ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1467
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., KΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.]
1. ΠΑΥΛΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
2. ΕΛΕΝΑΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ WANG HOGWEI, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑ ΚΑΙ/Η ΩΣ ΝΟΜΙΜΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ/Η ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΑΥΤΗΣ,
Εφεσειόντων,
και
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΒΕΛΗ,
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΥΡΟΒΕΛΗ,
Εφεσιβλήτων.
― ― ― ―
Γ. Ερωτοκρίτου, για εφεσείοντες
Μ. Κυριακίδης, για εφεσίβλητους
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η Wang Hongwei στις 25.3.2003 ενώ ήταν πεζή στη Λεωφόρο Τιμάγια στη Λάρνακα, κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 1. Οι διαχειριστές της περιουσίας της καταχώρησαν αγωγή, απαιτώντας αποζημιώσεις τόσο εναντίον του εναγόμενου 1, όσο και του εναγόμενου 2, πατέρα του και ιδιοκτήτη του οχήματος, ο οποίος επέτρεψε στον γιο του να το οδηγεί. Η αγωγή όμως εναντίον του πατέρα απορρίφθηκε, γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία ώστε να θεμελιωθεί εκ προστήσεως ευθύνη, εύρημα το οποίο δεν εφεσιβλήθηκε.
Σύμφωνα με γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, το δυστύχημα συνέβη γύρω στις 19.20, ώρα κατά την οποία επικρατούσε σκοτάδι και στο δρόμο δεν υπήρχε οδικός φωτισμός.
Ο Λοχίας της Αστυνομίας Α. Μαυρή, Μ.Ε.3, που επισκέφθηκε την επόμενη μέρα την σκηνή, έδωσε μαρτυρία αναφέροντας ότι προέβη σε «αναπαράσταση» και διαπίστωσε όπως ανέφερε στην κατάθεσή του, ότι με τον υπάρχοντα φωτισμό, δηλαδή το φωτισμό που προέκυπτε από προθήκες και πινακίδες καταστημάτων στον παράλληλο δρόμο σε απόσταση 30 μέτρων, θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει οτιδήποτε εκινείτο στον ευθύ δρόμο, από ένα κυκλικό κόμβο που απείχε 400 μέτρα. Τη μαρτυρία αυτή, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε, αφού αιτιολόγησε την κατάληξή του, σχολιάζοντας το γεγονός ότι η μαρτυρία άλλων αστυνομικών μαρτύρων βρισκόταν σε αντίθεση με την πιο πάνω μαρτυρία αναφορικά με το φωτισμό και κρίνοντας, επιπρόσθετα, πως η αναπαράσταση δεν ήταν όντως αναπαράσταση «εφόσον δεν τοποθετήθηκε πεζός με ανάλογο ρουχισμό στο σημείο σύγκρουσης», καταλήγοντας πως η διερεύνηση εκ μέρους της αστυνομίας ήταν πλημμελής.
Ο πρωτόδικος Δικαστής βασικά απέρριψε την αγωγή, βασιζόμενος στο γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία μαρτυρία εκ μέρους των εναγόντων-εφεσειόντων, από την οποία να προκύπτει ποια ήταν η θέση της αποβιώσασας αμέσως πριν το ατύχημα, ούτως ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί η δυνατότητα του εφεσίβλητου να αντιληφθεί την παρουσία της.
΄Εγινε αναφορά και στην υπόθεση Carter v. Sheath (1990) RTR 12, όπου η τελική απόφαση βασιζόταν σε γεγονότα παρόμοια και έλλειψη μαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε και τη θέση του θύματος αμέσως πριν το ατύχημα.
Είναι στοιχειώδες ότι ο ενάγων έχει το βάρος να αποδείξει την αμέλεια του εναγομένου, κάτι που, όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, δεν αποδείχθηκε, αφού δεν υπήρχε μαρτυρία για τη θέση της θανούσας αμέσως πριν το ατύχημα, που, ας σημειωθεί, ήταν ντυμένη εξ ολοκλήρου στα μαύρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και την παραδοχή του εφεσίβλητου-εναγομένου 1 σε ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον του και ανάφερε τα ακόλουθα στις σελίδες 14- 15 της απόφασής του:
«Βέβαια, ο εναγόμενος έχει παραδεχθεί στην ποινική υπόθεση την κατηγορία της αμελούς οδήγησης, Η μαρτυρία για παραδοχή σε ποινική υπόθεση είναι αποδεκτή εναντίον του προσώπου που την έκαμε. Εν προκειμένω στο κατηγορητήριο (τεκμήριο 18 ) δεν υπήρχαν λεπτομέρειες. Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής όμως, εκθέτοντας μετά την παραδοχή τα γεγονότα (βλ. πρακτικά τεκμήριο 22) ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Έχει γίνει έλεγχος ορατότητας και διαπιστώθηκε ότι με το φωτισμό που υπήρχε εκείνη την ώρα στο δρόμο μπορούσε κάποιος να διακρίνει ένα πεζό να κινείται στο δρόμο από την περιοχή του κυκλικού κόμβου και ακόμη και πέραν από το σημείο που είχε γίνει το δυστύχημα.»
Ο κατηγορούμενος που δεν εκπροσωπείτο την ημέρα εκείνη από δικηγόρο, όταν του δόθηκε ο λόγος μετά την παράθεση των γεγονότων απάντησε:
«Τι να πώ: Ήταν με τα μαύρα, δεν την είδα καθόλου. Είδα την, αλλά πετάχτηκε απότομα μέσα στο δρόμο.»
Στη συνέχεια το δικαστήριο επέβαλε ποινή. Τώρα όμως θα πρέπει η σημασία της παραδοχής «να αποτιμηθεί σε συνάρτηση προς τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοχειοθετούν το αδίκημα». (Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256). Tα υποτιθέμενα αυτά γεγονότα δεν είναι παρά η θέση Μαυρή που αξιολογούμενη τώρα έχει κριθεί αβάσιμη. Πέραν τούτου, η παραδοχή θα πρέπει να συνεκτιμάται με την υπόλοιπη μαρτυρία (Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713). Τα δεδομένα της υπόθεσης έχουν εκτιμηθεί. Η, χωρίς νομική βοήθεια, αντίληψη του εναγομένου που τον οδήγησε να παραδεχθεί, δεν μεταβάλλει ούτε επηρεάζει τα δεδομένα. Άλλωστε με τα όσα είχε αναφέρει απολογούμενος θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε τεθεί ζήτημα μη παραδοχής.»
Η εκτίμηση αυτή του πρωτόδικου Δικαστή μας βρίσκει σύμφωνους.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, αποφαινόμαστε πως δεν έχει αποδειχθεί οποιοδήποτε λάθος στην πρωτόδικη απόφαση που να δικαιολογεί επέμβασή μας στο εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε ευθύνη εκ μέρους του εφεσίβλητου, αλλά ούτε και στο εύρημα αξιοπιστίας του Μ.Ε.3.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π. Α. Κραμβής, Δ. Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/Χ.Π.