ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.  143/2009)

 

14 Σεπτεμβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείοντας,

ΚΑΙ

 

1.     ΣΟΝΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

2.    ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,

ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

Εφεσίβλητοι.

_________________________

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσείοντα.

Ν. Δαμιανού για Χ. Κυριακίδη, για τους Εφεσίβλητους.

__________________________


  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Αιτία για την αγωγή ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και στη συνέχεια για την παρούσα έφεση αποτέλεσε θανατηφόρο δυστύχημα που επεσυνέβη στις 24.5.2003, λίγο πριν από τις 5.25 π.μ., στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας-Κοφίνου παρά την είσοδο από το Αλεθρικό.  Ο θανών Χαράλαμπος Αθανασίου οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής CAM 982 τύπου Toyota Land Cruiser.    Στο προαναφερόμενο σημείο του δρόμου, υπό συνθήκες που ήταν αμφισβητούμενες, ο θανών έχασε τον έλεγχο του οχήματος του με αποτέλεσμα να προσκρούσει επανειλημμένα επί των κιγκλιδωμάτων του δρόμου και να τραυματιστεί θανάσιμα.  Στο ίδιο σημείο, λίγο προηγουμένως, είχε προηγηθεί σύγκρουση μεταξύ του σαλούν του εναγόμενου-εφεσείοντα και του βυτιοφόρου του τριτοδιαδίκου.   Στην παρούσα έφεση οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Χαράλαμπου Αθανασίου είναι εφεσίβλητοι ενώ ο εναγόμενος είναι εφεσείων.  Ο τριτοδιάδικος δεν μετέχει στην παρούσα διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση μετά από 13 μήνες, παρά τον σχετικό κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επιβάλλει την έκδοση απόφασης εντός 6 μηνών.  Αφού αναφέρθηκε στις θέσεις των εναγόντων, του εναγομένου και του τριτοδιαδίκου, παρέθεσε τα παραδεκτά γεγονότα και στη συνέχεια τη μαρτυρία, προέβη σε ευρήματα και συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τελικά, αφού συνυπολόγισε και την πραγματική μαρτυρία, κατέληξε στα τελικά του συμπεράσματα ως προς την ευθύνη των  μερών.  Οι αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης είχαν συμφωνηθεί και επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ανάλογα με τον καταμερισμό της ευθύνης στον οποίο προέβηκε, πλέον τόκους και έξοδα. 

 

Δεν θα αναφερθούμε στα ποσά που συμφωνήθηκαν επί πλήρους ευθύνης εφόσον αυτά δεν αμφισβητούνται με την παρούσα έφεση και αντέφεση.  Θα αναφερθούμε στα όσα οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των μερών. 

 

Ήδη αναφερθήκαμε στον αποβιώσαντα Χαράλαμπο Αθανασίου, ο οποίος στις 5.25 π.μ. περίπου οδηγούσε το όχημα του στο προαναφερόμενο σημείο του δρόμου.  Στο ίδιο σημείο, λίγη ώρα προηγουμένως, είχε επισυμβεί σύγκρουση μεταξύ του οχήματος με αρ. εγγραφής ΕΧΡ 705, τύπου Honda Integra, το οποίο οδηγείτο από τον εναγόμενο-εφεσείοντα και του βυτιοφόρου με αρ. εγγραφής ΗΧΥ 583, τύπου Scania, το οποίο οδηγείτο από τον τριτοδιάδικο.   Το όχημα του εναγόμενου-εφεσείοντα κτύπησε στο πίσω μέρος του βυτιοφόρου του τριτοδιάδικου, ενώ το βυτιοφόρο οδηγείτο στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου.   Μετά τη σύγκρουση, το όχημα του εφεσείοντα ακολούθησε πορεία λοξώς προς τα αριστερά και ακινητοποιήθηκε κάθετα πάνω στο επιστρωμένο έρεισμα του αυτοκινητόδρομου με το μπροστινό του μέρος να βλέπει προς το διαχωριστικό προστατευτικό κιγκλίδωμα.  Το βυτιοφόρο του τριτοδιάδικου, μετά την σύγκρουση προχώρησε για κάποια απόσταση και ακινητοποιήθηκε σε ευθεία γραμμή μεταξύ της λωρίδας επιτάχυνσης και της αριστερής λωρίδας του αυτοκινητόδρομου.  Λίγο αργότερα, με απροσδιόριστο τον επακριβή χρόνο , ο αποβιώσας περνούσε με το όχημα του από το ίδιο σημείο και στο ύψος που βρισκόταν το ακινητοποιημένο βυτιοφόρο, αλλά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, οπότε ξαφνικά παρεξέκλινε της πορείας του πλαγιολισθαίνοντας και κτύπησε στο δεξιό διαχωριστικό προστατευτικό κιγκλίδωμα.  Ακολούθως συνέχισε με διαγώνια πορεία προς τα αριστερά, εξήλθε του δρόμου και επέπεσε επί του αριστερού μεταλλικού προστατευτικού κιγκλιδώματος.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι υπήρχε κάποια ιδιαιτερότητα στην υπόθεση εφόσον ο ένας εμπλεκόμενος οδηγός είχε αποβιώσει, ενώ ο τριτοδιάδικος και ο εναγόμενος-εφεσείων επέλεξαν να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία στο δικαστήριο.  Υπό το φως της προαναφερόμενης δυσκολίας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στις γραπτές καταθέσεις του εναγόμενου-εφεσείοντα και του τριτοδιάδικου.  Όσον αφορά τους ενάγοντες-εφεσίβλητους, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτοί ενώ δεν κάλεσαν τον τριτοδιάδικο ως μάρτυρα εισηγήθηκαν στο δικαστήριο ότι θα έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία του τριτοδιάδικου που είχε δοθεί υπό μορφή γραπτής κατάθεσης στην Αστυνομία και παρουσιάστηκε ως τεκμήριο 1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για τη μη προσέλευση του τριτοδιάδικου ως μάρτυρα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην κατάθεση του τριτοδιάδικου, τεκμήριο 1, αφού δεν πληρείτο μια σημαντική προϋπόθεση του άρθρου 27 του Κεφ. 9. 

 

Όσον αφορά την κατάθεση του εναγόμενου-εφεσείοντα στην Αστυνομία, τεκμήριο 8, ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόντων-εφεσιβλήτων να γίνει δεκτή, από το δικαστήριο, αναφορικά με τις παραδοχές και τις δηλώσεις εναντίον του συμφέροντος του εναγομένου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε  ότι υπήρχαν δύο τέτοιες παραδοχές:  (α ) ότι ο εναγόμενος κτύπησε στο πίσω μέρος του βυτιοφόρου ενώ και τα δύο οχήματα βρίσκονταν στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, και (β) ότι η ταχύτητα του πριν από τη σύγκρουση ήταν  περίπου 110 ΧΑΩ ενώ το όριο ήταν 100 ΧΑΩ.   Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη τις προαναφερόμενες παραδοχές του εναγόμενου-εφεσείοντα, αλλά όχι το υπόλοιπο της κατάθεσης του στην Αστυνομία. 

Με τα προαναφερόμενα στοιχεία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος-εφεσείων είχε ευθύνη για το δυστύχημα και τις συνέπειες του.  Η αμέλεια του εναγόμενου συνίστατο στο ότι το όχημα του προσέκρουσε στο πίσω μέρος του βυτιοφόρου του τριτοδιάδικου, ενώ το βυτιοφόρο οδηγείτο κανονικά στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου.  Επιπρόσθετα, ο εναγόμενος-εφεσείων είχε ταχύτητα που υπερέβαινε έστω και λίγο το όριο ταχύτητας.  Αυτά οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος-εφεσείων δεν ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, δεν οδηγούσε με ταχύτητα που του επέτρεπε  να αποφύγει ενδεχόμενο πραγματικό κίνδυνο και επομένως ήταν αμελής κατά την οδήγηση.  Παρά την εφαρμογή των φρένων του, αυτός δεν κατόρθωσε να σταματήσει έγκαιρα και συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του βυτιοφόρου. 

 

Αναφορικά με τον τριτοδιάδικο, ο οποίος δεν μετέχει στην παρούσα διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη.  Ο τριτοδιάδικος βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, κτυπήθηκε από πίσω και δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι είχε το χρόνο να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης και δεν το έπραξε.  Παρόλο που στα τεκμήρια 1 και 8 (καταθέσεις του τριτοδιάδικου και του εναγόμενου-εφεσείοντα στην Αστυνομία), υπήρχαν εκδοχές για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο συγκρούσεων, πρώτης και δεύτερης, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να αγνοήσει τις εκδοχές αυτές ένεκα της μη εμφάνισης του τριτοδιάδικου και του εναγόμενου-εφεσείοντα ως μαρτύρων ενώπιον του και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση για την απουσία τους.

 

Αναφορικά με την ευθύνη του αποβιώσαντα (εφεσιβλήτων) το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι το ογκώδες βυτιοφόρο όχημα του τριτοδιάδικου, πλάτους 2.5 μ. και μήκους 8.5 μ. και μεγάλου ύψους ήταν ακινητοποιημένο καταλαμβάνοντας μέρος της λωρίδας επιτάχυνσης και περισσότερο από το ήμισυ της αριστερής λωρίδας του αυτοκινητόδρομου.  Περαιτέρω έκρινε ότι ο εναγόμενος-εφεσείων, λόγω της δικής του αμέλειας (να προσκρούσει στο πίσω μέρος του βυτιοφόρου), προκάλεσε κίνδυνο και εμπόδιο στο δρόμο τα οποία είχε να αντιμετωπίσει ο αποβιώσας.  Η κατάσταση στο δρόμο, όταν εμφανίστηκε ο αποβιώσας, προκαλούσε κάποια σύγχυση.  Δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία για την ταχύτητα του αποβιώσαντα κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Οι καταθέσεις του τριτοδιάδικου και του εναγόμενου, τεκμήρια 1 και 8, ότι αντιλήφθηκαν το όχημα του αποβιώσαντα να περνά δίπλα τους, με μεγάλη ταχύτητα, δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο αφού συνιστούσαν έκφραση γνώμης και αφού οι καταθέτες δεν εμφανίστηκαν ως μάρτυρες στο δικαστήριο. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Τσολάκης (Διαχειριστής) ν. Ανδρέου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 129, στην οποίαν το Ανώτατο Δικαστήριο κατένειμε εξίσου την ευθύνη μεταξύ του ακινητοποιημένου, στη δεξιά πλευρά του αυτοκινητόδρομου, οχήματος, και αυτού που επέπεσε σ΄ αυτό.  Υπήρχε μαρτυρία ότι το όχημα που επέπεσε στο σταθμευμένο όχημα οδηγείτο  με ταχύτητα 130-140 ΧΑΩ αντί 100 ΧΑΩ. 

 

Όσον αφορά το ζήτημα του φωτισμού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, το  πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν δόθηκε λεπτομερής μαρτυρία για το ζήτημα αυτό και αυτό αποτελούσε έλλειψη στη μαρτυρία των εναγόντων-εφεσιβλήτων.

 

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ως εύλογο συμπέρασμα, «ότι οι δύο συγκρούσεις επεσυνέβησαν το πολύ με λίγα λεπτά διαφορά».  Το δικαστήριο βρήκε ότι η πάροδος κάποιου χρονικού διαστήματος δεν επηρέασε σημαντικά την ευθύνη των μερών.  Αναφορικά με την αιτιώδη συνάφεια το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εναγόμενου-εφεσείοντα ότι τα δύο δυστυχήματα ήταν ασύνδετα μεταξύ τους.  Το επίπεδο απόδειξης που ίσχυε είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και, εφόσον η παρέκκλιση του αποβιώσαντα άρχιζε στο ύψος του βυτιοφόρου, δηλαδή εκεί όπου υπήρχε ο πιο ψηλός κίνδυνος και το μεγαλύτερο εμπόδιο, κατέληξε:  «Θεωρώ ότι έχει αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των δύο συγκρούσεων και ότι ο αποβιώσας έχασε τον έλεγχο του οχήματος του λόγω ακριβώς της κατάστασης με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπος».

 

Με βάση τα προαναφερόμενα ευρήματα το πρωτόδικο δικαστήριο  έκρινε ότι ο εναγόμενος-εφεσείων έφερε ευθύνη για το θάνατο του αποβιώσαντα, αλλά και ότι ο αποβιώσας (εφεσίβλητοι) είχε σημαντικό  ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας.  Καταμέρισε την ευθύνη σε ποσοστό 30% στον εναγόμενο-εφεσείοντα και ποσοστό 70% στον αποβιώσαντα.  Ο τριτοδιάδικος απαλλάχθηκε οιασδήποτε ευθύνης κυρίως διότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν βρήκε ότι αποδείχθηκε ότι υπήρχε χρόνος εντός του οποίου ο τριτοδιάδικος θα μπορούσε να μετακινήσει το όχημα του και δεν το έπραξε. 

 

Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με ένα μόνο λόγο, ο οποίος αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος-εφεσείων είχε ευθύνη 30% για το ατύχημα και ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των δύο συγκρούσεων. 

 

Με την αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους:   (α) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψιν του για τον καταμερισμό της ευθύνης, τις ξεκάθαρες, ανεπιφύλακτες και αναμφισβήτητες παραδοχές του εναγομένου-εφεσείοντα,  (β) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έλαβε ως δεδομένη τη θέση των εναγόντων-εφεσιβλήτων ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το όχημα τους κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας,  (γ)  ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβη σε συμπέρασμα ότι το ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη ο αποβιώσας ήταν συνέχεια και συνέπεια της πρώτης σύγκρουσης και ότι η πορεία αποφυγής έγινε στην εξέλιξη ή στο τέλος της πρώτης σύγκρουσης, όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στο τεκμήριο 1.  Λανθασμένα, δηλαδή, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε να μην προσδώσει βαρύτητα στο τεκμήριο 1 (κατάθεση τριτοδιάδικου),  (δ)  ότι λανθασμένα και χωρίς αιτιολογία το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο αποβιώσας είχε συντρέχουσα αμέλεια για το ατύχημα, και (ε)  ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε καταμερισμό ευθύνης 30% εις βάρος του εναγόμενου-εφεσείοντα και 70% εις βάρος του αποβιώσαντα (εφεσιβλήτων).   Κατά τους εφεσίβλητους η ευθύνη του εναγόμενου-εφεσείοντα θα έπρεπε να ήταν αποκλειστική ή τουλάχιστον 50%, σύμφωνα με τις αυθεντίες τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο επικαλέστηκε. 

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, σε μια δύσκολη, λόγω ελλείψεων, υπόθεση προέβη σε ορθή ανάλυση της μαρτυρίας, καθοδηγήθηκε από ορθές αρχές της νομολογίας, αλλά τα συμπεράσματα του δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ορθά.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι μόνες παραδοχές του εναγόμενου-εφεσείοντα τις οποίες θα έπρεπε να συνυπολογίσει ήταν εκείνες οι δύο στις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του.  Ως προς τις θέσεις των εμπλεκομένων οχημάτων στο δρόμο θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε οτιδήποτε ως δεδομένο, αλλά καθόρισε τις θέσεις των οχημάτων ανάλογα με τα στοιχεία και τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του.  Όσον αφορά την κατάθεση του τριτοδιάδικου, τεκμήριο 1, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε να μην της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σ΄  αυτή εφόσον ο τριτοδιάδικος δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να δοθεί ευκαιρία αντεξέτασης του και δεν δόθηκε και οποιοσδήποτε λόγος για την απουσία του από το δικαστήριο. 

 

Όσον αφορά όμως τον καταμερισμό της ευθύνης, που είναι το αντικείμενο της έφεσης, αλλά και των λόγων (δ) και (ε) της αντέφεσης,  θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε.  Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε επαρκής μαρτυρία και παραδεκτά γεγονότα ότι ο εναγόμενος-εφεσείων ευθυνόταν για τη σύγκρουση με το προπορευόμενο βυτιοφόρο του τριτοδιάδικου επειδή προφανώς δεν επέδειξε δέουσα επιμέλεια κατά την οδήγηση, στον ουσιώδη χρόνο, και επειδή και η ταχύτητα του ήταν μεγαλύτερη της επιτρεπομένης.  Δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τον ακριβή χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης σύγκρουσης των οχημάτων του εφεσείοντα και του τριτοδιάδικου και της δεύτερης σύγκρουσης του αποβιώσαντα, που εκπροσωπείται από τους εφεσίβλητους, επί του κιγκλιδώματος του δρόμου.  Εκείνο που ήταν όμως σαφές ήταν ότι οι δύο συγκρούσεις απείχαν μεταξύ τους, κάποια, έστω και λίγα, λεπτά και αυτό ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, στη σελ. 22 της απόφασης του.  Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε λανθασμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και της ευθύνης του εναγόμενου-εφεσείοντα και της σύγκρουσης που υπέστη, στη συνέχεια, ο αποβιώσας.  Η όποια αμέλεια του εφεσείοντα δεν αποδείχτηκε ότι συνέτεινε με οποιονδήποτε τρόπο στο μεταγενέστερο ατύχημα και το θάνατο του αποβιώσαντος (εφεσίβλητων).   Το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι, επειδή ο αποβιώσας έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και παρεξέκλινε της πορείας του, στο ύψος του σταθμευμένου βυτιοφόρου, αυτό έδειχνε ότι οι πράξεις του ήταν αποτέλεσμα της συγχιστικής κατάστασης με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπος, δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία και κρίνεται ως αυθαίρετο.   Αντίθετα, παρουσιάζεται ότι ο αποβιώσας προφανώς έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, εξαιτίας έλλειψης δέουσας προσοχής και φροντίδας εκ μέρους του, με αποτέλεσμα να πλαγιολισθήσει και να παρεκκλίνει της πορείας του και να κτυπήσει στο αριστερό κιγκλίδωμα του δρόμου με μοιραία αποτελέσματα για τον ίδιο.   Υπό τις περιστάσεις αυτές θεωρούμε ότι δεν ήταν ορθό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταμερίσει ευθύνη 30% στον εφεσείοντα και 70% συντρέχουσα αμέλεια στον αποβιώσαντα.  Κατά την κρίση μας, ο αποβιώσας έφερε ολόκληρη την ευθύνη για το τι του συνέβηκε ενώ ο εφεσείων δεν αποδείχτηκε ότι είχε οποιαδήποτε ευθύνη.

 

Στην υπόθεση Τσολάκη (ανωτέρω), από την οποίαν καθοδηγήθηκε ο πρωτόδικος δικαστής, είχε αποδειχθεί ότι η ορατότητα ήταν  περιορισμένη (γύρω στα 280 μέτρα), ενώ στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν περιορισμένη ορατότητα.   Στην προαναφερόμενη υπόθεση η ταχύτητα του οχήματος που επέπεσε στο σταθμευμένο όχημα ήταν 130-140 ΧΑΩ, ενώ στην προκείμενη περίπτωση, η ακριβής ταχύτητα του αποβιώσαντα δεν ήταν γνωστή, αν και λέχθηκε ότι ήταν μεγάλη.  Στην Τσολάκη (ανωτέρω), το σταθμευμένο όχημα ήταν ολόκληρο μέσα στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου.   Όμως η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και της Τσολάκη (ανωτέρω), είναι ότι εδώ, ο αποβιώσας απώλεσε ο ίδιος τον έλεγχο του οχήματος του πλαγιολίσθησε, παρεξέκλινε της πορείας του  και κτύπησε στο αριστερό κιγκλίδωμα, χωρίς αυτό να αποδειχθεί ότι συνδέεται με την κατάσταση που επικρατούσε στο δρόμο. Στην Τσολάκη, ο εφεσείων επέπεσε επί του σταθμευμένου οχήματος του εφεσίβλητου που συνιστούσε οχληρία, μέσα στο δρόμο και ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, τραυματίστηκε. Υπό τις περιστάσεις, η ευθύνη του εφεσείοντα στην Τσολάκη ορθώς θεωρήθηκε πολύ μικρότερη από αυτήν του αποβιώσαντος σ΄  αυτή την υπόθεση.  

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ώστε ο εφεσείων να μην έχει οποιανδήποτε ευθύνη για το ατύχημα του αποβιώσαντος, ενώ ολόκληρη την ευθύνη να φέρει ο αποβιώσας (εφεσίβλητοι). 

 

 

 Έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσείοντα.

 

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

                                                       

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο