής, Μ.Ε.2 - έχει, σε συντομία, ως εξής:-
Η εφεσίβλητη, η οποία ασκούσε τραπεζικές εργασίες τόσο πριν όσο και μετά την ψήφιση του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997, (Ν. 66(Ι)/97), (ο «Νόμος»), παρείχε στην εφεσείουσα πιστωτικές διευκολύνσεις υπό μορφή ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού για αγορά αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χ.Α.Κ.»), χωρίς τη δυνατότητα η ίδια να προβαίνει σε εκτέλεση εντολών προς το Χ.Α.Κ., ή να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη στη διενέργεια των συναλλαγών της εφεσείουσας, οι οποίες γίνονταν, με εντολές της τελευταίας, από το χρηματιστηριακό γραφείο Benchmark Securities Ltd, που εκείνη είχε επιλέξει και το οποίο απέστελλε στην εφεσίβλητη τα σχετικά πινακίδια συναλλαγών - Τεκμήριο 15. Η εφεσίβλητη, απλά, ενημερωνόταν για τις συναλλαγές και καταχωρούσε στο λογαριασμό της εφεσείουσας, ανάλογα με την περίπτωση, χρέωση ή πίστωση. Σε ό,τι αφορά τις Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της περιόδου 1999 - 2000, αυτές δεν της αποστάληκαν. Η Κεντρική Τράπεζα, όμως, της επέτρεψε, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, να συνεχίσει τις δραστηριότητες που η ίδια ασκούσε.
Σε κάποιο στάδιο, ο λογαριασμός της εφεσείουσας, για την κίνηση του οποίου η ίδια ενημερωνόταν με αναλυτικές καταστάσεις, δεν είχε το ποσό του ορίου που εγκρίθηκε και το οποίο, στα πλαίσια της συμφωνίας - Τεκμήριο 4, (η «Συμφωνία»), αυτή ήταν υποχρεωμένη, ανά πάσα στιγμή, να έχει στη διάθεση της εφεσίβλητης. Επειδή η εφεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε στις προειδοποιήσεις που της εστάλησαν για πρόσθετες εξασφαλίσεις ή διευθέτηση της υπέρβασης του ορίου που παρουσίαζε ο λογαριασμός της, η εφεσίβλητη έδωσε οδηγίες στο χρηματιστή της εφεσείουσας για πώληση αξιών της που αγοράστηκαν με τις διευκολύνσεις που αυτή της παραχώρησε και με το προϊόν των πωλήσεων πιστώθηκε ο λογαριασμός της εφεσείουσας. Στη συνέχεια, η εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερομηνίας 22/3/2002 - Τεκμήριο 11 - τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού και κάλεσε την εφεσείουσα να καταβάλει το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, η οποία, στην ουσία, προήλθε από το σύζυγό της, Παναγιώτη Ζερβό, Μ.Υ.1 - η ίδια, Μ.Υ.2, περιορίστηκε στην παραδοχή της υπογραφής των εγγράφων που κατατέθηκαν, της υλοποίησης της Συμφωνίας, της λειτουργίας του λογαριασμού και της απόσυρσης σημαντικού ποσού κερδών - και το γιο της Ιωάννη Ζερβό, Μ.Υ.3. Καθώς σημείωσε, ο Μ.Υ.1, πρώην ανώτερο διευθυντικό στέλεχος της Τράπεζας Κύπρου, μέσω της μαρτυρίας του, ουσιαστικά, προσπάθησε να ερμηνεύσει όρους της Συμφωνίας, με σκοπό να δικαιολογήσει την άρνηση της εφεσείουσας για πληρωμή του αξιούμενου ποσού. Απέρριψε κάθε ισχυρισμό του, δίδοντας προς τούτο σχετική αιτιολογία. Δεν αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς του για κακή διαχείριση του επίδικου λογαριασμού από πλευράς εφεσίβλητης, στη βάση της δικής του παραδοχής ότι ο ίδιος έδωσε, εκ μέρους της εφεσείουσας, όλες σχεδόν τις εντολές για αγορές αξιών, εκτός από δύο, όπως και εντολή στην εφεσίβλητη, στις 10/4/2000 και στις 12/7/2000, για πώληση των μετοχών της εφεσείουσας. Σημείωσε ότι αυτός, ως πρώην διευθυντής τράπεζας, θα ήταν αναμενόμενο, εάν έδιδε τέτοια εντολή, να την έδιδε γραπτώς, όπως έκανε όταν ζητούσε αύξηση του ορίου του λογαριασμού της εφεσείουσας. Η μαρτυρία του Μ.Υ.3 δεν έγινε αποδεκτή, επειδή οι δύο καταστάσεις, που αυτός κατέθεσε ως Τεκμήρια 32 και 33, ετοιμάστηκαν από τον ίδιο, χωρίς να γνωρίζει τη Συμφωνία. Η θέση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη ασκούσε τραπεζικές εργασίες χωρίς άδεια και, συνεπώς, η Συμφωνία ήταν παράνομη απορρίφθηκε γιατί, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η φύση της συγκεκριμένης διευκόλυνσης δεν αποτελούσε τραπεζική εργασία εν τη εννοία του ΄Αρθρου 2 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο τραπεζικές εργασίες συνίστανται: «... στο δανεισμό χρημάτων που προέρχονται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού υπό μορφή καταθέσεων, αξιογράφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής·». Ενώπιόν του δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η χρηματοδότηση της εφεσείουσας έγινε από χρήματα που η εφεσίβλητη εισέπραξε από το κοινό. ΄Ολες οι υπερασπίσεις που η εφεσείουσα ήγειρε απορρίφθηκαν, για λόγους που εξηγούνται στην απόφαση - θα αναφερθούμε σ' αυτούς κατά την εξέταση των λόγων έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε κατά ομάδα, ανάλογα με τη συνάφειά τους.
Λόγοι έφεσης 2, 3 και 4:
Αφορούν τις διαπιστώσεις πρωτοδίκως σε σχέση με την άσκηση τραπεζικών εργασιών και τη νομιμότητα της Συμφωνίας. Εσφαλμένα, υπέβαλε, ο συνήγορος της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η φύση των διευκολύνσεων που η εφεσίβλητη παραχώρησε στην εφεσείουσα δεν ήταν τραπεζική εργασία εν τη εννοία του ΄Αρθρου 2 του Νόμου, αφού ο ίδιος ο Μ.Ε.2, τη μαρτυρία του οποίου έκρινε αξιόπιστη, επιβεβαίωσε ότι η εφεσίβλητη ασκούσε τραπεζικές εργασίες από το 1997. Εφόσον, εισηγήθηκε, έκρινε ότι η εφεσίβλητη και πριν από τη θέσπιση του Νόμου - 18/7/1997 - ασκούσε τραπεζικές εργασίες, εσφαλμένα κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν παρουσίασε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι η χρηματοδότησή της δεν έγινε από κεφάλαια της ίδιας της εφεσίβλητης, όπως εσφαλμένα ερμήνευσε την επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας - Τεκμήριο 2. Αγνόησε, επίσης, ότι η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας για άσκηση τραπεζικών εργασιών από την εφεσίβλητη εκδόθηκε στις 27/8/1999, δηλαδή μετά τη θέσπιση του Νόμου. Η εφεσίβλητη μέχρι τις 27/8/1999 δεν είχε άδεια να παραχωρεί νέες πιστωτικές διευκολύνσεις. Μπορούσε μόνο να λειτουργεί με τις διευκολύνσεις που είχε παραχωρήσει πριν από τις 27/8/1999. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, εάν αξιολογούσε ορθά την ενώπιόν του μαρτυρία, δε θα κατέληγε ότι η εφεσίβλητη ασκούσε νόμιμα τραπεζικές εργασίες πριν τις 27/8/1999 και παρέπεμψε σχετικά στα Τεκμήρια 20 και 23 και στη μαρτυρία του Μ.Ε.2. Η παράλειψη της Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει με λήψη μέτρων εναντίον της εφεσίβλητης για άσκηση τραπεζικών εργασιών χωρίς άδεια δε συνιστά νομιμοποίηση των παράνομων δραστηριοτήτων της. Εν πάση περιπτώσει, καταλήγει, η Κεντρική Τράπεζα είχε κάθε λόγο να παραποιήσει τα γεγονότα, για να μη βρεθεί και η ίδια εκτεθειμένη, λόγω της παράλειψής της να λάβει μέτρα και να εμποδίσει την εφεσίβλητη να ασκεί παράνομες δραστηριότητες.
Στην ΄Ελληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120, από την οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, αναφέρθηκε ότι ο δανεισμός χρημάτων δεν αποτελεί, αφ' εαυτού, τραπεζική εργασία, εκτός εάν τα χρήματα που δανείζονται προέρχονται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού, υπό τη μορφή καταθέσεων, αξιογράφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής.
Εξέταση της Συμφωνίας και του συνόλου της μαρτυρίας δικαιολογεί πλήρως τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη φύση της διευκόλυνσης που η εφεσίβλητη παραχώρησε στην εφεσείουσα. Αυτή δεν αποτελούσε τραπεζική εργασία εν τη εννοία του ΄Αρθρου 2 του Νόμου. Ο Μ.Ε.1, ο οποίος κρίθηκε καθ' όλα αξιόπιστος, στη μαρτυρία του, ήταν σαφής ότι τα χρήματα που η εφεσίβλητη παραχώρησε στην εφεσείουσα, υπό μορφή δανείου, ήταν από δικά της χρήματα και, επί του σημείου, δεν υπήρξε αντίθετη μαρτυρία.
Ούτε η πρωτόδικη διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη ασκούσε τραπεζικές εργασίες νόμιμα πριν από τις 27/8/1999 βρίσκουμε να είναι εσφαλμένη. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία, τόσο γραπτή όσο και προφορική, που δικαιολογούσε την κατάληξή του. Ο Μ.Ε.2, Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος κλητεύθηκε από την εφεσίβλητη και αντεξετάστηκε από την εφεσείουσα σε σχέση με την άδεια για άσκηση τραπεζικών εργασιών από την εφεσίβλητη, κατέθεσε ότι η Κεντρική Τράπεζα γνώριζε ότι η εφεσίβλητη ασκούσε τραπεζικές εργασίες πριν από την ψήφιση του Νόμου. Ανεξάρτητα, όμως, από τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, η γνώση της Κεντρικής Τράπεζας και η συγκατάθεσή της προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2Β[1], το οποίο, υπό το φως του λεκτικού του, δικαιολογεί την πρωτόδικη διαπίστωση. Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμη η θέση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη δεν ασκούσε νόμιμα, πριν από την ψήφιση του Νόμου, τραπεζικές εργασίες ήταν ορθή, και πάλι δε θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί οι εν λόγω ισχυρισμοί της, αφού η φύση της διευκόλυνσης που της παραχωρήθηκε δεν ήταν τραπεζική εν τη εννοία του ΄Αρθρου 2 του Νόμου. Σκοπός εδώ της Συμφωνίας ήταν η δανειοδότηση της εφεσείουσας για αγορά μετοχών έναντι της υποχρέωσής της για καταβολή προς την εφεσίβλητη τόκου και δικαιωμάτων. Η Συμφωνία δεν περιλάμβανε οτιδήποτε το παράνομο, αφού σκοπός της ήταν η δανειοδότηση, η οποία δεν απαγορεύεται από το Νόμο, εφόσον το ποσό του δανείου δεν προέρχεται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 5, 6, 7 και 8:
Αφορούν τις διαπιστώσεις σε σχέση με τις κατά τον ουσιώδη χρόνο εγκυκλίους - Τεκμήρια 31 (Α - ΣΤ) της Κεντρικής Τράπεζας - (οι «Εγκύκλιοι»). Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εγκύκλιοι, οι οποίες περιείχαν υποδείξεις προς τις τράπεζες αναφορικά με τους επενδυτικούς λογαριασμούς των πελατών τους, δε χάραζαν δημόσια πολιτική, δεν αφορούσαν την εφεσίβλητη, ούτε αποστέλλονταν σ' αυτήν, ούτε η τελευταία είχε υποχρέωση να αποκαλύψει στην εφεσείουσα την ύπαρξή τους.
Η εφεσείουσα και ενώπιόν μας επανέλαβε τη θέση την οποία προώθησε πρωτοδίκως, δηλαδή ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να συμμορφώνεται με την απαγόρευση που επέβαλλαν οι Εγκύκλιοι για σύναψη συμφωνίας της φύσης της επίδικης, με αποτέλεσμα η μη συμμόρφωσή της να καθιστά τη Συμφωνία άκυρη εξ υπαρχής. Εσφαλμένα, ισχυρίζεται, έγινε δεκτό ότι η εφεσίβλητη δε λάμβανε τις Εγκυκλίους, οι οποίες καθόριζαν δημόσια πολιτική, όπως εσφαλμένα θεωρήθηκε - εφόσον αυτές προέρχονταν από το εποπτεύον όργανο, δηλαδή την Κεντρική Τράπεζα - ότι, αφού δεν της αποστέλλονταν, η ίδια απαλλασσόταν της υποχρέωσης να τις γνωρίζει και να συμμορφώνεται με αυτές. Εσφαλμένα, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι η Εγκύκλιος - Τεκμήριο 31Α - ημερομηνίας 12/11/1999, η οποία απευθυνόταν σε όλες τις τράπεζες, απαγόρευε ρητά το άνοιγμα επενδυτικών λογαριασμών, αλλά και διέτασσε το κλείσιμο των υφισταμένων. Αγνόησε την υποχρέωση της εφεσίβλητης να προειδοποιήσει την εφεσείουσα για τους κινδύνους λειτουργίας τέτοιων λογαριασμών και συμμετοχής σε επενδυτικά σχέδια και να την προτρέψει να λάβει νομική συμβουλή. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 - Κ. Πουλλή - εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη, αφού αυτός δεν είχε προσωπική γνώση και ό,τι κατέθεσε ήταν από έγγραφα που φυλάσσονταν στο φάκελο της Κεντρικής Τράπεζας. Ο συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε στην υπόθεση Premier Chem. Co Ltd ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1951, για να υποστηρίξει τη θέση του αναφορικά με την υποχρέωση της εφεσίβλητης να επεξηγήσει στην εφεσείουσα το περιεχόμενο των Εγκυκλίων και στην S. Kyriakou Euromarket Ltd ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1997) 4 Α.Α.Δ. 3191, για να υποστηρίξει ότι οι Εγκύκλιοι εκδόθηκαν δυνάμει ρητής εξουσιοδότησης νόμου.
Πανομοιότυποι ισχυρισμοί και επιχειρήματα προβλήθηκαν, εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στη Γρηγόρης Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 356/08, 22/12/11, από την οποία παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα, με το οποίο συμφωνούμε:-
«Ούτε αυτή η θέση έχει οποιοδήποτε έρεισμα και αυτό θα έπρεπε να ήταν σε γνώση του συνηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος είχε εγείρει ανεπιτυχώς τα ίδια θέματα σε άλλες δύο τουλάχιστον περιπτώσεις με παρόμοια περιστατικά ενώπιον του Εφετείου. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Μαρία Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 315/2007, ημερομηνίας 12.7.2010[2], το Εφετείο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, και επί αυτών των θεμάτων, αναφέροντας τα εξής:
'΄Οπως επισημαίνεται από το δικηγόρο του Εφεσίβλητου, οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποσκοπούσαν στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις Τράπεζες και άλλους οργανισμούς που υπόκεινται στον έλεγχο της, για τον καλύτερο τρόπο χειρισμού διαφόρων θεμάτων ώστε οι ενέργειες τους να συνάδουν με την ευρύτερη δημοσιονομική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και του κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τυχόν παραβίαση της θα οδηγούσε αυτόματα σε ακύρωση οποιασδήποτε συμβατικής πράξης που προκύπτει ως αποτέλεσμα τυχόν παραβάσεως της Εγκυκλίου. Τέτοιου είδους παραβάσεις, αποτελούν εσωτερικό θέμα μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Εμπορικών Τραπεζών και συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στις Τράπεζες από την Κεντρική Τράπεζα, για παραβιάσεις όρων των Εγκυκλίων. Αν το περιεχόμενο της Εγκυκλίου σκοπούσε να θέσει ρητή απαγόρευση, αυτό θα μπορούσε να συμβεί με νομοθετική ρύθμιση.
.........................................................................................................................
.........................................................................................................................
Το δικαστήριο πολύ ορθά κατέληξε ότι ακόμα και αν από τις πιο πάνω εγκυκλίους προέκυπτε κατά τον επίδικο χρόνο θέμα δημόσιας πολιτικής, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, δεν θα μπορούσε να αφορά τους Εφεσίβλητους και ούτε θα μπορούσε να τους δεσμεύει, εφόσον δεν τους κοινοποιήθηκε. Αυτό εξάλλου υποστήριξε και η ίδια η Κεντρική Τράπεζα.'
Αλλά και σε μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 21/2008, ημερομηνίας 14.7.2010[3], απορρίφθηκαν οι ίδιες θέσεις του συνηγόρου του εφεσείοντα και λέχθηκαν τα εξής:
'Συμφωνούμε απόλυτα με τον τρόπο που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προσέγγισε το θέμα για να καταλήξει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμφωνία δεν είναι παράνομη. Δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε, αφού πρόσφατα εξετάσαμε τα ίδια ακριβώς θέματα που ηγέρθηκαν και πάλιν από τον κ. Παπαντωνίου, στην υπόθεση Μαρία Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, Π.Ε. 315/07, ημερομηνίας 12.7.2010[4] και καταλήξαμε σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, ότι παρόμοια συμφωνία για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη. Υιοθετούμε τις ίδιες απόψεις και εδώ.'
Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προσεγγίσει το θέμα, τον οποίο επικρότησε η Ολομέλεια, είχε ως εξής:
'Εγείρονται, επί του προκειμένου, δύο ερωτήματα. Το πρώτο, κατά πόσο οι εν λόγω εγκύκλιοι δημοσιοποιούν διαμορφωθείσα δημόσια πολιτική, χωρίς την κατάδειξη της οποίας δεν μπορεί να ευσταθήσει η υποστηριχθείσα θέση, και αν ναι, κατά πόσο η Τράπεζα τις παραβίασε. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφανώς αρνητική, στοιχείο που εκθεμελιώνει και το δεύτερο. Με την εγκύκλιο τεκμ. 26(1) η Κεντρική Τράπεζα δεν απαγόρευσε τη χορήγηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς, αλλά σύστηνε στις Τράπεζες να τα περιορίσουν και να 'ναι πιο προσεκτικές. Με τη δεύτερη εγκύκλιο, το τεκμ. 26(2) δηλαδή - που φαίνεται να στάληκε μετά την αύξηση του πιστωτικού ορίου στις £250.000 - εκφραζόταν η προσδοκία (αναμενόταν, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται) ότι στο μέλλον οι εμπορικές τράπεζες δεν θα προσφέρουν σε νέους επενδυτές ειδικούς λογαριασμούς για σκοπούς επενδύσεων, κάτι που δεν αφορούσε τον εναγόμενο ο οποίος ήταν παλιός επενδυτής. Εν πάση περιπτώσει, όπως και να εξετασθούν όλες οι εγκύκλιοι, δεν απαγορεύεται η παροχή πιστώσεων για επενδύσεις και, επομένως, δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη δημόσιας πολιτικής που να τις απαγορεύει. Ούτε έχει τεκμηριωθεί παραβίαση των εν λόγω εγκυκλίων από την Τράπεζα, σ' ότι αφορά τον επενδυτικό λογαριασμό του εναγόμενου.'
Περαιτέρω, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι οι αποφάσεις στις προαναφερθείσες υποθέσεις διαφοροποιούνται από την παρούσα, επειδή οι αγορασθείσες για λογαριασμό του εκεί εφεσείοντα ήσαν ενεχυριασμένες. Τα νομικά θέματα αρχής που αποφασίσθηκαν ως προς τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας ισχύουν και εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, όπου και τα ουσιώδη γεγονότα που τις περιβάλλουν δεν είναι ανόμοια.»
Κατά συνέπεια, οι πιο πάνω λόγοι, επίσης, απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 9, 10, 11, 12, 13 - 17, 19, 20, 21, 25, 26, 28, 29, 31:
Αφορούν την υποχρέωση, σύμφωνα με την εφεσείουσα, που είχε η εφεσίβλητη να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές. Εσφαλμένα, ισχυρίζεται η εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042. Συγκεκριμένα, αγνόησε ότι, με βάση τους όρους του Επενδυτικού Σχεδίου της Συμφωνίας, η εφεσίβλητη υπείχε θέση διαχειριστή της περιουσίας της και είχε υποχρέωση να την διαχειρίζεται ορθά. Εσφαλμένα, επίσης, έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε συμβατική υποχρέωση να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές και να εισπράξει όλα τα χρήματά της. Εφόσον, υπέβαλε, οι υπό εγγύηση μετοχές ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την παραχώρηση των πιστωτικών διευκολύνσεων, η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να τις πωλήσει. Παρέπεμψε δε, σχετικά, σε αγγλική νομολογία[5]. Το ότι η εφεσίβλητη υπείχε θέση διαχειριστή της περιουσίας της προκύπτει, ισχυρίστηκε, από τους όρους της Συμφωνίας. Συγκεκριμένα, η εφεσίβλητη είχε ανάμειξη στη λειτουργία του Επενδυτικού Σχεδίου και επεμβατικά δικαιώματα επί της περιουσίας της. Εφόσον η ίδια, σύμφωνα με τον όρο 5 της λειτουργίας του Σχεδίου - Τεκμήριο 3 - μετά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας, δεν είχε δικαίωμα να προβεί σε αγοραπωλησίες, η παράλειψη της εφεσίβλητης να προχωρήσει αμέσως σε πωλήσεις μετοχών συνιστά, εκ μέρους της, κακή και αμελή διαχείριση του λογαριασμού της. Εσφαλμένα, επίσης, δεν έγινε αποδεκτή η εισήγησή της για εφαρμογή της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Απριλίου, 1993, σε σχέση με καταχρηστικές ρήτρες και, ειδικότερα, των ΄Αρθρων 6(1) και 7 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996, (Ν. 93(Ι)/96), ο οποίος, ουσιαστικά, περιλαμβάνει όσα και η πιο πάνω Οδηγία προβλέπει.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι, στην παρούσα περίπτωση, δικαιολογείται διαφοροποίηση από τις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, αφού η εφεσίβλητη ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των υπό εγγύηση μετοχών, μέσω της θυγατρικής της εταιρείας EMF Investors Ltd., (η "EMF"), και η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα, μετά την ανατροπή του περιθωρίου εξασφάλισης, να πραγματοποιήσει αγορά ή πώληση στον επίδικο λογαριασμό.
΄Εχουμε εξετάσει τις θέσεις του συνηγόρου της εφεσείουσας, δε συμφωνούμε, όμως, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τους όρους της Συμφωνίας. Τα γεγονότα της Marketrend Finance Ltd ν. Πέρδικου κ.ά., (πιο πάνω), ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκεί η εφεσείουσα ήταν διαχειρίστρια των μετοχών και εκείνο που αποδόθηκε στους εφεσίβλητους ήταν το προϊόν από την πώλησή τους. Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι τα γεγονότα ήταν άλλα από εκείνα που ρητά αναφέρονται στη Συμφωνία, ότι, δηλαδή, οι μετοχές θα εγγράφονταν, για σκοπούς εγγύησης, στο όνομα της εφεσίβλητης ή της θυγατρικής της EMF και η εφεσείουσα θα πιστωνόταν με τα οφέλη που θα προέκυπταν από τα έσοδα από την πώληση των μετοχών αυτών. Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι οι μετοχές θα παρέμεναν στο όνομα της εφεσίβλητης ή της EMF, ως εξασφάλιση, ενόσω υπήρχε υπόλοιπο οφειλόμενο σ' αυτή.
Πανομοιότυποι ισχυρισμοί έχουν εξεταστεί στη Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ, (πιο πάνω), απ' όπου και το πιο κάτω απόσπασμα:- (σελ. 1148-1149)
«Αποτέλεσε κεντρικό επιχείρημα της Εφεσείουσας τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση με βάση τον όρο 7 να πωλήσουν τις μετοχές που είχαν ενεχυριαστεί, όταν η πτώση του ΧΑΚ έφθασε σε σημείο ανατροπής του καθορισθέντος περιθωρίου ασφάλειας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι, τόσο δυνάμει του όρου 7 του σχεδίου όσο και δυνάμει του ΄Αρθρου 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, είχαν απλό 'δικαίωμα' να πωλήσουν τις μετοχές, το οποίο όμως δεν ισοδυναμούσε με 'υποχρέωση', όπως διατεινόταν η Εφεσείουσα. Στο συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιείται η λέξη 'δύναται' ('may').
Η εφεσείουσα, με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8, προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα που πρόβαλε πρωτοδίκως.
Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας. Το λεκτικό του όρου 7 είναι σαφές. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα και όχι υποχρέωση που διατηρούσαν οι Εφεσίβλητοι ως ενεχυροδανειστές, δυνάμει του ΄Αρθρου 134 του Κεφ. 149. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας παραλλήλισε την περίπτωση με το δικαίωμα ενυπόθηκου δανειστή να πωλήσει την περιουσία, το οποίο όμως δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση (βλ. Cuckmere Brick Co. Ltd. v. Mutual Finance Ltd. [1971] 2 All E.R. 633, AIB Finance Ltd. v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677 και Silven Properties Ltd and Another v. Royal Bank of Scotland plc and Others [2004] 4 All E.R. 484).
Ούτε ο όρος 11 του σχεδίου θα μπορούσε να μετατρέψει το δικαίωμα σε υποχρέωση. ΄Οπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυροδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.»
(Βλ., επίσης, Σοφία Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 98/09, 31/10/12.)
Οι πιο πάνω λόγοι δεν ευσταθούν.
Λόγοι έφεσης 1 και 18:
Αφορούν την απόδειξη του χρέους από την εφεσίβλητη. Εσφαλμένα, διατείνεται η εφεσείουσα, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της για το συγκεκριμένο ποσό. Εφόσον, υποστηρίζει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε διαπίστωση παραβίασης της Συμφωνίας από την ίδια, διαπίστωσε δε ότι αυτή δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην εφαρμογή της Συμφωνίας, η εναντίον της απόφαση είναι χωρίς αιτιολογία. Η εφεσίβλητη δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης, το οποίο είχε. Εσφαλμένα, επίσης, έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να παρουσιάσει τις ισχυριζόμενες εντολές που η ίδια της έδιδε. Εφόσον, καταλήγει, η εφεσίβλητη είχε όλα τα μέσα στη διάθεσή της για εξόφληση του χρέους με πώληση των υπό εγγύηση μετοχών και δεν το έπραξε, αυτή δε φέρει οποιαδήποτε ευθύνη.
Η εφεσίβλητη παρουσίασε στο Δικαστήριο τα πινακίδια συναλλαγών (contract notes) - Τεκμήριο 15 - τα οποία εκδίδονταν από το χρηματιστή της εφεσείουσας, αναφορικά με κάθε συναλλαγή που εκτελείτο στο Χ.Α.Κ. για λογαριασμό της και, με βάση τα οποία η ίδια προέβαινε σε χρεοπιστώσεις του λογαριασμού της. ΄Οχι, μόνο η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε την ορθότητα ή την ύπαρξη οποιωνδήποτε εντολών που φερόταν να έδωσε, αλλά, αντίθετα, ο Μ.Υ.1 δέχτηκε ότι όλες, σχεδόν, οι εντολές δόθηκαν από τον ίδιο για λογαριασμό της. Θεωρούμε, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ικανοποιητικά για απόδειξη του ποσού της υπό έφεση απόφασης. ΄Αλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια λεπτομερούς εξέτασης των ενώπιόν του τεθέντων σε σχέση με το ζήτημα του τόκου, διαπίστωσε υπερχρεώσεις και τον περιόρισε.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 22, 23, 24, 27 και 28:
Αφορούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Υποστηρίζει η εφεσείουσα ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε πρωτοδίκως δεν αξιολογήθηκε ορθά. ΄Εγινε αποδεκτή η μαρτυρία της εφεσίβλητης, χωρίς να ληφθεί υπόψη το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου στο σύνολό του. Τόσο η μαρτυρία του Διευθυντή της - Μ.Ε.1 - όσο και η μαρτυρία του Μ.Ε.2 έγιναν αποδεκτές, παρά τις αντιφάσεις που αυτές περιείχαν και το γεγονός ότι ο Μ.Ε.2, ως Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας, είχε κάθε λόγο να υποστηρίξει την εφεσίβλητη, αποτρέποντας, έτσι, το ενδεχόμενο η εφεσείουσα να προχωρήσει δικαστικά εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία παρέλειψε να επιβάλει στην εφεσίβλητη όπως συμμορφωθεί με τις Εγκυκλίους της. Εσφαλμένη χαρακτήρισε και την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας. Η γραπτή κατάθεση του Μ.Υ.1, εισηγήθηκε, παρερμηνεύθηκε, η δε προφορική μαρτυρία του απορρίφθηκε, στη βάση και μόνο της εντύπωσης που ο μάρτυρας άφησε στο Δικαστήριο, χωρίς αυτή να εξεταστεί.
Είναι καλά γνωστό ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. ΄Οπως αναφέρεται στην Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Επέμβαση του εφετείου δικαιολογείται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα πρωτογενή ευρήματα φαίνονται ανυπόστατα - (βλ. Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
΄Εχουμε εξετάσει όσα ο συνήγορος της εφεσείουσας προώθησε με το περίγραμμα αγόρευσής του και έχουμε μελετήσει τη μαρτυρία, σε μια προσπάθεια διαπίστωσης ύπαρξης αντιφάσεων, αφού ο ίδιος, πέραν γενικών αναφορών, δεν παρέπεμψε σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, δεν έχουμε, όμως εντοπίσει να υπάρχουν τέτοιες. Για την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε συγκεκριμένους λόγους. Για το Μ.Υ.1, ανέφερε ότι αυτός έδιδε αόριστες απαντήσεις, στην πορεία τις διαφοροποιούσε, ερμήνευε όρους της Συμφωνίας και άλλων εγγράφων όπως ο ίδιος τους αντιλαμβανόταν, με μοναδικό σκοπό να δικαιολογήσει την άρνηση της εφεσείουσας για καταβολή του ποσού. Για κάθε ισχυρισμό που προβλήθηκε από πλευράς της εφεσείουσας και δεν έγινε δεκτός, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε σαφή αιτιολογία, βασισμένη στην έγγραφη μαρτυρία. Δε διαπιστώνουμε να περιορίστηκε στην εικόνα που οι μάρτυρες άφησαν στο Δικαστήριο. ΄Αλλωστε, τα περισσότερα από τα ευρήματά του στηρίχτηκαν στις πρόνοιες, τους όρους και την ορθή ερμηνεία των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του και δεν αμφισβητήθηκαν, έτσι ώστε να μην παρέχεται έδαφος για επέμβασή μας.
Ούτε οι πιο πάνω λόγοι έφεσης ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ της εφεσίβλητης.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Πρόκειται για το εσωτερικό σημείωμα στο φάκελο της εφεσίβλητης στην Κεντρική Τράπεζα, ημερομηνίας 18/11/1997, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:-
"As both companies appear to be adequately organised and managed it is our opinion that they should be allowed to continue their operations through the issue of restrictive banking licences. ..."
.
[5] Levett v Barclays Bank plc [1995] 2 All ER 615
Corbett and another v Halifax plc and others (Court of Appeal) (Civil Devision) [2003] 2 All ER (Comm) 384
Lloyds Bank plc v. Cassidy [2003] BRIR 424
Skipton Building Society v Stott [2000] 2 All ER 779
Medforth v Blake [1999] 3 All ER 97
Palk v. Mortgage Services Funding Plc. (C.A.) [1993] Ch 330