ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2589
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.367/2011)
23 Νοεμβρίου, 2012
[AΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, NAΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 2 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ Ν.14/60 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33/64
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ (α) ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΞΕΔΩΣΕ Ο ΕΝΤΙΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ κ.Α.ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΣΤΙΣ 28/02/2011 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 5010/2001 ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ (β) ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ.04/03/2011 ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡ.(Α) ΑΝΩΤΕΡΩ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (Α) ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ (β) ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ & ΣΙΑ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.
----------------------------------
Ν.Κληρίδης, για τους εφεσείοντες
Δ.Καρή (κα.) για Γεωργιάδη & Πελίδη, για τους εφεσίβλητους 3, 5, 6 και 7
Μ-Α.Στυλιανού, (κα.) για Χρ.Κληρίδη, για τον εφεσίβλητο 4
Δ.Καλλής, για τους εφεσίβλητους
-----------------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: To ζητούμενο προς απόφανση στην παρούσα έφεση είναι κατά πόσο ο ΄Εντιμος Δικαστής, Ανδρέας Πασχαλίδης, τότε Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, και μετέπειτα διορισθείς ως Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στερείται της δυνατότητας να εκδώσει απόφαση για υπόθεση που είχε ήδη εκδικαστεί και συμπληρωθεί την περίοδο που ήταν Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, όπως περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητούνται, έχουν ως ακολούθως.
Η ακροαματική διαδικασία συμπληρώθηκε στις 6 Ιουλίου 2009. Στις 29 Αυγούστου 2009, ο πιο πάνω, διορίστηκε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του την ίδια ημέρα. Ο Δικαστής Πασχαλίδης, αφού κατέληξε στην ετυμηγορία του, συνέγραψε την απόφαση, η οποία, στις 28 Φεβρουαρίου 2011 απαγγέλθηκε από άλλο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Ο εφεσείων ισχυριζόμενος ότι ο πιο πάνω προαναφερθείς Δικαστής ενήργησε καθ΄υπέρβαση και κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, είχε αιτηθεί και εξασφάλισε άδεια για καταχώριση προνομιακού εντάλματος certiorari.
Η αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος εκδικάστηκε και ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει ότι, στην προκείμενη περίπτωση, υπήρξε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας από το Δικαστή Πασχαλίδη.
Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επανέλαβε ότι στοιχειοθετήθηκε υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, ενόψει του γεγονότος ότι ο Δικαστής, με το διορισμό του στη θέση του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 29 Ιουλίου 2009, απώλεσε την ιδιότητα του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η αρμοδιότητα που είχε ως Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, πήγαζε από τη σαφή διατύπωση του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Η εξουσία και η δικαιοδοσία Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι διάφορη και δεν είναι εφικτή η ανάληψη εξουσίας έξω από το πλαίσιο του Νόμου. Ενήργησε, όπως σημείωσε, ως Δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Ο κ.Ν.Κληρίδης αναφερόμενος στις αποφάσεις που παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, Κyriakou v. Mata (1992) 1 C.L.R. 932, Μαρκίδης και Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 95 και Christoforou ν. Asprofta (1988) 1 C.L.R. 246, υποστήριξε ότι υπάρχει σαφής διαφοροποίηση, από την υπό εξέταση περίπτωση. Τούτο, όπως επεσήμανε, εδράζεται στο γεγονός ότι η έκδοση απόφασης πολυμελούς δικαστηρίου, μετά την αποχώρηση ενός μέλους, κρίθηκε ότι ήταν νομότυπη, ενώ στην προκείμενη περίπτωση ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκδίκασε την υπόθεση ως μονομελές δικαστήριο και έτσι ενήργησε. Αυτή η διαφοροποίηση είναι ουσιαστικής σημασίας, όπως είπε, και έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η έκδοση της απόφασης έγινε καθ΄υπέρβαση εξουσίας, καθότι η απόφαση εξεδόθη από αναρμόδιο δικαστή, ο οποίος δεν είχε τη δικαιοδοσία ούτε την αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση, κατά το χρόνο έκδοσης της.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης υποβλήθηκε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της ύπαρξης ετέρου ενδίκου μέσου, ήτοι της έφεσης, δεν μπορεί να ευσταθήσει καθότι πριν την καταχώριση της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, χορηγήθηκε επί τούτου άδεια.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα λήψης οποιουδήποτε μέτρου, με το οποίο θα εμποδιζόταν ο Δικαστής να εκδώσει την επιφυλαχθείσα απόφαση, καθότι δεν γνώριζαν πότε και κάτω από ποίες συνθήκες αυτή θα εκδιδόταν.
Σε συνάρτηση με τον τέταρτο λόγο έφεσης, που άπτεται της διαπιστωθείσας πρωτοδίκως έλλειψης των συγκεκριμένων συνταγματικών προνοιών επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση, ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε ότι τα άρθρα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση αναγράφονται στον τίτλο του δικογράφου που κατατέθηκε στο δικαστήριο.
΄Ολοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων είχαν, αρχικώς, ως επίκεντρο της επιχειρηματολογίας τους, προβάλλοντας το δε και προδικαστικώς, την ελαττωματικότητα που παρατηρήθηκε στην αίτηση certiorari που κατατέθηκε πρωτοδίκως. Αυτή η δικονομική αδυναμία εστιάστηκε στο γεγονός ότι η αίτηση, αντί να αποτελείται από τρία έγγραφα, όπως θα έπρεπε, υπήρχε μόνο δήλωση και ένορκες δηλώσεις, έλειπε δηλαδή η μονομερής αίτηση. Η παρατήρηση αυτή είναι μεν ορθή και επί τούτου σχετική είναι η υπόθεση Δώρου Γεωργιάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1428, στην οποία επιβεβαιώθηκε η αναγκαιότητα ύπαρξης των τριών εγγράφων ήτοι (α) μονομερής αίτηση για άδεια, (β) δήλωση (statement) που να περιέχει το όνομα και περιγραφή του αιτητή, την αιτούμενη θεραπεία και τους λόγους στους οποίους βασίζεται και (γ) ένορκη δήλωση ή δηλώσεις. Στην εν λόγω υπόθεση δεν υπήρχε η μονομερής αίτηση και απερρίφθη η έφεση για το λόγο αυτό.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, όμως, το θέμα είχε επισημανθεί από τους δικηγόρους των καθ΄ων η αίτηση, πλην όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε το εξής επί τούτου.
«Δεν θα αποδώσω ιδιαίτερη βαρύτητα σ΄αυτή τη δικονομική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση και θα θεωρήσω ότι η αίτηση των αιτητών, κρινόμενη επιεικώς, πληροί τις αναγκαίες δικονομικές προϋποθέσεις.»
Ενόψει της απουσίας αντέφεσης επί του θέματος αυτού, το ζήτημα θεωρείται ότι δεν μπορεί να συζητηθεί περαιτέρω.
Αναφορικά με την ουσία της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε, από πλευράς αιτητή, υπέρβαση εξουσίας. Αντιθέτως, εισηγήθηκε ο κ.Καλλής, ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος που είχε παρουσιαστεί, λόγω του διορισμού του Δικαστή Πασχαλίδη στο Ανώτατο Δικαστήριο, συνάδει με τη νομολογία, αναφερόμενος μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Κyriacou v. Mata (1982) 1 C.L.R. 932, στην οποία υιοθετήθηκαν αγγλικές αποφάσεις, σύμφωνα με το σκεπτικό των οποίων, η έκδοση απόφασης από μετατεθέντα ή ακόμη αφυπηρετήσαντα δικαστή και η ανάγνωση της από τον αντικαταστάτη του, κρίθηκε ως νομότυπη. Πόσο μάλλον, πρόσθεσε επί τούτου ο συνήγορος, όπου ο δικαστής δεν έχει αφυπηρετήσει, αλλά ανέλαβε άλλη ψηλότερη θέση στη δικαστική ιεραρχία. Τέλος ο συνήγορος επισήμανε, αναφερόμενος στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. αρ.1 (1996) 1 Α.Α.Δ. 49, ότι η επιφύλαξη δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας και παράλληλα αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου να εκδώσει τη δικαστική του απόφαση μόλις καταλήξει στην ετυμηγορία του. Αυτό έγινε, εισηγήθηκαν οι εφεσίβλητοι, και στην προκείμενη περίπτωση.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 2 και 3, ήταν κοινή εισήγηση όλων των συνηγόρων των εφεσιβλήτων ότι τα παράπονα στα οποία επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον εφεσείοντα, έχουν ως βάση τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου όπως αυτή αναφέρθηκε παρενθετικά. Δεν αποτελεί το σκεπτικό της απόφασης, αλλά είναι obiter, είναι οι σκέψεις του δικαστηρίου, οι οποίες δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων 4, εισηγήθηκε ότι όχι μόνο δεν υπήρχε κώλυμα στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης, αλλά, αντιθέτως υπήρχε υποχρέωση του εκδικάσαντος δικαστή να προβεί στα δέοντα, με την αποπεράτωση της υπόθεσης, να εκδώσει την απόφαση του. Και αυτό ουσιαστικώς έγινε στην προκείμενη περίπτωση.
Κάνοντας αναφορά σε σχετική νομολογία στην οποία αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο κ.Χρ.Κληρίδης χαρακτήρισε ως «εκπληκτικό» να ισχύσει η νομιμότητα έκδοσης απόφασης μετά την αποχώρηση ενός μέλους διμελούς δικαστηρίου και να μην ισχύει η ίδια αρχή όταν πρόκειται περί μονομελούς συνθέσεως.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση 3, 5, 6 και 7 εισηγήθηκε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν υπέρβαση εξουσίας. Ο δικαστής ο οποίος, ενεργώντας ως ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης, μετά την ολοκλήρωση της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας επεφύλαξε την απόφαση με στόχο την έκδοση της σε μεταγενέστερο χρόνο. Η απαγγελία της απόφασης είναι μια τυπική διαδικασία, και παρέπεμψε επί του προκειμένου η συνήγορος στην υπόθεση Μαρκίδης και Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ κ.ά. (άνω).
΄Ηταν, όπως σημείωσε και η κα.Καρή, επιτακτική η υποχρέωση του δικαστή να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης του, ενεργώντας νομότυπα. Σε περίπτωση που οι εφεσείοντες θεωρούσαν ότι υπήρχε δικονομικό ελάττωμα, όφειλαν είτε να ενστούν στην απαγγελία της απόφασης είτε να προβούν στη λήψη δικονομικού μέτρου για παρεμπόδιση της. Κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Kατ΄αρχάς σημειώνουμε την υποχρέωση που πηγάζει από την ιδιότητα του Δικαστή, και είναι, κατά τη γνώμη μας, άρρηκτα συνδεδεμένη με το ρόλο και την αποστολή του, να προχωρήσει μόλις καταλήξει στην ετυμηγορία του στη δημοσιοποίηση της απόφασης, στους ενδιαφερόμενους διάδικους.
Τούτο γίνεται ως αποτέλεσμα της συμπλήρωσης της εκδίκασης μιας υπόθεσης. Η έκδοση της απόφασης πολλές φορές, λόγω της πολυπλοκότητας του μεγάλου όγκου της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και των δύσκολων νομικών σημείων που εγείρονται προς απόφανση, επιφυλάσσεται να ετοιμαστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως δε επισημάνθηκε στην υπόθεση Μαυρογένης (ανωτέρω) και υιοθετήθηκε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας Α.Ε.90/2007, ημερ. 16 Μαϊου 2011, η επιφύλαξη της απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας.
Η υποχρέωση έκδοσης απόφασης μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης μιας υπόθεσης ενυπάρχει και από τη Δ.33 θ.12 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Με αυτά τα δεδομένα και το αναντίλεκτο ότι την ημέρα έκδοσης της απόφασης ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης είχε διοριστεί στην ανώτατη βαθμίδα της δικαστικής ιεραρχίας, στο Ανώτατο Δικαστήριο, θα εξετάσουμε πώς αντιμετωπίζεται αυτό το ενδεχόμενο.
Ανάλογο θέμα εξετάστηκε και στο παρελθόν. ΄Εναυσμα για συζήτηση του θέματος έδωσε ο τότε διορισμός του Δικαστή Δ.Δημητριάδη στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 19 Ιουνίου 1978. Στις 5 Φεβρουαρίου 1980, ο Δικαστής Σ. Νικήτας, Επαρχιακός Δικαστής εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, που αποτελείτο από τους Δ.Δημητριάδη Π.Ε.Δ. και Σ.Νικήτα Ε.Δ. Στην έφεση Κyriacou ν. Μata (1982) 1 C.L.R. 932, που ασχολήθηκε με το ζήτημα αποφασίστηκε με βάση την αγγλική νομολογία, ότι το δικαστήριο, απαγγέλλοντας την απόφαση, ήταν ορθώς συγκροτημένο.
Στην εν λόγω υπόθεση Κyriacou έγινε αναφορά στις υποθέσεις Hallam v. Hallam (Gould Intervening) (1930-311) 47 T.L.R. 207 και Berandeo Bande v. Debidatt Singh (1930) I.L.R. 53 All, 133. Τα γεγονότα των υποθέσεων αυτών έχουν ως εξής:
Στην υπόθεση Hallam (άνω) ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση είχε επιφυλάξει την απόφαση του και πριν την έκδοση της είχε αφυπηρετήσει η δε απόφαση του είχε, ως συνέπεια, να αναγνωσθεί από άλλο δικαστή.
Στην υπόθεση Bande (άνω) η απόφαση είχε συγγραφεί από τον εκδικάσαντα δικαστή μετά την αφυπηρέτηση του και είχε απαγγελθεί από τον αντικαταστάτη στην έδρα θεωρήθηκε δε η απόφαση ως νομίμως δοθείσα.
Ανάλογη αντιμετώπιση παρουσιάζεται στην υπόθεση Christoforou v. Asprofta (1988) 1 C.L.R. 246, που απαγγέλθηκε στις 15 Απριλίου 1988, απόφαση από δυο Δικαστές του εφετείου, μετά την αποχώρηση του Προέδρου Τριανταφυλλίδη, που διορίστηκε από τις 30 Μαρτίου 1988, ως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Βλ. επίσης Μαρκίδης ν. Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ, (1995) 1 Α.Α.Δ. 95.
Η διαφοροποίηση που προσπάθησε να τεκμηριώσει ο συνήγορος του εφεσείοντα, εδραζόμενη στην πολυμελή, σε αντίθεση με τη μονομελή σύνθεση του δικαστηρίου, θεωρούμε ότι είναι ανεδαφική. Η συγκρότηση νομίμως συσταθέντος δικαστηρίου είναι το ζητούμενο. Η ρίζα του προβλήματος είναι η ιδία, ανεξαρτήτως του αριθμού δικαστών. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση, ότι μπορεί να διαφοροποιηθεί η αντίκριση του θέματος.
Στην προκείμενη υπόθεση ο Δικαστής Α.Πασχαλίδης, ενεργώντας ως ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης, εξέδωσε την απόφαση του μόλις κατέληξε στην ετυμηγορία του, όπως είχε καθήκον να πράξει.
Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει περίπτωση υπέρβασης εξουσίας, και η έφεση θα έχει απορριπτική κατάληξη.
Αναφορικά δε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης δεν είναι απαραίτητο να σχολιαστούν, ενόψει της απορριπτικής κατάληξης μας επί της ουσίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
AΡΤΕΜΗΣ, Π.,
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
NAΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.