ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2420

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 268/2009)

 

31 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων/Ενάγων/Εφεσίβλητος δι΄ αντεφέσεως,

 

ΚΑΙ

 

ΡΕΒΕΚΚΑ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Εφεσίβλητη/Εναγόμενη/Εφεσείουσα δι΄ αντεφέσεως,

 

ΚΑΙ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΙΕΚΚΕΡΗΣ,

 

Τριτοδιάδικος/Εφεσίβλητος δι΄ αντεφέσεως.

 

- - - - - -

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσίβλητη.

 

Χ. Αρτέμης για Σκορδή και Παπαπέτρου, για τον Τριτοδιάδικο.

- - - - - -

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το τροχαίο δυστύχημα, που απετέλεσε το αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας στην Αγωγή αρ. 1659/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επεσυνέβη στις 23.1.2003 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας - Λεμεσού, παρά το χωριό Αλάμπρα, και σ΄ αυτό είχαν εμπλακεί τρία αυτοκίνητα τα οποία οδηγούνταν με κατεύθυνση από Λευκωσία προς Λεμεσό.

 

Πρώτο στη σειρά ήταν το αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον τριτοδιάδικο στην αγωγή, ακολουθούμενο από το αυτοκίνητο του ενάγοντα, ενώ τρίτο στη σειρά ήταν το αυτοκίνητο που οδηγείτο από την εναγόμενη. Το δυστύχημα επεσυνέβη όταν το προπορευόμενο αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου παρεξέκλινε της πορείας του, κτύπησε στο μεταλλικό κιγκλίδωμα του δρόμου και ακινητοποιήθηκε κάθετα στην αριστερή λωρίδα του δρόμου. Το αυτοκίνητο του ενάγοντα φρέναρε και σταμάτησε, αποφεύγοντας τη σύγκρουση, πλην όμως, το αυτοκίνητο της εναγόμενης που το ακολουθούσε, συγκρούστηκε με εκείνο του ενάγοντα, προκαλώντας στον ίδιο σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας και εξαγωγής συμπερασμάτων, αποφάνθηκε ότι ο ενάγων δεν έφερε καμιά ευθύνη για το δυστύχημα και η σύγκρουση του αυτοκινήτου της εναγομένης με το αυτοκίνητο του ενάγοντα οφείλετο στην αμέλεια της πρώτης. Απέρριψε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο την αξίωση της εναγόμενης εναντίον του τριτοδιάδικου για κάλυψη ή συνεισφορά έναντι οποιουδήποτε ποσού ήθελε επιδικασθεί εναντίον της.

 

Υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εναγομένης, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ως ακολούθως:

 

"(α) €35.000 ως γενικές αποζημιώσεις με τόκο προς 8% ετησίως, από την ημερομηνία του δυστυχήματος στις 23.1.03, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού Νόμου) του 2008 και από την ημερομηνία εκείνη, με νόμιμο τόκο μέχρι εξοφλήσεως.

 

(β) €700,53, ως ειδικές αποζημιώσεις για τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, με νόμιμο τόκο από 31.1.03, μέχρι εξοφλήσεως.

 

(γ) €1.353,21, ως ειδικές αποζημιώσεις για ιατρικά έξοδα και φυσιοθεραπεία, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος στις 23.1.03, μέχρι την ακρόαση μειωμένου όμως κατά το ήμισυ, μέχρι εξοφλήσεως.

 

(δ) €1.798,69, ως ειδικές αποζημιώσεις για τις ζημιές του αυτοκινήτου AAU102, με νόμιμο τόκο από 16.5.03, μέχρι εξοφλήσεως."

 

 

Εναντίον της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης καταχώρησε την παρούσα Έφεση ο ενάγων (εφεσείων), παραπονούμενος για κάποια θέματα των επιδικασθεισών αποζημιώσεων, ενώ η εναγομένη καταχώρησε Αντέφεση, παραπονούμενη τόσο για θέματα των επιδικασθεισών εναντίον της αποζημιώσεων, όσο και για το γεγονός του μη καταλογισμού οποιασδήποτε ευθύνης για το δυστύχημα στον τριτοδιάδικο - εφεσίβλητο στην Αντέφεση.

 

Η Έφεση του εφεσείοντα - ενάγοντα.

 

Πέντε συνολικά λόγους Έφεσης εγείρει ο εφεσείων αναφορικά πάντα με το θέμα των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.

 

1ος λόγος Έφεσης - Ανεπάρκεια Γενικών Αποζημιώσεων.

 

Όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, το ποσό των €30.000 που του επιδικάσθηκε ως γενικές αποζημιώσεις δεν αποτελεί εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις αποζημίωση και πρέπει να αυξηθεί κατά πολύ.

 

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τις βλάβες που υπέστη ο εφεσείων, συνοψίστηκαν στην Απόφασή του ως ακολούθως:

 

"Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, ο ενάγων (ο οποίος γεννήθηκε στις 27.2.62), υπέστηκε ήπια εγκεφαλική διάσειση, ευθιασμό αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, ριζιτική συνδρομή (δυσκαμψία αυχένα με έντονο πόνο στο αριστερό άνω άκρο), διαταραχή της αισθητικότητας στην κατανομή του Α5-Α6 νεύρου και αυχενική σπονδύλωση με πρόπτωση δίσκου στο Α5-Α6 επίπεδο. Μεμιάς μετά το δυστύχημα επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ακολούθως το γιατρό Νίκο Μαρουδιά (ΜΕ3), ο οποίος τον παρακολουθούσε από το 1994. Του έγινε μαγνητική τομογραφία στις 31.3.03 (βλ. Τεκμήριο 14) και στις 29.10.04. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη κήλης (δηλαδή, μετατόπιση του δίσκου από το μεσοσπονδύλιο διάστημα προς τα πίσω,) του Α5 - Α6 μεσοσπονδύλιου δίσκου με πίεση επί της Α6 νωτιαίας ρίζας και οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις στο ίδιο επίπεδο. Η δημιουργία της κήλης δεν αποκλείεται να δημιουργήθηκε από τη σύγκρουση, παρόλο που σε αυτό συνέτεινε και η επί πολλού καιρού και προ του δυστυχήματος εκφύλιση του δίσκου ο οποίος έχασε την ελαστικότητα του και αφυδατώθηκε με παρεπόμενο να καταστήσει πολύ εύκολη τη δημιουργία κήλης με οποιαδήποτε κίνηση, ακόμη και με ένα βήξιμο ή φτάρνισμα, πόσω μάλλον ένεκα δυνατού τραντάγματος λόγω σύγκρουσης από πίσω, όπως αυτό που δέχθηκε από την εναγόμενη. Αν ο δίσκος του ενάγοντος ήταν  υγιής τότε η κήλη δε θα δημιουργούνταν. Η αναφορά του Νίκου Μαρουδιά (ΜΕ3), σε αυχενική σπονδύλωση με πρόπτωση του δίσκου στο Α6 - Α7 επίπεδο δεν είναι ορθή (όπως υπέδειξε και ο Αχιλλέας Περδίος (ΜΥ1)), αφού η πρόπτωση παρατηρήθηκε στο Α5- Α6 επίπεδο, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα αδιαμφισβητήτως επακολουθήσαντα γεγονότα και την εγχειρητική διαδικασία στην Αγγλία, όπως αυτή περιγράφεται στο Τεκμήριο 18(2). Ο τραυματισμός του ενάγοντος αντιμετωπίστηκε με την τοποθέτηση αυχενικού κολάρου, τον οποίο φορούσε για περίπου χρόνο μετά το δυστύχημα. Του συστήθηκε επίσης φυσιοθεραπεία (στην οποία υποβαλλόταν σχεδόν καθημερινώς) και φαρμακευτική αγωγή με αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Του χορηγήθηκε άδεια ασθενείας μέχρι την 26.7.03. Κατά τη 12. 10.04, ο Αχιλλέας Περδίος (ΜΥ1), βεβαίωσε ότι ο ενάγων υπόφερε από αυχενική δισκοπάθεια (αριστερή ριζιτική συνδρομή), αποφαινόμενος (όπως και κατά την 5.5.03), ότι χρειαζόταν εγχείρηση δισκεκτομής και σπονδυλοδεσία Α5 - Α6, αφού η συντηρητική θεραπεία που ακολουθήθηκε από τον Ιανουάριο μέχρι και το Μάιο 2003, δεν είχε αποδώσει τα προσδοκώμενα. Ο εναγόμενος, χωρίς να παραπεμφθεί προς τούτο από τον Αχιλλέα Περδίο ή οποιονδήποτε άλλο γιατρό στην Κύπρο και έχοντας προγενεστέρως (στις 29.4.04), λάβει ιατρική γνωμάτευση από το νευροχειρουργό Ian Sabin στο Λονδίνο περί της αναγκαιότητας διεξαγωγής της εγχείρησης δισκεκτομής και σπονδυλοδεσίας του Α5 - Α6  δίσκου (βλ. Τεκμήριο 17), μετέβηκε εκεί και υποβλήθηκε στη λεπτή αυτή εγχείρηση από τον εν λόγω γιατρό στις 17.11.04 (βλ. Τεκμήριο 18(1) και 18(2)). Η εγχείρηση κάλλιστα θα μπορούσε να είχε γίνει με επιτυχία και στην Κύπρο έναντι συνολικού κόστους €5.500, συμπεριλαμβανομένων των μοσχευμάτων και των εξόδων κλινικής. Ως εκ της σπονδυλοδεσίας, οι πρόσθιες και οπίσθιες κινήσεις της σπονδυλικής στήλης μειώθηκαν κατά 5%. Η κήλη αφαιρέθηκε. Ο πόνος στη μέση που εντοπίζεται στον οσφυϊκό Α4 - Α5 (βλ. Τεκμήριο 17), δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται στην επίδικη σύγκρουση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τραύματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Εξ αφορμής της αναφοράς στο Τεκμήριο 17, σημειώνεται ότι το περιεχόμενο του όπως και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 18(1), δεν υπέχει καμιά αποδεικτική βαρύτητα στις πτυχές που έχει αμφισβητηθεί εξαιρουμένων εκείνων που έγιναν αποδεκτές ή προκύπτουν να έχουν γίνει αποδεκτές από τους διαδίκους κατά την ακροαματική διαδικασία στα πλαίσια της μαρτυρίας του ενάγοντος και των δύο γιατρών που κατάθεσαν σχετικώς και που αφορούν στη διενέργεια της επίδικης εγχείρησης στον ενάγοντα στους χρόνους που αναφέρονται και στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Τα υπόλοιπα, ως αξιολογήσιμη εξακοής μαρτυρία βάσει του άρθρου 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ζυγιάστηκαν σχετικώς από το Δικαστήριο με την τελική κατάληξη να έχει διατυπωθεί - και αυτό επειδή ο ενάγων ενώ μπορούσε δεν προσκόμισε την καλύτερη δυνατή μαρτυρία σε σχέση με το περιεχόμενο των τεκμηρίων δεδομένου ότι ήταν εύλογο και εφικτό να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το συντάκτη τους. Εκτός τούτου ο ενάγων (πέραν της αναξιοπιστίας του), δε μπορούσε να δώσει ακριβείς λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων στο βαθμό που αυτό αφορούσε σε διαπιστώσεις του συντάκτη ή πληροφόρηση του που του είχε δοθεί σχετικώς αναφορικώς με το αίτιο των τραυματισμών του ενάγοντος και την υποκειμενική συμπτωματολογία που περιγράφηκε μια και στην απουσία γνώσης της αγγλικής γλώσσας (όπως ισχυρίστηκε ο ενάγων παντρεμένος ως με αγγλοκύπρια), μια και τη διερμηνεία μεταξύ του και γιατρού Ian Sabin την έκανε η ίδια η οποία επίσης δεν κλήθηκε ως μάρτυς, με αποτέλεσμα να εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου των εν λόγω τεκμηρίων στις εκφάνσεις που περιγράφηκαν, όπως τουλάχιστον τις παρουσίασε ο ενάγων. Τα συμπτώματα αυχενικού άλγους από τα οποία εξακολουθεί να πάσχει οφείλονται στην αυχενική σπονδύλωση η οποία προϋπήρχε του δυστυχήματος και στο οστεόφυτο στο αριστερό Α5 - Α6 μεσοσπονδύλιο τμήμα το οποίο δεν αφαιρέθηκε κατά την εγχείρηση και πολύ πιθανόν να χρειαστεί νέα εγχείρηση οστεοφυτεκτομής κατά την οποία θα πρέπει να αφαιρεθούν τα μεταλλικά μοσχεύματα. Η εγχείρηση αυτή θεωρείται δυσκολότερη από την πρώτη. Αμφότερες οι εγχειρήσεις γίνονται κάτω από μικροσκόπιο και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, όταν κάποιος δεν έχει την απαιτούμενη πείρα, να προκαλέσει τετραπληγία και υπήρξαν μερικές περιπτώσεις που αυτό συνέβηκε. Η μελλοντική αυτή εγχείρηση θα στοιχίσει «κάπως περισσότερα» από το ποσό των €5.500, που απαιτείται για εγχειρήσεις όπως η εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων στο Λονδίνο, με αρκετά ψηλότερο κόστος."

 

Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία ως προς τον υπολογισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων στην περίπτωση του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε δύο υποθέσεις, των οποίων τα γεγονότα και ανέλυσε, αντιπαραβάλλοντάς τα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Πρόκειται για τις υποθέσεις Καρδανάς κ.ά. ν. Καραμούζη (2007) 1 Α ΑΑΔ 191 και Χατζηθεοδοσίου ν. Διονυσίου (2007) 1 Β ΑΑΔ 1121.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι, με βάση τα ορθά γεγονότα από την απόφαση στην υπόθεση Καρδανάς ν. Καραμούζη (ανωτέρω), όπου επιδικάστηκαν στο θύμα τροχαίου γενικές αποζημιώσεις ύψους £25.000, ενώ είχε προϋπάρχοντα προβλήματα πολύ πιο σοβαρά από αυτά του εφεσείοντα, οι αποζημιώσεις στις οποίες δικαιούται ο εφεσείων θα έπρεπε να ήταν της τάξης των £40.000 (€68.344). Η δε απόφαση στη Χατζηθεοδοσίου ν. Διονυσίου (ανωτέρω), στην οποία το Εφετείο αύξησε τις γενικές αποζημιώσεις σε £15.000 (€25.629), σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, δεν έχει τίποτε το κοινό με την περίπτωσή του.

 

Όπως διαπιστώνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης Καρδανά (ανωτέρω), ο εφεσίβλητος πριν από το δυστύχημα είχε υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης των Α4-Α5 και Α6-Α7 μεσοσπονδύλιων δίσκων και σε σπονδυλοδεσία στα δύο αυτά επίπεδα. Ακολούθησε ένα μήνα αργότερα, νέα διορθωτική εγχείρηση, λόγω μετατόπισης του οστικού μοσχεύματος στο επίπεδο Α4-Α5. Σχεδόν οκτώ χρόνια αργότερα παρουσιάστηκε κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου Α3-Α4 και Α5-Α6 που αντιμετωπίστηκαν με συντηρητική αγωγή. Κατά το έτος 2000 επισυνέβη το δυστύχημα, οπότε στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα των Α3-Α4 και Α5-Α6 εμφανίστηκε επιπρόσθετη αποσταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης στο επίπεδο Α3-Α4, που κατέστησε αναγκαία εγχείρηση δισκεκτομής των Α3-Α4 και Α5-Α6 και τη σπονδυλοδεσία όλων με τη χρήση μεταλλικής πλάκας και πέντε βίδων. Το κατάλοιπο μόνιμης ανικανότητας του εφεσίβλητου εξ αιτίας του ατυχήματος ήταν μόνο ένας περιορισμός 15% με 20% στις κινήσεις της κεφαλής, προστιθέμενος όμως σε περιορισμό της τάξης του 45%-50% που οφειλόταν στην προϋπάρχουσα κατάσταση, με αποτέλεσμα ο περιορισμός κινήσεων να ανέρχεται σωρευτικά στο 60-70%.

 

Όπως ορθά υπέδειξε το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη, το θέμα των γενικών αποζημιώσεων σε μια τέτοια περίπτωση κρίνεται με αναφορά όχι στο ποσοστό της πρόσθετης ανικανότητας την οποία επέφερε το ατύχημα, αλλά στις επιπτώσεις οι οποίες σωρευτικά προέκυψαν από την ήδη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου.

 

 

Στην απόφαση στην υπόθεση Χατζηθεοδοσίου ν. Διονυσίου (ανωτέρω), η σοβαρότερη σωματική βλάβη που είχε υποστεί ο εφεσείων, ήταν κάταγμα του έκτου θωρακικού σπονδύλου με ελαφριά πρόσθια καθίζησή του, γύρω στο 30%. Νοσηλεύτηκε για 20 μέρες και ακολούθησε φυσιοθεραπεία, οπότε παρέμεινε εκτός εργασίας για ένα χρόνο. Μόνιμο κατάλοιπο παρέμεινε κύφωση της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, η οποία του προκαλούσε πόνο ανάλογα με τις δραστηριότητες που διενεργούσε, κατά την ορθοστασία, ανεβοκατέβασμα σκαλιών, μεταφορά βάρους με το χέρι, γονάτισμα κλπ. Ο εφεσείων δεν υποβλήθηκε σε εγχείρηση. Το Εφετείο αύξησε τις επιδικασθείσες πρωτόδικα γενικές αποζημιώσεις από £10.000 σε £15.000 (€25.629).

 

Λαμβανομένων υπόψη των σωματικών βλαβών τις οποίες υπέστη ο εφεσείων, τον πόνο και ταλαιπωρία του, τις επεμβάσεις και τα μόνιμα κατάλοιπα τα οποία του δημιουργήθηκαν από την ηλικία των 41 ετών, όπως ήταν κατά το δυστύχημα, κρίνουμε ότι το επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων είναι όντως χαμηλό.

 

Το αυξάνουμε από €30.000 σε €45.000.

 

2ος λόγος Έφεσης - Ο μη επιδικασμός εξόδων εγχείρησης στο Λονδίνο και εξόδων μετάβασής του εκεί.

 

Σύμφωνα με μαρτυρία η οποία δόθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα, ο ίδιος είχε μεταβεί στο Λονδίνο για σκοπούς εξέτασης της κατάστασής του και τελικά διενέργειας εκεί εγχείρησης και αξίωνε τον επιδικασμό ποσού £2.000 (€3.417,20) ως έξοδα μετάβασης στο Λονδίνο και £7.300 (€12.472,79) ως έξοδα εγχείρησης. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, τα έξοδα εγχείρησης του τα πλήρωσαν οι κουνιάδοι του και όχι ο ίδιος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρθηκε στην ανυπαρξία μαρτυρίας εκ μέρους του εφεσείοντα ότι σκοπεύει να επιστρέψει το ποσό αυτό προς του κουνιάδους του, στοιχείο το οποίο έκρινε ότι ήταν καταλυτικής σημασίας για τη διεκδίκηση των προαναφερθέντων ποσών. Έλαβε επίσης υπόψη του το Δικαστήριο και το γεγονός ότι κανένας γιατρός στην Κύπρο δε σύστησε στον εφεσείοντα τη μετάβασή του στο εξωτερικό για σκοπούς εγχείρησης, ενώ αντίθετα ήταν η συμβουλή του Δρα Αχ. Περδίου (ΜΥ1) όπως η εγχείρηση διενεργηθεί στην Κύπρο.

 

Το Δικαστήριο, αφού είχε απορρίψει τις εξηγήσεις που έδωσε ο εφεσείων, ως προς το γιατί πήγε στο εξωτερικό για εγχείρηση και, αφού έκρινε ότι κανένας λόγος δεν υπήρχε να μη γινόταν η εγχείρηση στην Κύπρο, απέρριψε τις σχετικές με το θέμα τούτο αξιώσεις του.

 

Διαφωνώντας με την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων εισηγείται ότι, ακόμα και αν ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εδικαιολογείτο η μετάβαση του εφεσείοντα και διενέργεια της εγχείρησης στο εξωτερικό, θα έπρεπε να επιδικάσει το κόστος διενέργειας της εγχείρησης στην Κύπρο.

 

Συμφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα. Υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία του Δρα Περδίου και του Δρα Ν. Μαρουδιά, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων πράγματι έπρεπε να εγχειριστεί και ότι τα έξοδα της εγχείρησης αυτής στην Κύπρο υπολογίζονταν σε €5.500.

 

Επομένως, η ανυπαρξία μαρτυρίας ως προς την αναγκαιότητα διενέργειας της εγχείρησης στο εξωτερικό και η αποδοχή αντίθετης μαρτυρίας ότι αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είχε διενεργηθεί στην Κύπρο, μαζί με το στοιχείο μαρτυρίας ότι η εγχείρηση ήταν αναγκαία, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει το Δικαστήριο στον επιδικασμό υπέρ του εφεσείοντα του μικρότερου ποσού από εκείνο που διεκδικούσε, που ήταν το κόστος διενέργειας της ίδιας εγχείρησης στην Κύπρο, του ποσού δηλαδή των €5.500.

 

 

3ος λόγος Έφεσης - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη μη επιδίκαση υπέρ του ενάγοντα της απώλειας των μισθών του μέχρι την 31.12.2004.

 

Με αυτή την πτυχή των αξιούμενων αποζημιώσεων, την ουσιώδη μαρτυρία είχαν δώσει στο Δικαστήριο ο ίδιος ο εφεσείων και ο αδελφός του Πόλυς Περικλέους (ΜΕ4), οι οποίοι απασχολούνταν σε οικογενειακή εταιρεία εμφιάλωσης επιτραπέζιου νερού και διανομής του σε κερματοδέκτες, μαζί με τρίτο αδελφό τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ουσιώδεις αντιφάσεις και ανακολουθία στη μαρτυρία των δύο τούτων μαρτύρων και, με αναφορά σε έγγραφα σε σχέση με εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων και σε φορολογικές δηλώσεις, απέρριψε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων ως προς μη πληρωμή των μισθών του εφεσείοντα μέχρι την 31.12.2004.

 

Η παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων ήταν εμπεριστατωμένη και ανευρίσκεται στις σελίδες 18-19, καθώς και στη σελίδα 7 της πρωτόδικης Απόφασης. Για καλούς λόγους, τους οποίους παρέθεσε αναλυτικά στο σχετικό μέρος της Απόφασής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων δεν εργαζόταν και απώλεσε τα αξιούμενα ποσά μισθών του. Δε θα παραθέσουμε εδώ αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση ως προς το θέμα τούτο, περιοριζόμενοι να αναφέρουμε ότι τίποτε το μεμπτό δεν έχουμε διακρίνει στην αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας και στο αποτέλεσμά της.

 

Επανειλημμένα έχει νομολογηθεί ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι τα ευρήματά του είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. [Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 CLR 714, Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 912].

 

Και εδώ, δεν είναι τέτοια η περίπτωση. Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

4ος και 5ος λόγος Έφεσης - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα.

 

Ως προς την πραγματική, σε αντίθεση με την ιατρική μαρτυρία, αναφορικά με μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς στις σελίδες 8-11 της Απόφασής του και έκρινε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία που δόθηκε αναφορικά με προβλήματα στην ικανότητα για εργασία του εφεσείοντα στην οικογενειακή επιχείρηση, μετά από το δυστύχημα και λόγω των επιπτώσεων από αυτό.

 

Αναφορικά με τη δοθείσα ιατρική μαρτυρία, ως προς το θέμα τούτο, και τη γενικότερη αντίκρυση της αξίωσης του εφεσείοντα για μείωση εισοδηματικής ικανότητας, το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 33 της απόφασης είναι χαρακτηριστικό και αν και εκτενές, το παραθέτουμε αυτούσιο:

 

"Η γνώμη του Νίκου Μαρουδιά (ΜΕ3), περί μειωμένης ικανότητας του ενάγοντος για εργασία, ήταν γενική και ανεπαρκώς στοιχειοθετημένη, σε αντίθεση με εκείνη του Αχιλλέα Περδίου (ΜΥ1), του οποίου η γνωμάτευση ήταν αρκούντως αιτιολογημένη και συγκεκριμένη. Όπως αρμόζει σε εμπειρογνώμονα, ο Αχιλλέας Περδίος (ΜΥ1), εφοδίασε με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να μπορούσε το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών πάνω στα γεγονότα που απόδειξε η μαρτυρία. Κατάληξε (και το δέχομαι), ότι ο ενάγων δεν παρουσιάζει τέτοιας φύσης και έκτασης νευρολογική σημειολογία που να αποτρέπει την ενάσκηση του επαγγέλματος του μηχανοδηγού ή του διορθωτή μηχανών νερού ή και οποιασδήποτε άλλης βαριάς εργασίας.

 

Είναι εμπεδωμένο ότι αν κατά το χρόνο της ακρόασης ενάγων εξακολουθεί να εργοδοτείται (όπως στην παρούσα περίιπτωση), το Δικαστήριο, αν υπάρχει πραγματικό ή ουσιαστικό ενδεχόμενο σε κάποιο χρόνο πριν από το αναμενόμενο τέλος της εργασιακής του σταδιοδρομίας, να χτίσει την υφιστάμενη εργοδότηση του ακόμη και για λόγους τελείως άσχετους με τον τραυματισμό του, μπορεί να επιδικάσει κάποιο ποσό υπό μορφή απώλειας εισοδηματικής ικανότητας. Ο κίνδυνος μελλοντικών απωλειών δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρώς και πρέπει να υπολογίζεται σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο η απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων είναι πιθανόν να υλοποιηθεί, την πιθανότητα εξεύρεσης υπαλλακτικής εργοδότησης και οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, ευνοϊκό ή δυσμενή, που ενδέχεται να επηρεάσει τη δυνατότητα του να εξασφαλίσει απασχόληση. Όταν κατά το χρόνο της ακρόασης εξακολουθεί να εργοδοτείται, το Δικαστήριο θα επιδικάσει αποζημιώσεις για απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας μόνον όταν υπάρχει ουσιαστικός ή πραγματικός και όχι, απλώς, απομακρυσμένος, κίνδυνος ότι σε κάποιο χρόνο, πριν από το υπολογιζόμενο τέλος της εργασιακής του ζωής, θα χάσει την υφιστάμενη του εργοδότηση. Αν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, θα πρέπει, κατά τον υπολογισμό της κατάλληλης αποζημίωσης, να υπολογιστεί και να αποτιμηθεί αριθμητικά η σημερινή αξία του κινδύνου της οικονομικής ζημίας που θα υποστεί, αν ο κίνδυνος πραγματοποιηθεί, έχοντας υπόψη το βαθμό του κινδύνου, το χρόνο που δυνατόν να πραγματοποιηθεί και τους παράγοντες, ευνοϊκούς και δυσμενείς, που στη συγκεκριμένη περίπτωση θα επηρεάσουν ή δυνατόν να επηρεάσουν τις πιθανότητες του να εξασφαλίσει εργασία ή εξίσου καλώς αμειβόμενη εργοδότηση, αν ο κίνδυνος πραγματοποιηθεί. Κατά τον υπολογισμό και αριθμητική αποτίμηση του κινδύνου, δεν είναι δυνατός ο ακριβής μαθηματικός υπολογισμός. Αν όμως ο κίνδυνος απώλειας της υφιστάμενης εργοδότησης ή η πιθανότητα αδυναμίας εξασφάλισης άλλης απασχόλησης ή άλλης εξίσου καλής εργασίας, ή και τα δύο, είναι μόνον μικρός, τότε θα πρέπει να επιδικάζεται χαμηλή αποζημίωση. Στην εκτίμηση του κινδύνου που διατρέχει ο ενάγων θα χάσει την υφιστάμενη του εργοδότηση, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη, εκεί όπου παρέχεται η δυνατότητα, διάφορες μεταβλητές όπως τη φύση και δυνατότητες της επιχείρησης των εργοδοτών, την ηλικία και προσόντα του, τη διάρκεια απασχόλησής του στη συγκεκριμένη εργοδότηση, το υπόλοιπο του χρόνου μέχρι το τέλος της εργασιακής του ζωής, τη φύση της ανικανότητας και οποιανδήποτε ανάληψη υποχρέωσης ή δήλωση των προθέσεων των εργοδοτών του ως προς τη μελλοντική του εργοδότηση. Τα κριτήρια αυτά, δυνατόν να αποβούν βοηθητικά για τη διαβάθμιση του κινδύνου απώλειας της υφιστάμενης εργοδότησης ως ουσιαστικού και πραγματικού και όχι απλώς, υποθετικού. Ακόμη κι όταν ο ενάγων επιστρέψει στην προ του δυστυχήματος εργασία, χωρίς φανερές οικονομικές επιπτώσεις από τα τραύματά του ή ακόμη και αν εξασφαλίσει νέα εργοδότηση με μεγαλύτερες αποδοχές, υπάρχει η πιθανότητα να έχει υποστεί μείωση της μελλοντικής εισοδηματικής του ικανότητας (βλ. Barrie, Personal Injury Law: Liability, Compensation, Procedure, 2005, παρ. 24.44-24.51).

 

Ουδέποτε ο ενάγων κατέστη, είτε προσωρινώς είτε μονίμως, ανίκανος για εργασία.

 

Σήμερα εργάζεται κανονικά όπως και πριν το συμβάν χωρίς καμία επίπτωση.

 

Τίποτε δεν παρατέθηκε που να μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα για εξαγωγή συμπεράσματος περί ενδεχόμενου μελλοντικής απώλειας της ικανότητας του για εργασία ή μείωση των απολαβών του για οποιονδήποτε λόγο.

 

Ο ενάγων απότυχε να αποδείξει τον εν λόγω ισχυρισμό του καθώς και εκείνους που διατυπώνονται στην παράγραφο 13 της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Η αξίωση του ενάγοντος για την επιδίκαση ποσού Λ.Κ.36.720 (€62.739,84), ως απώλεια μισθού βάσει των παραγράφων 11(α) και (β) της Έκθεσης Απαίτησης, δεν αποδείχθηκε επαρκώς και απορρίπτεται αφού ο ενάγων πληρώθηκε για όλο το διάστημα που απουσίαζε από την εργασία του κατόπιν αδείας του γιατρού Νίκου Μαρουδιά (ΜΕ3)."

 

Δε συμφωνούμε με τις θέσεις του εφεσείοντα κάτω από αυτούς τους λόγους έφεσης, σύμφωνα με τις οποίες το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη θέση του ΜΕ3 Ν. Μαρουδιά, ούτε ότι παρέβλεψε το Δικαστήριο ότι ο ΜΥ1 Περδίος στη μαρτυρία του παραδέχθηκε ότι ο τραυματισμός του εφεσείοντα επηρεάζει την εργασία σε επαγγέλματα που προϋποθέτουν μεγάλες και απότομες κινήσεις ή παρατεταμένες κινήσεις σε έκταση της σπονδυλικής στήλης. Ούτε ασπαζόμαστε τη συνδεόμενη μ΄ αυτά θέση του εφεσείοντα ότι ο ΜΥ1 δεν ήταν εμπειρογνώμονας για το επάγγελμα που ασκούσε ο εφεσείων. Μπορεί ο μάρτυρας να μην είναι εμπειρογνώμονας για το επάγγελμα που ασκούσε ο εφεσείων, πλην όμως η ιατρική του ειδικότητα τον καθιστούσε εμπειρογνώμονα για όλα τα θέματα για τα οποία κατέθεσε, από ιατρικής πάντα άποψης, ως προς την κατάσταση της υγείας και τις δυνατότητες του εφεσείοντα.

 

Κατά τα άλλα, συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την αιτιολογημένη αποδοχή της μαρτυρίας στην οποία βασίστηκε για να εξαγάγει τα ευρήματά του, όπως και για την επίσης αιτιολογημένη απόρριψη της διιστάμενης με αυτή μαρτυρίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς, όπως έχουμε προσδιορίσει ανωτέρω.

 

Η Αντέφεση της εναγόμενης - εφεσίβλητης.

 

Τέσσερεις συνολικά λόγους Αντέφεσης προώθησε η εφεσίβλητη, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

 

1ος λόγος Αντέφεσης - Επιδικασθείς τόκος επί του ποσού των €5.500 για έξοδα μελλοντικής εγχείρησης.

 

Στην εκκαλούμενη Απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι στην Έκθεση Απαίτησης δεν εδιεκδικείτο, επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα και ποσό εκ €5.500, ως έξοδα μελλοντικής εγχείρησης, αφού διέταξε τη διενέργεια τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης. Το ποσό τούτο προστέθηκε στο ποσό των Γενικών Αποζημιώσεων, το οποίο ανήλθε έτσι στο συνολικό ποσό των €35.500 και στο οποίο το Δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία του δυστυχήματος ήτοι από τις 23.1.2003, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2008 και με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία εκείνη, μέχρι εξόφλησης.

 

Η εφεσίβλητη υποβάλλει ότι η επιδίκαση του τόκου από την ημερομηνία του δυστυχήματος είναι λανθασμένη, αφού πρόκειται για μελλοντική δαπάνη, η οποία σύμφωνα με πάγια νομολογία, φέρει τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Η θέση αυτή της εφεσίβλητης είναι ορθή και υποστηρίζεται πράγματι από πάγια νομολογία. (Βλ. π.χ. την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση αρ. 248/2009, Ορθοδόξου ν. Ιωάννου, ημερομηνίας 13.7.2012).

 

Επομένως, αυτός ο λόγος αντέφεσης επιτυγχάνει.

 

2ος λόγος Αντέφεσης - Τα ψεύδη του εφεσείοντα και οι επιπτώσεις τους.

 

Κάτω από αυτό το λόγο Αντέφεσης, η εφεσίβλητη εντοπίζει και επισημαίνει κάποια σημεία από την πρωτόδικη απόφαση στα οποία το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως ψευδή. Όπως υποβάλλει, εάν ο εφεσείων προσήρχετο ενώπιον της δικαιοσύνης με ειλικρίνεια και χέρια καθαρά, δε θα υπήρχε η ανάγκη της μακράς διαδικασίας και σπατάλη χρόνου. Η εφεσίβλητη παρέπεμψε στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Churchill Car Insurance v. Kelly (2007) R.T.R. 309, στην οποία ο ενάγων είχε προβεί σε ψευδορκία, αναφορικά με την αξίωση του για απώλεια απολαβών, και το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή του και τον καταδίκασε στα έξοδα παραπέμποντάς τον στον Εισαγγελέα για σκοπούς ποινικής του δίωξης για ψευδορκία. Δε συμφωνούμε με τη θέση αυτή της εφεσίβλητης. Κατ΄ αρχάς η μελέτη της απόφασης στην υπόθεση Churchill Car Insurance v. Kelly καταδεικνύει πολύ διαφορετικά γεγονότα. Στην υπόθεση εκείνη, ο ενάγων αξίωνε και αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών λόγω διακοπής της εργοδοσίας του μετά το δυστύχημα. Αποδείχθηκε όμως ότι η απώλεια της εργασίας του έγινε επειδή ο ενάγων απολύθηκε συλληφθείς να κλέβει, ενώ η επιστολή απόλυσής του που παρουσίασε στο Δικαστήριο ήταν πλαστογραφημένη. Το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή του για απώλεια απολαβών όπως επίσης και για σωματικές βλάβες επειδή η ψευδορκία του κατέστησε τη μαρτυρία του ως προς σωματικές βλάβες επισφαλή.

 

Τα γεγονότα στην υπό εξέταση περίπτωση είναι ασφαλώς διαφορετικά και τα όποια ψεύδη καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα αναφορικά με την αξίωσή του για απώλεια εισοδημάτων, ήσαν απλά το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της άσκησης κρίσης από το Δικαστήριο, ενώ οι σωματικές βλάβες του αποδείχθηκαν όχι απλά με μαρτυρία του ιδίου, αλλά με αποδεκτή ιατρική μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Η αξίωσή του για απώλεια εισοδημάτων ορθά απορρίφθηκε, όπως έχουμε ήδη αποφανθεί, και η απόρριψη της δικής του μαρτυρίας, αλλά και άλλων, στο θέμα τούτο, δεν θα μπορούσε να επενεργήσει αρνητικά επί άλλων, αποδειχθεισών αξιώσεών του, ή επί των εξόδων ή του επιδικασθέντος τόκου.

 

Όπως εξάλλου διευκρινίστηκε σε μεταγενέστερη απόφαση του Αγγλικού  Εφετείου στην υπόθεση Ul-Hag and others v. Shah (2010) 1 All E.R. 73, δεν υφίσταται γενικός κανόνας δικαίου σύμφωνα με τον οποίο η δόλια υπερβολή μιας γνήσιας αξίωσης έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη ολόκληρης της απαίτησης. Αντίθετα, είναι καλά καθιερωμένη αρχή óτι ο ενάγων δεν αποστερείται αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούται, επειδή επιχείρησε δόλια να επιτύχει περισσότερα από όσα εδικαιούτο. Όπως τονίστηκε, εκεί όπου η απαίτηση αποτελείται από ένα μείγμα ψευδών και γνήσιων αξιώσεων, η συμπερίληψη ψευδούς αξίωσης, δεν μπορεί από μόνη της να μετατρέψει μια γνήσια αξίωση σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγοι Αντέφεσης αρ. 3 και 4 - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της ευθύνης για το δυστύχημα.

 

Κάτω από αυτούς τους δύο λόγος Αντέφεσης, τους οποίους θα συνεξετάσουμε, η εναγόμενη-εφεσίβλητη, στρέφεται εναντίον του τριτοδιάδικου-εφεσίβλητου δι΄ Αντεφέσεως.

 

Η βασική εκδοχή της εφεσίβλητης, όπως αυτή συνοψίστηκε στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν ότι, ενώ οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου, προπορευόταν της ίδιας ένα όχημα τύπου βαν το οποίο βρισκόταν μεταξύ του δικού της αυτοκινήτου και αυτού του τριτοδιάδικου και γι΄ αυτό δεν της δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθεί την πρόσκρουση στο κιγκλίδωμα και την ανεξέλεγκτη πορεία του αυτοκινήτου του τριτοδιαδίκου. Το βαν φρενάρισε απότομα, με αποτέλεσμα η ίδια που το ακολουθούσε σε μικρή απόσταση να βρεθεί προ διλήμματος και αγωνίας της στιγμής και να αναγκαστεί, ελαττώνοντας ταχύτητα, να οδηγήσει το όχημά της προς τη δεξιά λωρίδα για να αποφύγει τη σύγκρουση με το βαν, οπότε και αντιλήφθηκε μπροστά της, στα 10 περίπου μέτρα από το βαν, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να σταματά απότομα, με επακόλουθο να συγκρουστεί μαζί του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτεταμένα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και της εκδοχής της εφεσίβλητης στις σελίδες 15, 16 και 17 της Απόφασής του, την οποία και τελικά απέρριψε ως αναξιόπιστη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αντίφαση στη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως προς το εάν το προπορευόμενο βαν ελάττωσε ταχύτητα όχι απότομα, ή κατά πόσο σταμάτησε απότομα, ενώ δεν έδωσε πειστική εξήγηση κατά την αντεξέταση, ως προς αυτή την αντίφαση. Όπως δε έκρινε το Δικαστήριο, οι αναφορές της περί ύπαρξης προπορευόμενου βαν, ήσαν "επίπλαστες και βολετά προπαρασκευασμένες" για να δικαιολογήσουν την αδυναμία της να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα του εφεσείοντα.

 

Άλλο σημείο της μαρτυρίας της περί αδυναμίας της να δει νωρίτερα το όχημα του εφεσείοντα, επειδή μόλις είχε βγει ένα ανήφορο και άρχιζε το κατήφορο και, συνακόλουθα, η ορατότητα, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως νεοφανές θέμα, το οποίο η εφεσίβλητη ανέφερε για πρώτη φορά στην αντεξέταση. Σημείωσε επίσης το Δικαστήριο την παράλειψή της να ζητήσει όπως, στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα που είχε ετοιμασθεί επί τόπου στην απουσία της και της υποδείχθηκε από την Αστυνομία τέσσερις μέρες αργότερα, οπότε και το υπέγραψε, ως ορθό, σημειωθεί οτιδήποτε περί την ύπαρξη και τις κινήσεις του βαν, που θεωρούσε ουσιώδες θέμα. Ούτε και μερίμνησε η εφεσίβλητη, σημείωσε περαιτέρω το Δικαστήριο, να ζητήσει τα στοιχεία του οχήματος και του οδηγού του βαν, αν και όπως είχε αναφέρει, μετά το δυστύχημα, ο οδηγός του την μετέφερε στο όχημα εκείνο και την φρόντισε για λίγο. Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε και το γεγονός ότι η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν καταχώρησε αγωγή για τις σωματικές βλάβες που υπέστη, και τις ζημιές στο όχημά της, ούτε και υπέβαλε οποιαδήποτε απαίτηση είτε εναντίον του εφεσείοντα είτε του τριτοδιάδικου.

 

Με την αγόρευση της εφεσίβλητης προβάλλονται διάφορα επιχειρήματα για να καταδείξουν ότι οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσίβλητης, είναι εσφαλμένοι. Όπως για παράδειγμα ότι, εφόσον το βαν δεν είχε εμπλακεί στο δυστύχημα και στάθμευσε εκεί κοντά, δεν ετίθετο θέμα να τοποθετηθεί η τελική του θέση στο σχεδιάγραμμα και ότι η εφεσίβλητη, ούσα τραυματισμένη στο πόδι, δε θα ασχολείτο κατά το χρόνο εκείνο με τη συλλογή στοιχείων μαρτύρων.

 

Μελετήσαμε με προσοχή στη λεπτομέρειά τους, τόσο τα σημεία αναφοράς στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και τα επιχειρήματα της εφεσίβλητης. Πέραν του ότι οι απαντήσεις και εξηγήσεις ως προς το γιατί παρέλειψε να πράξει το ένα ή το άλλο θα έπρεπε να προέρχονταν από την ίδια ως εξηγήσεις και όχι να προβάλλονται ως επιχειρήματα, αδυνατούμε να δούμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο αξιολόγησης και στο δικαιολογητικό της απόρριψης της μαρτυρίας και βασικής εκδοχής της εφεσίβλητης, καταλήγοντας στο ότι η τελική του κρίση ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της ήταν εύλογα προσφερόμενη υπό τις περιστάσεις.

 

Επομένως, αυτοί οι δύο λόγοι Αντέφεσης απορρίπτονται.

 

Ως αποτέλεσμα και για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, αποφασίζουμε ως ακολούθως:

 

 

1.     Η Έφεση του εφεσείοντα-ενάγοντα, όπως και η Αντέφεση της εφεσίβλητης-εναγομένης, επιτυγχάνουν μερικώς.

 

2.     Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως ακολούθως:

 

α. Το ποσό των Γενικών Αποζημιώσεων υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης τροποποιείται ως ακολούθως:

 

"€50.500 ως γενικές αποζημιώσεις εκ των οποίων το ποσό των €45.000 θα φέρει τόκο προς 8% ετήσια από την ημερομηνία του δυστυχήματος, ήτοι 23.1.2003 μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2008 και από την ημερομηνία εκείνη με νόμιμο τόκο μέχρι εξοφλήσεως, ενώ το ποσό των €5.500 θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

Τα υπόλοιπα ποσά που επιδικάστηκαν πρωτόδικα παραμένουν ως έχουν.

 

 

 

 

Στην Έφεση τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ στην Αντέφεση δεν επιδικάζουμε έξοδα.

 

 

Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                                    Κ. Κληρίδης, Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο