ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 825
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 50/2010)
11 Μαΐου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στες]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ
ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσείoντες/Ενάγοντες,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 3.
_________
Στ. Πολυβίου (κα) με Μ. Ναθαναήλ (κα), για τους Εφεσείοντες.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας σε αγωγή για οφειλόμενα ενοίκια δυνάμει ενοικιαγοράς, μάρτυς των εφεσειόντων-εναγόντων αναφέρθηκε στη μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης, ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εναγόντων στην εταιρεία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ», δυνάμει δικαστικού διατάγματος στην αίτηση υπ΄ αρ. 531/2005, ημερομηνίας 13.12.2005 και ταυτόχρονης διάλυσης των εφεσειόντων, χωρίς εκκαθάριση. Ύστερα από σχετική αίτηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εναγόντων η υπόθεση αναβλήθηκε και τελικά στις 28.9.2009 καταχωρήθηκε από την εταιρεία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ», (στο εξής «οι αιτητές»), αίτηση με την οποία αξιωνόταν τροποποίηση, τόσο του τίτλου της αγωγής, όσο και κάποιων παραγράφων της έκθεσης απαίτησης. Η αίτηση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια και οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της απόφασης με την παρούσα έφεση.
Η αίτηση έχει ως νομική βάση τη Δ.12, Δ.25, θ.θ.1, 2, 3, 5 και 6, τη Δ.48, θ.θ. 1, 2, 4 και 8 (1), (2) και (8), τη Δ.63, θ.θ. 1, 2 (1), (2) και τέλος τη Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση υπαλλήλου των αιτητών ο οποίος ανέφερε ότι δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 13.12.2005, ολόκληρη η επιχείρηση με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και των συμβολαίων ενοικιαγοράς της εταιρείας των εφεσειόντων, μεταβιβάστηκαν και/ή εκχωρήθηκαν στους αιτητές.
Με την ένστασή του ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 3 πρόβαλε ότι η διάλυση των εφεσειόντων-εναγόντων επέφερε και την εξάλειψη του αγώγιμου δικαιώματός τους εναντίον του. Υποστήριξε επίσης ότι το γεγονός της απόκρυψης της διάλυσης των εφεσειόντων αφορούσε συμπεριφορά παραπλανητική και καταχρηστική και τέλος ότι η αίτηση υποβλήθηκε καθυστερημένα. Η ένσταση δεν συνοδεύτηκε από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε αρχικά ότι η διάλυση της εταιρείας των εφεσειόντων δεν οδηγεί αφ΄ εαυτής στην εξάλειψη του επίδικου αγώγιμου δικαιώματός τους εναντίον του εφεσίβλητου, το οποίο θα μπορούσε να επιβιώσει και να συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας, εφ΄ όσον οι αιτητές, ως νόμιμοι διάδοχοι των εφεσειόντων, θα μπορούσαν να αξιώσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να επιτύχουν να υποκατασταθούν στα πλαίσια της προκείμενης δικαστικής διαδικασίας στη θέση των εφεσειόντων. Ορθώς το δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι την περίπτωση ρυθμίζει η Δ.12, η οποία συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης.
Το δικαστήριο ανάφερε επίσης ότι οι αιτητές θα μπορούσαν να ζητήσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να επιτύχουν, την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής, καθώς και της έκθεσης απαίτησης, εφ΄ όσον οι προτεινόμενες τροποποιήσεις παρουσιάζονται, πράγματι, τυπικές.
Στη συνέχεια το δικαστήριο ασχολήθηκε με την τετραετή, σχεδόν, καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης. Η διάλυση των εφεσειόντων πραγματοποιήθηκε στις 13.12.2005, ενώ η αίτηση καταχωρήθηκε μόλις στις 28.9.2009. Το δικαστήριο επικεντρώθηκε και στην παράλειψη των εφεσειόντων να δικαιολογήσουν την πολύ μεγάλη αυτή καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης η οποία, όπως αναφέρει, επέτρεψε στον εφεσίβλητο να ζητήσει την απόρριψή της.
Τελικά το δικαστήριο, αφού τόνισε ότι όποιος αξιώνει ορισμένη θεραπεία βαρύνεται με την απόδειξη της συνδρομής των νομοθετημένων και νομολογημένων προϋποθέσεων για την έγκριση του αιτήματός του, απέρριψε την αίτηση.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες, αφού υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε την ύπαρξη της νέας νομικής οντότητας η οποία είχε και το δικαίωμα να συνεχίσει όλες τις υφιστάμενες αγωγές των εφεσειόντων, περιλαμβανομένης και της παρούσας αγωγής, επικεντρώθηκαν κυρίως στην προσπάθειά τους να προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση αμφισβητώντας το σκεπτικό του δικαστηρίου για απόρριψη λόγω υπερβολικής καθυστέρησης στην υποβολή του σχετικού αιτήματος.
Οι εφεσείοντες επισημαίνουν επίσης ότι η ένσταση του εφεσίβλητου, κατά παράβαση των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, δεν συνοδευόταν από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση στην οποία να επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης, όπως προβλέπεται στη Δ.48, θ.4.
Θα πρέπει να τονιστεί από την αρχή ότι δεν είναι ορθό το επιχείρημα ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση για τροποποίηση ήταν η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης. Η αναφορά στην καθυστέρηση γίνεται συμπληρωματικά. Ουσιαστικός λόγος απόρριψης της αίτησης ήταν άλλος. Το δικαστήριο με ένα λακωνικό και διακριτικό, θα έλεγα τρόπο, επισημαίνει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ήταν η πρέπουσα, υπενθυμίζοντας ότι η αιτήτρια εταιρεία, δηλαδή η Τράπεζα Κύπρου, θα μπορούσε να ζητήσει να υποκατασταθεί στα δικαιώματα των εφεσειόντων, επικαλούμενη τη Δ.12. Η Δ.12 αναφέρεται στην αλλαγή διαδίκων, λόγω θανάτου ή πτώχευσης ενός των διαδίκων. Παρ΄ όλον ότι στη νομική βάση της παρούσας αίτησης, αναφέρεται και η Δ.12, εν τούτοις είναι προφανές ότι δεν αξιώνεται θεραπεία για αντικατάσταση διάδικου, αλλά μόνο για τροποποίηση των δικογράφων.
Η επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Το τι εννοούσε το δικαστήριο φαίνεται και από το γεγονός ότι στην απόφαση, ενώ αναφέρεται ότι για αντικατάσταση των εφεσειόντων με τους αιτητές, η αίτηση θα έπρεπε να γίνει με βάση τη Δ.12, προχωρεί και σημειώνει ότι οι αιτητές θα μπορούσαν επίσης να ζητήσουν και επιτύχουν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες και την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης. Δεν υπάρχει αιτούμενη θεραπεία για αντικατάσταση διαδίκου βάσει της Δ.12. Μόνο θεραπείες για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης.
Θα ασχοληθώ πρώτα με το θέμα της καθυστέρησης της καταχώρησης της αίτησης. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το θέμα της καθυστέρησης δεν ηγέρθη και δεν επεξηγήθηκε με τον ορθό και νομότυπο τρόπο από τον εφεσίβλητο στην ένστασή του και συνεπώς ο παράγων αυτός δεν έπρεπε να εξεταστεί από το δικαστήριο. Απλά προέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή αναφορά της πορείας εκδίκασης της υπόθεσης. Στις 24.11.2005 εκδόθηκε εκ συμφώνου εναντίον των εναγομένων 1 και 2 απόφαση. Ο εφεσίβλητος ήταν ο εναγόμενος 3. Στις 22.11.2005 ο εφεσίβλητος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα για διάφορους λόγους, είτε ύστερα από κοινό αίτημα των δύο διαδίκων, είτε ύστερα από αίτηση μιας των πλευρών. Η υπόθεση αναβαλλόταν, είτε για οδηγίες, είτε για ακρόαση, μέχρι τις 17.9.2009 οπότε και διαπιστώθηκε η ανάγκη για αλλαγή των διαδίκων.
Με τα γεγονότα, τόσο εύκολα διαπιστούμενα από το φάκελο της υπόθεσης, δεν μπορώ να δεκτώ ότι το δικαστήριο εμποδίζεται από του να εξετάσει το επιχείρημα του εφεσίβλητου για τη δημιουργηθείσα καθυστέρηση, μόνο και μόνο επειδή ο σχετικός ισχυρισμός δεν πήρε τη μορφή ένορκης δήλωσης. Εξ άλλου δεν είναι απαραίτητο όπως η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, εκτός αν η ένσταση βασίζεται σε γεγονότα που δεν είναι προφανή στο φάκελο. Ακριβώς δε, στην παρούσα υπόθεση τα σχετικά γεγονότα ήταν προφανή, εξ ου και το δικαστήριο αναφέρεται σ΄ αυτά με μεγάλη λεπτομέρεια.
Από την άλλη, δεν αποτελεί δικαιολογία για την καθυστέρηση το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ο εφεσίβλητος ζητούσε συνεχώς αναβολή της υπόθεσής του, ούτε και το γεγονός ότι ουδέποτε από την ημέρα καταχώρησης του διατάγματος και του σχεδίου αναδιάρθρωσης στον ΄Εφορο Εταιρειών, μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης, ήγειρε θέμα ορθών διαδίκων προς το δικαστήριο.
Η καθυστέρηση δεν δικαιολογείται με αναφορά στη συμπεριφορά της άλλης πλευράς. Ο εφεσίβλητος δεν είχε καμία υποχρέωση να εγείρει θέμα αναγκαιότητας αλλαγής των εφεσειόντων-εναγόντων ή τροποποίησης των δικογράφων. Οι κινήσεις αυτές συνιστούσαν καθήκον των εφεσειόντων οι οποίοι, πράγματι, παρέλειψαν να εκπληρώσουν τις δικονομικές τους υποχρεώσεις, παρά το ότι είχαν παρέλθει τέσσερα χρόνια από την αλλαγή στο υφιστάμενο νομικό καθεστώς.
Είναι αλήθεια ότι έχει νομολογιακά αποφασιστεί ότι όσο αμελώς ή καθυστερημένα κι΄ αν καταχωρείται μια αίτηση για τροποποίηση, θα πρέπει να παραχωρείται σχετικό διάταγμα, αν η δικαιοσύνη εξυπηρετείται με αυτό τον τρόπο. ΄Εχει όμως επίσης επισημανθεί (C & A Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2075), ότι θα πρέπει να δίδεται ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση, γιατί η όσο το δυνατό συντομότερη λήξη της αντιδικίας είναι ιδιαίτερα επιτακτική και αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Η δικαιολογία των εφεσειόντων ότι δεν αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της αίτησης, δεν επαρκεί. Δεν συνιστά ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση. Περαιτέρω το κύριο δικονομικό διάβημα που έπρεπε να ληφθεί, μαζί με την αίτηση για τροποποίηση, ήταν η αίτηση για αλλαγή διάδικου.
Δεν θα ήθελα, εξ άλλου, να συζητήσω, στο σημείο αυτό, κατά πόσο οι πιο πάνω αρχές που εφαρμόζονται στην περίπτωση καθυστέρησης καταχώρησης αίτησης για τροποποίηση, ισχύουν και στις περιπτώσεις αιτήσεων για αλλαγή διάδικου. Επίσης δεν τίθεται θέμα καλοπιστίας των εφεσειόντων. Η καλή πίστη δεν αποτελεί κριτήριο. Εν πάση περιπτώσει, όπως είπα και προηγουμένως, ο λόγος απόρριψης της αίτησης δεν ήταν, ούτως ή άλλως, η καθυστέρηση υποβολής της.
Στην παρούσα υπόθεση σημειώνεται ότι η αιτήτρια εταιρεία κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αίτηση για τροποποίηση χωρίς να υποβάλει προηγουμένως οποιαδήποτε αίτηση να καταστεί διάδικος στη διαδικασία. Ούτε εξασφαλίστηκε άδεια από το πρωτόδικο δικαστήριο για συμμετοχή της στη διαδικασία. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είχε διερευνηθεί πρώτα το κατά πόσο, χωρίς προηγούμενη άδεια συμμετοχής στη διαδικασία, η αιτήτρια είχε καν δικαίωμα να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση (βλέπε Κουή ν. Χριστοδούλου, Π.Ε. 238/07, ημερ. 22.3.2010).
Λίγα λόγια για το διάταγμα στην αίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄ αρ. 531/2005, που καταχωρήθηκε βάσει των άρθρων 64, 65, 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Είναι αλήθεια ότι στο πιο πάνω διάταγμα διατάσσεται η συνέχιση από την Τράπεζα Κύπρου όλων των διαδικασιών που εκκρεμούν από ή εναντίον των εφεσειόντων. Η αναφορά όμως αυτή του διατάγματος είναι γενική και έγινε μέσα στα πλαίσια της αναγκαίας από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, επικύρωσης από δικαστήριο του ειδικού ψηφίσματος που είχε υιοθετηθεί από τη Γενική Συνέλευση. Μια όμως τόσο γενική αναφορά που σκοπό είχε τη δικαστική επικύρωση της εκχώρησης της επιχείρησης των εφεσειόντων στην Τράπεζα Κύπρου, δεν μπορεί να δεσμεύει κάθε αντίδικό τους, χωρίς προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης. Ένα τέτοιο διάταγμα δεν αντικαθιστά, αυτομάτως, τους εφεσείοντες σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση, με έξοδα.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
/ΜΔ