ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 775
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Νομική Αρωγή Αρ. 24/2008)
2 Ιουλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ. 1) ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002),
- και -
MARY JANE SUPATAN.
Ε. Ερωτοκρίτου (κα), για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια η οποία είναι από τις Φιλιππίνες, με αίτηση της ζητά εκ των υστέρων να της εγκριθεί δωρεάν νομική αρωγή, δυνάμει του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (Ν. 165(Ι)/2002), στο εξής «ο Νόμος», ώστε να της πληρωθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής τα έξοδα που επιδικάστηκαν προς όφελος της, τα οποία όμως ποτέ δεν εισέπραξε, λόγω αδυναμίας του αντιδίκου της να πληρώσει. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η Αιτήτρια το 2000 καταχώρησε την Αίτηση αρ. 5/2000, στο εξής «η αίτηση πατρότητας», στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία ζητούσε διάταγμα εναντίον του καθ' ου η αίτηση σ' εκείνη τη διαδικασία, για πατρική αναγνώριση της ανήλικης θυγατέρας της. Ο καθ' ου η αίτηση αμφισβήτησε την αίτηση. Στη διαδικασία που ακολούθησε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η Εφεσείουσα εξασφάλισε, με την Αίτηση αρ. 59/00, διάταγμα με το οποίο της παρεχόταν δωρεάν νομική αρωγή.
Η πρωτόδικη Δικαστής, στις 16.9.2004 απέρριψε την αίτηση πατρότητας επειδή, όπως βρήκε, η Αιτήτρια απέτυχε να συνδέσει τον καθ' ου η αίτηση σ' εκείνη τη διαδικασία, μαζί της κατά τον επίδικο χρόνο. Επίσης, η πρωτόδικη δικαστής την διέταξε να καταβάλει και τα σχετικά έξοδα.
Η Αιτήτρια με την Έφεση αρ. 206 εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στις 14.12.2007 δέχθηκε την έφεση, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας διατάχθηκαν να είναι έξοδα δίκης, ενώ τα έξοδα της έφεσης επιδικάστηκαν υπέρ της Εφεσείουσας.
Στις 28.12.2007, η Αιτήτρια υπέβαλε κατάλογο εξόδων για τα πιο πάνω έξοδα της στην Έφεση αρ. 206. Τα έξοδα ψηφίστηκαν στο ποσό των £3.080,80, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Κατά την παραλαβή του πιστοποιημένου καταλόγου εξόδων ημερομηνίας 8.2.08, το Πρωτοκολλητείο του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου υπέδειξε στην Αιτήτρια, ότι η νομική αρωγή που παραχωρήθηκε στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αίτηση αρ. 59/00), κάλυπτε μόνο την πρωτόδικη διαδικασία που αφορούσε στην αίτηση πατρότητας και όχι τα έξοδα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας στην Έφεση αρ. 206, εφόσον δεν καταχωρήθηκε ξεχωριστή αίτηση για νομική αρωγή, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με το Νόμο. Παρά την υπόδειξη, η Αιτήτρια ως επιτυχούσα διάδικος στην Έφεση αρ. 206, φαίνεται να ζήτησε χωρίς επιτυχία, να πληρωθεί από το Ταμείο Νομικής Αρωγής τα έξοδα που ψηφίστηκαν προς όφελος της. Παράλληλα προέβη και σε ανεπιτυχή μέτρα για εκποίηση της κινητής περιουσίας του αντιδίκου της, για είσπραξη των εξόδων της.
Ως αποτέλεσμα της μη καταβολής των εξόδων της, η Αιτήτρια στις 16.10.2008, καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή εκ των υστέρων δωρεάν νομικής αρωγής, ώστε να καλυφθούν τα έξοδα της έφεσης που της επιδικάστηκαν, τα οποία δεν μπορούσε να εισπράξει από τον αντίδικο της.
Επειδή υπήρξε από την αρχή αμφιβολία κατά πόσον θα μπορούσε να εγκριθεί αίτημα για νομική αρωγή αναδρομικά, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας στην οποία αφορούσε το αίτημα, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο διέταξε όπως η αίτηση για νομική αρωγή επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος τελικά εμφανίστηκε ως φίλος του Δικαστηρίου. Τόσο η δικηγόρος της Αιτήτριας όσο και η δικηγόρος για τον Γενικό Εισαγγελέα, καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις.
Δύο είναι τα επίδικα νομικά σημεία. Πρώτον, κατά πόσον μπορεί δυνάμει του Νόμου να εγκριθεί αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής αναδρομικά και μετά που έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία στην οποία αφορά. Δεύτερον, κατά πόσον τα έξοδα επιτυχόντος διάδικου, δικαιούχου νομικής αρωγής, μπορούν να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής, σε περίπτωση που δεν μπορεί να τα εισπράξει από τον αποτυχόντα διάδικο.
Η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την Αιτήτρια είναι ότι και στα δύο ερωτήματα το Δικαστήριο θα πρέπει να δώσει θετική απάντηση, γιατί η νομική αρωγή αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα κάθε άπορου διάδικου, το οποίο δεν μπορεί να του αποστερηθεί με την επιβολή οποιωνδήποτε περιορισμών. Κατά την άποψη της, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια η οποία θα πρέπει να ασκηθεί προς όφελος της Αιτήτριας, γιατί υπό τις περιστάσεις αυτό υπαγορεύει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Αναφορικά με το άρθρο 9(2) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι σε επιτυχόντα διάδικο δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε ποσόν για σκοπούς νομικής αρωγής, η δικηγόρος της Αιτήτριας, κα Ερωτοκρίτου, υποστήριξε ότι αυτό είναι αντισυνταγματικό, αφού αντίκειται στα Άρθρα 30.3(δ) και 28 του Συντάγματος.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Γενικό Εισαγγελέα, υποστήριξε ότι:-
(α) δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική χορήγηση νομικής αρωγής, αφού σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 7(1), τέτοιο αίτημα μπορεί να εγκριθεί, νοουμένου ότι εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε από τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 6 και 6Α του Νόμου. Κατά την άποψη της, δεν είναι επιτρεπτή από το Νόμο η έγκριση αιτήματος για χορήγηση δωρεάν νομικής αρωγής, για δικαστική διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε πολύ πριν την υποβολή της αίτησης για νομική αρωγή. Ακόμα και η επιφύλαξη του άρθρου 7(1) η οποία εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 77(Ι)/2005, με την οποία σε δευτεροβάθμιες διαδικασίες παρέχεται η δυνατότητα επιβεβαίωσης της οικονομικής κατάστασης του Αιτητή με ένορκη δήλωση, προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούσας διαδικασίας.
(β) Η χορήγηση νομικής αρωγής σε επιτυχόντα διάδικο, πέραν του ότι αντίκειται στο άρθρο 9(2) του Νόμου, είναι και εντελώς αντίθετη με τον πραγματικό σκοπό του νομοθέτη που στοχεύει στην παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής σε άπορα άτομα. Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν διατάχθηκε να πληρώσει οτιδήποτε για να έχει αξίωση να της τα καλύψει το κράτος. Εάν εγκριθεί το αίτημα της, θα ισοδυναμεί με χορήγηση δωρεάν νομικής αρωγής στον αποτυχόντα διάδικο, ο οποίος ούτε αίτηση για νομική αρωγή έχει υποβάλει και ούτε του εγκρίθηκε δωρεάν νομική αρωγή.
(γ) ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος δεν στοχεύει σε αριθμητική ισότητα, αλλά στην ουσιαστική, χωρίς να αποκλείει τις εύλογες διαφοροποιήσεις. Εκείνο που προσπαθεί να αποκλείσει είναι τις αυθαίρετες διακρίσεις και
(δ) δε διαπιστώνεται παραβίαση του Άρθρου 30.3(δ) του Συντάγματος. Οι πρόνοιες του άρθρου 9(2) του Νόμου δεν περιορίζουν, αλλά προσδιορίζουν την έκταση του δικαιώματος για δωρεάν νομική αρωγή, ώστε να επιτευχθεί οικονομική δικαιοσύνη και να αποτραπεί εκμετάλλευση του θεσμού.
Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος του 2002 δια των άρθρων 3 και 6, επιτρέπει την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής σε διαδικασίες, μεταξύ άλλων και ενώπιον Οικογενειακών Δικαστηρίων. Γι' αυτό εξάλλου και η αρχική αίτηση της Αιτήτριας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για νομική αρωγή, εγκρίθηκε. Η διαδικασία για την υποβολή σχετικού αιτήματος προβλέπεται από το άρθρο 7 του Νόμου:-
«7.-(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί οποιαδήποτε από τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 6Α(4), ή το Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία ο αιτητής συνήθως διαμένει δύναται, κατόπιν γραπτής αίτησης σε αυτό, αν κρίνει ότι-
(α) Με βάση κοινωνικοοικονομική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οικονομική κατάσταση του αιτητή και, στην περίπτωση που ο αιτητής είναι εξαρτώμενο μέλος οικογένειας, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του, δεν του επιτρέπει να εξασφαλίσει νομική αρωγή, λαμβανομένων υπόψη των απολαβών του, πραγματικών και αναμενόμενων, οποιωνδήποτε άλλων εισοδημάτων, από εργασία ή άλλες πηγές, των εξόδων για τις βασικές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του και άλλων υποχρεώσεων και αναγκών του· και
(β) λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης ή άλλων περιστάσεων της υπόθεσης είναι επιθυμητό για το συμφέρον της δικαιοσύνης να τύχει δωρεάν νομικής αρωγής για την προετοιμασία και το χειρισμό της υπόθεσης,
να εκδώσει πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής:
Νοείται ότι το δικαστήριο που εξέδωσε το πιστοποιητικό μπορεί να το ανακαλέσει, όταν υπάρχει ουσιαστική αλλαγή των δεδομένων του δικαιούχου:
Νοείται περαιτέρω ότι στην περίπτωση αίτησης για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής σε δευτεροβάθμια διαδικασία δεν απαιτείται η έκδοση νέου πιστοποιητικού και το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) κοινωνικοοικονομική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που συντάχθηκε για τους σκοπούς της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, νοουμένου ότι ο αιτητής δηλώνει ενόρκως ότι δε διαφοροποιήθηκε η οικονομική του κατάσταση.»
Στην προκειμένη περίπτωση είναι γεγονός ότι πλην της παρούσας, δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενώπιον μας. Η τελευταία διαδικασία που υπήρξε σε δευτεροβάθμιο επίπεδο ήταν η διεκπεραίωση της Έφεσης 206. Όμως εκείνη η διαδικασία ολοκληρώθηκε από τις 14.12.2007 και η Αιτήτρια κατέστη επιτυχούσα διάδικος και της επιδικάστηκαν τα έξοδα της έφεσης.
Συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ότι για να παραχωρηθεί πιστοποιητικό νομικής αρωγής θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου, πρωτίστως να «εκκρεμεί» ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε από τις εγκεκριμένες από το Νόμο διαδικασίες. Στην περίπτωση της Αιτήτριας, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού η διαδικασία τόσο ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έχουν ολοκληρωθεί και τίποτε δεν εκκρεμεί. Περαιτέρω, όπως ρητά αναφέρεται στο εδάφιο (β) του άρθρου 7(1), η νομική αρωγή παραχωρείται «για την προετοιμασία και το χειρισμό της υπόθεσης». Όμως εδώ δεν εκκρεμεί οτιδήποτε που να χρειάζεται προετοιμασία. Η δικηγόρος της Αιτήτριας εισηγήθηκε ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της Αιτήτριας γιατί αυτό υπαγορεύει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται πάντα σύμφωνα με το Νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν είναι δυνατό να εκδοθεί Πιστοποιητικό για παροχή νομικής αρωγής δυνάμει του άρθρου 7(1) ή της επιφύλαξης του, στην περίπτωση δευτεροβάθμιας διαδικασίας.
Κατά την άποψη μας, δεν είναι δυνατή η παραχώρηση Πιστοποιητικού για νομική αρωγή για να καλυφθούν αναδρομικά διαδικασίες οι οποίες έχουν προ πολλού ολοκληρωθεί. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν προβλέπεται από το σχετικό Νόμο, αλλά ούτε και θα ήταν εφικτό να εξεταστεί ή ελεγχθεί αναδρομικά η οικονομική κατάσταση της Αιτήτριας, κατά τον ουσιώδη χρόνο που θα έπρεπε να είχε υποβληθεί το αίτημα.
Σχετικά με τα έξοδα επιτυχόντος διαδίκου, το άρθρο 9(2) του Νόμου προβλέπει ότι:-
«9(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), για σκοπούς υπολογισμού των εξόδων του επιτυχόντος δικαιούχου, οι υπηρεσίες δικηγόρου δε θεωρούνται ότι έχουν παρασχεθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που το δικαστήριο επιδικάζει έξοδα υπέρ του επιτυχόντος δικαιούχου, δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε ποσό για σκοπούς νομικής αρωγής και οποιοδήποτε ποσό κατεβλήθη επιστρέφεται.»
Η Αιτήτρια δεν αμφισβητεί ότι η πιο πάνω πρόνοια του Νόμου είναι σαφής, με αποτέλεσμα ο επιτυχών διάδικος να μην δικαιούται να αξιώσει να του καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό για σκοπούς νομικής αρωγής. Εκείνο που εγείρει η Αιτήτρια, είναι ότι η σχετική επιφύλαξη του άρθρου 9(2), είναι αντισυνταγματική.
Κατ' αρχάς η Αιτήτρια στη διαδικασία της Έφεσης αρ. 206, δεν ζήτησε να της εγκριθεί νομική αρωγή και επομένως, δεν είναι καν δικαιούχος νομικής αρωγής για τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία. Επομένως, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί θέμα συνταγματικότητας της επιφύλαξης του άρθρου 9(2) του Νόμου. Η αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστά θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, γι' αυτό και ο έλεγχος γίνεται μόνο όταν αυτό κριθεί απόλυτα αναγκαίο για επίλυση του επίδικου θέματος.
Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξη μας, στην καλύτερη περίπτωση για την Αιτήτρια, μετά που θα διαπιστωνόταν η μη συμβατότητα της επιφύλαξης του άρθρου 9(2) του Νόμου με το Σύνταγμα, θα διαφαινόταν, ενδεχομένως, νομοθετικό κενό. Όμως, και σε τέτοια περίπτωση, όπως πολύ ορθά τόνισε η δικηγόρος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, κα Χριστοδουλίδου, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει ή τροποποιήσει τη νομοθετική ρύθμιση με σκοπό να καλύψει το διαπιστούμενο κενό. Σχετική είναι η υπόθεση Dias United Publishing Co. Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση για νομική αρωγή απορρίπτεται, ως αβάσιμη. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδουμε κανένα διάταγμα για τα έξοδα του Γενικού Εισαγγελέα.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠς