ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1129
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 67/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΔΔ.]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΜΠΑ,
Εφεσείων-Eνάγων Αρ.1,
και
1. ΝΑΣΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
2. ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ,
Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι.
.
― ― ― ―
Λ. Βραχίμης, για εφεσείοντα
Γ. Γεωργίου με Α. Σολομωνίδου (κα), για εφεσίβλητους
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η υπόθεση αυτή αφορά τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβη στις 26.6.1999 και στο οποίο εμπλέκονταν ως οδηγοί ο εφεσείων-ενάγων 1 και ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 1. Ο ενάγων 2 και η εναγομένη 2 ήταν οι ιδιοκτήτες των δύο οχημάτων αντίστοιχα.
Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, το όχημα του ενάγοντα 2 καταστράφηκε ολοσχερώς και ο οδηγός εφεσείων-ενάγων 1 υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες και απορρέουσες ειδικές ζημιές. Με την αγωγή του διεκδικούσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε αποκλειστικά υπεύθυνο για το δυστύχημα τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 1.
Το θέμα της ευθύνης δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Προσβάλλεται όμως η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με τη φύση του τραυματισμού και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, καθώς και η απόρριψη αποζημιώσεων ειδικών ζημιών που διεκδικούσε ο εφεσείων-ενάγων 1.
Συνολικά κατέθεσαν 11 μάρτυρες, 9 για τους ενάγοντες και 2 για τους εναγόμενους. Πολλοί από τους μάρτυρες αυτούς ήσαν ιατροί με αντικρουόμενες θέσεις αναφορικά με τις συνέπειες του τραυματισμού του εφεσείοντα-ενάγοντα 1.
Βασικό επίδικο θέμα, η κατάληξη στο οποίο και επηρέασε ουσιαστικά την απόφαση, ήταν το κατά πόσο η ανάπτυξη ραιβόκρανου και η κατ΄ισχυρισμό ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου και τα άλλα συναφή, ήταν απότοκο του δυστυχήματος ή όχι. Η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ήταν αρνητική και οι γενικές αποζημιώσεις που επεδίκασε, καθώς και η απόρριψη συγκεκριμένων ειδικών αποζημιώσεων, ήταν συνέπεια και ανάλογες με το συμπέρασμα αυτό, αντιστοίχως.
Με την έφεσή του ο εφεσείων-ενάγων 1 προσβάλλει βασικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ειδικότερα της ιατρικής μαρτυρίας από τον πρωτόδικο Δικαστή, προτάσσοντας ότι αυτή είναι λανθασμένη και ζητά την ανατροπή της και συνεπακόλουθα και την επιδίκαση των ειδικών ζημιών που απορρίφθηκαν, καθώς και ψηλότερου ποσού γενικών αποζημιώσεων. Ήταν η θέση του ότι, λόγω του τραυματισμού του, ο εφεσείων υπέστη ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου με πολύ σοβαρότερες συνέπειες.
Με βάση πάγια νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχει την ευχέρεια να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές στο πλαίσιο των γεγονότων. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355).
Παραθέτουμε πιο κάτω, απόσπασμα από την απόφαση στην Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη (1990) 1 ΑΑΔ 35, στη σελ. 39:
«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582 και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372).»
Στην παρούσα υπόθεση κρίνουμε πως δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες θα μπορούσαμε να επέμβουμε στα ευρήματα του ευπαίδευτου Δικαστή. Ο τελευταίος, προέβη σε πλήρη ανάλυση της ιατρικής μαρτυρίας, με αναφορά και στην ίδια τη μαρτυρία και διαγωγή του εφεσείοντα μετά το δυστύχημα και, αφού την αξιολόγησε πλήρως, κατέληξε στα ευρήματά και τα συμπεράσματά του, με βάση τη μαρτυρία αυτή, δικαιολογώντας τα πλήρως. Σημαντικό για την κατάληξή του ήταν και το πιστοποιητικό του Νοσοκομείου, τεκμήριο 8, που κατατέθηκε για το αληθές του περιεχομένου του και έγινε πλήρως αποδεκτό από το Δικαστήριο.
Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του πιστοποιητικού αυτού:
«Ο πιο πάνω ασθενής προσήλθε στις Α΄ Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στις 26.6.99 μετά από ατύχημα που είχε. Παρεπονείτο για ζάλη και πονοκεφάλους, σημεία εγκεφαλικής διάσεισης. Έτσι αφού εξετάσθηκε από χειρουργό, κρατήθηκε για νοσηλεία στο χειρουργικό τμήμα.
Κατά τη νοσηλεία του στον χειρουργικό θάλαμο, παρέμεινε κλινήρης, υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα. Του εδίδετο ανάλογη φαρμακευτική αγωγή για την εγκεφαλική διάσειση του.
Σταδιακά άρχισε να σηκώνεται από το κρεβάτι ανάλογα με τη συμπτωματολογία που παρουσίαζε.
Παρεπονείτο για πόνο στον αυχένα και εξετάσθηκε από ορθοπεδικό ιατρό. συνεστήθηκε να φέρει ειδικό κολάρο, καθώς και φυσιοθεραπεία.
Ο ακτινολογικός έλεγχος δεν έδειξε κάταγμα.
Εξήλθε του νοσοκομείου στις 1.7.99 με σχετική φαρμακευτική αγωγή και σύσταση όπως παραμείνει ήσυχος στο σπίτι και όπως επανέλθει προς εξέταση στα εξωτερικά χειρουργικά ιατρεία.
Κατά την επανεξέτασή του στις 14.9.99 παρεπονείτο για κεφαλαλγία και ζάλη, σημεία μεταδιασεισικού συνδρόμου. Για τούτο του συνεχίσθηκε η σχετική φαρμακευτική αγωγή.
Συμπέρασμα: Ο ασθενής Ρούμπας Γεώργιος παρουσίαζε σημεία εγκεφαλικής διάσεισης λόγω του δυστυχήματος που είχε, για τούτο κρατήθηκε για νοσηλεία στο χειρουργικό τμήμα.»
Τέσσερις μήνες μετά το δυστύχημα, όπως παρατηρεί ο Δικαστής, ο ιατρός, Μ.Υ.2, εξέτασε τον εφεσείοντα και διαπίστωσε την ύπαρξη αυχενικού ραιβόκρανου και έντονη μυϊκή σύσπαση του αυχένα, συμπεραίνοντας ότι υπέστη σοβαρό διάστρεμμα. Όπως παρατηρεί ο Δικαστής, απουσίαζε από το πιστοποιητικό του, τεκμήριο 20, οποιαδήποτε αναφορά σε κήλη ή τραυματική ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου. Με τη μαρτυρία αυτή συνάδει πλήρως και εκείνη του άλλου μάρτυρα, ιατρού για τους εναγόμενους και συγκεκριμένα το εύρημά του ότι ο εφεσείων δεν υπέστη ένεκα του δυστυχήματος κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου. Εξήγησε ο ιατρός αυτός πως ένας τέτοιος τραυματισμός θα ήταν ιδιαίτερα αισθητός και θα μπορούσε να προκαλέσει μέχρι τετραπληγία ή και θάνατο και ότι θα έχρηζε άμεσης και δραστικής αντιμετώπισης, κάτι που δεν έγινε στην περίπτωση του εφεσείοντα, όπως προκύπτει και από το τεκμήριο 8, το πιστοποιητικό δηλαδή του Νοσοκομείου, καθώς και τη θεραπευτική αγωγή και την πορεία που ακολούθησε. Έτσι, τελικά ο ιατρός αυτός συμπέρανε πως η εκφυλιστική σπονδυλοαρθροπάθεια, που φάνηκε στις ακτινογραφίες το 1999, καθώς και η ριζίτιδα Α7, που παρουσιάζει σήμερα και που μπορεί να προήλθε από ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου, δεν σχετίζονται με το δυστύχημα.
Ο πρωτόδικος Δικαστής ορθά παρατηρεί πως η αντίθετη επί του προκειμένου μαρτυρία του Μ.Ε.7 ήταν περισσότερο βασισμένη σε παράπονα και περιγραφές που έδωσε ο εφεσείων, παρά στην πραγματογνωμοσύνη του ιδίου. Προτίμησε έτσι τους Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 στο βαθμό που η μαρτυρία του ήταν αντίθετη με εκείνη του Μ.Ε.7. Παρόμοια ήταν και η κατάληξη του Δικαστηρίου όσον αφορά τον ιατρό, Μ.Ε.8. Η κρίση του Δικαστηρίου επί του προκειμένου, όπως και το ίδιο παρατηρεί, έγινε και σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα, που κατά την κρίση του, περιείχε έντονα στοιχεία υπερβολής όσον αφορούσε την έκταση, αλλά και την ένταση των σωματικών του βλαβών. Επεσήμανε επίσης, όπως το χαρακτήρισε «ένα τεράστιο κενό» το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των δύο ετών που πέρασε μέχρι την επίσκεψη του στον επόμενο ιατρό, τον Οκτώβριο του 2001, διάστημα για το οποίο δεν υπάρχει ιατρική μαρτυρία για την κατάσταση και εξέλιξη της υγείας του.
Όπως ορθά παρατηρεί, περαιτέρω, ο ευπαίδευτος Δικαστής, μέχρι τότε δεν υπήρχε η παραμικρή ιατρική ένδειξη για δισκοκήλη και άλλα συναφή, που αναφέρθηκαν στη δίκη, αφού αυτά διαπιστώθηκαν για πρώτη φορά το 2001, περισσότερο από 2 χρόνια μετά το δυστύχημα. Το Δικαστήριο, έτσι, θεώρησε πως δεν αποδείχθηκε η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του δυστυχήματος και των όσων διαπιστώθηκαν μετά το 2001.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κρίση αξιοπιστίας και τα συνεπακόλουθα ευρήματα και λαμβάνοντας και υπόψη την επί του προκειμένου νομολογία που παραθέτει στην απόφαση του ο πρωτόδικος Δικαστής, θεωρούμε το ποσό των £4.000 που επιδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις απόλυτα ορθό και δίκαιο.
Εν όψει δε και της απόρριψης των αποτελεσμάτων του τραυματισμού, ορθά το Δικαστήριο επιδίκασε μόνο £180 ως ειδικές αποζημιώσεις, απορρίπτοντας τις περαιτέρω απαιτήσεις του εφεσείοντα για απώλεια εισοδημάτων, έξοδα μελλοντικής εγχείρησης, φυσιοθεραπείας, καθώς και απώλειας επιδόματος επίπονης εργασίας, αφού αυτά δεν προέκυπταν από τις τραυματικές συνέπειες του ατυχήματος.
Υπάρχει ακόμη μία πτυχή στην έφεση, με την οποία αμφισβητείται η επιδίκαση τόκου προς 4% αντί 8%, στις αποζημιώσεις των £9.000, που δόθηκαν στον ενάγοντα 2 για την καταστροφή του οχήματός του. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων δέχθηκε την πιο πάνω θέση και δήλωσε στο Δικαστήριο πως δεχόταν την επιδίκαση τόκου προς 8% από την ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης. Παρατηρούμε, όμως, πως, όπως προκύπτει από το εφετήριο, την παρούσα έφεση καταχώρησε μόνο ο ενάγων 1 και ο ιδιοκτήτης, ενάγων 2 δεν είναι διάδικος στην έφεση.
Ως εκ τούτου, κρίνουμε πως δεν μπορούμε να επικυρώσουμε με την απόφασή μας την πιο πάνω εκ συμφώνου θέση. Επί του προκειμένου, μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να καταλήξουν σε συμφωνία εξωδίκως.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα συν Φ.Π.Α. εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π. Δ. Χατζηχαμπής, Δ. Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/Χ.Π.