ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 211
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2012)
30 Ιανουαρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
ΑΤ: 670139, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ/ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ ΣΕΡΤΙΟΡΑΡΙ (CERTIORARI)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ/
ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ
ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 26/9/2012 ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 130/12 ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3,4,5,44,45,46 ΚΑΙ 47
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2007 (Ν.188(Ι)/2007)
(ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ)
_________________________
Γεώργιος Σεραφείμ, με Νίκο Παναγιώτου, για τον Αιτητή.
Μαρία Κυρμίζη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 26/9/2012, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στα πλαίσια της υπ' Αρ. 130/12 Αίτησης εκ μέρους της Αστυνομίας, εξέδωσε Διάταγμα Αποκάλυψης, (το «Διάταγμα»), στο Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας πληροφοριών και εγγράφων που αφορούν τους τραπεζικούς λογαριασμούς που ο αιτητής στην παρούσα τηρεί ή τηρούσε, είτε μόνος του είτε από κοινού με συγκεκριμένα άλλα πρόσωπα και εταιρείες. Το Διάταγμα απευθυνόταν σε εννέα εμπορικές τράπεζες και στον ΄Εφορο Υπηρεσιών Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, (ο «΄Εφορος»), και τους διάτασσε όπως παραδώσουν αριθμό εγγράφων, τα οποία προσδιορίζονταν, σε σχέση με τους λογαριασμούς που τα κατονομαζόμενα σ' αυτό πρόσωπα τηρούσαν στις συγκεκριμένες τράπεζες.
Ο αιτητής, με μονομερή αίτηση, που καταχώρισε στις 5/11/2012, εξασφάλισε από το Δικαστήριο άδεια για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari εναντίον του Διατάγματος, την οποία καταχώρισε εμπρόθεσμα. Πρόκειται για την παρούσα, που στηρίζεται στα ΄Αρθρα 155.4 και 188 του Συντάγματος και στα ΄Αρθρα 2, 3, 4, 5, 44, 45 και 46 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, (Ν. 188(Ι)/2007), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος).
Σύμφωνα με την ΄Εκθεση Γεγονότων που συνοδεύει την αίτηση, ο αιτητής, για ακύρωση του Διατάγματος, προβάλλει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να το εκδώσει και/ή, εκδίδοντάς το, υπερέβη αυτή και/ή ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο αυτό να εκδόθηκε κατόπιν δόλου ή ψευδορκίας. Ειδικότερα, αναφέρει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το Διάταγμα, χωρίς να συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο ΄Αρθρο 46(2) του Νόμου προϋποθέσεις, αφού δεν προκύπτει, είτε από αυτό είτε από το φάκελο του Δικαστηρίου, να ικανοποιήθηκε για τη συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων. ΄Ο,τι προκύπτει είναι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, απλώς, υπέγραψε το ετοιμασθέν από την Αστυνομία Διάταγμα, χωρίς να εξετάσει τη βασιμότητα της θέσης του ενόρκως δηλούντος Λοχία 1870 - Κ. Κολοκοτρώνη. Η αναφορά, ισχυρίζεται, του εν λόγω Λοχία στην ένορκη δήλωσή του ότι το Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος διερευνά καταγγελία του Ελεγκτή και Διευθυντή Εσωτερικού Ελέγχου του Ομίλου Σιακόλα ότι ο ίδιος, προϊστάμενος συγκεκριμένου τμήματος της εταιρείας Ermes Department Stores Plc, μέλους του Ομίλου Σιακόλα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του στην εταιρεία, λάμβανε παράνομα και εν αγνοία της εταιρείας χρηματικά ποσά από την εταιρεία Red Elephant Printing House Ltd. για να προωθεί σ' αυτή διάφορες εργασίες, έρχεται σε αντίθεση με την απάντηση της Αστυνομίας προς το συνήγορó του, μετά την έκδοση του Διατάγματος, ότι δεν έχει υποβληθεί ούτε και διερευνάται οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του.
Στην ένορκη δήλωση για εξασφάλιση του Διατάγματος, ο Λοχίας 1870 - Κ. Κολοκοτρώνης έδωσε λεπτομέρειες της καταγγελίας, που αφορούσαν στα καθήκοντα του αιτητή και στον τρόπο που, κατά τον καταγγέλλοντα, αυτός, μαζί με άλλα πρόσωπα, ενεργούσε. Σύμφωνα με την καταγγελία, ο αιτητής, κατά την περίοδο 2004 - 2011, παράνομα έλαβε από την εταιρεία Red Elephant Printing House Ltd πέραν του €1.300.000,00. Αυτά ήταν χρήματα της εταιρείας Ermes Department Stores Plc, αφού προέρχονταν από πληρωμές της στη Red Elephant Printing House Ltd. Δικαιολογείτο, κατέληγε, η έκδοση του αιτηθέντος Διατάγματος, επειδή υπήρχε εύλογη υποψία ότι:-
«- συγκεκριμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα διέπραξαν ή έχουν ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων
- οι εν λόγω πληροφορίες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα υπό διερεύνηση στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη
- οι αιτούμενες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 44 του Νόμου Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
- η αποκάλυψη των εν λόγω πληροφοριών είναι προς το δημόσιο συμφέρον λαμβανομένου υπόψη του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα αλλά και των συνθηκών κατοχής των εν λόγω πληροφοριών από τους κατόχους τους.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο επελήφθη της αίτησης, αναφέρει στο Διάταγμα:-
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ, αναγνόν την ΄Ενορκη Δήλωση την κατατεθείσα υπό ή εκ μέρους του αιτητή και αφού ηκούσθη παν ό,τι ελέχθη υπό ή εκ μέρους του αιτητή,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τους καθ' ων η αίτηση 1 έως 10 όπως αποκαλύψουν/παραδώσουν στο Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας όλες τις πληροφορίες και έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους και αφορούν τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούν ή τηρούσαν στην τράπεζα τους είτε από κοινού είτε μόνοι τους οι Αιμίλιος Επαμεινώνδας ΔΤ 670139, Σάββας Ταλιαδώρος ΔΤ 602903, Μαρίνα Γεωργίου Σταύρου ΔΤ 684829 και ο Νεκτάριος Πετρίδης καθώς και οι εταιρείες RED ELEPHANT PRINTING HOUSE LTD με αριθμό εγγραφής 141780 και PANOMA LTD με αριθμό εγγραφής 263067.»
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν προδικαστικά ζήτημα νομιμοποίησης του αιτητή να προσβάλει το Διάταγμα, για το λόγο ότι αυτός δεν είναι μέρος της διαδικασίας, ούτε υπάρχουν στο Νόμο πρόνοιες, που να του δίδουν τη δυνατότητα να εμπλακεί σ' αυτή. Τα μόνα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να το πράξουν, υποβάλλουν, είναι τα πρόσωπα προς τα οποία αυτό απευθύνεται - οι εμπορικές τράπεζες και ο ΄Εφορος. Παραπέμπουν σχετικά στο ΄Αρθρο 46(3)(δ) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι το Διάταγμα Αποκάλυψης επιδίδεται μόνο στο πρόσωπο που έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση. Ούτε ο ύποπτος ούτε οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο είναι μέρος της διαδικασίας, ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει τέτοιο διάταγμα. Αναφερόμενη η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση σε παρόμοιες πρόνοιες του Police and Criminal Evidence Act 1984 της Αγγλίας και σε αγγλική νομολογία[1], εισηγήθηκε ότι η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να γίνει δεκτή.
Ο αιτητής, με αναφορά στην Edrinotio Ltd κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 60/12, 8/8/12, όπου προβλήθηκαν, εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν πανομοιότυποι ισχυρισμοί, κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την προδικαστική ένσταση.
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα αποφασισθέντα στην πιο πάνω υπόθεση, με τα οποία συμφωνώ. Τα παραθέτω αυτούσια, αφού αυτά σφραγίζουν εδώ το αποτέλεσμα της προδικαστικής ένστασης:-
«΄Εχω εξετάσει προσεκτικά την προδικαστική ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και έχω καταλήξει ότι αυτή δεν ευσταθεί. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας στήριξε την επιχειρηματολογία της σε τρεις άξονες, ήτοι:- (α) στις πρόνοιες του Νόμου που προβλέπουν για την επίδοση του διατάγματος 'μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση' (άρθρο 46(3)(δ)), (β) στο ότι συνιστά ποινικό αδίκημα η αποκάλυψη οποιασδήποτε πληροφορίας ακόμη και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο (άρθρο 48) και (γ) στην πρόνοια για μη εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 9 του Κεφ. 6 που αφορά στην έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση (άρθρο 72). Οι πιο πάνω πρόνοιες δεν πρέπει να συγχέονται με το αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. ΄Ολες οι πιο πάνω διατάξεις του Νόμου 188(Ι)/2007 αποβλέπουν, κατά την άποψή μου, στο να μην επηρεάσουν τις έρευνες που διεξάγονται και στο να μην δώσουν την ευκαιρία στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να εξαφανίσει στοιχεία. ΄Ομως, αφού υπάρξει συμμόρφωση με το διάταγμα, δεν εμποδίζεται το επηρεαζόμενο πρόσωπο να προσφύγει στο δικαστήριο, σε περίπτωση που, παρά τις διατάξεις των άρθρων 46(3)(δ) και 48, πληροφορηθεί για την ύπαρξη του διατάγματος αποκάλυψης. Η πρόνοια για μη επίδοση του διατάγματος στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, αφορά σε άλλο πιο αρχικό στάδιο της διαδικασίας και δεν έχει σχέση με το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου σε μεταγενέστερο στάδιο να αποταθεί στο δικαστήριο για να προσβάλει τη νομιμότητα του διατάγματος, αν η ύπαρξη του περιέλθει σε γνώση του.
Στην υπόθεση Re Κακουλλή (Αρ. 1)[2], ανωτέρω, η Ολομέλεια εμμέσως πλην σαφώς αναγνώρισε το δικαίωμα ενός προσώπου να προσφύγει στο δικαστήριο για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα ενός διατάγματος αποκάλυψης. ΄Οπως και εδώ, έτσι και στην υπόθεση Re Κακουλλή (Αρ. 1), ανωτέρω, η συνήγορος για τη Δημοκρατία αμφισβήτησε το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου να προσβάλει τη συνταγματικότητα του διατάγματος αποκάλυψης. Το Εφετείο έκρινε ότι είχε τέτοιο δικαίωμα και ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, παραχώρησε άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari και παρέπεμψε την υπόθεση στο δικαστή που αρχικά της είχε επιληφθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε μονομελή πλέον σύνθεση, αφού εξέτασε την αίτηση για Certiorari που είχε καταχωρηθεί, ακύρωσε το διάταγμα αποκάλυψης προσωπικής αλληλογραφίας και επικοινωνίας, θεωρώντας ότι παραβίαζε το ΄Αρθρο 17 του Συντάγματος, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση του συγκεκριμένου ΄Αρθρου με την ΄Εκτη Τροποποίηση του Συντάγματος, στις 4.6.2010 (Ν. 51(Ι)/2010).»
Προχωρώ, στη συνέχεια, να εξετάσω την αίτηση στην ουσία της.
Είναι η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι το Διάταγμα, στην όψη του, φανερώνει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε νοητική διεργασία, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοσή του. Πέραν από την καταγραφή, ανέφερε, ότι αυτό ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε από μέρους της Αστυνομίας, δεν αναφέρεται οτιδήποτε άλλο.
Στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, αναφέρονται τα εξής σχετικά με το ένταλμα certiorari:- (σελ. 701)
«Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του 'πρακτικού' της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.»
Στην παρούσα περίπτωση, το Διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει των ΄Αρθρων 45 και 46 του Νόμου, τα οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπουν:-
«45. (1) ΄Ανευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.»
«46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος·
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη -
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»
Στην Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, κρίθηκε, με αναφορά, βέβαια, σε ένταλμα σύλληψης, ότι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας για διάπραξη αδικήματος αποτελεί ρητή προϋπόθεση για την άσκηση της παρεχόμενης δικαιοδοσίας έκδοσης τέτοιου εντάλματος, χωρίς την ύπαρξη της οποίας δεν υπάρχει τέτοια δικαιοδοσία και ο Δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για έκδοσή του οφείλει πρώτα να ικανοποιείται, από την ενώπιόν του μαρτυρία, ότι αποκαλύπτεται εύλογη υπόνοια διάπραξης αδικήματος και οφείλει να εξάγει το δικό του συμπέρασμα. Η γνώμη του ενόρκως δηλούντα δεν είναι αρκετή.
Η ύπαρξη εύλογης υποψίας για το ζητούμενο είναι απαραίτητο να στοιχειοθετείται, όπως απαραίτητο είναι και ο Δικαστής που εκδίδει το αιτούμενο ένταλμα να καταλήγει ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια, χωρίς, βέβαια, να είναι υποχρεωμένος να τηρεί οποιαδήποτε φραστική διατύπωση στην καταγραφή της δικής του διαπίστωσης. Πρέπει, όμως, από το πρακτικό του δικαστηρίου, να αποκαλύπτεται η αιτιολογία, όσο γενική και να είναι, που το οδηγεί στην απόφασή του - (βλ. Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282).
Τα πιο πάνω, καίτοι αποφασίστηκαν σε υποθέσεις αναφορικά με εντάλματα σύλληψης και έρευνας, θεωρώ ότι, κατ' αναλογία, ισχύουν και στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης. Το ΄Αρθρο 46(1) του Νόμου ρητά προβλέπει ότι, για την έκδοσή του, απαιτείται να πεισθεί το δικαστήριο ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) αυτού προϋποθέσεις, με πρώτη την ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει διαπράξει ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος.
Εξέταση του Διατάγματος δεν αποκαλύπτει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, να έγινε η πιο πάνω διαπίστωση από το Δικαστήριο που το εξέδωσε. Η απλή παράθεση των προϋποθέσεων του Νόμου στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για έκδοσή του και η αναφορά σ' αυτό ότι το Δικαστήριο ανέγνωσε την ένορκη δήλωση δε συμπληρώνει το κενό που υπάρχει, όπως δεν το συμπληρώνει η αναφορά ότι το Δικαστήριο άκουσε παν ό,τι ελέχθη, αφού δεν υπάρχει οποιοδήποτε σχετικό για το ζήτημα πρακτικό. Η απουσία από το πρακτικό διαπίστωσης του ιδίου του Δικαστηρίου που εξέδωσε το Διάταγμα για συνδρομή των προϋποθέσεων του Νόμου το αφήνει μετέωρο.
Ενόψει της κατάληξής μου αυτής, δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθώ με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι, σύμφωνα με πληροφόρησή του, σε απάντηση επιστολής του συνηγόρου του, δε διερευνάτο οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του και, συνεπώς, το Διάταγμα, ενδεχόμενα, εκδόθηκε κατόπιν δόλου ή ψευδορκίας.
Η αίτηση επιτυγχάνει.
Εκδίδεται προνομιακό ΄Ενταλμα Certiorari, με το οποίο το Διάταγμα ακυρώνεται.
Τα έξοδα της αίτησης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] R. v. Leicester Crown Ct., ex p. D.P.P. (1988) 86 Cr. App. R. 254· R v. Manchester Crown Ct. (1988) 87 Cr. App. R. 358 και Barclays Bank plc v Taylor (1989) 3 All ER 563
[2] Κακουλλής ν Δημοκρατίας (2007) 1 Α.Α.Δ. 682