ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2023

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.  133/2010)

 

14 Σεπτεμβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ/στές]

 

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ Π.Σ.Μ. ΠΕΤΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

_________________________

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 27.3.2012.

 

Λ. Παπαφιλίππου, Στ. Κιττής, Π. Χριστοφίδης και Η. Αγγέλοβα (κα.), για τους

Αιτητές.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η Αίτηση.

__________________________


ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ:   Την  ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

________________________

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Στην Πολιτική Έφεση αρ. 133/2010 εκδόθηκε τελική απόφαση στις 12.12.2011, από το παρόν Εφετείο, με την οποίαν απορρίφθηκε η έφεση των εφεσειόντων-εναγόντων (αιτητών στην παρούσα αίτηση), με έξοδα εις βάρος τους.  Επικυρώθηκε ουσιαστικά η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 30.3.2010 στην Αγωγή 3608/04, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποίαν το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που οι ενάγοντες είχαν αποδείξει την ύπαρξη αδικοπραξίας, απέτυχαν να αποδείξουν τη συγκεκριμένη ζημιά που υπέστηκαν, το ύψος δηλαδή της απώλειας τους και ως αποτέλεσμα τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ τους και εναντίον του εναγόμενου-εφεσίβλητου μόνον για ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €50.-, χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

Με την παρούσα αίτηση οι  πρώην εφεσείοντες-αιτητές ζητούν:

 

(α)  Διάταγμα που να διατάσσει το άνοιγμα και επανακρόαση της έφεσης ή και αναψηλάφηση και αναθεώρηση της απόφασης της  παρούσας έφεσης. 

 

(β)  Περαιτέρω ή άλλο διάταγμα ή θεραπεία που το δικαστήριο θα κρίνει ορθό και πρέπον προς εξυπηρέτηση και απονομή της δικαιοσύνης ή και για να εκπληρώσει το δικαιοδοτικό του καθήκον.

 

Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 θ.θ. 1 και 2, Δ.35 θ.θ. 3 και 8, Δ.57 θ.2, Δ.64 θ.θ. 1 και 2, στον  περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν 14/60), άρθρα 2, 29(γ) και 31, στους Κανόνες της Επιείκειας  και στις Σύμφυτες Εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στους Κανόνες περί Φυσικής Δικαιοσύνης.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση, όπως αναγράφεται σ΄ αυτή, εκτίθενται στη συνημμένη ένορκη δήλωση του κ. Πέτρου Πέτρου, Διευθυντή της αιτήτριας εταιρείας, στα δικόγραφα, στην πρωτόδικη διαδικασία, στην  προσαχθείσα μαρτυρία, στους λόγους έφεσης και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 12.12.2011, από την οποίαν προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

1.     Ότι το Εφετείο παραβίασε το δικαιϊκό κανόνα audi alteram partem, εφόσον εισήγαγε αυτεπάγγελτα και χωρίς να δώσει το δικαίωμα στους διαδίκους να ακουστούν επί του θέματος, ζήτημα μη δικογράφησης των επίδικων ζημιών των εφεσειόντων με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να υποστεί κατάφωρη αδικία.

2.    Το Εφετείο παρέλειψε να ενεργήσει και να ασκήσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το άρθρο 31 του Ν 14/60, το οποίο υποχρεώνει το δικαστήριο να παρέχει όλες τις θεραπείες στις οποίες οιοσδήποτε των διαδίκων θα εδικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε εγερθείσα, από αυτόν, αξίωση, στηριζόμενη στο νόμο ή στις αρχές της επιείκειας, κατά τρόπο ώστε τα αμφισβητούμενα θέματα μεταξύ των διαδίκων να διαγιγνώσκονται πλήρως και τελικώς και να αποφεύγεται πολλαπλότης διαδικασιών. 

3.    Το Εφετείο ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων της επιείκειας εφόσον βάσισε την απόφαση του σε τύπους αντί να κρίνει την υπόθεση επί της ουσίας, δηλαδή το Εφετείο ενώ θα μπορούσε να διατάξει την τροποποίηση των λεπτομερειών της ειδικής ζημιάς στο δικόγραφο των εφεσειόντων ή να τους καλέσει να υποβάλουν οι ίδιοι σχετική αίτηση ή ακόμα να διατάξει επανακρόαση για το ύψος της επίδικης ζημιάς, απέφυγε να πράξει οτιδήποτε τέτοιο με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν αδικία. 

4.    Το Εφετείο  παραγνώρισε παντελώς τις θέσεις των διαδίκων και ενήργησε αυτεπάγγελτα χωρίς να σχολιάσει την προσαχθείσα μαρτυρία.

5.    Το Εφετείο  παραγνώρισε το μέγεθος της ζημιάς των εφεσειόντων και επιδίκασε μόνο το ευτελές ποσό των €50.-, και

6.    Το άνοιγμα και η επανακρόαση και/ή αναψηλάφηση και αναθεώρηση της έφεσης, υπό τις περιστάσεις, επιβάλλεται για να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου.

 

Ο καθ΄ ου η αίτηση καταχώρησε  ένσταση στην οποίαν αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας πέραν και έξω από τις πρόνοιες του Συντάγματος.  Οι αιτητές, με την αίτηση τους, ουσιαστικά επιδιώκουν  επανακρόαση ή αναψηλάφηση των θεμάτων τα οποία ήγειραν με τους λόγους έφεσης τους και το περίγραμμα τους, ενώπιον του εκδικάσαντος Εφετείου.

 

Στην αγόρευση των αιτητών γίνεται αναφορά σε εξυπακουόμενη ή εννοούμενη δικαιοδοσία (implicit jurisdiction) του δικαστηρίου και προς επίρρωση της θέσης αυτής οι αιτητές παραθέτουν την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Taylor and Another v. Lawrence and Another (2003) Q.B. 528 όπου λέχθηκε ότι το Αγγλικό Εφετείο έχει εξυπακουόμενη ή εννοούμενη δικαιοδοσία να πράξει οτιδήποτε είναι αναγκαίο με σκοπό τη διόρθωση λανθασμένων αποφάσεων και τη διασφάλιση της δημόσιας εμπιστοσύνης στο σύστημα απονομής της  δικαιοσύνης.   Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τους αιτητές, το Εφετείο διέπραξε καταφανή και ουσιαστικά σφάλματα παραγνωρίζοντας τη μαρτυρία τόσο των εφεσειόντων όσο και του εφεσίβλητου, τα παραδεκτά γεγονότα και τις κοινές δηλώσεις των διαδίκων και εφαρμόζοντας μεθόδους που μετέτρεψαν το Εφετείο ουσιαστικά σε εμπειρογνώμονα.  Το Εφετείο ενήργησε, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ουσιαστικά έξω από τα ορθά πλαίσια άσκησης της δικαιοδοσίας του με αποτέλεσμα την πρόκληση  μεγάλης αδικίας εις βάρος των αιτητών.  Το Εφετείο ακόμα εισήγαγε αυτεπάγγελτα ζήτημα μη δικογράφησης των επίδικων ζημιών με αποτέλεσμα οι αιτητές να χάσουν την ευκαιρία να ακουστούν επί του  θέματος αυτού.  Το Εφετείο ακόμη δεν άσκησε τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν 14/60 αλλά ούτε και εφάρμοσε τις αρχές της επιείκειας με σκοπό να αποφευχθεί η αδικία εις βάρος των αιτητών. 

 

Κατά τους αιτητές οι Αγγλικοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπουν το επανάνοιγμα έφεσης και επίσης οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, όπως επεξηγήθηκαν στην υπόθεση Ex. p. Pinochet Ugarte (No. 2) (1999) 1 All E.R. 577, δίνουν εξουσία στο δικαστήριο να διορθώσει την οποιαδήποτε αδικία προκλήθηκε από ένα προγενέστερο διάταγμα του δικαστηρίου.  Η αίτηση για επανάνοιγμα μιας έφεσης είναι ορθό να υποβάλλεται στο Εφετείο που εξέδωσε την απόφαση και το οποίο έχει εξουσία να διορθώσει τα λάθη που έγιναν, στα οποία οι αιτητές, στην αγόρευση τους, αναφέρονται εκτενώς. 

 

Η νομική θέση που ισχύει στην Κύπρο είναι ξεκάθαρη.  Δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και μια απόφαση Εφετείου είναι τελική και τελεσίδικη.  Η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου, η οποία υπάρχει, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου μια απόφαση του Εφετείου είναι άκυρη, λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Δέστε:  Βογαζιανός κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 281/06, ημερ. 9.9.2011 στην οποίαν γίνεται αναφορά σε αρκετές προηγούμενες αποφάσεις όπως Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργ. Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151 και Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 302).  Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο διακηρύττει ότι η προηγούμενη απόφασή του είναι άκυρη.

 

Στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226 η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέβη σε ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα της σύμφυτης εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τόνισε τα εξής:  Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη.  Σε τέτοια περίπτωση η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερόμενου προσώπου είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του δικαστηρίου. 

 

Στην  υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 τονίστηκε, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι τριτοβάθμια δικαιοδοσία είναι θεσμός άγνωστος  στο νόμο και βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του κυπριακού δικαίου.

 

Στην υπόθεση Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122 η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικρότησε την Αντωνίου (ανωτέρω) και διαχώρισε την υπόθεση Pinochet (ανωτέρω) λέγοντας ότι η υπόθεση εκείνη άπτεται της δικαιοδοσίας της Δικαστικής Επιτροπής  της Βουλής των Λόρδων της Αγγλίας και δεν έχει σχέση με τις σύμφυτες εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση  Pinochet (ανωτέρω), όπως και στην υπόθεση Taylor (ανωτέρω), το ζήτημα που απασχόλησε τα δικαστήρια και οδήγησε στην ακύρωση προηγούμενων εκδοθεισών αποφάσεων, στην  πρώτη περίπτωση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων και στη δεύτερη περίπτωση του Αγγλικού Εφετείου, ήταν ζήτημα μεροληψίας και έλλειψης αντικειμενικότητας εκ μέρους Δικαστή που μετείχε στη σύνθεση του εκδικάζοντος δικαστηρίου.

 

 Όπως τονίστηκε και στην κυπριακή νομολογία (δέστε:  τις αποφάσεις στις υποθέσεις Ρόπας και Βογαζιανός (ανωτέρω)), εκτός αν επιδιώκεται διόρθωση γραφικού λάθους στη βάση της Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ευχέρεια επανεκδίκασης έφεσης, ουσιαστικά σε τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, εκτός αν η απόφαση του Εφετείου είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.   Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης είναι  ουσιαστικά ότι ουδείς είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης (Nemo judex in causa sua) και ότι όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές έχουν το δικαίωμα να ακουστούν στην υπόθεση (Audi Alteram Partem).

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός από τους αιτητές ότι το εκδικάσαν Εφετείο ή  οποιοδήποτε μέλος του είχε οποιοδήποτε συμφέρον ή ενδιαφέρον στην υπόθεση με αποτέλεσμα να μολυνθεί η διαδικασία.  Ούτε και υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός από τους αιτητές ότι δεν έγινε επίδοση σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο ή ότι οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος  και συγκεκριμένα οι διάδικοι δεν είχαν την ευκαιρία να ακουστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να προβάλουν τις θέσεις τους.  Είναι γεγονός ότι οι αιτητές στην αίτηση τους μιλούν για παραβίαση του κανόνα Audi Alteram Partem αλλά εξηγούν ότι το παράπονο τους αφορά στην αναφορά του Εφετείου σε αδυναμίες της Έκθεσης Απαιτήσεως.  Δεν πρόκειται δηλαδή περί παραπόνου ότι είτε το  πρωτόδικο δικαστήριο, είτε το Εφετείο, στέρησαν σε οποιοδήποτε διάδικο και ειδικά στους αιτητές το δικαίωμα να  προβάλουν τις θέσεις τους. 

 

Εφόσον δεν τίθεται θέμα ακυρότητας της απόφασης του Εφετείου εξαιτίας παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, οπότε θα ήταν χρέος του δικαστηρίου προς τη δικαιοσύνη, με σκοπό την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, να ακυρώσει την απόφαση του, δεν τίθεται θέμα επανανοίγματος της υπόθεσης με σκοπό την επανεξέταση και διόρθωση των κατ΄ ισχυρισμό λαθών που διέπραξε το Εφετείο.   Όλοι οι ισχυρισμοί των αιτητών αφορούν σε δήθεν λάθη του πρωτόδικου δικαστηρίου και κυρίως του Εφετείου το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την (εσφαλμένη) εντύπωση του Εφετείου ότι οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν, στο βαθμό που απαιτείται, τη ζημιά τους.  Κατά τους αιτητές το Εφετείο αγνόησε μαρτυρία  που δεν είχε αμφισβητηθεί, κοινές δηλώσεις των διαδίκων, παραδεκτά γεγονότα και μετέτρεψε τον εαυτό του σε πραγματογνώμονα, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένη απόφαση κατάφωρα άδικη για τους αιτητές.  Αυτά όλα, όμως, θα μπορούσαν να εξεταστούν  μόνο στα πλαίσια τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας η οποία δεν υφίσταται στο κυπριακό δίκαιο.

 

Παρά την κατάληξη μας και για να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις για την ορθότητα της απόφασης του Εφετείου, επιθυμούμε να επισημάνουμε ότι υπήρχαν κενά στην υπόθεση των αιτητών που δεν επέτρεπαν την ακριβή αποτίμηση της ζημιάς τους.   Απλή ανάγνωση της απόφασης του Εφετείου δείχνει τα κενά στην υπόθεση των αιτητών.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι η αίτηση είναι νομικά αστήριχτη και δεν  μπορεί να επιτύχει, εφόσον με αυτή ζητείται ουσιαστικά η εξέταση της υπόθεσης εκ νέου, σε τρίτο βαθμό, και δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης η οποία θα παρείχε σύμφυτη εξουσία στο δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του Εφετείου, καθηκόντως και ως χρέος προς τη δικαιοσύνη (ex debito justiciae).   

 

Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των αιτητών τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

 

                                                        Δ.

 

 

                                                        Δ.

     

 

                                                        Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο