ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1616
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 100/2011)
20 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΑΙ
ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
HABEAS CORPUS AT SUBJICIENTUM
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 14561/2008 ΠΟΥ ΦΕΡΕΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 02/08/2011
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 113(1) ΚΑΙ (2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ
ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ
---------------------------------------
Ν. Παναγιώτου, για τους Αιτητές.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Αιτητές παρόντες.
...................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, οι οποίοι είναι ανδρόγυνο, καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών έκαστος, αφού βρέθηκαν ένοχοι κατόπιν δικής τους παραδοχής, στο αδίκημα διατήρησης αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς άδεια από τον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων, κατά παράβαση του άρθρου 26(1)(β) του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου 138(Ι)/2001.
Η ποινή επεβλήθη στις 2/8/2011. Συγκεκριμένα, το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού άκουσε τα γεγονότα της υπόθεσης και τα όσα λέχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών για μετριασμό της ποινής, διέκοψε για να επανέλθει στις 12 η ώρα της ίδιας μέρας για απαγγελία της ποινής, πράγμα το οποίο και έγινε.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε έφεση, η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση ενώπιον του Εφετείου στις 23 τρέχοντος μηνός. Παράλληλα, οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Habeas Corpus, αμφισβητώντας βασικά «τη νομιμότητα και όχι την ορθότητα», όπως το έθεσε στην αγόρευση του ο κ. Παναγιώτου, της απόφασης, δυνάμει της οποίας οι αιτητές φυλακίστηκαν. Οι λόγοι για τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης, παρατίθενται στην ένορκη δήλωση των αιτητών που συνοδεύει την αίτησή τους. Πρόκειται για τους ίδιους λόγους που ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ανέπτυξε και στην ενώπιον μου αγόρευσή του. Τους παραθέτω:
"a. Φυλακιστήκαμε με βάση την απόφαση που απάγγειλε στις 2 Αυγούστου 2011 η οποία δεν είναι η επίσημη απόφαση του Δικαστή αφού μεταγενέστερα ο Δικαστής εξέδωσε επίσημη γραπτή απόφαση (τεκμ.1) που είναι διαφορετική από αυτή δυνάμει της οποίας φυλακιστήκαμε. Εν άλλοις λόγοις η απόφαση με την οποία φυλακιστήκαμε δεν είναι ούτε και υπάρχει πουθενά ως επίσημη απόφαση του Δικαστηρίου.
b. Ο Δικαστής άλλαξε την απαγγελθείσα απόφασή του εκδίδοντας νέα απόφαση διαφορετική από αυτή που ήδη απάγγειλε και φυλακιστήκαμε. Το γραπτό κείμενο της απόφασης που φέρει ημερομηνία 2 Αυγούστου, 2011 (τεκμ. 1) δεν είναι το ίδιο με την απόφαση που απάγγειλε ο Δικαστής στις 2 Αυγούστου 2011 προφορικά. Υπάρχουν δηλαδή δύο διαφορετικές αποφάσεις του ιδίου Δικαστή.
c. Ο Δικαστής μετά την απαγγελία της απόφασης του στις 1200 η ώρα της 2ας Αυγούστου 2011 ήταν functus officio (void of office) και δεν είχε απολύτως κανένα δικαίωμα ή εξουσία να αλλάζει το σκεπτικό της ήδη απαγγελθείσας απόφασής του. Η διενεργηθείσα από τον ίδιο αλλαγή της απαγγελθείσας απόφασης του συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 113(2) της Ποινικής Δικονομίας των εγκυκλίων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και του Συντάγματος.
d. Ο Δικαστής δεν έδωσε γραπτώς ως επιβάλλει το άρθρο 113(1) της Ποινικής Δικονομίας την επιφυλαχθείσα απόφασή του την ημέρα της απαγγελίας της, δηλαδή στις 1200 η ώρα της 2ας Αυγούστου, 2011.
e. Παράνομα και καθ' υπέρβαση εξουσίας ο δικαστής δεν δέχτηκε στην απαγγελθείσα προφορικά απόφασή του την θέση της υπεράσπισης ότι η κάμερα τοποθετήθηκε για σκοπούς ασφάλειας των εργαζομένων στο Ινστιτούτο, ενώ η θέση αυτή ήταν παραδεκτή από την Κατηγορούσα Αρχή."
(Η έμφαση είναι του κειμένου)
Όπως οι θέσεις των δύο πλευρών διαμορφώθηκαν στο στάδιο των αγορεύσεων, συνιστά κοινό έδαφος ότι ο πρωτόδικος δικαστής απάγγειλε την απόφαση του χρησιμοποιώντας χειρόγραφο κείμενο, στην απουσία στενογράφου, καθώς επίσης και ότι δακτυλογραφημένο κείμενο της απόφασης δόθηκε στην πλευρά της υπεράσπισης δύο μέρες μετά την απαγγελία της. Θα πρέπει να λεχθεί ότι σύμφωνα με ένορκη δήλωση της στενογράφου του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία συνοδεύει την ένσταση, το χειρόγραφο κείμενο από το οποίο απαγγέλθηκε η απόφαση από τον πρωτόδικο δικαστή, δόθηκε από τον τελευταίο στη στενογράφο ευθύς μετά την απαγγελία της απόφασης, η οποία και το δακτυλογράφησε. Πρόκειται, σύμφωνα πάντα με την ένορκη δήλωση της στενογράφου, για το δακτυλογραφημένο κείμενο της απόφασης που δόθηκε στους αιτητές. Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι με κοινή εισήγηση διεξήλθα το φάκελο των Ποινικών Εφέσεων 138/2011 και 139/2011 που καταχώρισαν οι αιτητές εναντίον της ποινής, και δεν έχω εντοπίσει το χειρόγραφο κείμενο του πρωτόδικου δικαστή, από το οποίο απαγγέλθηκε η απόφαση.
Η επιχειρηματολογία του κ. Μαππουρίδη περιστρέφεται γύρω από τις πιο κάτω θέσεις, οι οποίες εκτίθενται και στο κύριο σώμα της γραπτής ένστασης του.
Εντάλματα της φύσεως του Habeas Corpus αποκλειστικό στόχο έχουν την απελευθέρωση ατόμων που τελούν υπό παράνομη κράτηση. Εφόσον οι αιτητές στην παρούσα περίπτωση καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από νόμιμο δικαστήριο και συνεπώς δεν τελούν υπό παράνομη κράτηση, τότε δεν τους παρέχεται, σύμφωνα με τον κ. Μαππουρίδη, περιθώριο καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος τύπου Habeas Corpus.
Είναι περαιτέρω η θέση του κ. Μαππουρίδη ότι, εφόσον οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης, θα έπρεπε να εγείρουν το θέμα, αν επιθυμούσαν, στα πλαίσια διαφορετικού είδους προνομιακού εντάλματος, και συγκεκριμένα, στα πλαίσια Certiorari, πράγμα όμως που δεν έπραξαν.
Είναι επίσης η θέση του κ. Μαππουρίδη ότι στους αιτητές παρέχεται εναλλακτικό ένδικο μέσο και συγκεκριμένα αυτό της έφεσης, μέσο το οποίο οι αιτητές έχουν ήδη χρησιμοποιήσει, καταχωρώντας τις Ποινικές Εφέσεις 138/2011 και 139/2011, στα πλαίσια των οποίων αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης και συνεπώς η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και γι' αυτό το λόγο.
Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι η δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος τύπου Habeas Corpus ασκείται μόνο στις περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. Κοντολογίς, η ύπαρξη παράνομης κράτησης ή φυλάκισης συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς επίκλησης της διαδικασίας ενταλμάτων αυτού του τύπου. (Βλ. Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102 και Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).
Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, αποκλειστικός σκοπός και στόχος του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, είναι η διερεύνηση του νόμιμου της κράτησης/φυλάκισης. Αν το δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κράτηση/φυλάκιση είναι παράνομη ή αδικαιολόγητη, διατάσσει την άμεση απόλυση του αιτητή. Αν όχι, απορρίπτει το αίτημα. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ύπαρξης, εκ πρώτης όψεως, ότι η κράτηση του δεν είναι νόμιμη. Σε μια τέτοια περίπτωση το βάρος απόδειξης μετατίθεται στην άλλη πλευρά, στην πλευρά που έχει τη φυσική κράτηση του αιτητή, να αποδείξει τη νομιμότητα της κράτησης.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την έκδοση ενταλμάτων Habeas Corpus και γενικά του νομικού πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές εξετάζονται, παραπέμπω στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη, σελ. 72 κ.ε., όπως και στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 11, παράγραφοι 1425.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε άλλο παρά πρόκειται για παράνομη φυλάκιση και συνεπώς, κάθε άλλο παρά ικανοποιείται η βασική προϋπόθεση για επίκληση της διαδικασίας του Habeas Corpus. Οι αιτητές φυλακίστηκαν με απόφαση νόμιμου δικαστηρίου. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό, σύμφωνα με τη νομολογία, για να σφραγίσει στη συγκεκριμένη περίπτωση την τύχη της παρούσας αίτησης. Σε μια σειρά αποφάσεων του, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι ένταλμα Habeas Corpus δεν εκδίδεται αναφορικά με πρόσωπα τα οποία έχουν καταδικαστεί από νόμιμο δικαστήριο και εκτίουν την ποινή τους, ούτε και για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση. Μόνο εκεί όπου το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ενεργήσει χωρίς δικαιοδοσία είναι δυνατή η έκδοση τέτοιου διατάγματος, γεγονός βέβαια που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. (Βλ. Re Νίκος Ευαγγέλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2088, Δώρος Γεωργιάδης (Αρ.1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 604, Φανιέρος ν. Διευθυντή Φυλακών (2004) 1 Α.Α.Δ. 937, Re Καυκαρής (Αρ. 3) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1425 και Χρ. Σιμιανός (2004) 1 Α.Α.Δ. 657).
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποστήριξε και μάλιστα έντονα, ότι με την παρούσα διαδικασία δεν αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης, αλλά η νομιμότητά της. Και έτσι να έχουν τα πράγματα, οι αιτητές θα μπορούσαν να επιχειρήσουν αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης στα πλαίσια Certiorari, πράγμα όμως που δεν έπραξαν. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται στην απόφαση Χριστοδούλου Κλεάνθους Καραολή, Αίτηση για άδεια καταχώρισης για έκδοση Certiorari και Habeas Corpus (1991) 1 Α.Α.Δ. 521 (Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε), η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus,
"...... πρέπει να εξαρτηθεί από την έκβαση της αίτησης για άδεια για έκδοση Certiorari. Θα πρέπει, δηλαδή, να ακολουθήσει την απόφαση στο κατά πόσο θα δοθεί ή όχι άδεια για την έκδοση του εντάλματος Certiorari, γιατί επιτυχία του αιτητή σε αίτηση για έκδοση Certiorari θα έχει ως άμεση συνέπεια της και την επιτυχία στην έκδοση διατάγματος Habeas Corpus."
Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Χριστοδούλου, στην οποία ο κ. Παναγιώτου με παρέπεμψε, παράλληλα με την αίτηση για Habeas Corpus, είχε καταχωρηθεί και αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώριση Certiorari. Οι δύο αιτήσεις ακούστηκαν μαζί. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της υπόθεσης Χριστοδούλου από την παρούσα υπόθεση, στην οποία καταχωρήθηκε αίτηση για Habeas Corpus μόνο.
Ανεξάρτητα της πιο πάνω κατάληξης μου, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και λόγω ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου, το οποίο μάλιστα οι αιτητές επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν, και συγκεκριμένα αυτό της έφεσης. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι η ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου δεν αποκλείει κατ' ανάγκη την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων και μάλιστα τύπου Habeas Corpus το οποίο ως εκ της φύσης του παρέχεται ex debito justitiae. Όπως λέχθηκε σε πληθώρα υποθέσεων, εκεί όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο στη διάθεση του αιτητή και ειδικά διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει ειμί μόνο εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως π.χ. όταν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση. Σε μια τέτοια περίπτωση το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί. (Βλ. R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp., Ex Parte Ferguson (1917) 1 K.B. 176 και Middlessex Sheriff's Case (1840) 11 A and E 273, οι οποίες και υιοθετούνται από τον Ηλιάδη, Δ. στην Αίτηση 92/98, Νίκος Ευαγγέλου (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 2088). Στην υπό κρίση περίπτωση όμως τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιον μου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τη συγκεκριμένη νομική αρχή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ