ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1377
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 211/2010)
14 Ιουλίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ARISTO DEVELOPERS LTD,
Εφεσίβλητων-Εναγόντων.
________________________
Λεωνίδας Γεωργίου, μαζί με Μίκη Φλουρέντζο και Χλόη Τοφαρίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Ρία Χαραλάμπους, μαζί με Νότη Παπαγεωργίου και Χριστόδουλο Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 837/2010, την οποία καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων, εξέδωσε, στις 19/3/2010, στη βάση μονομερούς αίτησης, Διάταγμα, με το οποίο οι εφεσείοντες εμποδίζονται να πωλήσουν, υποθηκεύσουν, επιβαρύνουν, ή άλλως πως αποξενώσουν τεμάχια γης που αναφέρονται λεπτομερώς σ' αυτό.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι το εκδοθέν Διάταγμα, το οποίο οριστικοποιήθηκε μετά που ακούστηκε και η πλευρά των εφεσειόντων.
Βάση της αγωγής, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το υπό έφεση Διάταγμα, αποτελεί η παράβαση συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ημερομηνίας 17/10/2006. Με αυτήν, ακυρώθηκε προηγούμενη συμφωνία, ημερομηνίας 23/2/2001, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνήσει όπως αγοράσουν από τους εφεσείοντες την έκταση γης στο χωριό Τσάδα της επαρχίας Πάφου στην οποία αφορά το προσωρινό Διάταγμα. Το τίμημα της αγοράς είχε εξοφληθεί πλήρως, οι εφεσείοντες, όμως, πριν την ολοκλήρωση των μεταβιβάσεων, ζήτησαν επιστροφή της πωληθείσας γης, με σκοπό να την εκμεταλλευτούν, ενοποιώντας την με άλλη έκταση γης που κατείχαν στην ίδια περιοχή. Αυτό είχε ω αποτέλεσμα την υπογραφή, στις 17/10/2006, της νέας συμφωνίας, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι θα επέστρεφαν την αγορασθείσα περιουσία, πλην των οικοπέδων που είχαν πωληθεί από αυτούς σε τρίτα πρόσωπα, τα οποία οι εφεσείοντες ανέλαβαν, όπως, με την εξασφάλιση των τίτλων, μεταβιβάσουν επ' ονόματι των αγοραστών. Συμφωνήθηκε, επίσης, όπως οι εφεσείοντες μεταβιβάσουν επ' ονόματι των εφεσιβλήτων ίσης αξίας γη, την οποία ανέμεναν ότι θα αποκτούσαν. Σε περίπτωση, όμως, που η μεταβίβαση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας επ' ονόματι των εφεσιβλήτων δεν πραγματοποιείτο μέχρι 31/12/2008, οι εφεσείοντες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στους εφεσίβλητους το ποσό των £8.470.000,00, πλέον τόκους. Ανέλαβαν, επίσης, όπως παραδώσουν στους εφεσίβλητους εγγυητική επιστολή ύψους £250.000,00, προς το σκοπό πιστής εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους που απέρρεαν από τη συμφωνία. Η εγγυητική αυτή δεν μπορούσε να ανανεωθεί μετά τις 31/12/2008. ΄Ηταν, επίσης, όρος της συμφωνίας ότι, εάν οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους μέχρι 31/12/2008, η εγγυητική θα καθίστατο πληρωτέα, ως συμφωνημένη αποζημίωση από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους, για τη μη έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων που απέρρεαν από τη συμφωνία. Οι εφεσείοντες δεν εξασφάλισαν την περιουσία την οποία ανέλαβαν να μεταβιβάσουν και, ως αποτέλεσμα, οι εφεσίβλητοι, με την πιο πάνω αγωγή, διεκδίκησαν το ποσό των £8.470.000,00, πλέον τόκους.
Προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση του προσωρινού Διατάγματος, ο εκ των διευθυντών των εφεσιβλήτων Σάββας Γεωργιάδης, σε ένορκη δήλωσή του, αφού παρέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης, επισυνάπτοντας τα αντίγραφα των συμβάσεων, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-
«11. Οι Ενάγοντες ζήτησαν επανειλημμένα από τους Εναγόμενους πληρωμή του εν λόγω ποσού και περαιτέρω υπήρξαν τόσο προφορικές επικοινωνίες μεταξύ μας με σκοπό εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα, όσο και ανταλλαγή γραπτών επιστολών με πλειοψηφία δικών μας επιστολών, με τις οποίες απαιτούσαμε την καταβολή από τους Εναγομένους του οφειλόμενου βάσει του Τεκμηρίου 2 ποσού των €16.404.466,77 πλέον τόκους από 01/01/2009. Επισυνάπτεται επιστολή των Εναγόντων προς τους Εναγομένους ημερομηνίας 11/12/2008 ως Τεκμήριο 3, επιστολή του διευθύνοντος συμβούλου της Εταιρείας Dolphin Capital Investors, μητρικής εταιρείας των Εναγόντων, ημερομηνίας 16/03/2009 ως Τεκμήριο 4 και επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων ημερομηνίας 21/05/2009 και 24/06/2009 ως Τεκμήρια 5 και 6 αντίστοιχα. Περαιτέρω, επισυνάπτονται επιστολές των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες και τους δικηγόρους τους ημερομηνίας 10/03/2009 και 04/06/2009 ως Τεκμήρια 7 και 8.
12. Είναι επείγον όπως εκδοθεί το παρόν διάταγμα, αφού όπως φαίνεται από τη στάση των Εναγομένων είναι ο μόνος τρόπος να δεχτούν πίεση να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό. Το επείγον καθορίζεται, εκτός από το μέγεθος του οφειλόμενου ποσού, και από την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Εναγόμενοι, οι οποίοι σύμφωνα με δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όπως φαίνεται και σε δημοσίευμα της εφημερίδας 'ΠΟΛΙΤΗΣ' ημερομηνίας 16 Ιουνίου 2009, το οποίο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 9, κατά το τέλος του 2008 είχε αποθεματικά μόλις 17,5 εκατομμύρια ευρώ το οποίο μόλις και καλύπτει το οφειλόμενο προς τους Ενάγοντες ποσό. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το παρόν διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής μας, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης και της κρίσης στην αγορά και με δεδομένο την καθυστέρηση μέχρι την ολοκλήρωση της αγωγής, αφού υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι Εναγόμενοι να μην έχουν τα κεφάλαια και τους πόρους σε μεταγενέστερο στάδιο να πληρώσουν την τεράστια οφειλή τους.
13. Από βάσιμες πληροφορίες που έχουμε, οι Εναγόμενοι έχουν προχωρήσει σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξης γης και έχουν πωλήσει διάφορα τεμάχια από τις εκτάσεις γης που περιγράφονται στην παράγραφο 5 ανωτέρω, εισπράττοντας το αντίστοιχο τίμημα πώλησης, το οποίο και οικειοποιούνται, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η οφειλή προς τους Ενάγοντες για το συνολικό ποσό. Λόγω τούτου, είναι επείγον όπως εκδοθεί το παρόν διάταγμα, έτσι που να καταστεί αδύνατη η περαιτέρω πώληση και αποξένωση της επίδικης γης, η οποία θα πρέπει να παραμείνει στην κατοχή των Εναγομένων μέχρι οι Ενάγοντες να πάρουν το λαβείν τους, διαφορετικά θα βρεθούμε σε δυσχερέστατη θέση σε σχέση με τους Εναγομένους.»
Οι εφεσείοντες, με την ένστασή τους, πρόβαλαν ότι οι εφεσίβλητοι δε νομιμοποιούνταν στην έκδοση του απαγορευτικού Διατάγματος. Σε ένορκη δήλωση του οικονομικού διευθυντή τους - Χαράλαμπου Παναγιώτου, προς υποστήριξη της ένστασης, ανέφεραν ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν για τη συμφωνία την οποία αυτοί είχαν, από 30/10/2006, συνάψει με την εταιρεία Pafilia Property Developers Ltd., (η "Pafilia"), και το απέκρυψαν από το Δικαστήριο, όπως απέκρυψαν και τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η έκδοση του απαγορευτικού Διατάγματος, αφού, στα πλαίσια της εν λόγω συμφωνίας, η Pafilia αγόρασε τη συγκεκριμένη γη για να ανεγείρει κατοικίες και να τις πωλήσει. Κάποιες από αυτές πωλήθηκαν, οι αγοραστές, όμως, ενόψει της δέσμευσης με το προσωρινό Διάταγμα της ακίνητης περιουσίας τους, εμποδίζονται να προχωρήσουν στην κατάθεση των αγοραπωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Υποστήριξαν, επίσης, με αναφορά στις επισυνημμένες στην αίτηση επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ αυτών και των εφεσιβλήτων και σε δημοσίευμα καθημερινής εφημερίδας για την οικονομική τους κατάσταση, ότι το Διάταγμα δεν έπρεπε να εκδοθεί, αφού δεν είχε στοιχειοθετηθεί το κατεπείγον του αιτήματος, στη βάση του ΄Αρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. ΄Ολες οι επιστολές που επισυνάπτονταν στην αίτηση ανάγονταν στα έτη 2008 και 2009 και δεν εξηγήθηκε γιατί το Μάρτιο του 2010 κατέστη επείγον να εκδοθεί μονομερώς απαγορευτικό διάταγμα. Επίσης, ανέφεραν ότι οι ίδιοι είναι ιδιοκτήτες μεγάλης αξίας κινητής και ακίνητης περιουσίας, κάτοχοι του 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας St. George Enterprises Ltd., η οποία είναι ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου St. George στην Πάφο και ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας τους είναι μεγαλύτερη από την εκτιμημένη αξία που καταγράφεται στο δημοσίευμα της 16/6/2009. Πρόβαλαν, περαιτέρω, αντίθεση του εκδοθέντος Διατάγματος με τις πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος, οι οποίες, ισχυρίστηκαν, δεν αφορούν μόνο τη σχέση της περιουσίας της εκκλησίας με το δημόσιο, αλλά επεκτείνονται και στη σχέση της με τους ιδιώτες. Η επιβολή, κατέληξαν, οποιουδήποτε περιορισμού στην περιουσία εκκλησιαστικού οργανισμού προϋποθέτει τη συγκατάθεσή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις τρεις βασικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, στη βάση του ΄Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), και του ΄Αρθρου 5 του Κεφ. 6, όπως αυτές αναλύθηκαν από τη νομολογία[1], έκρινε ότι αυτές πληρούνται - υπάρχει, δηλαδή, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και κίνδυνος, σε περίπτωση επιτυχίας της, να είναι δύσκολο ή αδύνατο σε μεταγενέστερο στάδιο να εκτελεστεί η απόφαση, εάν δεν εκδοθεί το προσωρινό Διάταγμα.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των παραγράφων 12 και 13 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι δε συνέτρεχε οτιδήποτε το κατεπείγον, ώστε να αποκτούσε το Δικαστήριο, στα πλαίσια μονομερούς αίτησης, δικαιοδοσία για παροχή θεραπείας. Συγκεκριμένα, ανέφερε τα εξής:-
«Παρόλο ότι ο μάρτυρας που προέβη σ' αυτήν την ένορκη δήλωση αντεξετάστηκε δεν υποβλήθηκε σ' αυτόν από τη συνήγορο της Καθ' ης η Αίτηση-Εναγόμενης ότι αυτά που αναφέρει δεν συνιστούν επείγον ζήτημα για έκδοση διατάγματος, κρίνω ότι αυτή η αναφορά του ενόρκως δηλούντος για λογαριασμό της Ενάγουσας-Αιτήτριας είναι τουλάχιστον ατυχής, λανθασμένη και αβάσιμη για να στοιχειοθετηθεί το επείγον που απαιτείται για έκδοση διατάγματος με μονομερή αίτηση. Παρόλα ταύτα όμως, στη συνέχεια της παραγράφου αυτής μετά την πιο πάνω αναφορά, αλλά και στην παράγραφο 13 αναφέρονται γεγονότα και ισχυρισμοί που στοιχειοθετούν το επείγον που απαιτείται για έκδοση μονομερώς κάποιου διατάγματος. Απ' ό,τι τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος προέκυπτε ότι η Καθ' ης η Αίτηση-Εναγόμενη συνεβλήθη με τρίτη εταιρεία αξιοποίησης γης και συνυπογράφει πωλητήρια έγγραφα σε άλλα πρόσωπα, με αποτέλεσμα η μεν Καθ' ης η Αίτηση-Εναγόμενη να εισπράττει χρήματα από τέτοιες πωλήσεις ενώ η οφειλή της προς την Ενάγουσα εταιρεία παραμένει ακέραιη και η ακίνητη περιουσία της Καθ' ης η Αίτηση να μειώνεται ουσιωδώς. ... Είναι η κρίση μου ότι η ατυχής και ανεδαφική αυτή δήλωση που υπάρχει στην αρχή της παραγράφου 12 της ενόρκου δηλώσεως, δεν εξουδετερώνει το επείγον που προκύπτει από την υπόλοιπο μαρτυρία (ένορκη δήλωση και αντεξέταση του μάρτυρα της Αιτήτριας-Ενάγουσας). Κρίνω επίσης ότι δεν τέθηκε ενώπιον μου οτιδήποτε που να δείχνει ότι η Αιτήτρια-Ενάγουσα απέκρυψε οτιδήποτε από το Δικαστήριο και δεν προσήλθε με καθαρά χέρια.»
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αντίθεσης των περιορισμών που τέθηκαν επί της περιουσίας των εφεσειόντων με τις συνταγματικές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του ΄Αρθρου 23, κατέληξε ότι:-
«Ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε, και αυτό είναι το πνεύμα των συνταγματικών προνοιών, να προστατεύσει την εκκλησιαστική και βακκουφική περιουσία έναντι της κρατικής εξουσίας και όχι έναντι οποιουδήποτε πολίτη - πιστού ο οποίος διεκδικεί δικαιώματα και μάλιστα στη βάση συμβατικών υποχρεώσεων της εκκλησίας. Δεν είναι ορθή η θέση ότι δεν μπορούν να εκτελεστούν ή δεν είναι εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις που λήφθησαν εναντίον εκκλησιαστικού οργανισμού χωρίς τη συγκατάθεση του.
Η συγκατάθεση της εκκλησίας που απαιτούν οι πρόνοιες της παραγράφου 9 του άρθρου 23 δεν καλύπτει υποχρεώσεις της εκκλησίας που ρυθμίζονται με βάση το ιδιωτικό δίκαιο και πολύ ρητά και απερίφραστα στην παράγραφο 9 του άρθρου 23 αναφέρονται τα εξής:
'... η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων, περί ων αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων προς το συμφέρον πολεοδομίας, και της τετάρτης, εβδόμης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου.'
Είναι ολοφάνερο ότι οι πρόνοιες της παραγράφου 7 εξαιρούνται από την πιο πάνω ρύθμιση που προβλέπεται από την παράγραφο 9. Αυτό σημαίνει ότι μια δικαστική απόφαση που λήφθηκε από οποιονδήποτε πολίτη με βάση σύμβαση ιδιωτικού δικαίου είναι και εκτελεστή και εκτελεστέα και δεν απαιτείται καμία συγκατάθεση της εκκλησίας προς τούτο.»
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας και συμφωνώ με τις κρίσεις και τις παρατηρήσεις της σε σχέση με την ερμηνεία των προνοιών των παραγράφων 7 και 9 του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, δε θα τα επαναλάβω. Δε συμφωνώ, όμως, ως προς τη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της θεραπείας μονομερώς. Είναι καλά νομολογημένο ότι, σε μονομερείς αιτήσεις, τα γεγονότα που σχετίζονται με το κατεπείγον του αιτήματος για τη χορήγηση της θεραπείας είναι ουσιώδη.
Στη Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, σε σχέση με το κατεπείγον, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 604-605)
«Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.
΄Οπως διαπιστώνει ο Κωνσταντινίδης, Δ., σε δύο αποφάσεις του - (In Re Stavros Hotel Apartments Ltd. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 In Re B.P. CYPRUS LTD. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 861, το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το ΄Αρθρο 9 του ΚΕΦ. 6.
Στη Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, σελ. 1462, τονίστηκε ότι:-
'Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.'»
Εξετάζοντας τις παραγράφους 12 και 13 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης, στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε για να καταλήξει στο κατεπείγον, θεωρώ ότι αυτές κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο αποκαλύπτουν. ΄Οπως ορθά αυτό έκρινε, δεν μπορεί, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να θεωρηθεί ως λόγος στοιχειοθέτησης του κατεπείγοντος για έκδοση μονομερώς διατάγματος η άσκηση πίεσης στον αντίδικο για καταβολή, κατ' ισχυρισμό, οφειλόμενου ποσού. Το μέγεθος, όμως, της οφειλής και η οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων, στην οποία, επίσης, στηρίχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούν να εξετάζονται ανεξάρτητα του χρόνου και της πηγής των πληροφοριών. Πηγή των πληροφοριών των εφεσιβλήτων ήταν δημοσίευμα σε καθημερινή εφημερίδα, το οποίο έγινε στις 16/6/2009, δηλαδή εννέα μήνες πριν από την αναζήτηση της θεραπείας, και αφορούσε την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων για το έτος 2008. Στη Spidertrade Com Fin. Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 A.A.Δ. 121, η καθυστέρηση οκτώ μηνών στη λήψη μέτρων και η απουσία εξηγήσεων γι' αυτήν οδήγησαν σε απόρριψη αιτήματος για προσωρινό διάταγμα. Στην παρούσα περίπτωση, οι εφεσίβλητοι, ενώ επισυνάπτουν στην αίτησή τους όλη την αλληλογραφία η οποία ανταλλάχθηκε με τους εφεσείοντες και η οποία σταματά με επιστολή τους ημερομηνίας 24/6/2009, δε δίδουν οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρησή τους στην καταχώριση της αγωγής και, συνακόλουθα, της αίτησης. Παρά το καταληκτικό στην τελευταία αυτή επιστολή τους ότι ανέμεναν τη διευθέτηση συνάντησης εντός επτά ημερών, η οποία δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε, καταχωρούν την αγωγή εννιά μήνες αργότερα. Τα όσα προβάλλουν περί ανοχής τους επειδή επρόκειτο για εκκλησιαστικό οργανισμό, δεν αποτελούν ικανοποιητική εξήγηση, όταν, μάλιστα, ένα μήνα προηγουμένως, σε επιστολή τους ημερομηνίας 21/5/2009, ρητά αναφέρουν στους εφεσείοντες ότι, αν οι τελευταίοι δεν καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό εντός 15 ημερών, θα προχωρήσουν στη λήψη δικαστικών μέτρων χωρίς άλλη ειδοποίηση.
Η αναζήτηση από τους εφεσίβλητους της θεραπείας μονομερώς είναι φανερό ότι έγινε για σκοπούς άλλους από την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων. ΄Εγινε με σκοπό να πιεστούν οι εφεσείοντες να καταβάλουν το, κατ' ισχυρισμό, οφειλόμενο ποσό. Οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι αναφέρουν στην επιστολή τους προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 16/3/2009 ότι ο κλάδος με τον οποίο ασχολούνται αντιμετωπίζει προβλήματα και οι οικονομικές πιέσεις που δέχονται είναι ασφυκτικές. Η εξήγηση που έδωσαν για ανοχή εκ μέρους τους, επειδή διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους εφεσείοντες, όπως προκύπτει από την ίδια επιστολή, θα μπορούσε να γίνει δεκτή μέχρι την ημέρα της επιστολής, όταν, μάλιστα, αναφέρουν σ' αυτήν ότι δεν είχαν άλλα περιθώρια. Δεν έδωσαν εξήγηση γιατί από το 2009 το όλο ζήτημα κατέστη κατεπείγον το Μάρτιο του 2010. Θεωρώ ότι η αναφορά που γίνεται στην αρχή της παραγράφου 12 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης είναι όχι ατυχής έκφραση αλλά έκφραση που αποδίδει τον ακριβή λόγο για τον οποίο οι εφεσίβλητοι προχώρησαν μονομερώς. Προς την ίδια κατεύθυνση κατατείνουν και οι λόγοι που παρατίθενται στο τέλος της παραγράφου 12 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησής τους.
Θέση των εφεσειόντων, με την ένστασή τους, ήταν ότι αυτοί διαθέτουν μεγάλη περιουσία, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους, που ισχυρίστηκαν, όμως, ότι αυτή είναι βεβαρημένη με υποθήκες, γεγονός που μειώνει σημαντικά την αξία της. Ακριβή στοιχεία ως προς την αξία της δε δόθηκαν. Ούτε τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων, στα οποία, επίσης, στηρίχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώ ότι επαρκούν για να καταδειχθεί το κατεπείγον της έκδοσης του Διατάγματος. Η παράγραφος αυτή διαπνέεται από αοριστία. Η πηγή των πληροφοριών του ενόρκως δηλούντος δεν αποκαλύπτεται, αλλά ούτε και προσδιορίζεται χρονικά πότε περιήλθε σε γνώση των εφεσιβλήτων η συνεργασία των εφεσειόντων με άλλη εταιρεία και πότε αυτοί άρχισαν να πωλούν τεμάχια από τις εκτάσεις της γης των οποίων ζητείτο η δέσμευση - (βλ. Δ.39, θ. 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (πιο πάνω)). Οι εφεσείοντες, τόσο με την ένστασή τους όσο και με όσα ο ενόρκως δηλών γι' αυτούς ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, έθεταν θέμα γνώσης των εφεσιβλήτων, πολύ πριν από την υπογραφή της συμφωνίας της 17/10/2006, ότι αυτοί συζητούσαν με την εταιρεία Pafilia για την ανάπτυξη ακίνητης περιουσίας τους, για την οποία, μάλιστα, και οι εφεσίβλητοι είχαν ενδιαφερθεί. Οι συζητήσεις, διευκρίνισε, με την εταιρεία Pafilia, αρχικά, δεν αφορούσαν το τεμάχιο που είχε πωληθεί στους εφεσίβλητους με τη συμφωνία της 23/2/2001. Αυτό περιλήφθηκε στη συμφωνία με την Pafilia μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 17/10/2006. Για τη διαπραγμάτευση με την Pafilia μίλησε ο ίδιος με τον κ. Γεωργιάδη - (ενόρκως δηλών για τους εφεσίβλητους) - στον οποίο, όμως, δεν ανέφερε όλες τις λεπτομέρειές της.
΄Εχοντας υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι, με την αίτησή τους, δεν αποκάλυψαν χρονικά πότε έλαβαν γνώση για τη συνεργασία, όπως την αποκάλεσαν, των εφεσειόντων με εταιρεία ανάπτυξης γης και όσα κατά την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντος γι' αυτούς διευκρινίστηκαν, θεωρώ ότι δεν καταδείχθηκε οτιδήποτε που να προσδίδει επείγοντα χαρακτήρα στο αίτημα για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος. Η μη αποκάλυψη πότε αυτό περιήλθε σε γνώση τους και ποια η πηγή των πληροφοριών τους απογυμνώνει εντελώς το κατεπείγον του αιτήματός τους.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για επίκληση του ΄Αρθρου 9 του Κεφ. 6, δηλαδή χορήγηση θεραπείας στην απουσία του αντιδίκου. Θα κατέληγα σε αποδοχή της έφεσης και ακύρωση του εκδοθέντος Διατάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557· Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520· ABP Hold. Ltd v. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694