ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1943

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 114/12)

 

 

22 Αυγούστου, 2012

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΒΡΙΕΛΛΑΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Γ.Α. ΣΕΡΓΙΔΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ) ΣΤΙΣ 22/6/12 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΣΕ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/6/12 ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΑΙΤΗΣΗ 18/12 ΓΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΓΑΒΡΙΕΛΛΑΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΜΙΧΑΗΛ V. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛ.

------------------

 

 

Π. Μιχαήλ, για την Αιτήτρια.

Χρ. Ματθαίου, για τον Καθ΄ου η αίτηση

 

-------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ:  Με την παρούσα αίτηση της, την οποία καταχώρησε αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη για το σκοπό αυτό άδεια του Δικαστηρίου, η αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari, στόχος του οποίου είναι η ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του ευπαίδευτου Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 22/6/12.  Με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε αίτημα της αιτήτριας όπως της χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης μέχρι εκδίκασης της κυρίως αίτησής της (Αίτηση 18/12), χωρίς να εξετάσει και να αποφανθεί επί της ουσίας του ενδιάμεσου αιτήματος της, γιατί έκρινε ότι η αιτήτρια απέκρυψε ουσιώδες γεγονός το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του και συγκεκριμένα ότι είχε αποκρύψει το γεγονός ότι και στο παρελθόν και συγκεκριμένα στις 2/2/2012, είχε καταχωρήσει ενδιάμεση αίτηση με την οποία επεδίωκε παρόμοιας φύσης ενδιάμεση θεραπεία, αίτηση η οποία απορρίφθηκε κατόπιν ακρόασης.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε τη δεύτερη ενδιάμεση αίτηση και γιατί έκρινε ότι αυτή είναι καταχρηστική. 

 

Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα σχετικά με τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα διαδικασία γεγονότα και καλύτερης κατανόησης τους θεωρώ σκόπιμο όπως σ΄αυτό το στάδιο παραθέσω το ιστορικό της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης.

 

Η ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η ενδιάμεση απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου η οποία βρίσκεται στο στόχαστρο της παρούσας αίτησης, καταχωρήθηκε στις 12/6/2012 και ήταν η δεύτερη στη σειρά παρόμοιας αίτηση που καταχώρησε η αιτήτρια. Όταν καταχωρήθηκε, καταχωρήθηκε ως μονομερής αίτηση.  Όταν όμως τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του στις 13/6/12, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έδωσε οδηγίες για επίδοσή της στην άλλη πλευρά, όπερ και εγένετο.  Η άλλη πλευρά καταχώρησε ένσταση, με αποτέλεσμα η μονομερής αίτηση της αιτήτριας να εκδικαστεί ως να είχε εξ υπαρχής καταχωρηθεί δια προσεπικλήσεως (by summons).  Οι λόγοι για τους οποίους ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε όπως ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και διατάξει επίδοση της μονομερούς αίτησης της αιτήτριας, παρατίθενται στο σχετικό πρακτικό το οποίο κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσιο:

 

«Δικαστήριο:

 

Η μονομερής αίτηση που καταχώρισε η Αιτήτρια, ημερ. 12/6/12, είναι η δεύτερη ενδιάμεση αίτηση που καταχώρισε η Αιτήτρια στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.  Η πρώτη, η οποία ήταν δια κλήσεως, είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο μετά από ακρόαση.

 

Στη μονομερή αίτηση ημερ. 12/6/12 γίνεται αναφορά σε κάποιους πρόσφατους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, όμως, η Αιτήτρια ρητά αναφέρει στην ένορκη δήλωσή της ότι ο Καθ΄ου η αίτηση προβάλλει αντίθετους ισχυρισμούς.

 

Λόγω της φύσεως της αίτησης, κρίνω ότι αυτή πρέπει να επιδοθεί στον Καθ΄ου η αίτηση για να έχει την ευχέρεια να ασκήσει το συνταγματικό του δικαίωμα να ακουστεί, αν επιθυμεί.  Γι΄αυτό, η μονομερής αίτηση ορίζεται για επίδοση στις 19/6/12, η ώρα 9:00 π.μ.»

 

(Η έμφαση είναι δική μου)

 

 

 

Τα γεγονότα στα οποία στηριζόταν η ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 12/6/2012, εκτέθηκαν στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας, συζύγου του καθ΄ου η αίτηση.  Σύμφωνα με την εν λόγω ένορκη δήλωση τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα μετά την απόρριψη της πρώτης ενδιάμεσης αίτησης.  Όπως στην περίπτωση της αίτησης ημερομηνίας 2/2/2012, έτσι και στην περίπτωση της αίτησης ημερομηνίας 12/6/2012, η αιτήτρια καταλογίζει στον καθ΄ου η αίτηση σύζυγό της, βίαιη εναντίον της συμπεριφορά, σωματική και ψυχολογική.  Να σημειωθεί ότι στις πρώτες παραγράφους της ένορκης δήλωσής της, η αιτήτρια, αφού κάμνει αναφορά στο ιστορικό του γάμου της, επαναλαμβάνει τα γεγονότα που είχαν αποτελέσει το πραγματικό υπόβαθρο της πρώτης ενδιάμεσης αίτησής της.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, με αναφορά σε σχετική νομολογία (Χρ. Στυλιανού ν. Α. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583), απέρριψε τη δεύτερη ενδιάμεση αίτηση της αιτήτριας κατόπιν ακρόασης με το εξής σκεπτικό:

 

«Η προκείμενη αίτηση είναι η δεύτερη ενδιάμεση αίτηση που η Αιτήτρια καταχώρισε στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.  Η πρώτη ήταν δια κλήσεως και καταχωρίστηκε στις 2/2/2012.  Αυτή δε, μετά από ακρόαση, είχε απορριφθεί με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου στις 15/5/2012, χωρίς να καταχωριστεί έφεση εναντίον της.

 

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την κρινόμενη αίτηση ουδεμία αναφορά γίνεται στη διαδικασία της προηγούμενης ενδιάμεσης αίτησης, πράγμα το οποίο η Αιτήτρια όφειλε να κάνει, παραλείποντας έτσι να καταδείξει τη σύνδεση των νέων, κατά τον ισχυρισμό της, γεγονότων, με τα παλαιά τα οποία επικαλείται στην προηγούμενη αίτησή της, η οποία έχει απορριφθεί.

 

.............................

 

. Με βάση τη νομολογία, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να εξεταστεί οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός.

 

Λόγω της ουσιώδους αυτής παράλειψης, θεωρώ ότι η κρινόμενη αίτηση είναι και καταχρηστική, διότι ξεπερνά το φυσιολογικό και νόμιμο όριο που πρέπει να έχει η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.»

 

 

 

Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται και η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της, όπως οι εν λόγω ισχυρισμοί προκύπτουν από το ενώπιον μου υλικό, έχουν ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 12/6/2012 χωρίς να εξετάσει την ουσία του αιτήματός της, «υπέπεσε σε νομικό σφάλμα το οποίο συνίστατο στο ότι προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, σε παρανομία έκδηλη στο πρακτικό και παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης».

 

Πρόσθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός, ο οποίος όμως δεν έχει προωθηθεί και ως εκ τούτου δεν θα με απασχολήσει, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας τη θέση του ότι, η ένσταση του καθ΄ου η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία έπασχε καθότι του επιδόθηκε εκπρόθεσμα με αποτέλεσμα να στερηθεί του δικαιώματός του να επιδιώξει αντεξέταση του καθ΄ου η αίτηση.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις του καθ΄ου η αίτηση.  Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του συνιστά η θέση ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή της αιτούμενης θεραπείας.  Είναι η θέση του ότι η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν περιέχει «προφανές νομικό λάθος» και ότι για τη διασάλευση των σχέσεων του ανδρογύνου η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά την αιτήτρια.

 

Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας, ότι ένταλμα certiorari μπορεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων να εκδοθεί και στις περιπτώσεις όπου από το πρακτικό διαπιστώνεται νομικό σφάλμα εμφανές στην όψη του πρακτικού  (error of law apparent in the face of the record).  Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι στόχος του certiorari είναι η διόρθωση λανθασμένων νομικά αποφάσεων.  Για σκοπούς διόρθωσης τέτοιων αποφάσεων, το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο είναι η έφεση.  Εκεί όμως όπου το νομικό σφάλμα αναδύεται από το πρακτικό αυτόματα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη για σκοπούς διακρίβωσης του να ερευνηθούν τα στοιχεία και η μαρτυρία, τότε παρέχεται περιθώριο ελέγχου της πρωτόδικης απόφασης με διάταγμα τύπου certiorari.  Και «πρακτικό» (record) με την έννοια που χρησιμοποιείται εδώ σημαίνει την ελεγχόμενη απόφαση και ότι άλλο ρητά ενσωματώνεται σ΄αυτή (Halsbury´s Laws, 4η έκδοση, παρ. 84, σελ. 17), εκτός βέβαια και αν πρόκειται για περίπτωση όπου η ακύρωση της απόφασης επιδιώκεται για λόγους παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ή για καταστρατήγηση ρητής συνταγματικής διάταξης, οπόταν και το νομικό σφάλμα, αν αυτό δεν αναδύεται αυτόματα από το πρακτικό, μπορεί να διαπιστωθεί με τη βοήθεια εξωγενούς μαρτυρίας.  Με άλλα λόγια «δεν είναι αρκετό», όπως πολύ εύστοχα παρατηρείται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη στο Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, 1η έκδοση, σελ. 127 «ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθορισμένη νομική αρχή.  Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας των στοιχείων ή της μαρτυρίας».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εκδηλώθηκε διαφωνία ως προς το τι συνιστά «πρακτικό».  Το πρακτικό στην παρούσα περίπτωση αποτελεί η ενδιάμεση απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.6.2012 με την οποία απορρίφθηκε η ενδιάμεση αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 12/6/2012 με βάση το σκεπτικό το οποίο έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.

 

Διεξήλθα την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προσεκτικά έχοντας συνέχεια κατά νου τις εκατέρωθεν θέσεις.  Για τους πιο κάτω λόγους είναι η διαπίστωσή μου ότι από το κείμενο της απόφασης αυτόματα αναδύεται νομικό σφάλμα εμφανές στην όψη του πρακτικού.  Οι λόγοι είναι οι εξής:

 

1.  Η υποχρέωση του αιτητή για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων υφίσταται μόνο στην περίπτωση μονομερούς αίτησης (Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ., 1168).

Στην παρούσα υπόθεση η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά με οδηγίες του δικαστηρίου.  Μετά την επίδοση της στην άλλη πλευρά η μονομερής αίτηση απώλεσε την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και μετατράπηκε σε αίτηση δια κλήσεως (Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923 και Αναφορικά με τον Κώστα Σμυρνιού Αρ. αίτησης 6/2000 για έκδοση Mandamus και  Certiorari (2000) 1 AAΔ 43).  Ακολουθεί πως το πρωτόδικο δικαστήριο έχει εφαρμόσει τον κανόνα της υποχρέωσης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων στην περίπτωση αίτησης δια κλήσεως ενώ σύμφωνα με τη νομολογία ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις.  Αυτό αποτελεί σφάλμα που είναι εμφανές στην όψη του πρακτικού ως έχει προσδιορισθεί πιο πάνω.

 

2.  Σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδη είναι εκείνα τα στοιχεία ή γεγονότα τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας (Cobelfret κ.α. ν. Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1 A.A.Δ 733).  Ως εκ τούτου, στόχος του σχετικού κανόνα είναι να καταστήσει τον ίδιο τον Δικαστή που επιλαμβάνεται μονομερούς αίτησης, κοινωνό όλων των ουσιωδών γεγονότων.

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως φαίνεται από το πιο πάνω πρακτικό ο ευπαίδευτος Πρόεδρος είχε υπόψη του το μη αποκαλυφθέν γεγονός.  Προκύπτει επομένως ότι έχει εφαρμόσει το σχετικό κανόνα και στην περίπτωση που το δικαστήριο είναι ενήμερο του μη αποκαλυφθέντος γεγονότος.  Αυτό αποτελεί ακόμα ένα νομικό σφάλμα στην όψη του πρακτικού ως έχει προσδιορισθεί πιο πάνω.

 

Τα πιο πάνω διαπιστωθέντα από την όψη του πρακτικού νομικά σφάλματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναδεικνύουν μια έκδηλη αντιφατικότητα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε την αίτηση της αιτήτριας η οποία αντιφατικότητα εντάσσει την παρούσα  περίπτωση εντός της εμβέλειας του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις» στοιχείο που δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος Certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου και συγκεκριμένα του ένδικου μέσου της έφεσης.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζει και τη μοίρα του δεύτερου λόγου απόρριψης από το Οικογενειακό Δικαστήριο του αιτήματος της αιτήτριας ως καταχρηστικού.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αίτηση επιτυγχάνει.  Εκδίδεται διάταγμα certiorari με το οποίο η ενδιάμεση απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 22/6/2012 στην ενδιάμεση αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 12/6/2012 για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης ακυρώνεται.  Με δεδομένο ότι η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί η ουσία της αίτησης, η αίτηση επιστρέφεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο για συνέχιση της ακρόασης και εκδίκαση της ουσίας της αίτησης.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ΄ου η αίτηση.  Η πρωτόδικη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα ακυρώνεται.

 

 

 

                                                        Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο