ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2276

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 69/2007)

 

 

18 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στες]

 

 

«ΑΛΗΘΕΙΑ» ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσείoντες,

 

ν.

 

THAMIRA FOOD MANUFACTURERS LTD,

 

Εφεσιβλήτων.

_________

 

Σ. Π.  Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Μιχαηλίδης με Ν. Κουκούνη (κα), για τους Εφεσίβλητους.

_________

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.:  Στην αγωγή που αποτελεί τη βάση της παρούσας διαδικασίας οι ενάγοντες εφεσίβλητοι ζητούσαν αποζημιώσεις για αμέλεια και δυσφήμηση σε σχέση με αριθμό δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Αλήθεια» μεταξύ 13.11.1988 και 19.11.1988 και τα οποία αφορούσαν βασικά την περιεκτικότητα σε θερμίδες παξιμαδιών διαίτης που διέθεταν στην αγορά οι εφεσίβλητοι.

 

Μέσα από τα δημοσιεύματα προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι τα παξιμάδια είχαν 99 θερμίδες ανά τεμάχιο, αντί 42 όπως αναγραφόταν στη συσκευασία και ότι παρά την περιγραφή τους ως «παξιμάδια διαίτης», στην πραγματικότητα δεν διέφεραν σε ουσιώδη βαθμό από τα συνήθη.  Οι εφεσείοντες είχαν εξασφαλίσει χημική ανάλυση από το Κρατικό Χημείο, η οποία αργότερα φάνηκε ότι δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα, αφού τα παξιμάδια των εφεσιβλήτων περιείχαν 49 και όχι 99 θερμίδες ανά τεμάχιο, όπως είχε δείξει η ανάλυση.  Το αποτέλεσμα αποδίδεται σε αμέλεια της Δημοκρατίας.

 

Όταν διαπιστώθηκε το λάθος ακολούθησαν άλλα δημοσιεύματα στα οποία έγινε αναφορά στη νέα τιμή θερμίδων.  Όμως και στα δημοσιεύματα που ακολούθησαν αναφερόταν ότι η περιεκτικότητα σε θερμίδες ήταν μεγαλύτερη από την αναγραφόμενη στη συσκευασία και ότι, εν πάση περιπτώσει, άνκαι παρουσιάζονταν ως διαίτης, δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα συνήθη.

 

Η υπόθεση δικάστηκε από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 4, ενώ για τους υπόλοιπους η αγωγή απορρίφθηκε.  Οι εναγόμενοι 3, 4 και 5 με δύο ξεχωριστές εφέσεις προσέβαλαν διάφορες πτυχές της απόφασης, ενώ καταχωρήθηκε επίσης αντέφεση.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας κ.α. ν. Thamira Food Manufacturers Ltd  (2004) 1 Α.Α.Δ. 377), διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης για συγκεκριμένα θέματα.  Ένα από αυτά ήταν αναφορικά με τους εφεσείοντες για το θέμα της εφαρμογής των υπερασπίσεων του έντιμου σχολίου και του υπό αίρεση προνομίου σε σχέση με τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν της διόρθωσης της ανάλυσης του χημείου, δηλαδή τα δημοσιεύματα ημερομηνίας 13.11.1988 μέχρι 16.11.1988, αλλά και αναφορικά με το θέμα των γενικών και τιμωρητικών αποζημιώσεων που οι εφεσίβλητοι αξιώνουν, πάντα βέβαια σε σχέση με την πρώτη ομάδα δημοσιευμάτων που στηρίζονταν στη λανθασμένη ανάλυση του χημείου.  Τα υπόλοιπα δημοσιεύματα, δηλαδή αυτά τα οποία ακολούθησαν μετά τη διόρθωση από το κρατικό χημείο, κρίθηκε ότι ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.

 

Πριν από την έναρξη της επανεκδίκασης της υπόθεσης, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 2 με αποτέλεσμα να παραμείνει προς εκδίκαση μόνο η υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων στην έκταση που καθορίζεται στην απόφαση του Εφετείου.

 

Τελικά το δικαστήριο μετά την επανεκδίκαση της υπόθεσης και αφού απέρριψε τις υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του υπό αίρεση προνομίου, επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων ποσό £10.000 ως γενικές αποζημιώσεις.  Αξίωση για παραδειγματικές αποζημιώσεις απορρίφθηκε. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ξεκινά από το δεδομένο ότι το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων της περιόδου από 13.11.1988 μέχρι 16.11.1988 είναι δυσφημιστικό γιατί έτσι είχε καταλήξει το Επαρχιακό Δικαστήριο στην απόφασή του ημερομηνίας 4.7.2001 και επικυρώθηκε κατ΄ έφεση.  Προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει κατά πόσο εφαρμόζονται η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου και η υπεράσπιση του υπό αίρεση προνομίου.  Κατέληξε να απορρίψει τις δύο υπερασπίσεις για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση.  Αυτό το σημείο της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλουν με την έφεσή τους οι εφεσείοντες.

 

Στην υπόθεση Ηλιάδης ν. Βενιζέλου κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 960, τονίστηκε ότι η ελευθερία του λόγου και έκφρασης του τύπου διασφαλίζεται τόσο από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και από το ΄Αρθρο 19 του Συντάγματος.  Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης και τη λήψη και μετάδοση πληροφοριών και ιδεών χωρίς επέμβαση οποιασδήποτε δημόσιας αρχής.  Δεν νοείται όμως η ελευθερία του τύπου να μη συνδέεται με κάποιες ευθύνες και περιορισμούς στη συλλογή και μετάδοση πληροφοριών.  Με την πάροδο του χρόνου έχουν διαμορφωθεί κάποιες γενικές αρχές στην ερμηνεία των περιορισμών που μπορούν να επιβάλλονται.  Οι αρχές αυτές είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες:

(α) Η ελευθερία είναι ο κανόνας και ο περιορισμός της η εξαίρεση.

(β) Ο περιορισμός πρέπει να προνοείται από το νόμο.

(γ) Ο περιορισμός πρέπει να επιδιώκει ένα θεμιτό σκοπό που δικαιολογείται από τους λόγους που επιτρέπονται από το άρθρο 10 της Σύμβασης και

(δ) ο περιορισμός πρέπει να αποδεικνύεται ότι είναι «αναγκαίος» για το θεμιτό σκοπό που επιδιώκεται.

 

Η νομολογία των χωρών του κοινοδικαίου, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δείχνει μια συνεχή τάση διεύρυνσης των ορίων της ελευθερίας του λόγου και του περιορισμού του πεδίου των παρεκκλίσεων που προνοούνται για το δικαίωμα (βλέπε Εκδόσεις Αρκτίνος Ltd ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856 και Lingens v. Austria, App. No 9815/82, Ser. A. Vol. 103 (1986) 8E.H.R.R. 407).  Παρατηρείται δε, ιδιαίτερα στην Αγγλία, η τάση για διεύρυνση του πεδίου της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση (Reynolds v. Times Newspapers (1998) 3 All E.R. 961, (1999) 4 All E.R. 609 και Charman v. Orion Ltd (2008) 1 All E.R. 750).

 

Η υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση προνοείται από το άρθρο 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

« Η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι προνομιούχα, υπό την επιφύλαξη ότι έγινε καλή τη πίστει, στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή -

 

(α)  αν η σχέση μεταξύ του προσώπου από το οποίο και του προσώπου προς το οποίο έγινε η δημοσίευση είναι τέτοια ώστε το πρόσωπο που δημοσίευσε να τελεί υπό νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να δημοσιεύσει αυτό προς το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση και ο τελευταίος έχει αντίστοιχο συμφέρον στη λήψη του δημοσιεύματος ή το πρόσωπο που δημοσίευσε έχει έννομο προσωπικό συμφέρον που χρειάζεται προστασία, και το πρόσωπο προς το οποίον έγινε η δημοσίευση τελεί υπό αντίστοιχο νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να προστατεύσει το εν λόγω συμφέρον:

 

Νοείται ότι η δημοσίευση δεν υπερβαίνει είτε κατ΄ έκταση είτε κατ΄ ουσία το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

.................................».

 

Για να μπορεί εναγόμενος να επικαλεστεί επιτυχώς την υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση, θα πρέπει να έχει ενεργήσει καλόπιστα και να πίστευε όταν έκανε τη δημοσίευση ότι τα όσα αναληθώς ανέφερε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, θα πρέπει το θέμα στο οποίο αφορά η δημοσίευση να είναι ζήτημα το οποίο ο εναγόμενος έχει υποχρέωση ή καθήκον να δημοσιοποιήσει και σε σχέση με το οποίο ο αποδέκτης της δημοσίευσης έχει κάποιου είδους καθήκον ή ενδιαφέρον.  Η λέξη «ενδιαφέρον» υποδηλώνει στοιχείο το οποίο μπορεί να τύχει νομικής αναγνώρισης.  Η απλή περιέργεια ή επιθυμία πληροφόρησης που δεν συνδέεται με στοιχείο που να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αρκεί.

 

Στην παρούσα υπόθεση, πλην της αναφοράς στα δημοσιεύματα των ανακριβών στοιχείων που λήφθηκαν από το Κρατικό Χημείο, οι εφεσίβλητοι σχολιάζοντας, αναφέρονται επανειλημμένα σε απάτη των εφεσειόντων.  Για παράδειγμα «ΑΠΑΤΗ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ το Κρατικό Χημείο», «τρανταχτή απόδειξη της απάτης που γίνεται», «απατηλά διαφημίζει ότι κάνει παξιμάδια που είναι διαίτης», «ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΗΜΕΙΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΑΠΑΤΗ», «΄Εχουμε στα χέρια μας όλες τις αποδείξεις της απάτης που καταγγέλλουμε».

 

Όπως εύστοχα παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο η συνηθισμένη έννοια του όρου «απάτη» εμπεριέχει το στοιχείο της σκόπιμης παραπλάνησης άλλου.  Το νόημα των δημοσιευμάτων για τον μέσο λογικό αναγνώστη είναι ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν περί της διαφοράς στη σύσταση των παξιμαδιών, αλλά σκόπιμα παραπλανούσαν το καταναλωτικό κοινό.  Η τοποθέτηση καθιστά τα δημοσιεύματα που την προωθούν δυσφημιστικά για τους εφεσίβλητους, ανεξαρτήτως της αναφοράς σε θερμίδες.  Το προνόμιο υπό αίρεση, το οποίο δυνατόν να καλύπτει την αναφορά των εφεσειόντων στον αριθμό των θερμίδων, δεν επεκτείνεται και στο υπόλοιπο δημοσίευμα με το οποίο αποδίδεται στους εφεσίβλητους απάτη και σκόπιμη παραπλάνηση του καταναλωτή.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η πτυχή αυτή των δημοσιευμάτων είναι αυτοτελώς δυσφημιστική και δεν καλύπτεται από προνόμιο.

 

Η στάση της εφημερίδας να βασιστεί πάνω στα ευρήματα του Κρατικού Χημείου για σκοπούς τεκμηρίωσης του άρθρου, ήταν δικαιολογημένη.  Τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκαν, προέκυψαν από έκθεση κρατικού οργάνου, χωρίς οι ίδιοι να είχαν απολύτως καμιά υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση ή να ζητήσουν την άποψη των εφεσιβλήτων επ΄ αυτού.

 

Είναι τα υπόλοιπα δημοσιεύματα και η επανειλημμένη αναφορά σε απάτη των εφεσιβλήτων που καθιστούν τα δημοσιεύματα δυσφημιστικά.  Θα μπορούσε, υποθετικά, οι θερμίδες να ήταν περισσότερες από τον αριθμό που αναγραφόταν στη συσκευασία, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι εφεσίβλητοι είτε το γνώριζαν ή ακόμα περισσότερο ότι το έπρατταν δολίως με πρόθεση να εξαπατήσουν το καταναλωτικό κοινό.

 

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι δύο σοβαρά στοιχεία τείνουν να καταδείξουν την απουσία κακόβουλης πρόθεσης εκ μέρους τους.  Το γεγονός ότι άνκαι είχαν πληροφόρηση από υπεύθυνη πηγή πάνω από ένα μήνα προηγουμένως ότι τα προϊόντα των εφεσιβλήτων δεν ήταν στην πραγματικότητα διαιτητικά, προχώρησαν να κατονομάσουν τους εφεσίβλητους μόνο μετά την έκθεση του Χημείου.  Το δεύτερο στοιχείο αναφέρεται στον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι δημοσίευσαν αυτούσια τη θέση των εφεσιβλήτων επί του ζητήματος.

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αναφορά στην απάντηση του διευθυντή των εφεσιβλήτων κάθε άλλο παρά δημοσιοποιούσε τη θέση των εφεσιβλήτων επί του θέματος.  Αντίθετα, ουσιαστικά η δημοσίευση της επιστολής αυτής σκοπό είχε τον περαιτέρω διασυρμό τους, λόγω των εκφράσεων που συνόδευαν την επιστολή αυτή.

 

Ο τρόπος που δημοσιεύθηκε η επιστολή του διευθυντή της εταιρείας των εφεσιβλήτων δεν ήταν ακριβοδίκαιος.  Επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί η επιστολή, όχι ως μέσο για την προβολή των θέσεων των εφεσιβλήτων, αλλά ως όπλο εναντίον τους.  Το ύφος με το οποίο σχολιάζεται η επιστολή και οι διάφοροι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στο συντάκτη της (αρχοντοχωριάτης και ανορθόγραφος), αλλά και η πράγματι ειρωνική και επιτιμητική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, αποδεικνύουν τα πιο πάνω.

 

Σ΄ ένα σημείο δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο.  Το θέμα πράγματι είναι δημόσιου ενδιαφέροντος γιατί αναφέρεται σε προϊόντα διαιτητικά που τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρουν πάρα πολύ το καταναλωτικό κοινό. Η ανακριβής εμπορική περιγραφή ασφαλώς είναι κάτι που ενδιαφέρει το κοινό.  Δεν συμφωνούμε ότι το θέμα πρέπει να ενδιαφέρει ολόκληρο το κοινό.  Αρκεί να ενδιαφέρει μια σημαντική μερίδα του.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν το συμπέρασμα ότι δεν παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου.  Υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση του δικαστηρίου είναι εσφαλμένη γιατί θεώρησε ότι επειδή ένα και μόνο γεγονός που αναφερόταν στα επίδικα δημοσιεύματα, δηλαδή η περιεκτικότητα σε θερμίδες ανά τεμάχιο, ήταν αναληθές, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω εξέταση.  Εκείνο που θα έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, να αναζητήσει το δικαστήριο ήταν κατά πόσο το σύνολο των γεγονότων που εκτίθεντο στα επίδικα δημοσιεύματα, απέδιδαν ορθά το νόημα και την ουσία του όλου θέματος, δηλαδή το ότι οι εφεσίβλητοι διαφήμιζαν και πωλούσαν παξιμάδια ως διαίτης, ενώ στην πραγματικότητα αυτά δεν ήταν διαιτητικά.

 

Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η βάση του συλλογισμού του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι η επιτυχία της υπεράσπισης του έντιμου σχόλιου προϋποθέτει το επίδικο δημοσίευμα να αποτελεί έκφραση σχολίου ή γνώμης από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται το δημοσίευμα επί γεγονότων τα οποία, στο βαθμό που το σχόλιο βασίζεται σε αυτά, είναι αληθή ή ουσιαστικά αληθή (Glafx Ltd v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729).

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι επίδικες λέξεις πρέπει να αποτελούν σχόλιο επί γεγονότων και όχι δήλωση περί της ύπαρξης γεγονότων.  Το σχόλιο, εκτός του ότι πρέπει να βασίζεται σε υπαρκτό υπόβαθρο γεγονότων, πρέπει αντικειμενικά κρινόμενο να είναι εύλογο με βάση τα γεγονότα.  Πρέπει επίσης να είναι επί θέματος δημοσίου συμφέροντος.  Αν διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος ενήργησε κακοβούλως, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Για να επιτύχει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, οι επίδικες λέξεις θα πρέπει να έχουν δημοσιευτεί έντιμα. ΄Εντιμο σχόλιο θα πρέπει να είναι η έντιμη έκφραση της πραγματικής γνώμης των εναγομένων όταν την έγραφαν.  Αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι το δημοσίευμα είναι κακόπιστο δεν μπορεί να ευσταθήσει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου.  Αν ο ενάγων μπορέσει να αποδείξει ότι ο εναγόμενος παρακινήθηκε από κακόβουλα κίνητρα, η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου δεν μπορεί να επιτύχει.  Αν υπάρχει ισχυρισμός κακοβουλίας, συνήθως είναι ουσιώδες όπως ο εναγόμενος παράσχει μαρτυρία που να αντικρούει την κατηγορία.  Επειδή η ειλικρίνεια της πεποίθησης είναι μεγάλης σημασίας, η μαρτυρία του εναγόμενου θα πρέπει να αποδεικνύει την ειλικρίνειά του ή να αντικρούει τον ισχυρισμό ότι τη γνώμη που εξέφρασε δεν την είχε στην πραγματικότητα.  Μαρτυρία από άλλα πρόσωπα ως προς την εντιμότητα του σχολίου δεν είναι αποδεκτή (Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, παράγραφος 33.21).

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η λανθασμένη αναφορά σε περιεκτικότητα 99 θερμίδων ανά τεμάχιο αντί 49, που ήταν στην πραγματικότητα, συνιστά από μόνη της δυσφήμηση, ανεξαρτήτως αν κατά τα άλλα μπορούσαν τα παξιμάδια να χαρακτηριστούν ή όχι ως διαιτητικά.  Το γεγονός αυτό έχει επισημανθεί και στην απόφαση του Εφετείου που διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης.  Το Εφετείο ανέφερε ότι η αναφορά σε περιεκτικότητα 99 θερμίδων αντί 49 παρέμενε αναληθής και δυσφημιστική εφ΄ όσον παρουσίαζε στο βαθμό εκείνο παραπλανητικά την περιεκτικότητα των παξιμαδιών σε θερμίδες, ανεξαρτήτως του συμπεράσματος του δικαστηρίου ότι ήταν αληθής η άλλη αναφορά στην έκθεση ότι τα παξιμάδια δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαιτητικά.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν και το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.  Υποστηρίζουν ότι ο δικαστής κατέληξε στο ποσό των £10.000 ως εύλογο ποσό αποζημίωσης στηριζόμενος κατά κύριο λόγο στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η κυκλοφορία της εφημερίδας «Αλήθεια» καθημερινά ήταν 80.000 φύλλα ημερησίως, ενώ τις Κυριακές η κυκλοφορία ανερχόταν στις 150.000.  Στην πραγματικότητα η καθημερινή κυκλοφορία είναι μόνο 8.000 φύλλα, ενώ την Κυριακή 15.000.  Το δικαστήριο, συνεπώς, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, αντιλήφθηκε την κυκλοφορία της εφημερίδας δέκα φορές υψηλότερη.

 

Είναι προφανές  από το κείμενο της απόφασης ότι πρόκειται για απλό τυπογραφικό λάθος, όπου απλώς προστέθηκε ένα μηδενικό.  Το δικαστήριο στην απόφασή του στο σημείο που αναφέρεται στην κυκλοφορία της εφημερίδας αναφέρεται στο τεκμήριο 3, δηλαδή τον ορθό αριθμό φύλλων κυκλοφορίας τον οποίο η εφημερίδα δηλώνει προς το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν τέλος ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πως τυχόν διαπίστωση παράβασης του δικαιώματος των εφεσειόντων για εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο ενδεχομένως να δημιουργεί μόνο δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων, είναι εσφαλμένο.

 

Ο χρόνος που έχει παρέλθει από τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης είναι πράγματι μεγάλος.  Η αγωγή καταχωρήθηκε το 1988 και η έκβασή της συμπληρώθηκε το 2000.  Η απόφαση εκδόθηκε το 2001 και ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης και αντέφεσης.  Η έφεση εκδικάστηκε το 2003 και η απόφαση του Εφετείου με την οποία διατάχθηκε επανεκδίκαση εκδόθηκε το 2004, ενώ για την ολοκλήρωση της επανεκδίκασης απαιτήθηκε διάστημα δώδεκα περίπου μηνών.

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγουμε ότι το κύριο θέμα που πρέπει να εξεταστεί στην περίπτωση της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος εκδίκασης, είναι κατά πόσο η καθυστέρηση ήταν τέτοια ούτως ώστε, στα πλαίσια της συγκεκριμένης υπόθεσης, πράγματι η δίκη να έχει καταστεί μη δίκαιη.  Για παράδειγμα η παρέλευση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία προσαγωγής μαρτυρίας ή την παρεμπόδιση του διάδικου να παρουσιάσει την υπόθεσή του ολοκληρωμένα.  Ο παράγοντας που λαμβάνεται υπ΄ όψιν είναι η διαγωγή των διαδίκων, αλλά και οι ιδιομορφίες της υπόθεσης και το πόσο πολύπλοκη ήταν.

 

Όπως παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο, οι διάδικοι δεν αξιοποίησαν επαρκώς τους μηχανισμούς που παρέχουν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, ενώ σε διάφορα στάδια της διαδικασίας παρατηρήθηκαν καθυστερήσεις, ορισμένες από τις οποίες οφείλονταν στους εφεσείοντες ή στους άλλους διαδίκους χωρίς όμως οι εφεσείοντες να λάβουν οποιοδήποτε διάβημα για να τις αποτρέψουν.

 

Δεν προκύπτει από το ενώπιόν μας υλικό και δεν έχει καν προβληθεί ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την ευχέρεια των εφεσειόντων να παρουσιάσουν ή να χειριστούν την υπόθεσή τους σε οποιοδήποτε στάδιο.  Είναι κατανοητό ότι η εκκρεμότητα μιας αγωγής προκαλεί σε κάθε εναγόμενο  αγωνία σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.  Καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι  η καθυστέρηση έχει απολήξει σε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

 

Το κατά πόσο η δίκη ήταν δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, 135), ενώ ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο (in abstracto) (Kouppis ν. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361, 388).  Ο παραπονούμενος θα πρέπει πράγματι να αποδείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς (Re Κορέλλης (1998) 1(Γ)  Α.Α.Δ. 1718).

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

                                                       ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

 

                                                      

 

 

                                                       Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                       Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο