ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1331
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.14/2009)
20 Ιουνίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, NAΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΥ Χ΄ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
- Και -
ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΙΝΝΗ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα,
-----------------------------------
Δ.Χριστοδούλου, για Παπαχαραλάμπους & Aγγελίδη, για τους Εφεσείοντες
Κ.Μέσσιος, για τον Εφεσίβλητο
-----------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤOΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2005, οι εφεσείοντες εργοδότησαν τον εφεσίβλητο στη θέση του Γενικού Διευθυντή.
Ως αποτέλεσμα αδικαιολόγητων και αντισυμβατικών ενεργειών εκ μέρους των εφεσειόντων, και δη, τη μη καταβολή του συμφωνηθέντος μισθού και άλλων ωφελημάτων, ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2005. Διεκδίκησε δικαστικώς την καταβολή του ποσού των €101.098,64 υπό μορφή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, ως επίσης και ζημιά που υπέστη λόγω εξαναγκασμού του σε παραίτηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αρχικώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες καθυστερούσαν επανειλημμένως την πληρωμή του μισθού και των άλλων ωφελημάτων του εφεσίβλητου, κατά παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ τους σύμβασης, δίδοντας το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να τερματίσει τη σύμβαση. Κατέληξε δε το δικαστήριο ότι η παραίτηση αυτή ισοδυναμούσε με τεκμαρτή απόλυση. Ως αποτέλεσμα τούτου και λαμβανομένου υπόψη ότι είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός, εγκριθέν από το δικαστήριο, το ύψος των καθαρών απολαβών του εφεσίβλητου για την εναπομείνασα περίοδο εργοδότησης, του επιδικάστηκε το ποσό των €63.082,42.
Η έφεση που καταχωρίστηκε από τους εφεσείοντες αρχικώς περιλάμβανε τρεις λόγους έφεσης. Στη συνέχεια όμως, και κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης, η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους εφεσείοντες, περιορίστηκε ουσιαστικώς στο δεύτερο λόγο έφεσης. Αναπτύσσεται με το λόγο αυτό ότι ενώ το δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος ήταν αξιόπιστος εν μέρει, στη συνέχεια έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του, γεγονός που κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε ολική απόρριψη αυτής της μαρτυρίας.
Υπάρχει πλούσια νομολογία επί του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσάγεται ενώπιον πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι, η κύρια ευθύνη διαπίστωσης των γεγονότων μιας υπόθεσης, που ουσιαστικώς εδράζεται στην αξιολόγηση της ορθότητας της μαρτυρίας που προσάγεται, είναι και παραμένει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Παράλληλα, είναι αρκούντως νομολογημένη αρχή ότι το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ένα μέρος της μαρτυρίας που προσάγεται και να απορρίψει έτερο. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και όταν το δικαστήριο αξιολογεί τον ίδιο μάρτυρα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει εκ προοιμίου οτιδήποτε το μεμπτό για το οποίο θα πρέπει το εφετείο να επέμβει, εκτός εάν, καταδειχθούν ειδικοί λόγοι επί του προκειμένου. (βλ.Τσίκκας ν. Χριστοφή, Πολ.Εφ.309/08, ημερ. 18 Νοεμβρίου 2010, και Μεσσάρη ν. Κατσιαμίδη, Πολ.΄Εφ.376/06, ημερ. 29 Νεομβρίου 2010).
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου σε σχέση με την εργοδότηση του και τη συμφωνία που ακολούθησε. Γίνεται στη συνέχεια, ιδιαίτερη αναφορά στις συνθήκες, κάτω από τις οποίες, ο εφεσίβλητος διεκδίκησε το ποσό που είχε πληρώσει για την αγορά αυτοκινήτου το οποίο χρησιμοποιήθηκε μεν από τον ίδιο για την εργασία του, πλην όμως υπήρχε αντιδικία κατά πόσο η αξία του αυτοκινήτου θα αποπληρωνόταν από τους εφεσείοντες. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει το εξής επί του προκειμένου:
«Ο ενάγων ήταν κάπως υπερβολικός στη μαρτυρία του πέρα από ανακριβής και αόριστος, στο ζήτημα των συνθηκών αγοράς του αυτοκινήτου και της συνεννόησης που είχε επί του θέματος με τους εναγομένους δίνοντας συγκεχυμένες απαντήσεις ως προς το κατά πόσο υπήρξε τέτοια συνεννόηση. ΄Ηταν επίσης γενικόλογος σε ό,τι αφορά στο πλαίσιο που θα περίβαλλε την αγορά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς του αυτοκινήτου όπως και για την απόφαση του να προχωρήσει στη συγκεκριμένη αγορά. Το αγόρασε με δικά του χρήματα στις 29.6.05, έναντι ποσού ΛΚ10.500 (ευρώ 18.060,01) κατόπιν χρηματοδότησης από την τράπεζα Societe Generale Cyprus Ltd (βλ.τεκμήρια 7 και 8). Το μέρος της μαρτυρίας του ενάγοντα που αφορά στο υπό συζήτηση απορρίπτεται ως μη πειστικό και ασαφές, χωρίς αυτό να επηρεάζει εν προκειμένω το αξιόπιστο της υπόλοιπης του μαρτυρίας.»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο προβαίνει σε συγκεκριμένη αναφορά που έγινε από το συνήγορο του εφεσίβλητου, κατά την αντεξέταση μάρτυρα των εφεσειόντων, σε σχέση με την αγορά του αυτοκινήτου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν είχε καν δικογραφηθεί.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι η αιτίαση που πρόβαλαν οι εφεσείοντες για ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως προς την μερική αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, είναι ατεκμηρίωτη. Είμαστε της γνώμης ότι ο τρόπος αντίκρισης του θέματος από τον πρωτόδικο δικαστή ήταν εντός των ορθών παραμέτρων αξιολόγησης μαρτυρίας.
Συνακόλουθα η έφεση κρίνεται ως απορριπτέα και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.