ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1838
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Ναυτοδικείου αρ.13/2007)
26 Ioυλίου, 2012
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. COMPANIA NAVIERA IRIS S.A., από Παναμά
2. COMPANIA NAVIERA ΜΑLIΝ S.A., από Παναμά
3. COMPANIA NAVIERA EYRA S.A., από Παναμά
4. COMPANIA NAVIERA MARIA S.A., από Παναμά
5. COMPANIA NAVIERA HINA S.A., από Παναμά
6. COMPANIA NAVIERA LIESELOTEE S.A., από Παναμά
7. COMPANIA NAVIERA ERMINIA S.A., από Παναμά
8. COMPANIA NAVIERA IMMACOLATA S.A., από Παναμά
9. MEDITERRANEAN SHIPPING COMPANY S.A., από Γενεύη
10. GIANLUIGI APONTE, από Γενεύη
Ενάγοντες,
- Και -
1. ΑΝDRENAL SHIPPING CO. LTD, από Λεμεσό
2. OSSIΚ SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
3. SELECTOR SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
4. TRILOGY SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
5. FENΒAN SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
6. RODLOT SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
7. WESTLEX SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
8. DEXLEX SHIPPING COMPANY LTD, από Λευκωσία
Εναγόμενοι,
-----------------------------------
Αίτηση για τροποποίηση ημερ. 27.1.2012
Α.Γιωρκάτζης με κ.Χριστοφή, για τους Εναγόμενους/αιτητές 1, 3, 4, 5, 6, 7 και 8
Π.Ιακωβίδης, για τους Ενάγοντες/καθ΄ων η αίτηση
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή ημερ. 24 Απριλίου 2007, οι ενάγοντες επεδίωξαν την έκδοση δηλωτικής απόφασης ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή πλοία είναι αποκλειστικής ιδιοκτησίας των εναγόντων. Στις 7 Ιουλίου 2009 οι εναγόμενοι 1, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 - αιτητές, καταχώρισαν την Απάντηση τους και η ακρόασης της υπόθεσης αυτής, άρχισε στις 15 Απριλίου 2010. Μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, με την παρουσίαση 5 συνολικά μαρτύρων που χρειάστηκαν, για να συμπληρωθεί η μαρτυρία τους, 12 δικασίμους, δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση των τελικών αγορεύσεων. Στις 23 Ιανουαρίου 2012 καταχώρισαν οι εναγόμενοι την τελική τους αγόρευση και στις 27 Ιανουαρίου 2012 οι ενάγοντες τη δική τους.
Την ιδία ημερομηνία καταχωρήθηκε από πλευράς εναγομένων η παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν:
«Α. Διάταγμα τροποποίησης της Απάντησης δια της προσθήκης νέας παραγράφου, ως παραγράφου 5, μετά την παράγραφο 4(β) της Απάντησης, ως ακολούθως:
Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται τις θεραπείες που αιτούνται καθότι οι αιτούμενες θεραπείες αφορούν πρόσωπα τα οποία δεν είναι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία.»
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κ.Νικόλα Θρασυβούλου, δικηγόρου, συνεργαζόμενου με το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των εναγομένων.
Ο ενόρκως δηλών αναγνωρίζει ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της παρούσας αίτησης, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, το συμφέρον των εναγόντων και των εναγομένων, να εγκριθεί η προτεινόμενη αίτηση, έτσι ώστε να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται στην ικανοποίηση των αιτημάτων που ζητούν με την παρούσα αγωγή. Περαιτέρω, τονίζεται από τον ενόρκως δηλούντα, ότι η ανάγκη τροποποίησης έχει καταστεί αναγκαία μετά τη μελέτη της δοθείσας μαρτυρίας για σκοπούς ετοιμασίας της γραπτής αγόρευσης των εναγομένων. Αναφέρεται επί τούτου, «διεφάνει ότι η δικογραφημένη θέση των εναγομένων δυνατό να εκληφθεί ως μη αρκούντως ικανοποιητική κρίθηκε σκόπιμο ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει όπως ζητηθεί από το Δικαστήριο η τροποποίηση των δικογράφων».
Περαιτέρω επισημαίνεται, με την ένορκη δήλωση, ότι η τροποποίηση δεν θα επιφέρει οποιαδήποτε επίπτωση στα δικαιώματα των εναγόντων, ούτε θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά. Η δε αίτηση έγινε καλόπιστα με σκοπό να «διασαφηνιστεί και να αποκρυσταλλωθεί με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, η ήδη προβληθείσα θέση των εναγομένων ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται ικανοποίηση των αιτημάτων που εγείρουν».
Με την ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους των εναγόντων, τονίστηκε η καθυστέρηση που ήδη υπάρχει και στο γεγονός ότι η αίτηση δεν προωθήθηκε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία. Τονίζεται περαιτέρω ότι στην ένορκη δήλωση δίδεται με ασάφεια και αοριστία, ο λόγος για τον οποίο ζητείται η τροποποίηση. Υπήρξε κακοπιστία και δεν δικαιολογείται, κατά την εισήγηση των εναγόντων, η έγκριση της παρούσας αιτήσεως.
Με τη γραπτή αγόρευση τους οι εναγόμενοι-αιτητές ουσιαστικώς επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα τα οποία έχουν συμπεριλάβει στην ένορκη δήλωση, κάνοντας αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί του θέματος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, να εγκρίνει ή όχι αιτήσεις αυτής της μορφής.
Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων, αλλά όχι αποφασιστικής σημασίας. Ούτε το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση, μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για έγκριση αιτήσεων αυτής της μορφής. Η σύγχρονη τάση της νομολογίας, συνέχισε ο κ.Γιωρκάτζης, είναι να επιτρέπονται οι τροποποιήσεις στις κατάλληλες περιπτώσεις. Και η παρούσα, συνέχισε, γίνεται καλόπιστα και στοχεύει να διασαφηνίσει και αποκρυσταλλώσει, με τη μεγαλύτερη σαφήνεια, τη θέση των εναγομένων.
Ως προς το θέμα της ενστάσεως για ανεπανόρθωτη ζημιά που πρόβαλαν οι ενάγοντες, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, λαμβανομένου υπόψη ότι η φύση της τροποποίησης που επιζητείται, δεν μπορεί να προκαλέσει οποιαδήποτε βλάβη, αφού η καταβολή εξόδων, σε περίπτωση εγκρίσεως, κρίνεται ως επαρκές μέσο ικανοποίησης της ενδεχόμενης βλάβης των εναγόντων.
Τέλος, ο συνήγορος πρόβαλε, ότι υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την προτεινόμενη αλλαγή στο δικόγραφο των εναγομένων.
Με τη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εναγόντων, εκτός από την αναφορά στην πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος, ο συνήγορος σκιαγράφησε στους σταθμούς που είχε αυτή η υπόθεση, για να τονίσει την υπέρμετρη, κατά την άποψη του, καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υποβολή της παρούσας αιτήσεως. Αυτή η γραμμή υπεράσπισης είχε εντοπιστεί από την πρώτη ημέρα ακρόασης της υπόθεσης και οι εναγόμενοι δεν έπραξαν οτιδήποτε που να πληρώσει το κενό το οποίο σήμερα επιδιώκουν να καλύψουν, όπως είπε.
Στη συνέχεια ο συνήγορος αναφέρθηκε στην γενικότητα, που παρατηρείται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η ,οποία κατά τον ισχυρισμό του, απλώς περιγράφει μια «αδυναμία» χωρίς να δίδονται λεπτομέρειες πώς και γιατί υπάρχει και επίσης, η χρησιμοποιούμενη λέξη «διεφάνη» η ανάγκη, δεν προσδιορίζεται έτσι ώστε να κριθεί κατά πόσο υπήρξε ολιγωρία ή καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσας αίτησης.
Το άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας του κ.Ιακωβίδη εδράζεται στο γεγονός ότι σε περίπτωση που η αίτηση γίνει αποδεκτή, οι ενάγοντες ενδεχομένως να υποχρεωθούν να επιδιώξουν την προσθήκη άλλων διαδίκων, παρόλο που επισήμανε ότι δεν θα ήταν αναγκαίο, γεγονός που θα οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το θέμα της τροποποίησης των δικογράφων εναπόκειται όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία με βάση τη Διαταγή 25 Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία μπορεί να ασκηθεί σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας πάντοτε με γνώμονα, και υπό όρους, τον προκαθορισμό των πραγματικών επιδίκων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Το θέμα απασχόλησε τελευταίως το Ανώτατο Δικαστήριο, και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Khan v. Δημοκρατίας του Πακιστάν, Πολιτική έφεση 295/10, ημερ. 11 Ιουλίου 2011, συνοψίζει κατά την άποψη μου όλη τη φιλοσοφία της πιο πάνω διαταγής.
«Με βάση τη Διαταγή 25 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών το δικαστήριο έχει εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφων κατά τέτοιο τρόπο και υπό τέτοιους όρους, με σκοπό τον καθορισμό των πραγματικών επίδικων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934 αναφέρθηκε ότι τα δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις δικογράφων στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν η ανάγκη για μια τέτοια τροποποίηση οφείλεται σε αμέλεια ή καθυστέρηση νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί σε χρήμα. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με εκείνη που διατυπώθηκε στην Associated Leisure Ltd and Others v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου συνοψίζονται στη Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 33 και επαναλαμβάνονται στην εκκαλούμενη απόφαση. Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στην καθυστέρηση ως σχετικού παράγοντα σε αιτήσεις για τροποποίηση δικογράφων με παραπομπή στη νομολογία που διέπει το συγκεκριμένο θέμα. (Βλ. Astor Manufacturing v. A & G Leventis Co (1993) 1 ΑΑΔ 726, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 84, Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 ΑΑΔ 364, Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Series A, 157, Publication of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989), SABA & CO (T.M.P.) v. T.P.M. Agents (1994) 1 ΑΑΔ 426, Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παύλου (1995) 1 ΑΑΔ 560, Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (1999) 1 ΑΑΔ 44, Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (2002) 1 ΑΑΔ 223, Kallice Holding Co Ltd v. MTR METALS (OVERSEAS) LTD (ΑΡ. 1) (1996) 1 ΑΑΔ 162, Evripidou v. Kannaourou (1985) 1 CLR 24.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι εναγόμενοι αιτητές είχαν από την πρώτη στιγμή και συγκεκριμένα από τις 7 Ιουλίου 2009, όταν καταχώρησαν την Απάντηση τους, προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται στις αιτούμενες θεραπείες. Είναι γεγονός ότι το θέμα της προβολής αυτής της υπεράσπισης, απετέλεσε αντικείμενο συζήτησης, κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης. ΄Εκτοτε η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση, κλήθηκαν μάρτυρες τόσο από πλευράς των εναγόντων, όσο και από πλευράς εναγομένων. Υπήρχε συναφώς άπλετος χρόνος για τους εναγόμενους να συνειδητοποιήσουν το εύρος της προσαχθείσας μαρτυρίας, τουλάχιστον, όταν έκλεισαν την υπόθεση τους οι ενάγοντες. Ούτε κατά το στάδιο της προσαγωγής μαρτυρίας εκ μέρους των, δεν προώθησαν οι εναγόμενοι, αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου τους. Αυτό μόνο έγινε μετά το κλείσιμο της υπόθεσης τους και μετά τη συμπλήρωση των τελικών αγορεύσεων.
Εκ προοιμίου, αυτή η καθυστέρηση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αρνητικό παράγοντα για την έγκριση της αίτησης για τροποποίηση, πλην όμως αποκτά σημασία λόγω των διαφόρων φάσεων που πέρασε η υπόθεση, όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ενισχύεται η άποψη αυτή από την ίδια τη διατύπωση στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου, εκ μέρους των εναγομένων, που αφήνει μια ασάφεια ως προς το πότε ακριβώς διαπιστώθηκε η ανάγκη για τροποποίηση. Ανέφερε ο συνήγορος ότι έγινε κατά το στάδιο της μελέτης των πρακτικών για σκοπούς ετοιμασίας της γραπτής αγόρευσης των εναγομένων. Αυτό το θέμα της ύπαρξης ή όχι όλων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου είχε αναφύει από την πρώτη στιγμή με την Απάντηση και με τη μαρτυρία του πρώτου μάρτυρα των εναγόντων. Συνεπώς, καταδεικνύεται ότι αποκτά σημασία ο χρόνος καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης.
Οι εναγόμενοι/αιτητές πρόβαλαν ως λόγο για έγκριση του αιτήματος τροποποίησης την «αδυναμία» στη δικογραφημένη θέση τους. Και πάλιν δεν δίδονται εξηγήσεις ούτε υπάρχει επαρκής ανάλυση του τι εννοεί ο συνήγορος με αδυναμία, όταν, όπως επισημαίνεται από τον κ.Ιακωβίδη, από την πρώτη στιγμή οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων το οποίο εδράζεται στον ισχυρισμό ότι είναι οι ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων πλοίων.
Είμαι της γνώμης ότι σε περίπτωση που, σ΄αυτό το τελικό στάδιο της διαδικασίας, επιτραπεί η τροποποίηση του δικογράφου των εναγομένων, θα υπάρξει ένας επαναπρογραμματισμός και μια καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, αφού θα καταστήσει νέα θέματα ως επίδικα, που ενδεχομένως θα οδηγήσει στο επανάνοιγμα της υπόθεσης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγόντων/καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των εναγομένων 1, 3, 4, 5, 6, 7 και 8- αιτητών.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.