ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1682
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 241/2008)
19 Ιουλίου 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ALPHA BANK LTD,
Εφεσίβλητης.
-------------------------------------
Χρ. Κληρίδης με Ξ. Ξενοφώντος, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Κόκκινου (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά από επίπονη πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, εκδόθηκε απορριπτική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος, ο οποίες είχε εγείρει αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για επιστροφή σ΄ αυτόν ποσού ύψους ΛΚ34.359, πλέον τόκους, το οποίο κατ΄ ισχυρισμόν παρανόμως χρεώθηκε στο λογαριασμό που διατηρούσε με την τράπεζα.
Σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντος, η τράπεζα εργοδοτούσε κάποιο Κλεάνθη Σκορδή, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της τράπεζας, ενώ τον συμβούλευε επίσης για χρηματιστηριακά θέματα. Χωρίς τις οδηγίες του εφεσείοντος, το εν λόγω πρόσωπο χρέωσε το λογαριασμό του με το πιο πάνω ποσό εκδίδοντας ανάλογη τραπεζική επιταγή προς όφελος κάποιου Λουκά Κώστα, πρόσωπο που ο εφεσείων ούτε καν γνώριζε. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πλαστογραφία της υπογραφής του επί εντύπων της τράπεζας, την οποία και θεωρούσε υπεύθυνη για αμέλεια και/ή απάτη σε βάρος του. Η αντίθετη θέση της τράπεζας ήταν ότι ο λογαριασμός του εφεσείοντος με αρ. 1451330529016, χρεώθηκε με το πιο πάνω ποσό μετά από τις ρητές οδηγίες του προς τον Κλεάνθη Σκορδή, τότε, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, εργοδοτούμενο της.
Ο εφεσείων έδωσε προσωπικά μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστηριζόμενη και από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Ιωάννη Κτωρίδη, ο οποίος διετέλεσε για σειρά ετών υπεύθυνος του εργαστηρίου γραφολογίας και ήταν διευθυντής εγκληματολογικών ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας, από το 1989 μέχρι το 1994, όταν αφυπηρέτησε. Από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας, κατέθεσε ο Κλεάνθης Σκορδής, η δικαστική γραφολόγος και δικηγόρος Μάγδα Μαρία Καμπούρη, ο Φαίδωνας Παπαδόπουλος, περιφερειακός διευθυντής της τράπεζας στην Πάφο και η Μαρία Αριστοδήμου, ταμίας στο κεντρικό κατάστημα της τράπεζας στην Πάφο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε τον ορθόδοξο τρόπο ανάλυσης της μαρτυρίας ώστε να καταλήξει σε ευρήματα, θέτοντας τα στη συνέχεια στη βάσανο της νομικής ανάλυσης, υπό το φως της νομικής βάσης που εδραίωνε την αγωγή και την έκθεση απαίτησης. Αντ΄ αυτού, αξιολόγησε πρώτα την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Ιωάννη Κτωρίδη, ως Μ.Ε.2, έχοντας την «ως αφετηρία», όπως δε το έθεσε:
«... το κύριο επίδικο ζήτημα, όπως το έχω προδιαγράψει ανωτέρω, η έκβαση της υπόθεσης εξαρτάται πρώτιστα και κύρια από την αποδεικτική βαρύτητα που θα αποδοθεί στην επιστημονική μαρτυρία των δύο πραγματογνωμόνων και σε μικρότερο βαθμό από το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της υπόλοιπης μαρτυρίας.».
Αφού στη συνέχεια αφιερώνει αρκετές σελίδες στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Ιωάννη Κτωρίδη, το Δικαστήριο την απέρριψε. Και συνέχισε ως εξής:
«Παρά ταύτα θα προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ενάγοντα και των μαρτύρων των εναγομένων, προκειμένου οι διάδικοι να έχουν μια σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα της συνολικής κρίσης του Δικαστηρίου για την ενώπιον του προσκομισθείσα μαρτυρία.»
Απέρριψε στο τέλος και τη μαρτυρία του εφεσείοντος προτιμώντας την αντίθετη μαρτυρία των μαρτύρων της τράπεζας και ιδιαιτέρως της Μάγδας Μαρίας Καμπούρη, η οποία έπεισε «... όχι μόνο για την επιστημονική της δεινότητα και επάρκεια, αλλά και για την ορθότητα των συμπερασμάτων της.».
Ένα από τα παράπονα του εφεσείοντος, διά του συνηγόρου του, κατ΄ έφεση, αφορά ακριβώς αυτόν τον τρόπο σκεπτικού και αξιολόγησης της πρωτόδικης μαρτυρίας. Κατά τον κ. Κληρίδη, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αναγάγει τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων σε πρωτογενή μαρτυρία καθοριστική εκ προοιμίου της αξίωσης του εφεσείοντος. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης είναι απόλυτα βάσιμοι. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, από όπου και αν προέρχεται, δεν υποκαθιστά την πρωτογενή μαρτυρία των ιδίων των πρωταγωνιστών μιας διαφοράς. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θεμελιώνει επιστημονικώς τη μια ή την άλλη εκδοχή των διαδίκων, αλλά το πράττει συμπληρωματικώς και προς επίρρωση ή αναίρεση, αναλόγως, της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των ιδίων των μερών. Αποτελεί θεμελιώδες λάθος, η επίλυση του κορυφαίου ζητήματος της αξιολόγησης της εκατέρωθεν μαρτυρίας του ενάγοντος και του εναγομένου, διά της προσφερόμενης επιστημονικής μαρτυρίας και μόνο, ή, κατά κύριο λόγο.
Το τι έπραξε εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύεται βασικές νομολογιακές αρχές και πλήττει το θεμέλιο της κατάληξης του. Δεν ήταν δυνατή, ούτε καν νοητή, η προσέγγιση που ακολούθησε το Δικαστήριο. Όταν ταυτόχρονα προσφέρεται μαρτυρία από τον ίδιο το διάδικο δεν είναι ορθή η αξιολόγηση να βασίζεται κατ΄ ουσίαν στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και μάλιστα κατ΄ απομόνωση, όπως έγινε εδώ, όπου κρίθηκε αρχικά μόνο η μαρτυρία Κτωρίδη. Το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία Κτωρίδη, στην ουσία αποφάσισε την ίδια την αγωγή. Θεώρησε ότι το «πλήγμα» που υπέστη η υπόθεση του εφεσείοντος εξ αιτίας της απόρριψης της μαρτυρίας Κτωρίδη, ήταν «καθοριστικό» προς απόρριψη της αγωγής. Όταν στη συνέχεια αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, το έπραξε «παρά ταύτα», παρεμφερώς, δηλαδή, και μόνο προς υποστήριξη του απορριπτικού σκεπτικού του, που ήδη προαποφάσισε. Τη στιγμή που έπρεπε, κύρια και πρωταρχικά, να αξιολογήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντος, του οποίου η θέση ήταν ότι ουδέποτε έδωσε οδηγίες στον Κλεάνθη Σκορδή, δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έντυπο, ούτε την επιταγή και ούτε καν γνώριζε το δικαιούχο αυτής.
Δεν υπάρχουν βεβαίως στερεότυπα στη δικαστική συγγραφή αποφάσεων. Ο τρόπος που επιλέγει ένα Δικαστήριο να συγγράψει την απόφαση του είναι δείγμα της δικαστικής ανεξαρτησίας, του αυτόνομου της δικαστικής κρίσης και της δικανικής συνείδησης. Ταυτόχρονα, όμως, τα Δικαστήρια έχουν προειδοποιηθεί μέσα από τη νομολογία, ότι χρειάζεται μέγιστη προσοχή στην αναδίπλωση της δικαστικής τους σκέψης όπως αυτή αποτυπώνεται εγγράφως, ώστε να μην χάνεται ο αναγκαίος ειρμός και η λογική αλληλουχία κατά την επίλυση περίπλοκων, πολλές φορές, γεγονότων και δύσκολων νομικών θεμάτων. Στην υπόθεση Κυριάκος Γιάλλουρου κ.ά. ν. Σταύρου Ψύλλου διά του πατέρα αυτού Κωνσταντίνου Ψύλλου ασκώντας αποκλειστικά τη γονική μέριμνα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552, λέχθηκαν και τα εξής:
«... η δομή της πρωτόδικης απόφασης δεν βοήθησε στην καταγραφή κατά ένα συστηματικό τρόπο της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της αναδίπλωσης με λογική αλληλουχία των διαφόρων θεμάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Θα αναμενόταν μια πλέον ορθολογιστική προσέγγιση ώστε να υπάρχει ταξινόμηση των διαφόρων επιδίκων θεμάτων ακολουθούμενη από τη σταδιακή επίλυση τους. Η σταχυολογική επίλυση θεμάτων αρχίζοντας μάλιστα από την απόδοση των αποζημιώσεων, πριν καν αξιολογηθεί η μαρτυρία και καταγραφούν τα ευρήματα, περιπλέκει παρά να απλοποιεί την απόφαση. Με κίνδυνο να χαθεί ο απαιτούμενος ειρμός στη σκέψη του Δικαστηρίου, (δέστε Ανδρέα Γιάγκου Σάντη ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 78/07, ημερ. 20.3.09 και Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 58/08, ημερ. 13.10.08, σελ. 31).»
Και στην προαναφερθείσα Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, λέχθηκε στη σελ. 667, ότι ενώ η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, αναμένεται από αυτόν η απόφαση να «... διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς.».
Αλλά και στους υπόλοιπους λόγους έφεσης έχει δίκαιο ο εφεσείων. Δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά σ΄ όλους, για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί στη συνέχεια. Η εισήγηση όμως επί των λόγων έφεσης 13 και 14, είναι η εξής: το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση του εφεσείοντος για επανακλήτευση του εμπειρογνώμονα Κτωρίδη ώστε να τοποθετηθεί επί θεμάτων που δεν τέθηκαν ενώπιον του κατά την αντεξέταση του από την τράπεζα. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 4.3.2008 επί αιτήσεως του εφεσείοντος ημερ. 15.2.2008 για επανακλήτευση, έκρινε ότι η διακριτική του ευχέρεια έπρεπε να ασκηθεί εναντίον της αίτησης διότι η γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντος αμφισβητήθηκε από τη συνήγορο της τράπεζας κατά την αντεξέταση του και επομένως το θέμα δεν ηγέρθηκε ex improviso με την κλήση και ένορκη μαρτυρία της Καμπούρη. Και ότι αποδοχή της αίτησης θα σήμαινε συμπλήρωση της μαρτυρίας του Κτωρίδη και όχι απλά τοποθέτηση επί της μαρτυρίας Καμπούρη.
Προς κατανόηση του εγερθέντος προβλήματος, χρήζουν καταγραφής τα εξής: Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας του εφεσείοντος, Κτωρίδης, είχε εμπλακεί στην εξέταση των διαφόρων εντύπων και από την τράπεζα, η οποία επίσης του είχε ζητήσει να γνωματεύσει εκ μέρους της. Ετοίμασε δε και έκθεση για την πλευρά της τράπεζας, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμ. 17. Η έκθεση που ο μάρτυρας είχε ετοιμάσει εκ μέρους του εφεσείοντος, είχε προηγουμένως κατατεθεί ως Τεκμ. 15 (σελ. 87 και 89-91 των πρακτικών). Η βασική θέση του μάρτυρα ήταν ότι είχε γίνει μεταφορά της υπογραφής του εφεσείοντος από έγγραφο ημερ. 3.8.2001, σε έγγραφο ημερ. 31.7.2001. Υπήρχε τέτοια ταύτιση που δικαιολογούσε, κατά το μάρτυρα, το συμπέρασμα αυτό. Η μεταφορά αυτή είχε γίνει «με κάποιο τρόπο», από άλλο άτομο και όχι από τον ίδιο τον εφεσείοντα, δεν είχε, δηλαδή, τεθεί γνήσια η υπογραφή στο έγγραφο ιδιοχείρως από αυτόν.
Υπήρχαν, κατά το μάρτυρα, διάφοροι τρόποι μεταφοράς υπογραφής πάνω σε ένα έγγραφο. Στην περίπτωση, η μεταφορά δυνατόν να είχε γίνει από κάποιο φωτοαντίγραφο απ΄ ευθείας στο έντυπο με ειδική λαδόκολλα πάνω στο έντυπο, το οποίο κατ΄ ευθείας τυπώνει αντίγραφο από κάτω. Μάλιστα, κατά τη μεταφορά φαίνεται να μετεφέρθη και μια κόκκινη γραμμή που διαπερνά την υπογραφή του εφεσείοντος και που ήταν στο Τεκμ. 18, ημερ. 3.8.2001, το έγγραφο από το οποίο κατ΄ ισχυρισμόν έγινε η μεταφορά, στο άλλο έγγραφο, Τεκμ. 14, ημερ. 31.7.2001. Η κόκκινη γραμμή αποτελεί μια τυποποιημένη γραμμή που θέτει ο λειτουργός της τράπεζας ελέγχοντας την αυθεντικότητα της υπογραφής και τοποθετεί προς ένδειξη του ελέγχου και τα αρχικά του. Ενώ στο Τεκμ. 18, υπήρχε και η κόκκινη γραμμή και τα αρχικά, στο Τεκμ. 14, υπήρχε μόνο η γραμμή, χωρίς τα αρχικά. Να σημειωθεί ότι η θέση της τράπεζας ήταν ότι το πρωτότυπο του Τεκμ. 14, που είναι το έντυπο οδηγιών του εφεσείοντος για την έκδοση της επιταγής για το πόσο των ΛΚ34.359, στον Λουκά Κώστα, απωλέσθη και έτσι παρουσιάσθηκε μόνο αντίγραφο («carbon copy»).
Ο μάρτυρας αντεξετάσθηκε από την τράπεζα. Ο εφεσείων στη συνέχεια έκλεισε την υπόθεση του, αλλά η τράπεζα θεώρησε ορθό να καλέσει ως δική της μάρτυρα τη Μάγδα Μαρία Καμπούρη, Μ.Υ.2, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι δικηγόρος, δικαστική γραφολόγος, εγγεγραμμένη στους Πίνακες Πραγματογνωμόνων στην Ελλάδα και η οποία έδωσε στο Δικαστήριο τη δική της εκδοχή αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμόν πλαστογράφηση ή μεταφορά της υπογραφής του εφεσείοντος. Πριν την αντεξέταση της μάρτυρος από τον κ. Ξενοφώντος, επίσης συνήγορο του εφεσείοντος, ο συνήγορος δήλωσε ότι η μαρτυρία Καμπούρη έθεσε νέα ζητήματα και σχολίασε μαρτυρία που είχε δοθεί από τον Κτωρίδη επί της οποίας και δεν υπήρξε αντεξέταση ή αμφισβήτηση. Επιφυλάχθηκε επομένως το δικαίωμα της πλευράς του εφεσείοντος προς υποβολή αιτήματος για προσαγωγή αντικρουστικής ή διευκρινιστικής μαρτυρίας από τον Κτωρίδη. Όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως υποβλήθηκε αίτηση για επανακλήτευση του Κτωρίδη, η οποία απερρίφθη.
Υπεβλήθη όμως και αίτημα προσαγωγής αντικρουστικής μαρτυρίας από τον εφεσείοντα, ημερ. 5.3.2008, στο τέλος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από την τράπεζα, με στόχο να αντικρουσθεί η μαρτυρία της Καμπούρη, τα ευρήματα και/ή συμπεράσματα της επί των ευρημάτων του Κτωρίδη, στο βαθμό που αυτά δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση Κτωρίδη από την τράπεζα. Και αυτή η αίτηση απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 21.3.2008, μεταξύ άλλων, και διότι η μαρτυρία Κτωρίδη αμφισβητήθηκε από την τράπεζα, το ζήτημα δεν ηγέρθη ex improviso, το βάρος για τη γνησιότητα της αμφισβητούμενης γραφής το έφερε ο εφεσείων και όχι η τράπεζα και ότι στόχος της αντικρουστικής μαρτυρίας ήταν μάλλον να ενισχύσει ή και να συμπληρώσει τη μαρτυρία Κτωρίδη, παρά να αντικρούσει τη μαρτυρία Καμπούρη.
Δεν θα ήταν ορθό για το Εφετείο σε αυτό το στάδιο να ενδιατρίψει σε βάθος επί του σκεπτικού των δύο ενδιάμεσων απορριπτικών αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε, βέβαια, και επί της ορθότητας της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της εν γένει αξιολόγησης της μαρτυρίας. Αρκεί όμως να λεχθεί ότι από τα πρακτικά διαφαίνεται ότι η αντεξέταση του Κτωρίδη από την κα Κόκκινου ήταν σχετικά σύντομη και αφορούσε την έγερση αμφιβολιών στον ίδιο το μάρτυρα ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής, αλλά ιδιαιτέρως επί του τρόπου μεταφοράς αυτής από το ένα έντυπο στο άλλο. Αμφισβητήθηκε επίσης ότι δεν ήταν δυνατό χρονολογικά να μεταφερθεί η υπογραφή από έντυπο ημερ. 3.8.2001, σε προγενέστερο έντυπο που έφερε ημερομηνία 31.7.2001. Η θέση του μάρτυρα ήταν ότι ήταν δυνατή αυτή η μεταφορά και ότι οι γραφικές κινήσεις της υπογραφής στα δύο έντυπα ταυτίζονταν σε τέτοιο βαθμό που φαινόταν ότι η μια εκ των δύο, δεν ήταν αυθεντική. Το πώς ακριβώς αυτό επιτεύχθη δεν ήταν σε θέση να αναφέρει, ούτε βέβαια, σε ποιά ακριβώς χρονική στιγμή.
Αναγιγνώσκοντας τη μαρτυρία της Μάγδας Μαρίας Καμπούρη, είναι φανερό ότι τα πράγματα τέθηκαν διαφορετικά εξ ου και η αντεξέταση της μάρτυρος διήρκησε αρκετή ώρα και επεκτάθη από τη σελ. 156, μέχρι τη σελ. 214 των πρακτικών.
Υπό το φως των ανωτέρω και με την αρχική τοποθέτηση της τράπεζας ότι ο γραφολόγος Κτωρίδης χρησιμοποιήθηκε και από την ίδια για σκοπούς σύγκρισης των υπογραφών, αλλά στη συνέχεια κλήθηκε και η γραφολόγος Καμπούρη εκ μέρους της τράπεζας, η οποία συνέταξε την έκθεση της μεταγενέστερα της μαρτυρίας Κτωρίδη, κρίνεται ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου απορρίπτοντας την προσπάθεια του εφεσείοντος με δύο διαδοχικές αιτήσεις να προσαγάγει μαρτυρία, είτε από τον ίδιο τον Κτωρίδη με επανακλήτευση, είτε από άλλο γραφολόγο, προς αντίκρουση, της μαρτυρίας Καμπούρη, ασκήθηκε λανθασμένα. Αποστερήθηκε με αυτό τον τρόπο ο εφεσείων, στα ιδιάζοντα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, της δυνατότητας να προβάλει πλήρως τη δική του εκδοχή στη βάση της ισότητας των όπλων. Τόσο δικονομικώς, όσο και ουσιαστικώς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε ότι δεν υπήρξε η παραμικρή ένδειξη για προσαγωγή μαρτυρίας από πραγματογνώμονα της ίδιας της τράπεζας. Ιδιαιτέρως, εφόσον σαφώς και η ίδια η τράπεζα είχε εμπλέξει τον Κτωρίδη ως εμπειρογνώμονα.
Με τον τρόπο που άσκησε την κρίση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίση η οποία παρά την ευχέρεια που διαθέτει, πρέπει να ασκείται δικαστικά και άρα εύλογα, έθεσε την τράπεζα σε πλεονεκτικότερη θέση, από ό,τι τον εφεσείοντα. Η τράπεζα είχε τη δυνατότητα χωρίς να θέσει κατά την αντεξέταση του Κτωρίδη πλήρως και επαρκώς τη θέση της Καμπούρη, ώστε να δοθούν οι όποιες εξηγήσεις και απαντήσεις από αυτόν, να παρουσιάσει, εκ των υστέρων, μαρτυρία από την Καμπούρη, χωρίς η πλευρά του εφεσείοντος να είναι σε θέση να αντιπαραβάλει τη δική της εκδοχή. Αυτό, αναμφιβόλως, άφησε κενά στη μαρτυρία του εφεσείοντος, ο οποίος δεν ηδυνήθη να προβάλει πλήρως τις θέσεις του.
Ενδεχομένως, να μπορούσε να λεχθεί ότι ο εφεσείων δεν στερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος εφόσον το Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας, αξιολογώντας τη μαρτυρία δύναται να παραγνωρίσει εκείνη τη μαρτυρία από την πλευρά του διαδίκου που προσφέρεται, χωρίς προηγουμένως να την έχει θέσει υπόψη του αντιδίκου του. Και περαιτέρω, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ουσία των θέσεων Καμπούρη τέθηκε κατά την αντεξέταση Κτωρίδη.
Όσον αφορά τη δεύτερη πιο πάνω πτυχή, είναι σαφές ότι η βασική θέση της Καμπούρη ότι διά της μεγεθύνσεως των δύο τεκμηρίων-εντύπων και των επ΄αυτών υπογραφών, οι δύο υπογραφές παρουσίαζαν διαφορές, αποκλείοντας έτσι τη μεταφορά, ουδέποτε τέθηκε στον Κτωρίδη. Τέτοια ζητήματα σαφώς δεν είχαν τεθεί κατά την αντεξέταση Κτωρίδη. Πώς θα μπορούσαν να είχαν τεθεί, άλλωστε, όταν η έκθεση Καμπούρη ετοιμάστηκε πολύ μεταγενέστερα της έκθεσης Κτωρίδη, και κατατέθηκε στο Δικαστήριο μόλις την 31.1.2008; Όπως ορθά δε υπέδειξε και ο κ. Κληρίδης κατά την ενώπιον του Εφετείου αγόρευση του, αλλά και στο περίγραμμα του, δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δεν τέθηκαν υπόψη του Κτωρίδη συγκεκριμένα ζητήματα, αλλά και το ότι δεν του λέχθηκε καν ότι υπήρχε άλλη έκθεση εμπειρογνώμονος, ούτε του υποδείχθηκε για να τη σχολιάσει.
Ως προς το πρώτο, ούτε καν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο τελικό σκεπτικό του απορρίπτοντας την αγωγή, ότι ο Κτωρίδης δεν αντεξετάστηκε επί καίριων ζητημάτων, τα οποία προωθήθηκαν αργότερα στη μαρτυρία της Καμπούρη, ώστε να ενεργοποιηθεί η αρχή που έχει καθορίσει, μεταξύ άλλων, και η απόφαση Adidas Sportshuhfabriken Ad Dassler KG v. The Jonitexo Limited (1987) 1 Α.Α.Δ. 383, ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας των διαδίκων θεωρεί σημαντική για την υπόθεση του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικο του προς σχολιασμό.
Και δεν είναι ορθή η θέση της συνηγόρου της τράπεζας ότι δικογραφικά δεν ηγέρθη από πλευράς του εφεσείοντος το θέμα της μεταφοράς της υπογραφής. Αντίθετα, το θέμα τέθηκε με επάρκεια στην παρ. 4 της Έκθεσης Απαίτησης, όπου ηγέρθηκε θέμα πλαστογραφίας ώστε η υπογραφή επί του εντύπου ή εντύπων της τράπεζας να παρουσιάζεται με νομιμοφανή τρόπο ότι δόθηκε, ενώ και στις λεπτομέρειες της παρ. 5, έγιναν ισχυρισμοί περί μη επαρκούς ή καθόλου ελέγχου της εγκυρότητας «της φερόμενης» υπογραφής και ότι η τράπεζα εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει περί της απάτης και/ή της πλαστογραφίας.
Η υπεράσπιση απλώς αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος και πρόβαλε τη θέση ότι δόθηκαν σχετικές οδηγίες από τον εφεσείοντα προς τον Κλεάνθη Σκορδή.
Η έννοια της πλαστογραφίας καλύπτεται από το άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και είναι «ο καταρτισμός πλαστού εγγράφου με σκοπό καταδολίευσης». Καταρτίζεται δε πλαστό έγγραφο εν τη εννοία του άρθρου 333, με διάφορους τρόπους και αναμφίβολα η μεταφορά υπογραφής από ένα έγκυρο και αληθές έγγραφο σε άλλο, αποτελεί πλαστογραφία. Άλλωστε, η τράπεζα ουδέποτε ζήτησε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες των σχετικών παραγράφων της Έκθεσης Απαίτησης.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν παρίσταται ανάγκη, θα αντενδείκνυτο μάλιστα, να γίνει οποιαδήποτε κρίση επί του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, αναμένεται δε η προώθηση της ακρόασης κατά τον ταχύτερο δυνατό τρόπο. Τα επιδικασθέντα έξοδα πρωτοδίκως ακυρώνονται και αντικαθίστανται με έξοδα δίκης στην επανεκδίκαση.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης τράπεζας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Εφετείου και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ