ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 687

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2008)

 

19 Μαΐου 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Εφεσείων,

-         ν.    -

 

LAIKI CYPRIALIFE LTD,

Εφεσίβλητης.

------------------------------

Α. Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Ηλιάδης, για την Εφεσίβλητη.

-------------------------------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.

  Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ,

 θα  δώσει  ο   Ναθαναήλ, Δ.  Ο  Χατζηχαμπής, Δ.,  θα      δώσει απόφαση μειοψηφίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Αποτελεί κοινό τόπο ότι ο εφεσείων, μόνιμος επιλοχίας στην Εθνική Φρουρά, είχε στις 31.10.2000 αποσπασθεί για περίοδο ενός μηνός ως εκπαιδευτής σε στρατιωτική μονάδα στο χωριό Μονή στη Λεμεσό.  Κατά τη διάρκεια ασκήσεων στις 14.11.2000 και ώρα 01.30 π.μ., ο εφεσείων υπέστη ατύχημα με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές σωματικές βλάβες στο πρόσωπο, με ιδιαίτερη προέκταση την απώλεια της αίσθησης της όσφρησης λόγω νέκρωσης του υποκόγχιου νεύρου, ζωτικού οργάνου που σχετίζεται με την αίσθηση αυτή.

 

        Προηγουμένως, ασφαλιστικό συμβόλαιο που είχε συνομολογηθεί, ως θα αναφερθεί κατωτέρω, με την εφεσίβλητη εταιρεία με έναρξη ισχύος από 30.4.2000, παρείχε κάλυψη στον εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, και για μόνιμη ολική ανικανότητα από ατύχημα, καθώς και για μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα. Ο εφεσείων υπέβαλε στις  20.11.2000 σχετική έκθεση με συνημμένο ιατρικό πιστοποιητικό που πιστοποιούσε την εν λόγω απώλεια όσφρησης.  Η ασφαλιστική εταιρεία δεν απεδέχθη το αίτημα για αποζημίωση ως μη καλυπτόμενο από τον όρο 2 του προσαρτήματος περί μόνιμης μερικής ανικανότητας, εφόσον δεν υπήρχε πλήρης απώλεια οργάνου ή μέρους, αλλά ούτε και με βάση το άρθρο 3 του προσαρτήματος περί μόνιμης ή ολικής ανικανότητας από ατύχημα. 

 

        Με βάση τις πρόνοιες του ασφαλιστικού εγγράφου, η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία με περιορισθέν πλέον το αντικείμενο προς επίλυση, μετά την αποδοχή της προσφερθείσας ιατρικής μαρτυρίας κατά τη διάρκεια της διαιτησίας, ότι όντως ο εφεσείων είχε απώλεια της αίσθησης της όσφρησης, κατά πόσο η απώλεια αυτή ενέπιπτε στις πρόνοιες του προσαρτήματος SB.3.0 του ασφαλιστηρίου εγγράφου, αν δε η απάντηση ήταν καταφατική, ποιο το ύψος της αποζημίωσης που ο εφεσείων θα δικαιούτο.  Διαιτητής ορίστηκε ο Δ. Στυλιανίδης, πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με οδηγίες του οποίου ανταλλάγησαν δικόγραφα και εξετάστηκε η απαίτηση του εφεσείοντος για ποσό £40.000 δυνάμει της παρ. 5 του πίνακα του ασφαλιστηρίου, τόκους και έξοδα.  Ο εφεσείων αξίωσε διαζευκτικά, £16.000 ως ποσοστό επί του ποσού των £40.000 που εν γένει κάλυπτε το συμβόλαιο.

 

 Ο διαιτητής, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, κατέληξε στις 10.10.03 σε απορριπτική απόφαση, στη βάση του ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία ως προς την «... ισόβια ή γενική μείωση ή οποιαδήποτε μείωση της ικανότητας του  .... για οποιαδήποτε εργασία», ο ίδιος ο εφεσείων δεν κατέθεσε, δεν ήταν δε νομικά ορθό για τον διαιτητή να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας σε οποιοδήποτε βαθμό χωρίς τέτοια  συγκεκριμένη μαρτυρία.  Η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας ως προς τη μείωση της ικανότητας του εφεσείοντος για οποιαδήποτε εργασία, λόγω απώλειας της όσφρησης, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, καθώς έκρινε, κοινή γνώση, ούτε θα ήταν δυνατό η απώλεια όσφρησης να παραλληριστεί με απώλεια άλλης αίσθησης, όπως την απώλεια ακοής, ώστε να έχουν εφαρμογή τα προσδιορισθέντα στο προσάρτημα του συμβολαίου αντίστοιχα ποσά.

 

        Γενική αίτηση που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τα άρθρα 20(1) και (2) του περί  Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, ως τροποποιήθηκε, για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή, απορρίφθηκε στις 12.3.08, εφόσον κρίθηκε ότι καμία από τις περιπτώσεις που προδιαγράφονται στο πάνω άρθρο,  όπως αυτό έτυχε ερμηνείας από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία, δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα μπορούσε, ενόψει της τεκμηριωμένης απόφασης του διαιτητή, τον οποίο χαρακτήρισε ως «.. πρόσωπο με πολυετή δικαστική πείρα (που) καταξιώθηκε να ανελιχθεί μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα της δικαστικής εξουσίας», να παρέμβει στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που να  δημιουργούσε το υπόβαθρο για προκατάληψη ή ανάρμοστη συμπεριφορά ή διαγωγή που ήταν άλλως επιλήψιμη εκ μέρους του διαιτητή.

        Είναι αναγκαίο να γίνει λεπτομερής αναφορά στα προνοούμενα από το ασφαλιστικό συμβόλαιο ώστε να γίνει αφενός κατανοητό το όλο πλέγμα της υπόθεσης και αφετέρου η κρίση τόσο του διαιτητή, όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το συμβόλαιο είχε ως δικαιούχο το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Μελών Κυπριακού Στρατού Λιμιτεδ, μέλος του οποίου ήταν ως εκ της ιδιότητας του και ο εφεσείων.  Κάλυπτε στο ποσό των £40.000, θάνατο από οποιαδήποτε αιτία, θάνατο από ατύχημα, μόνιμη ολική ανικανότητα από ατύχημα και μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα.  Με βάση το προσάρτημα που τιτλοφορείται «Ωφέλημα μόνιμης μερικής ανικανότητας από ατύχημα», η εφεσίβλητη εταιρεία οφείλει να καταβάλει στον ασφαλιζόμενο το ποσό που αναφέρεται στον πίνακα του συμβολαίου:

 

 «.. αφού προσκομιστούν στα κεντρικά γραφεία, αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία θα προκύπτει πλήρως, ότι η απώλεια ικανότητας του ασφαλισμένου προήλθε άμεσα, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από κάθε άλλη αιτία, από ατύχημα το οποίο συνέβηκε κατά τη διάρκεια της κάλυψης του και με την προϋπόθεση ότι η απώλεια επήλθε μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ημέρα του ατυχήματος.»

 

        Το άρθρο 2 του προσαρτήματος καθορίζει, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο, ότι «σε περίπτωση μόνιμης ή ολικής απώλειας, δηλαδή ότι η χρήση του βλαβέντος οργάνου ή μέλους μερικώς μόνο παρακωλύεται, η αποζημίωση συνίσταται σε ποσοστό του ποσού που προβλέπεται για την περίπτωση ολικής απώλειας ..».

 

        Με βάση τον πίνακα του άρθρου 4, καθορίζονται  ποσοστά αποζημιώσεων για συγκεκριμένες περιπτώσεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πλήρη απώλεια ακοής και στα δύο αυτιά, πλήρη απώλεια ακοής στο ένα αυτί και διάφορες άλλες απώλειες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση της απώλειας της όσφρησης.  Το άρθρο 5, καθορίζει ότι μετά την «προσκόμιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων» σε σχέση με το γεγονός ότι ο ασφαλιζόμενος υπέστη ατύχημα και στη βάση του ότι από το ατύχημα έχει υποστεί οποιαδήποτε από τις απώλειες που καθορίζονται στον πίνακα, τότε η εφεσίβλητη εταιρεία θα καταβάλει «.. σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς του παρόντος το προβλεπόμενο ασφαλισμένο ποσό το οποίο αναγράφεται στον πίνακα επισυναπτόμενου συμβολαίου.».

 

        Το άρθρο 6 προνοεί για εξαιρέσεις, η παρουσία των οποίων αποκλείει τον ασφαλισμένο από την καταβολή οποιουδήποτε ωφελήματος.  Ενδιαφέρει το λεκτικό που ακολουθεί τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 και που έχει, verbatim, ως εξής:

«Όλες οι παροχές που προβλέπονται από το παρόν καταβάλλονται μετά από την υποβολή στην Εταιρεία όλων των αποδεικτικών στοιχείων που θεμελιώνουν το σχετικό δικαίωμα.

 

Σε κάθε περίπτωση ατυχήματος το οποίο συνεπάγεται μόνιμη μερική ανικανότητα που δεν αναφέρεται ειδικά στο πίνακα των λοιπών σωματικών βλαβών όπως ορίζονται πιο πάνω στο επισυναπτόμενο Συμβόλαιο, το ποσό της αποζημίωσης συνίσταται σε ποσοστό επί του ποσού που αναφέρεται για το άρθρο (4), ίσο προς το ποσοστό της ισόβιας ή γενικής μείωσης της ικανότητας του παθόντος για οποιανδήποτε εργασία, για τον προσδιορισμό αυτού του ποσοστού λαμβάνονται υπόψιν γενικά κριτήρια και όχι οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων διατελούσε αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την άσκηση της εργασίας του πριν από το ατύχημα.  Εν πάση περιπτώσει το εν λόγω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβεί αυτό που προβλέπεται στον προαναφερόμενο πίνακα για σωματική βλάβη αντίστοιχης σοβαρότητας και βαρύτητας.»

 

        Αποτελεί την εισήγηση του εφεσείοντος με τέσσερεις λόγους έφεσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του ότι ο διαιτητής εύλογα έλαβε τη σχετική διαιτητική απόφαση ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του.  Λανθασμένα, επίσης, κατέληξε ότι η έννοια και ερμηνεία του όρου «misconduct» δεν εφαρμοζόταν στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο διαιτητής την ενώπιον του διαιτησία ή ότι αποκλειόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο από την υποχρέωση να ελέγξει κατά πόσο ορθά ο διαιτητής έκρινε κατά νόμο και στη βάση των γεγονότων που είχε ενώπιον του την όλη υπόθεση.  Περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η ιατρική μαρτυρία με το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Πούγιουρου, δεν ήταν αρκετή για να αποδείξει τη βλάβη στην όσφρηση, ενώ η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι και αναιτιολόγητη,  εφόσον παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει σε αναγκαία ευρήματα.  Αυτό, διότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει στην ουσία την απόφαση του διαιτητή θεωρώντας ότι λόγω της προηγούμενης δικαστικής του ιδιότητας, ο διαιτητής κατέληξε σε τεκμηριωμένη, εύλογη και δίκαιη απόφαση υπό τις περιστάσεις. 

 

        Ο κ. Κυπρίζογλου, προωθώντας την έφεση, εισηγήθηκε ότι η απόφαση του διαιτητή μπορούσε να ελεγχθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την ορθότητα της νομικής του προσέγγισης και της ερμηνείας που έδωσε στο άρθρο 4 του προσαρτήματος, σε συνδυασμό με την ανικανότητα του εφεσείοντος να εργαστεί.  Η παρερμηνεία του ασφαλιστικού συμβολαίου επεδείκνυε κατά νόμο «.. κακό χειρισμό και/ή ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduct) ..» εντός της έννοιας αυτής κατά το άρθρο 20 του Κεφ. 4.  Επομένως, πρωτοδίκως, λανθασμένα και αντινομικά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε υποχρέωση να ελέγξει την ορθή εφαρμογή του Νόμου και την υπαγωγή των γεγονότων σ΄ αυτό, θεωρώντας ότι ο διαιτητής ως άτομο με πολυετή δικαστική πείρα δίκαια και εύλογα κατέληξε στα συμπεράσματα του. 

 

        Η αντίθετη θέση του κ. Ηλιάδη, ήταν ότι η νομολογία έχει αποσαφηνίσει τις περιπτώσεις επέμβασης των Δικαστηρίων  προς παραμερισμό διαιτητικών αποφάσεων διαιτητών.  Δεν έχει αποδειχθεί στην περίπτωση οποιοσδήποτε λόγος παραμερισμού της διαιτητικής απόφασης, εφόσον το έργο του Δικαστηρίου ορθά εξαντλήθηκε στην εξέταση του κατά πόσο ο διαιτητής επέδειξε κατά νόμο «ανάρμοστη συμπεριφορά», τέτοια δε συμπεριφορά δεν έχει αποδειχθεί εφόσον ο διαιτητής ήταν το αρμόδιο πρόσωπο να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία, την οποία ελεύθερα ο εφεσείων προσκόμισε ενώπιον του, στη βάση της οποίας ο διαιτητής, ερμηνεύοντας ορθά το ασφαλιστικό συμβόλαιο, απέρριψε την αξίωση.

 

        Εγείρεται προς απάντηση θεμελιακό ερώτημα ως προς τη νομική εμβέλεια του άρθρου 20 και ιδιαίτερα της φράσης «ανάρμοστη συμπεριφορά» («misconduct»). 

 

        Το άρθρο 20 έχει ως εξής:

«1.  Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επιδεικνύει κακή συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση, το δικαστήριο δύναται να τον απομακρύνει.

 2.    Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»

 

        Ενδιαφέρει εδώ το εδάφιο (2), εφόσον είχε επιδιωχθεί πρωτοδίκως η ακύρωση ή παραμερισμός της διαιτητικής απόφασης.  Στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο, ο όρος που χρησιμοποιείται στο άρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 απ΄  όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («.. has misconducted himself or the proceedings ....».  Στον Russell on Arbitration 16η έκδ. σελ. 307, θεωρείται λανθασμένη συμπεριφορά η εκ μέρους του διαιτητή ακρόαση μαρτύρων ή εξέταση εγγράφων στην απουσία των διαδίκων, η απόδοση στον εαυτόν του ενός συνολικού ποσού για τα έξοδα του, ώστε να αποκλείει τους διαδίκους από του να ενστούν στις χρεώσεις του, (δέστε την απόφαση K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd (1991) 3 W.L.R. 1025 για κατεύθυνση ως προς τον τρόπο χρέωσης αμοιβής από ένα διαιτητή), η εκ μέρους του παράλειψη να εξασκήσει όλες τις εξουσίες του ή η λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας.  Στη δε σελ. 309, αναφέρεται σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαιτησίας, ότι οι κύριοι άξονες επί των οποίων μπορεί να υποβληθεί επιτυχώς αίτηση για παραμερισμό, είναι η εκ μέρους του διαιτητή διεξαγωγή της διαιτησίας ex parte χωρίς ουσιώδη λόγο, ο αποκλεισμός ατόμων που έχουν δικαίωμα να είναι παρόντα, η λανθασμένη απόρριψη ή αποδοχή μαρτυρίας και η λανθασμένη μετακύλιση καθηκόντων.

 

        Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά.  Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και  στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15 σελ. 23,  τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στην ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ ν. Lakis Georghiou Constructions Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 240/07, ημερ. 19.2.2010), ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett (1953) 1 W.L.R. 562).  Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «.. παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα .. κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας»  (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο). 

 

        Πουθενά, όμως, η μέχρι τούδε νομική θεώρηση των προνοιών του άρθρου 20(2), δεν έχει συμπεριλάβει, (στην απουσία βεβαίως παραβιάσεων των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης), και, την ενδεχομένως λανθασμένη νομική ερμηνεία ενός εγγράφου.  Η παραδοσιακή αντίληψη περί του σκοπού της παραπομπής μιας διαφοράς σε διαιτησία, είναι ακριβώς η ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της.  Όπως εξηγείται στο Russell  - πιο πάνω - σελ. 289, υπήρχε στο κοινοδίκαιο σύμφυτη εξουσία παραμερισμού απόφασης, η δε νομοθετική χρήση της λέξης «misconduct» γενικά, που ήταν νέα στο  Arbitration Act 1889 και η μετέπειτα χρήση του «misconduct of the proceedings» στο μεταγενέστερο Arbitration Act 1934, που διατηρήθηκε και στο Arbitration Act 1950, είχε στην ουσία  χαρακτήρα δηλωτικό της προηγούμενης νομολογίας.  Όπως δε εξηγείται και στη μεταγενέστερη 23η έκδοση του Russel on Arbitration (2007), σελ. 375 παρ. 7-056, τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

 

        Παρά την προσπάθεια του συνηγόρου του εφεσείοντος να πείσει ότι η ερμηνεία σε επίμαχο συμβόλαιο που δίνει ένας διαιτητής, όπως και εδώ, εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει «misconduct», η θέση του δεν έχει έρεισμα στη νομολογία.  Η υπόθεση Modern Engineering (Bristol) Ltd v. C. Miskin & Son Ltd (1981) 1 Lloyd´s Rep. 135, δεν αποφάσισε οτιδήποτε το διαφορετικό, ούτε αποτελεί αυθεντία για τον ισχυρισμό του συνηγόρου.  Η υπόθεση αφορούσε μια κλασσική στην ουσία περίπτωση, όπου ο διαιτητής, ενώ γνώριζε, ότι οι δικηγόροι της Miskin ενημέρωσαν το διαιτητή ότι ήθελαν να εγείρουν νομικό ζήτημα ως προς τη σημασία ενός πιστοποιητικού που είχε εκδώσει ο αρχιτέκτονας, με πιθανότητα να το επανανοίξουν ως προς την αποτελεσματικότητα του, θα έπρεπε δε να ακουστούν εκατέρωθεν επιχειρήματα επ΄ αυτού, εντούτοις προχώρησε να εκδώσει «interim award» όπου αποφάσισε ότι η Miskin μπορούσε να επανανοίξει το πιστοποιητικό, χωρίς να ακούσει τους δικηγόρους της Modern Engineering.

 

        Κρίθηκε ότι η ενέργεια του διαιτητή ισοδυναμούσε με καθαρή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον αποφάσισε υπέρ ενός των διαδίκων, χωρίς να ακούσει τον άλλο.

 

         Σύμφωνα με τον Russell - πιο πάνω - σελ. 285, η έννοια του «misconduct» περιλαμβάνει στην ευρεία της σημασία «..even including mistake (in law or fact) admitted by the arbitrator», στη δε σελ. 306, εξηγείται, ως προς το λάθος περί το νόμο, ότι αυτό πρέπει να είναι παραδεκτό από το διαιτητή.  Ακόμη όμως και όπου ο διαιτητής λανθασμένα αναφέρθηκε στο νόμο, αυτό δεν ισοδυναμεί με υπέρβαση της δικαιοδοσίας του. (Re London Dock Co and Shadwell (1862) 32 LJ QB 30).

 

        Ακόμη και στην εξέλιξη της νομοθεσίας στην Αγγλία με την εισαγωγή του Arbitration Act 1996, όπου με το s. 68 εισήχθηκε ο γενικότερος όρος του «serious irregularity», ως προϋπόθεση για τον παραμερισμό διαιτητικής απόφασης, έχει αποσαφηνιστεί ότι πρέπει η περίπτωση να εμπίπτει σε μια από τις έννοιες που αποδίδει στον όρο το εδάφιο (2)(a)-(i).  Έχει δε ερμηνευτεί στην Petroships Pte Ltd v. Petec Trading and Investment Corp (The "Petro Ranger" (2001) 2 Lloyds Rep. 348, ότι οι καθορισθείσες παρατυπίες στο εδάφιο (2), δεν μπορούν να επεκταθούν από το Δικαστήριο, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να οδηγούν και σε «substantial injustice», που να δικαιολογούν την επέμβαση του Δικαστηρίου.  Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε στην Losotho Highlands Development Authority v. Impregilo SpA (2005) 3 All E.R. 789, η επέμβαση του Δικαστηρίου καθίσταται αναγκαία μόνο στην περίπτωση  όπου ο διαιτητής έχει υπερβεί τις εξουσίες του κάτω από τη συμφωνία διαιτησίας.  Όπως λέχθηκε στις σκέψεις 29 και 31:

 

        «But nowhere in section 68 is there any hint that a failure by the tribunal to arrive at the 'correct decision'  could afford a ground for challenge under section 68 ...... Section 68(2)(b) does not permit a challenge on the ground that the tribunal arrived at a wrong conclusion as a matter of law or fact.  It is not apt to cover a mere error of law.  The view is reinforced if one takes into account that a mistake in interpreting the contract is the paradigm of a 'question of law' which may in the circumstances specified in section 69 be appealed unless the parties have excluded that right by agreement.»

 

Σε μετάφραση:

 

          «Πουθενά στο άρθρο 68 δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η αποτυχία του διαιτητή να καταλήξει στην 'ορθή απόφαση' θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο προς ακύρωση κάτω από το  άρθρο 68 ...  Το άρθρο 68(2)(b) δεν  επιτρέπει αμφισβήτηση για το λόγο ότι ο διαιτητής λανθασμένα κατέληξε ως προς τα γεγονότα ή το νόμο.  Δεν επαρκεί για να καλύψει ένα απλό λάθος περί το νόμο.  Η άποψη αυτή ενισχύεται αν κάποιος αναλογιστεί ότι μια λανθασμένη ερμηνεία συμβολαίου είναι το κατ΄ εξοχήν παράδειγμα ενός 'νομικού ερωτήματος' το οποίο μπορεί στις συνθήκες που καθορίζει το άρθρο 69 να εφεσιβληθεί εκτός αν οι διάδικοι έχουν εξαιρέσει αυτό το δικαίωμα με συμφωνία.»

 

Είναι επομένως πρόδηλο, ότι η νομολογία έχει σταδιακά (με οδηγό βέβαια τη νέα νομοθεσία στην Αγγλία), περιορίσει, αντί να επεκτείνει, τις περιστάσεις που θα αποτελούσαν «misconduct».  (δέστε Russel on Arbitration 23η έκδ. σελ. 375, παρ. 7-056). Όπως δε αναφέρεται στο Civil Procedure Vol. 2: The White Book Service 2006, στη σελ. 470 στην παρ. 2Ε-78:

 

«The Act further specifies the grounds on which an award may be set aside or remitted or an arbitration removed thus removing the general discretion available under 'the old law'.»

 

Σε μετάφραση:

«Ο Νόμος καθορίζει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους μια διαιτητική απόφαση δύναται να παραμεριστεί ή αποσταλεί πίσω ή ο διαιτητής να απομακρυνθεί, αφαιρώντας έτσι τη γενική διακριτική ευχέρεια που υπήρχε κάτω από τον 'προηγούμενο νόμο'.»

 

Τα αποφασισθέντα ανωτέρω ως προς το ότι η νομική εμβέλεια της έννοιας της ανάρμοστης συμπεριφοράς δεν περιλαμβάνει και τη νομική ερμηνεία εγγράφου, σφραγίζει και την τύχη της έφεσης.  Χάριν όμως ολοκλήρωσης του σκεπτικού μπορεί συνοπτικά να λεχθεί ότι εν πάση περιπτώσει η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή ως προς το ότι δεν υπήρχε έδαφος για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή.  Όχι βέβαια διότι ο διαιτητής ήταν πρώην δικαστικός με πολυετή πείρα, αλλά διότι η ερμηνεία που αυτός έδωσε στον επίμαχο όρο του ασφαλιστικού συμβολαίου ήταν εύλογη και συνήδε με τους γνωστούς ερμηνευτικούς κανόνες.

 

Το άρθρο 6 που καταγράφηκε προηγουμένως προϋποθέτει ότι ο παθών θα πρέπει να περάσει τρία στάδια για να πάρει αποζημίωση από την εφεσίβλητη εταιρεία.  Το πρώτο είναι  το ατύχημα που έχει υποστεί να μην καλύπτεται από τον πίνακα των «λοιπών σωματικών βλαβών», όπως τιτλοφορείται ο πλαγιότιτλος του άρθρου 4.  Δεύτερο, πρέπει η πάθηση να έχει επηρεάσει το άτομο ως προς την ικανότητα του να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία, οπότε και λαμβάνει ποσοστό του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 4, για αντίστοιχη πάθηση ή απώλεια.  Τρίτο, για τον προσδιορισμό αυτού του ποσοστού λαμβάνονται υπόψη γενικά κριτήρια τα οποία προφανώς καθορίζει η εφεσίβλητη εταιρεία, ή σε περίπτωση διαιτησίας, ο διαιτητής.

 

 Η πιο πάνω ερμηνεία συνάδει και με το ότι οι παθήσεις που καθορίζονται ρητά στο άρθρο 4, είτε συμφωνημένα επιφέρουν την ορισθείσα απώλεια, είτε θεωρούνται αρκούντως σοβαρές ώστε, ανεξάρτητα από το εάν επηρεάζεται ή όχι κάποιος στην εργασία του, να δικαιούται στο ποσοστό αποζημίωσης που εκεί καθορίζεται, ήτοι, ποσοστό επί των £40.000 που δίνονται εξ ολοκλήρου στις περιπτώσεις απώλειας όρασης και στα δύο μάτια ή ολικής παράλυσης.

 

Απώλεια όμως που δεν καταγράφεται στον πίνακα, συναρτάται προς την ικανότητα για οποιαδήποτε εργασία, ακριβώς γιατί θα πρέπει να αποδειχθεί από τον παθόντα ότι η απώλεια είναι τέτοιας μορφής που του προκαλεί πρόβλημα να εργαστεί οπουδήποτε, οπότε και λαμβάνονται υπόψη γενικά κριτήρια για τον καθορισμό της αποζημίωσης, όπως, για παράδειγμα, η ηλικία κατά την ημέρα του ατυχήματος, το είδος της εργασίας που ασκούσε προηγουμένως ο παθών, καθώς και οι εν γένει συνθήκες για άσκηση εργασίας συμπεριλαμβανομένων και τυχόν ιδιαιτέρων δεξιοτήτων του παθόντος.  Δεν λαμβάνονται υπόψη οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων ο παθών διατελούσε κατά την άσκηση της εργασίας του πριν το ατύχημα, όπως ρητά αναφέρει το άρθρο 6, αποκλειομένων έτσι οποιωνδήποτε ειδικών συνθηκών εργασίας ή όρων σε συμβόλαιο εργασίας, περιλαμβανομένων ενδεχομένως του μισθού του παθόντος, του ωραρίου, διαφόρων προνοιών για ταμεία υγείας ή άλλων ωφελημάτων κλπ. 

 

Η ως άνω εύλογη από τον διαιτητή ερμηνεία του άρθρου 6, οδηγούσε ταυτόχρονα στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από τον εφεσείοντα ως προς την «ισόβια ή γενική μείωση της ικανότητας ... για οποιαδήποτε εργασία» του εφεσείοντος, δεν ήταν δυνατή η απόδοση αποζημίωσης, ο δε παραλληλισμός με την απώλεια ακοής, ως πάθησης ρητά αναφερόμενης στον Πίνακα του άρθρου 4, δεν ήταν βοηθητική ελλείψει σχετικής ιατρικής μαρτυρίας, ούτε μπορούσε να συναχθεί αυθαιρέτως, ή, να θεωρηθεί κοινή γνώση. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι δεν ενδιέτριψε στην απόφαση του διαιτητή με την αναμενόμενη διεισδυτικότητα, όμως ορθά ανέφερε ότι η ερμηνεία του επιδίκου εγγράφου από μέρους του διαιτητή, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επιλήψιμη ή ανάρμοστη συμπεριφορά που να δικαιολογεί ακύρωση της απόφασης του. 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

                                        Π. Αρτέμης,

                                                 Π.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                           Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο