ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1859
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 65/2009)
27 Ιουλίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΠΙΤΣΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΙΚΟΣΙ,
2. ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΙΚΟΣΙ,
3. ΓΚΛΟΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΙΚΟΣΙ,
4. ΚΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΙΚΟΣΙ,
Εφεσείουσες,
- και -
ΒΥΡΩΝΑ ΑΡΓΥΡΟΥ ΑΡΓΥΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
Για τις Εφεσείουσες παρουσιάζεται προσωπικά η Εφεσείουσα αρ. 1, κα Πίτσα Γεωργίου Είκοσι.
Ειρ. Τουμάζου (κα) για Κιτρομηλίδη & Πέτσα, για τον Εφεσίβλητο.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ορθή η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Ο Διευθυντής είχε κρίνει, δυνάμει του άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, ότι η διαφιλονικούμενη έκταση γης αποτελούσε μέρος του κτήματος που ανήκε στον Εφεσίβλητο.
Οι Εφεσείουσες (αιτήτριες στην πρωτόδικη διαδικασία), είναι συνιδιοκτήτριες του ακινήτου με αρ. εγγραφής 41344 και 41345, Φ/Σχ. 49/20.5.111, Τεμάχιο 72, στα Πάνω Λεύκαρα, το οποίο εφάπτεται με το τεμάχιο 71 που ανήκει στον Εφεσίβλητο-Καθ' ου η αίτηση. Μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο κτημάτων, υπήρξε συνοριακή διαφορά, ως αποτέλεσμα της αμφισβήτησης του κοινού συνόρου. Οι Εφεσείουσες καταχώρησαν αίτηση για επίλυση της συνοριακής διαφοράς, για να ακολουθήσει και ο Εφεσίβλητος με δική του αίτηση. Στις 6.3.2003 διεξήχθη δυνάμει του άρθρου 58 του Κεφ. 224, επιτόπια έρευνα από τον Λειτουργό του Κτηματολογίου κ. Σταύρο Προδρομή (Μ.Υ.1), ενώ η χωρομετρική εργασία έγινε από τη χωρομέτρη του Κτηματολογίου κα Γεωργίου Σωτηρίου (Μ.Υ.2) στην παρουσία των διαδίκων και του Μ.Υ.1. Η Έκθεση που ετοίμασε για την επιτόπια έρευνα, καθώς και η χωρομετρική εργασία της Μ.Υ.2, υποβλήθηκε στον υπεύθυνο του κλάδου για να ελεγχθούν. Επειδή στο μεταξύ έγινε καταγγελία στην αστυνομία από τις Εφεσείουσες για κατεδάφιση περιτοιχίσματος, στις 14.5.2003 διεξήχθη δεύτερη επιτόπια έρευνα και πάλιν στην παρουσία των διαδίκων, για να επανεξεταστούν τα τοποθετηθέντα ορόσημα. Ακολούθησε η ίδια διαδικασία και τοποθετήθηκαν εκ νέου ορόσημα, τα οποία συνέπιπταν με αυτά που είχαν τοποθετηθεί κατά την πρώτη επιτόπια έρευνα. Τόσο τα σχεδιαγράμματα, όσο και η χωρομετρική εργασία που έγινε στις δύο επιτόπιες έρευνες, ελέγχθηκαν και βρέθηκαν ορθά από το Λειτουργό Χαρτογραφήσεων. Στις 17.6.2003 ο Διευθυντής του Κτηματολογίου αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία, αποφάσισε ότι η διαφιλονικούμενη λωρίδα γης ανήκε στο Τεμάχιο 71, στο οποίο υπήρχε επέμβαση από το Τεμάχιο 72.
Η απόφαση του Διευθυντή εφεσιβλήθηκε από τις Εφεσείουσες, με Αίτηση-Έφεση που υπέβαλαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το παράπονο που διατύπωσαν ήταν, μεταξύ άλλων, ότι ο Διευθυντής έσφαλλε στην εκτίμηση των γεγονότων, δεν ερεύνησε επαρκώς τα στοιχεία, δεν έλαβε υπόψη του την πραγματική κατάσταση επί τόπου, δεν χρησιμοποίησε τις ενδεδειγμένες μεθόδους για διερεύνηση της διαφοράς, δεν έλαβε υπόψη ότι το υπό αμφισβήτηση τμήμα του περιτοιχίσματος δεν είχε μετακινηθεί τα τελευταία 100 χρόνια και ότι τα ορόσημα που έλαβε υπόψη είναι λανθασμένα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, έκρινε ότι ο Διευθυντής άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Όπως ανέφερε, όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Διευθυντή ήταν ορθά και εν πάση περιπτώσει, τα ουσιώδη ήταν αποδεχτά και από τον εμπειρογνώμονα των Εφεσειουσών. Επίσης έκρινε την τελική κατάληξη του Διευθυντή, ότι η διαφιλονικούμενη λωρίδα γης ανήκε στο τεμάχιο 71, ως ορθή και σύμφωνη με τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Με τον ίδιο τρόπο έκρινε και τα επιμέρους επίδικα θέματα που είχε απoφασίσει ο Διευθυντής, όπως το ότι ο τοίχος κατεδαφίστηκε το 1993 και αναστηλώθηκε και επομένως δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός των Εφεσειουσών ότι ο τοίχος ήταν στην ίδια θέση για 100 χρόνια. Το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι το Κτηματολόγιο χρησιμοποίησε λανθασμένες μεθόδους και ότι τα ορόσημα δεν συνάδουν με την απόφαση του Διευθυντή.
Οι Εφεσείουσες με εννέα λόγους έφεσης αμφισβητούν την πρωτόδικη απόφαση.
Όπως επισημάνθηκε και από την πρωτόδικη δικαστή, με αναφορά στην υπόθεση Αριστοτέλους ν. Χατζηκυριάκου (2001) 1 ΑΑΔ 100, ο Διευθυντής ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών που του παρέχονται από τα άρθρα 50 και 58 για επίλυση συνοριακών διαφορών, έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η ενάσκηση της οποίας εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. επίσης Χατζησοφρωνίου ν. Δημοσθένους, Πολ. Έφ. 111/08, ημερ. 20.5.2011). Το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή, δυνάμει του μηχανισμού που παρέχεται από το άρθρο 80 του Κεφ. 224, εφαρμόζει τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ωστόσο, το Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιούται να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν ισχυροί λόγοι για να ακολουθήσει μια τέτοια πορεία.
Έχουμε εξετάσει την απόφαση του Διευθυντή και δεν έχουμε πεισθεί ότι αυτός, με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Ως προς το λόγο έφεσης 1, δεν έχουμε πειστεί ότι ο Διευθυντής παρέλειψε να λάβει υπόψη οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο. Επίσης, κανένα ικανοποιητικό στοιχείο δεν προσκομίστηκε που να θέτει υπό αμφισβήτηση τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το Διευθυντή ή να δείχνει ότι αυτός πλανήθηκε. Αντίθετα, όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη είχαν ελεγχθεί από τον ίδιο και βρέθηκαν ορθά. Με το λόγο έφεσης 3, οι Εφεσείουσες με αναφορά σε διάφορα τεχνικά θέματα, εισηγούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να διαπιστώσει ότι «από μόνη της η ακρίβεια ενός οργάνου δεν καθορίζει την ακρίβεια μετρήσεων, αλλά υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες στο πεδίο». Ενώ δεν διαφωνούμε με το δεύτερο σκέλος της εισήγησης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα δικαστήρια δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις επί τεχνικών θεμάτων. Γι' αυτά τα θέματα στηρίζονται στη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Στην προκειμένη περίπτωση ο τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία τους, ήταν σύμφωνος με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης. Καμία από τις μεθόδους μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν από τους μάρτυρες και υιοθετήθηκαν από το Διευθυντή, έχει αποδειχθεί ότι είναι λανθασμένη. Ως προς το λόγο 9, η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να περιέχει κάποια επουσιώδη λάθη και αναφορές, αλλά αυτές με κανένα τρόπο δεν επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου για τον τρόπο που ο Διευθυντής άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για να αποφανθεί επί του ουσιώδους σημείου της συνοριακής διαφοράς. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως φαίνεται από το περιεχόμενό της, είναι πλήρως αιτιολογημένη και κατά την κρίση μας, δεν ευσταθεί ο αντίθετος ισχυρισμός που προβάλλεται με το λόγο έφεσης 9.
Όμως το πιο σοβαρό κώλυμα για την επιτυχία της έφεσης, σχετίζεται με την υιοθέτηση από το Διευθυντή της γενικής χωρομετρίας του 1932 και την επικύρωση της θέσης αυτής από το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι Εφεσείουσες με το λόγο έφεσης 2 και μερικώς με το λόγο έφεσης 9, αμφισβητούν ότι εφαρμόζεται η χωρομετρία του 1932. Επίσης διαφωνούν με την ευπαίδευτη πρωτόδικο δικαστή ότι οι Εφεσείουσες, εφόσον δεν έχουν αμφισβητήσει τη χωρομετρία του 1932, δεσμεύονται από τα εν χρήσει σχέδια που στηρίζονται σ' αυτή. Κατά την κρίση μας, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή. Οι Εφεσείουσες με την Αίτηση-Έφεση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αμφισβήτησαν δυνάμει του άρθρου 80 του Κεφ. 224, την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή επί της συνοριακής διαφοράς, δυνάμει του άρθρου 58. Το συγκεκριμένο δικαστικό διάβημα των Εφεσειουσών είχε περιορισμένη εμβέλεια και αφορούσε στην επίλυση της συνοριακής διαφοράς και όχι την αμφισβήτηση της ορθότητας των εν χρήσει σχεδίων που στηρίζονταν στη Χωρομετρία του 1932. Κατά την κρίση μας η κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού ότι οι Εφεσείουσες ουδέποτε αμφισβήτησαν τη Χωρομετρία του 1932, είναι ορθή, αφού δεν προέβησαν σε κανένα διάβημα δυνάμει του Νόμου προς αυτή την κατεύθυνση. Ανεξάρτητα τούτου, σε σχέση με τα δύο κτήματα, καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε που να θέτει υπό αμφισβήτηση τη Χωρομετρία του 1932, έστω και αν το συγκεκριμένο θέμα δεν ήταν επίδικο σ' εκείνη τη διαδικασία, δυνάμει των άρθρων 58 και 80. Ακόμα και ο Τοπογράφος-Μηχανικός κ. Δ. Μακρυγιάννης (Μ.Ε.2), ο οποίος κατάθεσε για λογαριασμό των Εφεσειουσών, δεν διαφώνησε ούτε με την ακρίβεια των μετρήσεων του Κτηματολογίου, ούτε με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν όπως για παράδειγμα την επαλήθευση που έγινε με τη χρήση του δορυφορικού συστήματος GPS, το οποίο, όπως είχε αναφερθεί, είχε υψηλό ποσοστό ακρίβειας. Ως προς τη Χωρομετρία, ο μάρτυρας δήλωσε ότι δεν διαφώνησε «καμιά φορά με το Κτηματολόγιο για την οριοθέτηση του 1932».
Το Κτηματολόγιο για επίλυση της συνοριακής διαφοράς δυνάμει του άρθρου 58, όφειλε να εφαρμόσει το εν χρήσει επίσημο σχέδιο. Αν οι Αιτήτριες θεωρούσαν ότι τα εν χρήσει σχέδια που στηρίζονταν στη Χωρομετρία του 1932 ήταν εσφαλμένα, τότε θα έπρεπε να προβούν σε διαβήματα π.χ. δυνάμει του άρθρου 61, ώστε αφού εντοπιστεί το λάθος και διορθωθεί, τότε να υποβάλουν την αίτηση τους για συνοριακή διαφορά, δυνάμει του άρθρου 58.
Παρόμοιο πρόβλημα είχαμε να αντιμετωπίσουμε πρόσφατα στην υπόθεση Χατζησωφρονίου κ.α. ν. Βασιλείου κ.α., Π.Ε. 36/09, ημερ. 9.7.2012, όπου τονίσαμε την κρίσιμη διαφορά μεταξύ συνοριακής διαφοράς (άρθρο 58) και διόρθωσης σχεδίου που αντανακλά στην έκταση γης (άρθρο 61). Το πιο κάτω απόσπασμα είναι επεξηγηματικό:-
«Η θεωρημένη μας κατάληξη είναι (ότι) ορθά έκρινε η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής. Το άρθρο 50 ορίζει σαφώς ότι:
"The area of land covered by a registration of title to immovable property shall be the area of the plot to which the registration can be related on any Government survey plan or any other plan made to scale by the Director.
Provided that where the registration cannot be related to any such plan such area shall be the area of the land to which the holder of the title may be entitled by adverse possession, purchase or inheritance."
Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει η κυρίως πρόνοια του άρθρου 50 εφ΄όσον και τα δύο ακίνητα ήσαν εγγεγραμμένα και συσχετιζόμενα προς το κτηματολογικό σχέδιο. Ως εκ τούτου, η έκταση κάθε κτήματος ήταν εκείνη η οποία καθορίζετο από το σχέδιο. Ορθώς λοιπόν ο Διευθυντής είχε βασισθεί στο σχέδιο, δυνάμει του άρθρου 50, για να αποφασίσει. Η κορυφογραμμή, ως ένδειξη φυσικού συνόρου - και χωρίς να υπεισερχόμεθα στην ακρίβεια ή τη διαχρονική σταθερότητα της - δεν μπορούσε να επηρέαζε την κρίση του Διευθυντή στα πλαίσια αίτησης για διευθέτηση συνοριακής διαφοράς. Καθήκον του Κτηματολογίου επί τοιαύτης αίτησης ήταν να μεταφέρει, μέσω των μετρήσεών του, το σχέδιο επί τόπου και να καθορίσει τα προκύπτοντα σύνορα που καθόριζαν και την έκβαση της συνοριακής διαφοράς. Δεν του επιτρέπετο είτε να διορθώσει το σχέδιο ως λανθασμένο είτε να μην το εφαρμόσει ως τέτοιο, στη βάση της επί τόπου κατάστασης ως προς τα φυσικά στοιχεία, τα οποία δυνατόν να αντιστρατεύοντο την πιστότητα του ή να δημιουργούσαν αμφιβολίες για αυτήν. Αν υπήρχε τέτοια εισήγηση, η ορθή πορεία, όπως υπέδειξε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, δεν ήταν η ακολουθηθείσα προσφυγή σε διαδικασία διευθέτησης συνοριακής διαφοράς δυνάμει του άρθρου 58 αλλά η προσφυγή στο άρθρο 61 προς διόρθωση λάθους στο σχέδιο και της προς αυτό συσχετιζόμενης εγγραφής. Η διαφορά είναι κρίσιμη διότι, ενώ το άρθρο 58 αφορά απλώς διαφωνία ως προς τα σύνορα η οποία επιλύεται με βάση το σχέδιο, η ορθότητα του οποίου εκλαμβάνεται ως δεδομένη, το άρθρο 61 αφορά τη διόρθωση του σχεδίου που αντανακλά στην έκταση της γης που οι ιδιοκτήτες δικαιούνται. Εδώ, εφ΄όσον δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιτόπου χωρομετρική εργασία και ο έλεγχος της δεν έγιναν ορθά, το θέμα λήγει.»
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε πειστεί ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι παράνομη, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, ή λανθασμένη. Οι Εφεσείουσες, οι οποίες είχαν και το βάρος απόδειξης, απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρός λόγος ώστε να ανατραπεί η απόφαση του Διευθυντή.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων. Αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
/ΕΠσ