ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 469

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 343/2008 και 58/2009)

 

20 Μαρτίου 2012

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 343/2008)

 

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητου-Εναγομένου.

---------------------------------

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2009)

 

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

-------------------------------------

 

Άγης Γεωργιάδης για Χρήστο Γεωργιάδη και Τηλέμαχο Γεωργιάδη, για τον Εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις.

Παύλος Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

 

-------------------------------------

 

 

 

 

        

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στο επίκεντρο της έφεσης είναι η ταξινόμηση των λεχθέντων υπό του εφεσίβλητου στην υπεράσπιση του έντιμου σχολίου με δεδομένο το γεγονός ότι τα λεχθέντα υπ΄ αυτού κρίθηκαν πρωτοδίκως δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα, ενώ παράλληλα η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έγινε αποδεκτή.

 

 Η αποδοχή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου από το πρωτόδικο δικαστήριο και η εναντίον αυτής καταχώρηση της έφεσης υπ΄ αρ. 343/08, φέρει στην επιφάνεια προβλήματα νομικής ονοματολογίας και διαχωρισμού στην πράξη, μεταξύ γεγονότος και σχολίου.  Ακολουθεί λογικά τον επακριβή αυτό διαχωρισμό και η εξέταση του κατά πόσο στο βαθμό που τα λεχθέντα είναι σχόλια, βασίζονται επί αληθών δεδομένων και είναι ταυτόχρονα και έντιμα.  Ακριβώς στα ανωτέρω εστιάζω τη διαφωνία μου με σεβασμό προς την αντίθετη άποψη της πλειοψηφίας.

 

         Το ιστορικό της αντιδικίας είναι αρκούντως καταγραμμένο στην απόφαση της πλειοψηφίας και δεν χρειάζεται επανάληψη του.  Είναι όμως αναγκαία η εκ νέου καταγραφή, στο μέτρο που ενδιαφέρει το νομικό ζητούμενο, ορισμένων δηλώσεων στις οποίες ο εφεσίβλητος προέβηκε στη δημοσιογραφική του διάσκεψη ημερ. 9.8.2004 και μετέπειτα στην εκπομπή «Επ΄ Αυτοφώρω».  Δημοσιεύτηκαν επίσης υπό τύπο αναπαραγωγής των δηλώσεων του εφεσίβλητου, έξι δημοσιογραφικά κείμενα σε ισάριθμες καθημερινές εφημερίδες.  Προκύπτουν λοιπόν από όλα τα πιο πάνω ότι ο εφεσίβλητος είπε, μεταξύ άλλων,:

 

     «Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων.  Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν΄ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.»

 

     «Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική ..»

 

      «Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος ...»

 

       «.. ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία ..  Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι ..»

 

      «.. η όλη  διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρόνου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

 

         Η υπεράσπιση στην αγωγή δυσφήμησης που ήγειρε ο εφεσείων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ήγειρε ζήτημα, μεταξύ άλλων, ότι τα λεχθέντα υπό του εφεσίβλητου ήταν έντιμα σχόλια. 

 

         Το πρώτο που παρατηρείται είναι η δικογραφική ανεπάρκεια της συγκεκριμένης υπεράσπισης. Όπως υποδεικνύεται σ΄ όλα τα σχετικά συγγράμματα, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου πρέπει να διαχωρίζει ποία από τα λεχθέντα ή γραφέντα είναι γεγονότα και ποία είναι σχόλια,  (δέστε το σύγγραμμα του David Price: Defamation, Law, Procedure and Practice σελ. 254-255 παρ. 23.09, και το πρότυπο στη σελ. 363,  Duncan & Neill: Defamation: σελ. 63-64 και Gatley on Libel and Slander 10η έκδ. σελ. 1115-1118, παρ. Α1.22).

 

  Όπως έχει υποδειχθεί συναφώς κατά την ανάπτυξη της νομολογίας, σχόλιο δεν υπάρχει σε κενό αέρος («a comment cannot exist in "thin air"») (David Price - ανωτέρω - σελ. 66, παρ. 9.04).  Ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι τα δομικά υλικά επί των οποίων εδράζεται το σχόλιο ή σχόλια είναι αληθή.  Η υπεράσπιση στην παρ. 7 του δικογράφου της δεν προβαίνει σ΄ αυτό τον αναγκαίο διαχωρισμό.  Εξαντλείται στην πρόταξη, διαζευκτικώς προς την άρνηση δυσφημιστικής έννοιας και την υπεράσπιση της αλήθειας (επί της οποίας επίσης χρειάζεται η δικογραφημένη επεξήγηση των αληθών γεγονότων), στη θέση ότι το αντικείμενο των επιδίκων δημοσιευμάτων και εκπομπών αποτελεί θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και ότι τα λεχθέντα και δημοσιευθέντα έγιναν καλή τη πίστει με αναφορά σε πραγματικά γεγονότα (χωρίς όμως να εξειδικεύει ποια).  Δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες από πλευράς του εφεσείοντος, η εκδίκαση της υπόθεσης προχώρησε ανάλογα και εκδόθηκε η υπό κρίση απόφαση, του πρωτόδικου Δικαστηρίου μη ασχοληθέντος σχετικά, ενώ θα ήταν εντός της δυνατότητας του να εντοπίσει το πρόβλημα και να εκδώσει, επιβεβλημένα, αυτεπαγγέλτως ανάλογες οδηγίες παροχής λεπτομερειών κάτω από την Δ.30.  Η μη στερεή συνεπώς βάση επί της οποίας  ηγέρθηκε και στην πορεία προωθήθηκε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, δημιούργησε ένα ασταθές βάθρο επί του οποίου κινήθηκε και το ίδιο το Δικαστήριο.  Φαίνεται από το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν υπήρξε σαφής εννοιολογικός διαχωρισμός. Παρέλκει όμως οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση εφόσον και ο ανάλογος λόγος έφεσης στην ουσία προωθεί άλλο αντικείμενο.

 

         Ακριβώς ο σχετικός λόγος έφεσης είναι θεμελιωμένος σε λανθασμένη νομική και ή πραγματική βάση και είναι κατ΄ επέκταση απορριπτέος.  Τούτο διότι ο εφεσείων εκλαμβάνει τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην παρ. 6 της έκθεσης απαίτησης του ως εξαγόμενα δυσφημιστικά νοήματα, ως γεγονότα και όχι σχόλια.  Αλλά βέβαια δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, παρά μόνο ήταν η κατά τον εφεσείοντα φυσική και/ή συνηθισμένη έννοια ή ακόμη και το κατά innuendo νόημα τους σύμφωνα με την παρ. 7 της έκθεσης απαίτησης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όλα λεχθέντα και δημοσιοποιηθέντα από τον εφεσίβλητο ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα, επί της πτυχής αυτής δεν υπάρχει αντέφεση και το θέμα λήγει εδώ. 

 

         Εκεί που έχει, κατά την άποψη μου, δίκαιο ο εφεσείων, είναι ότι δεν υπάρχει ορθό υπόβαθρο γεγονότων επί των οποίων έγιναν τα σχόλια.  Επί τούτου επισημαίνω τα ακόλουθα: ο εφεσίβλητος πλειστάκις στα υπ΄ αυτού λεχθέντα αναφέρθηκε στον εφεσείοντα ως σεναριογράφο και σε στήσιμο του κατάλληλου κλίματος ώστε να καταδικαστούν αθώοι και να απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι.  Και ότι αυτό, είπε, επετεύχθη με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων.  Τα ως άνω θα μπορούσαν να καταταχθούν ως γεγονότα και όχι ως σχόλια.  Ο διαχωρισμός των δύο, όπως αναφέρεται σε όλα τα σχετικά συγγράμματα, δεν είναι ποτέ εύκολος.  Το αν το λεχθέν ή δημοσιευθέν αποτελεί γεγονός ή σχόλιο επί γεγονότων εξετάζεται σε συνάρτηση με τον τρόπο, τη σύνταξη, τα συμφραζόμενα, τη χρήση κεφαλαίων, επιθέτων, λέξεων, την όλη δομή του κειμένου ή του λόγου κλπ. 

 

Ορισμένα κριτήρια διαχωρισμού των δύο, μέσα από τη νομολογία, είναι: (i) πώς οι λέξεις είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές  από το μέσο αναγνώστη, (ii) αν οι λέξεις είναι δεκτικές απόδειξης, (iii) κατά πόσο ο εναγόμενος αναφέρεται στο κείμενο του σε ορισμένα γεγονότα και απ΄ αυτά διατυπώνει συμπέρασμα, (iv) η κριτική των ενεργειών ή συμπεριφοράς του ενάγοντα θεωρούνται συνήθως σχόλια ή γνώμη, ενώ υπαινιγμοί ή καταλογισμός  κινήτρων  στον  ενάγοντα  για  τις  πράξεις    του αποτελούν δήλωση γεγονότος, (v) μια τολμηρή δήλωση, χωρίς υποστηρικτικά γεγονότα, είναι απίθανο να θεωρηθεί σχόλιο.  Για παράδειγμα, η φράση «P is a disgrace to the profession of journalism», ακούγεται ως σχόλιο ή γνώμη, αλλά λογίζεται ως γεγονός, (vi) η χρήση της φράσης «κατά τη γνώμη μου», δεν μετατρέπει μια καθαρή δήλωση γεγονότος σε σχόλιο.  Η φράση «In my opinion, X murdered his father», θεωρείται συνεπώς δήλωση γεγονότος, (δέστε David Price: Defamation - ανωτέρω - σελ. 64-66).

 

         Η χρήση των λέξεων «σενάριο», «καταδίκη αθώων», «εξιλαστήρια θύματα», «συγγραφή σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων» και τα συναφή, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν γεγονότα, τα οποία και θα έπρεπε να αποδειχθούν.  Ακόμη, όπως υποδεικνύεται και στην υπόθεση Hunt v. Star Newspaper (1908) 2 K.B. 809, που επιδοκιμάστηκε στην London Artists v. Litter(1969) 2 Q.B. 395, όπου, ως συνήθως, συγχέονται τα γεγονότα με τα σχόλια και δεν υπάρχει ούτε επιδιώκεται σαφής μεταξύ τους διάκριση, η τάση είναι να θεωρηθεί το κείμενο εξ ολοκλήρου ως γεγονός.  (δέστε και Gattey on Libel & Slander - ανωτέρω - σελ. 297-298, παρ. 12.11). 

 

         Η διάκριση μεταξύ γεγονότος και σχολίου, παρά τη δυσκολία της διάζευξης, είναι όμως αναγκαία και σημαντική και πρέπει να γίνεται.  Όπως υποδεικνύεται και στους Duncan & Neill: Defamation - ανωτέρω - σελ. 67:

 

          «The distinction must be made, however, because, though fair comment may be available to protect a defamatory statement even though untrue, it cannot protect a defamatory statement of fact even though proved to be true unless justification also is relied upon.»

 

         Υπενθυμίζεται ότι εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας και δεν έγινε αντέφεση στο μέρος αυτό.  Επομένως, ακόμη και αν οι δηλώσεις του εφεσίβλητου ταξινομούνταν ως γεγονότα και όχι σχόλια, τότε τα γεγονότα αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.  Αναφέρεται δε στο σύγγραμμα του David Price: Defamation - ανωτέρω - σελ. 254-255, παρ. 23.09, ότι σε περίπτωση αμφιβολίας ως το κατά πόσο ένα δημοσίευμα ή κείμενο περιέχει δυσφημιστικούς ισχυρισμούς γεγονότων, (στην οποία περίπτωση ο εναγόμενος πρέπει να προβάλει την υπεράσπιση της αλήθειας), μπορεί να προβληθεί διαζευκτικά η υπεράσπιση της αλήθειας και/ή του έντιμου σχολίου, αλλά αυτή η αμφιβολία και η αναγνώριση της, δύναται να αδυνατίσει το επιχείρημα ότι οι λέξεις αποτελούν σχόλιο.

 

Λαμβάνοντας τώρα, υπό το φως των ανωτέρω, ως δεδομένο ότι τα λεχθέντα υπό του εφεσίβλητου αποτελούν σχολιασμό, τίθεται αμέσως ζήτημα ως προς τη βάση των γεγονότων επί των οποίων ακολούθησαν τα σχόλια.  Εγείρονται  τα  εξής  κατά λογική αλληλουχία θέματα: (i) ο εφεσίβλητος δημιούργησε «σενάριο»; (ii) το σενάριο αυτό γράφτηκε για πρόκληση εντυπώσεων; (iii) αυτό το σενάριο και ο σεναριογράφος - εφεσείων - δημιούργησαν εξιλαστήρια θύματα; και, (iv) οδήγησε στο στήσιμο κατάλληλου κλίματος ώστε να καταδικαστούν αθώοι;

 

Κανένα από τα πιο πάνω δεν ερείδεται επί αληθών γεγονότων.  Αυτό διότι το σχόλιο περί «σεναρίου» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν έχει ως βάση υπαρκτό γεγονός.  «Σενάριο», κατά τον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 1599, σημαίνει γραπτή και λεπτομερή περιγραφή δράσης κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου.  Κατά τεκμήριο λοιπόν πρόκειται για μύθευμα, για φανταστική πλοκή που στοχεύει στη δημιουργία μιας ταινίας ή έργου.  Ο εφεσείων  όμως δεν έγραψε «σενάριο», αλλά μια επιστημονική έκθεση πραγματοσύνης στην οποία κατέγραψε την άποψη του.  Ο εφεσίβλητος δικαιούτο να διαφωνήσει μ΄ αυτή, αλλά όχι να την αποκαλεί «σενάριο».   Ιδιαιτέρως, τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την υπεράσπιση της αλήθειας («justification»), απέρριψε ως μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα τα παρουσιαζόμενα μέσα από τα λεχθέντα του εφεσίβλητου, που ήθελαν τον εφεσείοντα σεναριογράφο μιας διαδικασίας και «.. ως το πρόσωπο που εσκεμμένα δεν ερεύνησε κατά πόσο ο θάνατος οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια.».  Το Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι η περίπτωση ήταν περίπλοκη, έχοντας διχάσει ακόμη και τους ιατροδικαστές, ενώ μια εξ αυτών εξέδωσε δύο εντελώς διαφορετικά πορίσματα.  Περαιτέρω, η γνωμάτευση εκ μέρους του εφεσείοντος ότι ο θάνατος προήλθε από σηπτική καταπληξία, υποστηρίκτηκε μετά τη νεκροψία και από άλλους δύο ιατροδικαστές. 

 

Μετέπειτα και ιδιαιτέρως σημαντικό:  το Δικαστήριο που εκδίκασε την ποινική υπόθεση δεν αποδέχθηκε την εμπειρογνώμονη μαρτυρία του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να απορριφθεί ο πιο ουσιαστικός ισχυρισμός του, όπως ορθά κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο θάνατος προήλθε από σηπτική καταπληξία, ενώ δεν αποκλείστηκε και το ενδεχόμενο, ο θάνατος να οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια. 

 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ναι μεν ο εφεσείων,

 

«δεν διερεύνησε επαρκώς και/ή ικανοποιητικά κατά πόσο ο θάνατος του νεαρού Χατζηδημήτρη οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια, η παράλειψη του αυτή όμως δεν ήταν εσκεμμένη και δεν είχε σαν ανώτερο στόχο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα οποιουδήποτε προσώπου και ή να παραπλανήσει το ποινικό Δικαστήριο.». 

 

Και περαιτέρω, ότι ο εφεσείων, ο οποίος ανέλαβε τη διερεύνηση του θανάτου ένα χρόνο μετέπειτα, ενήργησε ως γιατρός καλόπιστα και όχι ως αστυνομικός, και,

 

 «... εξέλαβε σαν δεδομένο ότι όσα αναγράφονταν στο αναισθησιολογικό πρωτόκολλο και στις καταθέσεις των αναισθησιολόγων ανταποκρίνονται στην αλήθεια.».

 

Προχωρώντας  την παρούσα, υπό το φως των ανωτέρω, ανάλυση, πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για «εξιλαστήρια θύματα» και «καταδίκη αθώων», τη στιγμή που το ποινικό Δικαστήριο με την  ετυμηγορία του καταδίκασε μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, δύο από τους κατηγορηθέντες ιατρούς.   Η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, σεβαστή απ΄ όλους κατά το Σύνταγμα και δεσμευτική δι΄ όλους τους διαδίκους (άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60),  δεν στήριζε τα όσα ο εφεσίβλητος δήλωσε και στα οποία επέμενε ότι καταδικάστηκαν αθώοι.  Πού έγκειται λοιπόν η πραγματική βάση πάνω στην οποία έγιναν τα σχόλια, ότι καταδικάστηκαν αθώοι, όταν Δικαστήριο της Δημοκρατίας σ΄ εκείνο το στάδιο, (υπενθυμίζεται ότι ο εφεσίβλητος προέβηκε στις δηλώσεις του στις 9.8.2004, λίγες μόνο μέρες μετά την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου στις 3.8.2004),  εξέδωσε την τελική του απόφαση κρίνοντας ενόχους δύο ιατρούς, και αθωώνοντας ένα άλλο, ενώ είχε αθωώσει και την αναισθησιολόγο από το εκ πρώτης όψεως στάδιο.  Αν οι δηλώσεις του εφεσίβλητου γίνονταν πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης, πιθανόν να ήταν δυνατόν να γινόταν λόγος για σενάριο που γράφτηκε με στόχο την καταδίκη αθώων, αν και τότε θα επενεργούσαν εναντίον του εφεσίβλητου  οι διατάξεις του άρθρου 44(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960, περί καταφρόνησης Δικαστηρίου που συντελείται από πρόσωπο που εκκρεμούσης δικαστικής διαδικασίας δημοσιεύει έγγραφο, εκφωνεί λόγο ή ομιλία ικανή να επηρεάσει τη δίκαιη έκβαση της υπόθεσης.  Βεβαίως και οι δηλώσεις που έγιναν πιθανόν να εμπίπτουν και πάλι στις απαγορευτικές διατάξεις των εδαφίων (1)(ε) και 1(στ) του ιδίου άρθρου.  Η ουσία τους είναι ο επηρεασμός μάρτυρος πριν ή μετά τη μαρτυρία ή η δημοσίευση λόγου ή ομιλίας σκανδαλώδους φύσεως αναφορικά με οποιοδήποτε Δικαστήριο που έχει εκδώσει απόφαση.  Δεν είναι βεβαίως το ζητούμενο εδώ.  Καταγράφονται για να δείξουν ότι η διαφορετική άποψη του εφεσίβλητου ως προς την αθωότητα των καταδικασθέντων και τότε κριθέντων ως ενόχων  ιατρών, ενείχε κινδύνους εφόσον το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντος.  Και δεν εναπόκειτο στον εφεσίβλητο, εξωγενή προς τη δίκη παράγοντα, να σχολιάζει τη μαρτυρία ατόμου που έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο, έτυχε αξιολόγησης και κρίσης υπ΄ αυτού.

 

Δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ότι ο εφεσείων «στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου με κύριο στόχο τη συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»  Ούτε ότι έγινε «συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική ...».  Ούτε ότι έγινε προσπάθεια για συγκάλυψη ευθυνών, με στόχο να κατηγορηθούν δύο αθώοι γιατροί και να απαλλαγούν οι ένοχοι.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ανακόλουθο στο σκεπτικό του.  Ενώ αποφάσισε ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν ευσταθούσε σε κανένα σημείο, κρίνοντας (σελ. 24 της απόφασης), ότι ο εφεσείων «... είναι ένας επιφανής γιατρός με πολυετή πείρα, που έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό» και ότι «Καμιά σχέση (δεν) συνδέει τον ενάγοντα με τους γιατρούς χειρούργους και αναισθησιολόγους ... και κανένα λόγο (δεν) είχε να ευνοήσει με τη μαρτυρία του κάποιους εξ αυτών, και να υποθάλψει άλλους, διακυβεύοντας με τον τρόπο αυτό την επαγγελματική υπόληψη του», στη σελ. 30 της ίδιας απόφασης, και ενώ απορρίπτει επίσης «ότι ο ενάγοντας ήταν ο «σεναριογράφος» της διαδικασίας και ότι ο απώτερος του σκοπός ήταν να καταδικαστούν αθώοι γιατροί και να απαλλαχθούν οι ένοχοι», προχωρεί ταυτόχρονα να αποφασίσει ότι «παράλληλα όμως πιστεύω ότι τα σχόλια του εναγομένου, σε σχέση με την εμπλοκή του ενάγοντα, παρά το γεγονός ότι δεν συμφωνώ με αυτά, ήταν εύλογα.».

 

Στη συνέχεια προχώρησε να εξηγήσει γιατί κατά την άποψη του τα όσα ο εφεσίβλητος δήλωσε ήταν εύλογα και ήταν και έντιμα.  Αποφάσισε επίσης το Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος «πίστευε ακράδαντα» ότι ο θάνατος οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια και ότι «ενόψει των πεποιθήσεων του επίστευε ακράδαντα» ότι οι ιατροί είχαν διωχθεί και καταδικαστεί άδικα και ότι ήταν «απόλυτος στις απόψεις του», σε σχέση με τα αίτια θανάτου και ότι «οι επίδικες δηλώσεις έγιναν, κατά την άποψη μου, έντιμα, σκοπός του εναγομένου δεν ήταν να πλήξει τον ενάγοντα και ή να βλάψει την υπόληψη του αλλά να αποκαλυφθεί η αλήθεια, σε σχέση με τα αίτια θανάτου ...».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο πάνω, όμως, χωρίς υποστηρικτικά γεγονότα.  Εδώ δεν υπήρχαν γεγονότα εν μέρει ορθά και εν μέρει λανθασμένα.  Η υπεράσπιση της αλήθειας απερρίφθη εξ ολοκλήρου.  Τα ίδια γεγονότα που στήριζαν την υπεράσπιση της αλήθειας στήριζαν  και την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου.  Σαφώς, κατά την άποψη μου, υπήρξε σύγχυση εδώ των εννοιών, διότι το Δικαστήριο παρέμεινε στην εξέταση του «εύλογου» ή «έντιμου» των δηλώσεων του εφεσίβλητου, μόνο και μόνο διότι αυτός τις πίστευε ακράδαντα ή απόλυτα και εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο κατά τη μαρτυρία του.  Δεν είναι όμως αυτό το μοναδικό κριτήριο, το οποίο εν πάση περιπτώσει έπεται της διαπίστωσης της ορθότητας της βάσης των γεγονότων που υποστηρίζουν τις δηλώσεις.  Όπως αναφέρεται στον Gatley on Libel and Slander - ανωτέρω - σελ. 289, παρ. 12.3:

«Justification is a defence to any imputation contained in the words complained of, whether of comment or of fact, but if that is the plea the defendant must show that his "comment" is "correct".  The defendant who pleads fair comment does not take upon himself this burden: the issue is not whether the jury agrees with his opinion of the claimant´s conduct but whether it is a comment which might fairly be made on the facts referred to.»

 

Είναι λοιπόν αναγκαία η ύπαρξη υποστηρικτικών γεγονότων, τα οποία μάλιστα πρέπει να είναι αληθή.  Στην υπόθεση Hunt v. Star Newspaper - ανωτέρω -, λέχθηκε ότι:

 

     «In order to give room for the plea of fair comment the facts must be truly stated.  If the facts upon which the comment purports to be made do not exist the foundation of the plea fails.»

 

Και στην Joynt v. Cycle Trade Co (1904) 2 K.B. 292:

 

     «The comment must not misstate facts, because a comment cannot be fair which is built upon facts which are not truly stated.»

 

Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου συχνά θεωρείται ως απότοκο της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η ελευθερία λόγου είναι ανέλεγκτη.  Στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Χαράλαμπου Λεωνίδα  (1997) 1 Α.Α.Δ. 550, λέχθηκε ότι η ελευθερία αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύει το Σύνταγμα, όπως είναι η τιμή και η καλή φήμη των άλλων.  Και στην ομόφωνη απόφαση του ΕΔΑΔ, στην In the case of Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Application No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008, κρίθηκε ότι οι περιορισμοί που τίθενται στην εθνική νομοθεσία της Κύπρου αναφορικά με το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και σκέψης, δεν παραβιάζουν τα Άρθρα 9 και 10 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των περιορισμών αυτών θεωρούμενων λογικών.  Περαιτέρω, ότι δεν ήταν εναντίον των προνοιών του Άρθρου 10, η εναπόθεση στους ώμους ενός εναγομένου του βάρους απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας ή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, (δέστε και Κώστας Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αικατερίνης Καραμεσίνη, Πολ. Έφ. αρ. 216/08, ημερ. 8.4.2011).

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή πρωτοδίκως.  Και παρόλο ότι ζήτημα κακοβουλίας εγείρεται μόνο όταν το δημοσίευμα κρίνεται ως έντιμο σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, (εξέταση κακοβουλίας δεν εγείρεται στην υπεράσπιση της αλήθειας - δέστε  και Ελευθέριος Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ.         αρ. 116/2008, ημερ. 15.3.2011), δεν θα ήταν άτοπο να λεχθεί ότι ακόμη και αν το δημοσίευμα ήθελε κριθεί ως έντιμο σχόλιο, υπήρχε μια σειρά δεδομένων που θα το ενέτασσαν στην κατηγορία του κακόβουλου, αναιρώντας έτσι την ίδια την υπεράσπιση κατά το άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Η μη καλή πίστη κατά την εν λόγω παράγραφο (β), συναρτάται με τα όσα προνοούνται με το άρθρο 21(2) του Κεφ. 148.  Όχι όμως εξαντλητικά.  Η μαρτυρία για κακοβουλία μπορεί να προέρχεται από εσωτερικά δεδομένα («intrinsic evidence»), όπως είναι το ίδιο το δημοσίευμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται ή εξωτερικά («extrinsic evidence»), όπως είναι οι όλες περιστάσεις της δημοσίευσης, καθώς και η συμπεριφορά του εναγόμενου κατά τη διάρκεια της αντιδικίας και της εκδίκασης της υπόθεσης, (Gatley on Libel and Slander - ανωτέρω - σελ. 977, παρ. 32.4).

 

 Ο εφεσίβλητος εδώ χρησιμοποίησε ακραίους χαρακτηρισμούς για να προβάλει τη θέση του, αναφερόμενος σε συνάδελφο του ιατρό.  Ακραίοι ή υπερβολικοί χαρακτηρισμοί κατά το σύγγραμμα του Halsbury´s Laws of England 4η έκδ. Τόμος 28, παρ. 151, όπως υιοθετήθηκε και στην Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 349, συνιστά μαρτυρία περί κακοβουλίας.  Η χρήση των λέξεων «σεναριογράφος» και «συγγραφή σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό», και «για συγκάλυψη τυχόν ευθυνών», ήταν ακραίοι, ειρωνικοί και χλευαστικοί χαρακτηρισμοί, αλλά και αμετροεπείς κρίσεις επί ιατρού που προέβηκε σε επιστημονική έκθεση, η οποία, ως αναφέρθηκε και προηγουμένως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έγινε «εσκεμμένα», δεν είχε λόγο να ευνοήσει με τη μαρτυρία του οποιονδήποτε, ούτε τον συνέδεε οποιαδήποτε σχέση με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση ιατρούς και αναισθησιολόγους.

  Όλα τα πιο πάνω ήταν ή έπρεπε να ήταν σε γνώση του εφεσίβλητου, ο οποίος προέβηκε στις δηλώσεις μετά την εκφώνηση της καταδικαστικής απόφασης του ποινικού Δικαστηρίου, για τη διαδικασία του οποίου, ως κρίθηκε πρωτοδίκως, ο εφεσίβλητος «ενημερωνόταν πλήρως από συναδέλφους του για ό,τι λάμβανε χώρα κατά την ακροαματική διαδικασία.»  Η δημοσιογραφική διάσκεψη έγινε λίγες ώρες μετά την επιβολή της ποινής από το ποινικό Δικαστήριο και ο εφεσίβλητος είχε ή όφειλε να είχε ενημερωθεί και αναγνώσει και τη δικαστική ετυμηγορία που οδήγησε στην καταδίκη των δύο ιατρών, κάποιες μέρες προηγουμένως.  Αν το έπραττε, θα διαπίστωνε ότι λέχθηκε ήδη ότι, δηλαδή, η έκθεση του εφεσείοντος δεν είχε γίνει δεκτή και ότι δεν ήταν εκείνη που οδήγησε στην καταδίκη.  Αν το γνώριζε τότε αδιαφόρησε για τη σημασία της δικαστικής κρίσης.  Ως δε παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασης δεν ρώτησε για οτιδήποτε την άποψη του εφεσείοντος πριν τη διάσκεψη τύπου (σελ. 422 των πρακτικών).

 

Περαιτέρω, έχει καθιερωθεί ότι ένα δημοσίευμα θεωρείται ότι έγινε με κακή πίστη όπου ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό αναλογικά μεγαλύτερο του ευλόγως αναγκαίου, (Ονουφρίου ν. Εταιρεία Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 742).  Όπως και γενικότερα, η ύπαρξη κακοβουλίας αντλείται συμπερασματικά από την όλη συμπεριφορά του εναγόμενου και την πληροφόρηση που αυτός είχε διαθέσιμη.  Το κίνητρο το οποίο ανιχνεύεται και αποδίδεται σ΄ ένα εναγόμενο, εξάγεται από το τι ελέχθη ή ήταν γνωστό ή κατά πόσο ο εναγόμενος ήταν αδιάφορος ως προς τα πραγματικά δεδομένα (Horrocks v. Lowe (1975) AC 135).  Ο εφεσίβλητος εδώ θεώρησε ορθό να προβεί σε κριτική των ενεργειών του εφεσείοντος κατά τρόπο μη αποδεκτό, ως εξηγήθηκε πλειστάκις ανωτέρω.  Το έπραξε κατά τρόπο ανάρμοστο.  Περαιτέρω, επέμενε στην υπεράσπιση της αλήθειας μέχρι τέλους, ενώ γενικώς είναι δεκτό ότι η υπεράσπιση αυτή είναι επικίνδυνη διότι μια αποτυχημένη προσπάθεια τεκμηρίωσης της (όπως και εδώ), δύναται να θεωρηθεί  ως επαυξητική της αρχικής ζημιάς που προκλήθηκε με τη δυσφήμιση.  (Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. σελ. 160).  Παρόλο που η έγερση της υπεράσπισης της αλήθειας δεν είναι κατ΄ ανάγκη μαρτυρία ή απόδειξη για κακοβουλία, εν τούτοις το Δικαστήριο δύναται να εξαγάγει αυτό το συμπέρασμα, αν ο εναγόμενος  αρνείται να αποσύρει την υπεράσπιση κατά τη δίκη και δεν προσφέρει μαρτυρία κατά την εκδίκαση προς απόδειξη της, (Gatley on Libel and Slander - ανωτέρω - σελ. 981, παρ. 32.42).  Εδώ, όλα τα δεδομένα που διαπιστώθηκαν πρωτοδίκως από το Δικαστήριο σε σχέση με την αποτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας ήταν γνωστά στον εφεσίβλητο και δεν αμφισβητήθηκαν από αυτόν κατά τη δίκη.  Ο εφεσείων ανέλαβε τη διερεύνηση των γεγονότων του θανάτου ένα χρόνο μετά το συμβάν, «ήταν γιατρός και όχι αστυνομικός» κατά το Δικαστήριο, δεν ήταν σε θέση να προβεί σε αυτοψία της σκηνής, «δεν ήταν αυτός που ανέλαβε το ανακριτικό έργο» και δεν ήταν το άτομο που αποφάσισε ποιοι θα διώκονταν  ποινικά.  Ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε μαρτυρία αναιρετική των ανωτέρω.  Απλώς  διαφώνησε  επιστημονικά  με την   έκθεση  του  εφεσείοντος και την αξιολόγηση του εκ των δεδομένων (σελ. 442, 443, 444, 445 και 448 των πρακτικών).  Αυτό, όμως, δεν τεκμηριώνει την υπεράσπιση της αλήθειας. 

 

Το κίνητρο και η νοητική κατάσταση του εφεσίβλητου αποκαλύπτεται από την εμμονή του να εκθέσει τον εφεσείοντα μέχρι τέλους και είναι ενδεικτική η δήλωση του στην εκπομπή «Επ΄ Αυτοφώρω» στις 10.8.2004, στον τηλεοπτικό σταθμό «Αντέννα», όπου στη συνέντευξη του είπε ότι δεν είχε μετανιώσει καθόλου («απολύτως τίποτε»), από τα όσα είχε πει τις μέρες εκείνες, δεν απέσυρε «ούτε λέξη» και δεν αισθανόταν ότι εν τη ρύμη του λόγου δυνατόν να λέχθηκε κάτι επιλήψιμο και, ότι, «Το πολύ-πολύ να με πάρουν στο Δικαστήριο για ασέβεια ποιού; Για λίβελλο;».

 

Τέλος, ενώ ο εφεσείων είχε προσφέρει στον εφεσίβλητο να ανακαλέσει ώστε να μην καταχωρήσει αγωγή και μετέπειτα να αποσύρει την αγωγή, αν ο εφεσίβλητος ανακαλούσε χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τον ίδιο, (Τεκμ. 7, 8 και 11), ο εφεσίβλητος πρωτοδίκως δήλωσε (σελ. 467 των πρακτικών), ότι ευχαριστούσε το Θεό που ο εφεσείων του κίνησε αγωγή για δυσφήμιση για να ακουστεί η αλήθεια και δεν πρόκειτο ποτέ στη ζωή του να συμβιβαζόταν «στο θέμα λιβέλλου του Καραβία».  Αλήθεια, η οποία όμως είχε σ΄ εκείνο το στάδιο των δηλώσεων του εφεσίβλητου αποφασιστεί από το ποινικό Δικαστήριο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα επέτρεπα την έφεση.  Ενόψει όμως της απόφασης της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να ασχοληθώ περαιτέρω, είτε με το θέμα των αποζημιώσεων, είτε με το θέμα της αντέφεσης επί των εξόδων.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο