ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2731
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 74/2009)
10 Δεκεμβρίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΧΙΔΗΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΣΥΛΙΑΣ (ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ) ΒΙΚΗ,
Εφεσίβλητης.
Χρ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσίβλητη.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται
από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά τον καταμερισμό της ευθύνης τον οποίο έκανε το πρωτόδικο δικαστήριο σε περίπτωση σύγκρουσης δύο οχημάτων, εκείνου της, όπως θα την αποκαλούμε «Ενάγουσας» και η οποία είναι η Εφεσίβλητη στην έφεση και Εφεσείουσα στην αντέφεση, και εκείνου του, όπως θα τον αποκαλούμε «Εναγομένου» ο οποίος είναι ο Εφεσείων στην έφεση και Εφεσίβλητος στην αντέφεση.
Η υπόθεση είναι στο τέλος πάρα πολύ απλή. Η σύγκρουση έγινε εν καιρώ νυκτός, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:- Η Ενάγουσα, εβρισκόμενη σε πάροδο και επιθυμώντας να εισέλθει στον κύριο δρόμο με σκοπό να στρίψει δεξιά, δεν είχε οποιαδήποτε ορατότητα εντός της παρόδου, για το λόγο ότι υπήρχαν τοίχοι και στις δύο πλευρές του δρόμου οι οποίοι έφθαναν μέχρι του σημείου του ΑΛΤ, αναγκάζοντας έτσι τον οδηγό ο οποίος θα ήθελε να εξέλθει της παρόδου να κινηθεί εντός του δρόμου για να μπορέσει να διαπιστώσει την κίνηση στο δρόμο. Είχε όμως, ως βοήθημα προς τούτο, καθρέφτη ο οποίος εβρίσκετο απέναντι και ο οποίος είχε τοποθετηθεί εκεί για να υποβοηθεί την ορατότητα του οδηγού ο οποίος άλλως θα εκινείτο εντελώς στα τυφλά.
Η Ενάγουσα υπό αυτές τις συνθήκες είχε σταματήσει στο ΑΛΤ, αλλά αναγκάστηκε να προχωρήσει ακόμα λίγο για να μπορέσει να διαπιστώσει την κίνηση στο δρόμο. Η απόσταση στην οποία φαίνεται να προχώρησε δεν μπορεί βεβαίως να καθοριστεί επακριβώς, αλλά φαίνεται να ήταν τέτοια ώστε η θέση του οδηγού στην οποία εβρίσκετο να έφθανε στο σημείο στο οποίο άρχιζε να έχει ορατότητα εντός του κυρίου δρόμου. Ελέγχοντας την κίνηση, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε όχημα που να την εμπόδιζε να εξέλθει, οπότε και προχώρησε. Στη συνέχεια, προχωρώντας και χωρίς να υπάρξει εν τω μεταξύ άλλος έλεγχος εκ μέρους της, τα οχήματα συγκρούστηκαν, με τον Εναγόμενο να κινείται από τα δεξιά της και να έχουμε τη σύγκρουση στο κέντρο του δρόμου, περίπου σε μια απόσταση δηλαδή 3.60 μ. όπως καθορίστηκε από τη νοητή γραμμή της εξόδου της Ενάγουσας.
Φαίνεται ότι ο Εναγόμενος εκινείτο με μεγάλη ταχύτητα, όπως ο ίδιος ανέφερε στην κατάθεσή του 60 μ.τ.ω. που μεταφράστηκε σε περίπου 95 χ.τ.ω., και προφανώς ο ίδιος αντελήφθη την Ενάγουσα σε κάποιο στάδιο εφόσον άφησε ίχνη τροχοπέδησης 24 και πλέον μέτρων από το σημείο που αυτά άρχιζαν μέχρι το σημείο της σύγκρουσης. Προφανώς αντελήφθη την Ενάγουσα από ακόμα μεγαλύτερη απόσταση των 24 μ. που είχαν τα ίχνη τροχοπέδησης.
Πρωτοδίκως ο ευπαίδευτος δικαστής είχε ενώπιον του τη μαρτυρία της Ενάγουσας και εκείνη του εμπειρογνώμονα, που δεν θα μας απασχολήσει βεβαίως εφόσον η μαρτυρία του δεν έγινε δεκτή, όπως και τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή. Ο Εναγόμενος δεν έδωσε μαρτυρία.
Αποδεχόμενος τη μαρτυρία η οποία εδόθη για την Ενάγουσα, ο ευπαίδευτος δικαστής έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις σαφώς υπήρχε αμέλεια του Εναγομένου, έκρινε όμως συγχρόνως ότι υπήρχε αμέλεια και της Ενάγουσας. Την αμέλεια του Εναγομένου την καθόρισε με αναφορά στην πολύ μεγάλη ταχύτητά του σε κατοικημένη περιοχή, όπου το όριο του ήταν 50 χ.τ.ω. και στο ότι υπήρχε στένωση του δρόμου. Οι δύο αυτοί παράγοντες, της ταχύτητας και της μορφολογίας του δρόμου, μείωναν, όπως εξήγησε, σημαντικά την αποτελεσματικότητα του για δυναμική αντίδραση. Έλαβε επίσης υπόψη του το γεγονός ότι υπήρχε σφοδρότητα στη σύγκρουση και, όχι μόνο ο Εναγόμενος δεν σταμάτησε στο σημείο της σύγκρουσης, αλλά έσπρωξε το αυτοκίνητο της Ενάγουσας σε απόσταση 8-9 μέτρων. Το δε γεγονός ότι έλαβε αποτρεπτικά μέτρα με την εφαρμογή των φρένων του σήμαινε μόνο ότι η αντίδραση του αυτή ήταν αναποτελεσματική, λόγω της μεγάλης ταχύτητάς του.
Η μειωμένη ορατότητα, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, σήμαινε ότι και οι δύο οδηγοί μπορούσαν να αντιληφθούν ο ένας τον άλλο από μικρή σχετικά απόσταση και επομένως η υποχρέωση τους για επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής και για λήψη αποτρεπτικών μέτρων τα οποία ενδεχομένως να καθίσταντο αναγκαία, ήταν αυξημένη.
Απέδωσε στην Ενάγουσα ο ευπαίδευτος δικαστής ευθύνη κατά το ότι αυτή, αν και εισήλθε αρχικά στο δρόμο με προσοχή, βλέποντας ότι δεν είχε ορατότητα ώστε να ελέγξει το δρόμο, στη συνέχεια δεν επέδειξε την ίδια προσοχή που απαιτούσαν οι συνθήκες, αφού δεν αντιλήφθηκε το όχημα του Εναγομένου παρά το ότι υπήρχε και ο καθρέφτης ο οποίος θα την βοηθούσε και εν πάση περιπτώσει η ορατότητα της είχε ήδη αυξηθεί.
Το ποσοστό που έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ορθό να αποδώσει ήταν εκείνο του 60% εις βάρος του Εναγομένου και 40% εις βάρος της Ενάγουσας.
Ενώπιον μας αμφισβητήθηκε η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την έφεση, αλλά και με την αντέφεση, με τον Εναγόμενο να ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον αντίστροφο το ποσοστό της ευθύνης ώστε η βαρύνουσα ευθύνη να είναι εκείνη της Ενάγουσας και με την Ενάγουσα να ισχυρίζεται ότι η ευθύνη της θα μπορούσε να ήταν και μηδενική εφ' όσον δεν καταδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δικής της όποιας αμέλειας και της σύγκρουσης η οποία δεν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ενόψει της πολύ μεγάλης ταχύτητας του Εναγομένου. Ο Εναγόμενος βασίστηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν φαίνεται να τον αντιλήφθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο και εισηγήθηκε ότι, αν είχε τη δέουσα προσοχή, θα μπορούσε ακόμη και η σύγκρουση να είχε αποφευχθεί.
Υποδείξαμε βεβαίως ότι ενώπιον μας είναι η μαρτυρία της Ενάγουσας και μόνο και εκείνη η οποία τη συνοδεύει του αστυνομικού που μαρτύρησε ως προς την ταχύτητα του Εναγομένου και υποδείξαμε ότι η όποια ευθύνη της Ενάγουσας θα περιορίζετο από τη στιγμή που εκείνη ξεκίνησε αφού είχε σταματήσει και ελέγξει το δρόμο μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης, εις τρόπον ώστε να μην μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή θα είχε τη βαρύνουσα ευθύνη, με δεδομένο το ότι ο Εναγόμενος εκινείτο με μια πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα η οποία παρείχε ελάχιστες δυνατότητες αντίδρασης στον άλλο οδηγό και η οποία, σε συνδυασμό με τη μορφολογία του δρόμου όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, περιόριζε τα μέγιστα τις δυνατότητες αντίδρασης.
Από την άλλη όμως, δεν έχουμε ακούσει ουσιαστικό αντίλογο στην παρατήρηση ότι, με δεδομένη τη μεγάλη ταχύτητα του Εναγομένου, εντούτοις η Ενάγουσα θα μπορούσε οπωσδήποτε, προχωρώντας μέσα στο δρόμο, να ελέγξει και πάλι την κίνηση, εφόσον μάλιστα έστριβε δεξιά από εκεί που προέρχετο και ο Εναγόμενος. Στρίβοντας δεξιά είχε καλύτερο έλεγχο του δρόμου και μπορούσε να είχε αντιληφθεί την έλευση του Εναγομένου υπό συνθήκες που θα περιόριζαν ενδεχομένως τον κίνδυνο και θα μπορούσαν να της επέτρεπαν κάποιες δυνατότητες αντίδρασης.
Υπό αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι η έφεση του Εναγομένου σαφώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή με την έννοια ότι βαρύνουσα ευθύνη για τη σύγκρουση, ως έκρινε και το πρωτόδικο δικαστήριο, είχε ο Εναγόμενος. Η κρίση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί με οποιοδήποτε άποψη της υπόθεσης ώστε να καταδεικνύει λανθασμένη την προσέγγιση του Δικαστηρίου.
Όσον αφορά την έφεση της Ενάγουσας, θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι θα μπορούσε το ποσοστό ευθύνης το οποίο εδόθη στον Εναγόμενο να ήταν μεγαλύτερο, όμως υπό τις συνθήκες δεν θα είμεθα διατεθειμένοι να παρέμβουμε έστω και αν θεωρούμε ότι όντως η ευθύνη του Εναγομένου μπορούσε να είναι πέραν του 60%, αφού η παρέμβαση μας δεν θα δικαιολογείτο από το ποσοστό το οποίο θα διαμορφώναμε κρίνοντας πρωτογενώς το θέμα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/ΕΠσ