ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1275

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2006)

19 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

BALOISE INSURANCE CO LTD,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι αρ. 3,

- ΚΑΙ -

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΑΤΩΜΟΝΙΑΤΗ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα,

1.    ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

2.    ΞΕΝΙΑΣ ΕΠ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων αρ. 1 και 2

---------------------------

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τους Εφεσείοντες/Εναγόμενους αρ. 3.

Γ. Μηχανικός, για τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα.

Γ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους αρ. 1 και 2.

 

---------------------------

 

 

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 18.12.1994 το όχημα τύπου Citroen με αριθμούς εγγραφής BAX 648, κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα επί της λεωφόρου Μετοχίου στη Λευκωσία διολίσθησε στη συμβολή της λεωφόρου με την οδό Αχαιών, με αποτέλεσμα να κτυπήσει σε πάσσαλο της ΑΤΗΚ, να γυρίσει επί του άξονα του και στη συνέχεια κυριολεκτικά να επικαθήσει επί του σταθμευμένου οχήματος με αριθμό εγγραφής PQ 797.  Το ατύχημα αυτό αποτέλεσε την αφορμή για να εγερθεί στις 2.12.96 σχετική αγωγή για αποζημιώσεις από τον εφεσίβλητο, τότε ενάγοντα, ο οποίος φερόταν να ήταν ο συνοδηγός στο όχημα το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1, τότε εναγόμενος 1, καθώς και εναντίον της εφεσίβλητης 2, τότε εναγομένης 2, μητέρα του εφεσίβλητου 1 και ιδιοκτήτρια του οχήματος που οδηγούσε ο γιος της.  Η ασφαλιστική εταιρεία των εφεσειόντων κάλυπτε τον φερόμενο ως οδηγό του οχήματος εφεσίβλητο 1/εναγόμενο 1.  Χάριν εύκολης παρακολούθησης του σκεπτικού που ακολουθεί ο εφεσίβλητος/ενάγων, θα αναφέρεται στη συνέχεια ως «ο Κατωμονιάτης», ο δε εφεσίβλητος 1/εναγόμενος 1, θα αναφέρεται ως «ο Επαμεινώνδας». 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον Κατωμονιάτη  εκδίδοντας υπέρ του και εναντίον των εφεσειόντων απόφαση για £17.150, ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον £1.201,65, ως ειδικές αποζημιώσεις με αντίστοιχους τόκους και έξοδα.  Περαιτέρω, απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων χωρίς έξοδα με την οποία αυτοί αξιούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι δεν υπείχαν ευθύνη να αποζημιώσουν τον Κατωμονιάτη, ενόψει του ισχυρισμού τους ότι ο Κατωμονιάτης με τον Επαμεινώνδα και την ιδιοκτήτρια του οχήματος συνομώτησαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας δόλο και απάτη για να παρουσιάσουν ψευδώς ότι ο Κατωμονιάτης ήταν ο συνοδηγός και ο Επαμεινώνδας ο οδηγός, γνωρίζοντας ότι ο Κατωμονιάτης δεν καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Με την παρουσίαση του Κατωμονιάτη ως επιβάτη θα δινόταν από τους εφεσείοντες η σχετική αποζημίωση με βάση το ασφαλιστικό συμβόλαιο το οποίο ήταν επ΄ ονόματι της μητέρας του Επαμεινώνδα, παρέχοντας κάλυψη μόνο στα μέλη της οικογένειας για ζημιές όμως μόνο έναντι τρίτου.  Οι εφεσείοντες ανταπαίτησαν επίσης την επιστροφή από τους αντιδίκους τους, του ποσού των £1604,63 που κατέβαλαν για τη ζημιά στο όχημα υπ΄ αριθμό PQ 797. 

 

        Ως είναι αμέσως αντιληπτό από τα πιο πάνω, η βασική επιχειρηματολογία ενώπιον του Εφετείου αναπτύχθηκε με το συλλογισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Κατωμονιάτης δεν ήταν ο οδηγός του οχήματος, πλημμελώς δε αξιολογήθηκε η σχετική πραγματική και ιατρική μαρτυρία που δόθηκε κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας.  Πρόσθετα, λανθασμένα, κατά την εισήγηση, αποκλείστηκε η μαρτυρία του εμπειρογνώμονος των εφεσειόντων ως προς τον τρόπο με τον οποίο κτύπησαν τα δύο άτομα που ήσαν στο όχημα υπ΄ αρ. BAX 648. Οι επτά από τους δέκα λόγους έφεσης αφορούν στην ουσία τα πιο πάνω, ενώ με τους υπόλοιπους τρεις αμφισβητήθηκε η ορθότητα των αποζημιώσεων που δόθηκαν πρωτοδίκως. 

 

        Έχει σημασία για την περαιτέρω κατανόηση του ζητήματος να καταγραφούν και τα εξής:  Με βάση τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Κατωμονιάτης έφερε τους εξής τραυματισμούς όπως πιστοποιήθηκαν από το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Σ. Καλλή, Μ.Ε.3, ειδικού στη γναθοπροσωπική και χειρουργική στόματος, που τότε υπηρετούσε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και το οποίο πιστοποιητικό δόθηκε πολύ αργότερα στις 19.11.96 (Τεκμ. 3Α).  Διαπιστώθηκε ότι το δεξιό αυτί και το δεξιό άνω βλέφαρο είχαν σχεδόν αποκολληθεί, ενώ υπήρχαν θλαστικά τραύματα στο δεξιό μέτωπο, στη δεξιά ινιακή χώρα, καθώς και κάτω από το λοβό του δεξιού αυτιού.  Σύμφωνα με το τεκμήριο αυτό, ο Κατωμονιάτης νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας από τις 18.12.94 μέχρι τις 20.12.94, όπου έγινε συρραφή των τραυμάτων με τοπική αναισθησία και του χορηγήθηκαν δύο φιάλες αίματος.   Άλλο ιατρικό πιστοποιητικό από τον Νίκο Μαντά, Μ.Ε.4,  πλαστικό χειρούργο στο Απολλώνιο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, που δόθηκε επίσης πολύ αργότερα από το ατύχημα και συγκεκριμένα στις 7.1.98, Τεκμ. 5, κατέγραψε ότι είχαν διαπιστωθεί κατά την ιατρική εξέταση στις 23.12.97, μία ουλή μήκους 9 εκ. στη δεξιά οπισθοωτιαία χώρα εκτεινόμενη μέσα στο τριχωτό της κεφαλής με απώλεια τριχών, μία πλατιά ουλή μήκους 4 εκ. παρωτιδικής χώρας δεξιά, μία λεπτή γραμμοειδής ουλή μήκους 5 εκ. στη δεξιά ζυγωματική χώρα, μία ουλή άνω βλεφάρου, ουλή έξω κανθού δεξιά πλατιά και ανώμαλη, ουλή γραμμοειδούς τύπου στη μετωπιαία χώρα, ουλή στη μεσότητα του δεξιού φρυδιού και πολλαπλές ουλές δεξιάς υπερόφρυας χώρας.  Διαπιστώθηκε επίσης κολόβωμο του λοβίου του δεξιού πτερυγίου ωτός, με έλλειμμα στο έσω τμήμα του. 

 

        Το όχημα στο οποίο επέβαιναν οι Κατωμονιάτης και Επαμεινώνδας, υπέστη εκτεταμένες ζημιές, όπως δε φαίνεται από τις φωτογραφίες Τεκμ. 2, 8 και 9, ο ανεμοθώρακας έμπροσθεν και προς τα δεξιά της θέσης του οδηγού είχε θρυμματιστεί, φέροντας μια μεγάλη οπή στο χώρο αυτό, ενώ η δεξιά πόρτα του οδηγού και γενικά ολόκληρη η πλευρά του οχήματος, είχε πολλαπλά κτυπήματα.

 

Οι πιο πάνω τραυματισμοί του Κατωμονιάτη, μαζί με τις εκτεταμένες ζημιές του οχήματος, με επίκεντρο τις ζημιές στο σπασμένο ανεμοθώρακα έμπροσθεν της θέσης του οδηγού, έδωσαν το έναυσμα στην κα Ερωτοκρίτου για την εισήγηση ότι ήταν ο Κατωμονιάτης εν τέλει που οδηγούσε το όχημα και όχι ο Επαμεινώνδας.  Διαφορετικά, ήταν ανεξήγητο, κατά τη θέση της, πώς ο Κατωμονιάτης, ως συνοδηγός, ήταν δυνατό να τραυματιστεί κατά τον τρόπο που περιγράφηκε προηγουμένως, ενώ ο Επαμεινώνδας ως ο φερόμενος οδηγός, είχε υποστεί στη δεξιά πλευρά του προσώπου του μόνο γδαρσίματα, του έγιναν δε ραφές στο Νοσοκομείο όπου παρέμεινε για τρεις ημέρες σε αφασία.  Σχετικό είναι το Τεκμ. 15, που είναι τα λεγόμενα «Case Notes» του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, το οποίο καταγράφει ότι αυτός εισήχθη στις πρώτες βοήθειες στις 18.12.94,με διάσειση, είχε «lacerations» στο πρόσωπο και του έγινε συρραφή.  Ο ασθενής, όπως αναφέρθηκε, είχε όλες τις αισθήσεις του και παρουσίαζε μόνο πονοκέφαλο.  Ενάμιση  με δύο μήνες μετέπειτα ανακάλυψε τρία διαφορετικά σημεία στο πρόσωπο του στα οποία υπήρχαν γυαλιά και επισκέφθηκε τον ιδιώτη πλαστικό χειρούργο Φίλιο Φιλίππου, ο οποίος τα αφαίρεσε.  Να σημειωθεί πρόσθετα ότι στο σημείο της τελικής θέσης του οχήματος, όπως φαίνεται από τη φωτογραφία Τεκμ. 8, υπάρχει στο ασφαλτόστρωμα, αλλά και στο σημείο της οπής που έσπασε ο ανεμοθώρακας, κόκκινο χρώμα το οποίο κατά τη θέση της  κας Ερωτοκρίτου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν αίμα που έχασε ο Κατομωνιάτης, όταν, ως οδηγός του οχήματος, προσέκρουσε στον ανεμοθώρακα με το κεφάλι του σπάζοντας τον, εξ ου και ήταν αναγκαία η χορήγηση σε αυτόν δύο φιαλών αίματος. 

 

Η υπόθεση αυτή θα πρέπει να κριθεί με κύριο γνώμονα την πραγματική μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία και παρέχει ένα αδιάψευστο οδηγό ως προς το όλο ατύχημα (δέστε Conway v. Ηλία (2003) 1 Α.Α.Δ. 540 και Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362). Προστίθεται ότι από τη μαρτυρία προέκυψε ότι δεν υπήρχε ο φάκελος της Αστυνομίας προς κατάθεση που περιείχε το πρωτότυπο του σχεδίου της σκηνής, τις φωτογραφίες, τις καταθέσεις και οτιδήποτε άλλο σχετικό διερευνήθηκε, λόγω του ότι καταστράφηκε μετά την πάροδο πενταετίας.  Περαιτέρω, ενώπιον του Εφετείου η υπόθεση προχώρησε στη βάση πρακτικών που δεν ήταν πλήρη, με τη συγκατάθεση όλων των διαδίκων, τα δε πρακτικά αυτά ετοιμάσθηκαν από τις χειρόγραφες σημειώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω έλλειψης στενογράφου.

 

Η μαρτυρία εδώ των εμπλεκομένων δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία τους θα έπρεπε να περάσει μέσα από τη βάσανο της προσεκτικής εξέτασης και στάθμισης της πραγματικής μαρτυρίας που ήταν διαθέσιμη, αλλά και των εμπειρογνωμόνων ιατρών ως προς τον τρόπο πρόκλησης των τραυμάτων. Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του Επαμεινώνδα ότι αυτός ήταν ο οδηγός του οχήματος.  Η κρίση του επί του σημείου αυτού και γενικότερα επί της αξιοπιστίας του Επαμεινώνδα καταγράφηκε στις σελ. 19- 20 της απόφασης, στη βάση του ότι αυτός «... κατέθεσε με αμεσότητα, σταθερότητα και συνέπεια και επέμεινε χαρακτηριστικά στις θέσεις του και ειδικότερα ότι ο ίδιος ήταν ο οδηγός.».  Το Δικαστήριο αφού σημείωσε τη φιλική σχέση που είχε με τον Κατωμονιάτη σχημάτισε, ως ανέφερε, «καλή εντύπωση» για αυτόν. Στη συνέχεια στη σελ. 24, το Δικαστήριο σχολιάζοντας τη μαρτυρία των Δρ. Καλλή και Δρ. Μαντά, αλλά και του Δρ. Φιλίππου, που κατέθεσε για τον Επαμεινώνδα, τη μαρτυρία των οποίων αποδέχθηκε πλήρως, σημείωσε ότι για να προκαλούνταν οι συγκεκριμένοι τραυματισμοί του Κατωμονιάτη, δεν ήταν απαραίτητο να είχε προσκρούσει αυτός στο μέρος του ανεμοθώρακα όπου είχε δημιουργηθεί η οπή, ούτε και να είχε περάσει το κεφάλι του μέσα από τον ανεμοθώρακα.  Από την άλλη, κατέληξε ότι και οι τραυματισμοί του Επαμεινώνδα συνήδαν με την εκδοχή του ότι αυτός καθόταν στη θέση του οδηγού και δεν ίσχυε η θέση ότι επειδή οι τραυματισμοί του Κατωμονιάτη ήταν σοβαρότεροι και περισσότεροι, αυτό σήμαινε ότι εκείνος οδηγούσε το όχημα. 

 

Η ιατρική μαρτυρία όμως που δόθηκε και την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως στηριζόμενο, μάλιστα, κυρίως επ΄ αυτής, ως ρητά ανέφερε, έδειχνε μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση,  ιδιαίτερως  έχοντας  υπόψη   τη    μαρτυρία   του Δρ. Καλλή, Μ.Ε.3, που ο ίδιος ο Κατωμονιάτης κάλεσε.  Ο μάρτυς αναφερόμενος στα τραύματα που ο Κατωμονιάτης υπέστη (όπως έχουν αναλυτικά καταγραφεί ανωτέρω), είπε ότι αυτά προκαλούνται συνήθως από πρόσκρουση στον ανεμοθώρακα και το πλαϊνό γυαλί (σελ. 16 των πρακτικών), ενώ ανέφερε και κατά την αντεξέταση του από την κα Ερωτοκρίτου, ότι εάν δεν φορούσε ζώνη τότε το κεφάλι του ατόμου «... θα περάσει από την τρύπα του ανεμοθώρακα και θα προκληθούν τραυματισμοί από τη θραύση του ανεμοθώρακα.» (σελ. 17 των πρακτικών). Αυτή η τελευταία απάντηση δόθηκε σε συγκεκριμένη ερώτηση της συνηγόρου των εφεσειόντων με αναφορά στο Τεκμ. 2, τη φωτογραφία δηλαδή που δείχνει καθαρά ότι το σπάσιμο του ανεμοθώρακα και η οπή σ΄ αυτόν, βρισκόταν ακριβώς έναντι της θέσης του οδηγού του οχήματος, και με την εισήγηση ότι τα τραύματα που προκλήθηκαν στο κεφάλι θα πρέπει να προήλθαν από την πρόσκρουση του κεφαλιού στο σημείο που έσπασε στο γυαλί και πάνω στην πόρτα.  Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η μαρτυρία του Δρ. Μαντά, ότι δηλαδή τα τραύματα, τα οποία δέχθηκε ότι δεν είχε δει στην οξεία τους φάση, θα πρέπει να προήλθαν από τέμνοντα αντικείμενα όπως γυαλιά ή λαμαρίνα και έδωσε ως παράδειγμα το τραύμα στο αυτί και άλλα μικρά θλαστικά τραύματα, όπως η ουλή 4 στο ιατρικό πιστοποιητικό.  Επίσης ερωτούμενος από το δικηγόρο του Επαμεινώνδα κατά την αντεξέταση κατά πόσο το κεφάλι του Κατωμονιάτη είχε κτυπήσει στο πλαϊνό τζάμι της πόρτας που έσπασε, απάντησε ότι τα τραύματα θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί με αυτό τον τρόπο «... νοουμένου ότι ήταν ο οδηγός επειδή ήταν δεξιά». Βεβαίως, απάντησε ότι θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί τα τραύματα έστω και αν δεν οδηγούσε, αλλά και πάλι σε συνάρτηση με κτύπημα της κεφαλής στη δεξιά πλευρά, δηλαδή, στην πόρτα του οδηγού.  Από την αντεξέταση του κ. Γεωργίου φάνηκε επίσης ότι ήταν δεκτή και από τον ίδιο τον Επαμεινώνδα, η θέση ότι ο Κατωμονιάτης κτύπησε στη δεξιά πλευρά και μάλιστα ο Δρ. Μαντάς κατέληξε λέγοντας ότι «δεν αποκλείεται να κτύπησε το κεφάλι ευθεία στο τζάμι και λόγω του ότι το τζάμι έσπασε να τραυματίστηκε στη δεξιά πλευρά».

 

Ουδείς των εμπλεκομένων, δηλαδή, ο Κατωμονιάτης και ο Επαμεινώνδας, ήταν σε θέση σε οποιαδήποτε στιγμή είτε μετά το ατύχημα, είτε κατά την ένορκη μαρτυρία τους, να πουν πώς ακριβώς κτύπησε ο κάθε ένας από αυτούς.  Στη μόνη θέση που παρέμειναν και οι δύο σταθεροί ήταν ότι ο Κατωμονιάτης ήταν ο συνοδηγός και ο Επαμεινώνδας ο οδηγός.  Αυτή η θέση θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο έστω στο βαθμό της πιθανολόγησης έχοντας υπόψη την πιο πάνω ιατρική μαρτυρία, αλλά και το αντικειμενικό και πραγματικό, μη αμφισβητούμενο εύρημα, ότι από τον ανεμοθώρακα μόνο η δεξιά πλευρά ήταν θρυμματισμένη με οπή απέναντι από τη θέση του οδηγού.  Ορθά λοιπόν η κα Ερωτοκρίτου έθεσε τους προβληματισμούς της ενώπιον του Εφετείου, όπως και πρωτοδίκως βεβαίως, ως προς το πώς ο Κατωμονιάτης, αν ήταν πράγματι συνοδηγός, υπέστη αυτούς τους σοβαρούς τραυματισμούς, άν απλώς είχε κτυπήσει σε αμβλεία, έστω σκληρή επιφάνεια, χωρίς όμως να κτυπήσει στον ανεμοθώρακα σπάζοντας τον.  Ιδιαίτερη σημασία εδώ αποκτούν και τα τραύματα στο τριχωτό της κεφαλής και το σχεδόν αποκολλημένο αυτί και το δεξιό άνω βλέφαρο.  Το δέρμα του κεφαλιού, όπως είχε αναφέρει ο Δρ. Καλλής, είχε αποκολληθεί από το κρανίο και παρόλον που ο γιατρός ανέφερε ότι τέτοια αποκόλληση τριχών και δέρματος από το κρανίο, μπορούσαν να προκληθούν και χωρίς  να   σπάσει   το γυαλί, σημείωσε ότι θα πρέπει να κτυπήσει κάποιος στην πόρτα ή σε ανοικτό παράθυρο δείχνοντας την  πόρτα  του   οδηγού επί της φωτογραφίας, Τεκμ. 2.  Και ο Δρ. Μαντάς, επίσης, ανέφερε ότι το κτύπημα που προκάλεσε τα τραύματα του Κατωμονιάτη πρέπει να προήλθε από «αιχμηρές δυνάμεις», θέση, βεβαίως, που παρέπεμπε, δίχως άλλο, στον σπασμένο ανεμοθώρακα και τις τέμνουσες αιχμηρές επιφάνειες της δεξιάς πόρτας του οχήματος, όπως φαίνονται στη φωτογραφία, Τεκμ. 8.  Αυτά όλα, ως δεδομένα, πιο πιθανά από ιατρικής πλευράς παρά το αντίθετο (όντως οι δύο γιατροί δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να είχαν προκληθεί και χωρίς πρόσκρουση στον ανεμοθώρακα), δεν σταθμίστηκαν, ως έπρεπε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αν αξιολογούνταν στο ευρύτερο λογικό πλαίσιο της όλης υπόθεσης, θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το Δικαστήριο σ΄ αντίθετη κατάληξη.  Αυτό σε συνάρτηση με την ορθή εννοιολογική αντίληψη περί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως θα εξηγηθεί στο τέλος του παρόντος σκεπτικού, απαντώντας έτσι και τα συναφή επιχειρήματα του δικηγόρου του Κατωμονιάτη ότι οι γιατροί έθεσαν το ζήτημα με πιθανότητες.

 

Σημειώνεται εδώ και το εξής σημαντικό στοιχείο σε σχέση με τη ζώνη ασφάλειας.  Ο Επαμεινώνδας ενόρκως ανέφερε (σελ. 22 και 26-27 των πρακτικών), ότι ο ίδιος έφερε τη ζώνη ασφαλείας, όχι όμως ο Κατωμονιάτης.  Αυτό λέχθηκε στις 9.7.04.  Στις 6.2.95 όμως, λιγότερο από δύο μήνες δηλαδή μετά το ατύχημα,  σε  γραπτή   δήλωση   του προς τους εφεσείοντες, Τεκμ. 11, ανέφερε ότι θυμόταν ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο Κατωμονιάτης, είχαν τοποθετήσει τις ζώνες ασφαλείας.  Αντεξεταζόμενος επ΄ αυτού του σημείου δήλωσε ότι δεν θυμόταν αν είχε δώσει κατάθεση ή αν αυτή ήταν 100% ορθή, παρόλο που την αναγνώρισε.  Ο ίδιος ο Κατωμονιάτης στη δική του κύρια εξέταση ανέφερε ότι δεν φορούσε ζώνη, ενώ ο Επαμεινώνδας φορούσε.  Το Δικαστήριο στη σελ. 25 της απόφασης του δέχθηκε ότι ο Επαμεινώνδας έφερε τη ζώνη του, ενώ ο Κατωμονιάτης όχι, καταλήγοντας σ΄ αυτό το συμπέρασμα «.. κυρίως καθότι ο ενάγων ήταν σαφής επί τούτου».

 

Αξιολογώντας την προαναφερθείσα διάσταση εξήγησε στις σελ. 19-20, ότι δεν αμαυρονώταν η αξιοπιστία του Επαμεινώνδα διότι ενώ αναγνώρισε το Τεκμ. 11, «... αργότερα δεν ήταν βέβαιος για το περιεχόμενο του καθότι εξ όσων θυμόταν δεν φορούσε ζώνη».  Συνάγεται ότι πλημμελώς και με λανθασμένη συλλογιστική κρίθηκε επί του θέματος αξιόπιστος ο Επαμεινώνδας.  Το σημείο ήταν δυνητικά αποφασιστικής σημασίας, εφόσον στη βάση της μαρτυρίας, αλλά και στη λογική των πραγμάτων, το προσδεδεμένο με ζώνη ασφαλείας άτομο θα είχε λιγότερες πιθανότητες να κτυπήσει με το κεφάλι στον ανεμοθώρακα, παρά το άτομο που δεν έφερε τέτοια ζώνη.

 

Απορρέει από τα ανωτέρω ότι εφόσον ο Κατωμονιάτης, με βάση και το εύρημα του Δικαστηρίου στη σελ. 25 της απόφασης του, ήταν ότι αυτός δεν έφερε ζώνη, έπρεπε να εξηγηθούν δύο πράγματα στα πλαίσια της αναζήτησης της αξιοπιστίας των δύο πρωταγωνιστών.  Πώς ο Κατωμονιάτης ως συνοδηγός και χωρίς ζώνη ασφαλείας κτύπησε σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκληθούν τα τραύματα του τη στιγμή που έμπροσθεν της θέσης του συνοδηγού, ο ανεμοθώρακας ήταν ανέπαφος, δεν υπάρχει δε κτύπημα στην αριστερή πόρτα του οχήματος, δηλαδή στην πόρτα του συνοδηγού.  Από την άλλη τα τραύματα του Επαμεινώνδα ήταν μάλλον επιπόλαια, είχε δε, όπως φαίνεται από το Τεκμ. 15, εισαχθεί στο Νοσοκομείο στις Πρώτες Βοήθειες στις 8.15 π.μ. με καλή επικοινωνία, προσανατολισμό σε τόπο και χρόνο, και με ισομεγέθεις  κόρες που αντιδρούσαν στο φως.  Επομένως, έπρεπε να καταδειχθεί η θέση ότι αυτός κτύπησε κάπου αλλού και όχι στον έμπροσθεν του ανεμοθώρακα.  Ακόμη και αν δεχθεί κάποιος, ως δέχθηκε και το Δικαστήριο, ότι η καρέκλα του οδηγού έσπασε με το κτύπημα στον πάσσαλο της ΑΤΗΚ, αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να συνδεθεί και δεν προσφέρθηκε τέτοια μαρτυρία, με οποιαδήποτε κίνηση του σώματος του Επαμεινώνδα κατά τρόπο που να τον έθετε οπουδήποτε αλλού εντός του οχήματος, εκτός της θέσης του οδηγού, ώστε ο χώρος της θέσης εκείνης να ήταν άδειος για να μετακινηθεί το σώμα του Κατωμονιάτη από τη θέση του συνοδηγού στη θέση του οδηγού και να κτυπήσει με ευθεία δεξιά φορά στον ανεμοθώρακα. Ο Επαμεινώνδας θέλησε στη μαρτυρία του να παρουσιάσει ότι είχε κτυπήσει ο ίδιος στον ανεμοθώρακα, έχοντας σκύψει προς τα εμπρός (σελ. 28 των πρακτικών) και λόγω του ότι το όχημα «είχε τροχιά προς τα πίσω και κτυπήθηκε η ζώνη και έσπασε η καρέκλα  και  με τη δύναμη που είχε προς τα μπροστά λόγω της  οπίσθιας κίνησης έσπασε η καρέκλα» (σελ. 30).  Δέχθηκε, όμως, ότι το τριχωτό του κεφαλιού του δεν είχε τραυματιστεί, πέραν του κτυπήματος από το οποίο υπέστη διάσειση, είχε δε μετέπειτα αφαιρέσει τρία κομματια γυαλί στη γωνία δεξιά από το μάτι, κάτω από το μάτι και στη δεξιά βάση της μύτης.  Αυτά δεν αποτελούν βεβαίως αποδείξεις, ως ήθελε να παρουσιάσει και ο συνήγορος του Επαμεινώνδα περί της οδήγησης του οχήματος από αυτόν και ότι κτύπησε επί του ανεμοθώρακα. Δεν είχε άλλωστε οποιεσδήποτε ουλές στο πρόσωπο.

 

 Από την άλλη, ο Κατωμονιάτης δεν ήταν σε θέση να πει που κτύπησε.  Δεν θυμόταν αν είχε έρθει το κεφάλι του σε επαφή με τον ανεμοθώρακα, αλλά δέχθηκε ότι είχε τραύμα στο πίσω τριχωτό της κεφαλής, είχε φύγει δέρμα και είχε χάσει τρίχες στην πίσω πλευρά του τριχωτού.  Ο Δρ. Καλλής ανέφερε ότι το δέρμα του κεφαλιού του Κατωμονιάτη είχε αποκολληθεί από το κρανίο και οι τρίχες που εντοπίστηκαν στις πρώτες βοήθειες πιθανόν να προέρχονταν από την περούκα που ο Κατωμονιάτης φορούσε τότε.  Τρίχες, κατά την υποβολή της κας Ερωτοκρίτου, είχαν εντοπισθεί στο μέρος που έσπασε ο ανεμοθώρακας, πάνω στην  οπή που δημιουργήθηκε και στην πόρτα.  Αντίθετα, ουδέν καταγράφηκε περί απώλειας τριχών κατά την εισαγωγή του Επαμεινώνδα στις Πρώτες Βοήθειες, σύμφωνα με το Τεκμ. 15.  Αλλά και ο Δρ. Φιλίππου δεν κατέγραψε οτιδήποτε περί απώλειας τριχών στην ιατρική κάρτα που κράτησε για τον Επαμεινώνδα και παρουσίασε ως  Τεκμ. 13 ημερ. 17.1.95.  Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας ανέφερε, όπως λέχθηκε προηγουμένως, ότι δεν είχε τραυματιστεί στο τριχωτό της κεφαλής του.  Επομένως είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στη σελ. 25 της απόφασης του ότι δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία ότι ο Επαμεινώνδας δεν έχασε τρίχες «.. για να φανεί ότι οι τρίχες δεν μπορούσαν να ανήκουν σε άλλο πρόσωπο πλην του ενάγοντα».  Έπρεπε επίσης να προβληματίσει πρωτοδίκως και η θέση του Επαμεινώνδα ότι παρέμεινε 3 ημέρες στο Νοσοκομείο σε αφασία τη στιγμή που εντελώς αντίθετη ήταν η ένδειξη που προέκυπτε από τα Τεκμ. 14 και 15, που πιστοποιούσαν ότι αυτός είχε πλήρη επικοινωνία, είχε όλες τις αισθήσεις του και είχε μόνο πονοκέφαλο και ζαλάδες.

 

Να προστεθεί και το εξής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε επίσης ως βεβαιωτικό της θέσης του Επαμεινώνδα ότι αυτός ήταν ο οδηγός και τη θέση του Αστυφ. 2259 Ανδρέα Πίττα, Μ.Ε.1, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως δίκαιος και αντικειμενικός στο έργο της εξέτασης του επίδικου ατυχήματος.  Σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου, στη σελ. 19 της απόφασης, η θέση ότι ο Επαμεινώνδας ήταν ο οδηγός «εκφράστηκε αμέσως μετά το δυστύχημα στον Μ.Ε.1, ενώ και οι δύο ήταν τραυματισμένοι και όχι μαζί στο Νοσοκομείο, και χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουν και να συνεννοηθούν μεταξύ τους ...».  Προσεκτική εξέταση όμως της μαρτυρίας του Πίττα δεν στοιχειοθετεί αυτό το εύρημα.  Όπως κατέθεσε, στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου βρήκε δύο άτομα, ένα εκ των οποίων «ήταν στο strech» αλλά δεν θυμόταν ποιο ήταν το άτομο αυτό.  Σαφώς κατέθεσε (σελ. 2 των πρακτικών), ότι δεν ήταν σίγουρος αν είχε δει τον οδηγό, επειδή ο ένας ήταν τραυματισμένος σοβαρά.  Επί λέξει επίσης είπε:  «Ρώτησα ποιος ήταν ο οδηγός και ανέφερε ότι ήταν ο Επαμεινώνδας» χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποιος ρωτήθηκε και τι εννοούσε.  Στην αντεξέταση του ανέφερε περαιτέρω ότι δεν είχε διευκρινίσει αν είχε μιλήσει με τον Κατωμονιάτη ή τον Επαμεινώνδα, αλλά το ένα άτομο ήταν σοβαρά τραυματισμένο και  δεν  το  είδε  καν,  ενώ   το άλλο άτομο όμως που είδε και του μίλησε, όχι.

 

Επομένως, δεν προκύπτει από τα πιο πάνω, καμιά συγκεκριμένη  και σαφής μαρτυρία, ως προς την επάρκεια της πληροφόρησης του Πίττα ποιος ήταν ο οδηγός.  Ιδιαιτέρως, δε, αντιπαραβαλλόμενη η μαρτυρία αυτή με τις ένορκες θέσεις και του Κατωμονιάτη και του Επαμεινώνδα, ότι δεν θυμούνταν αν είχαν δει αστυνομικό στο Νοσοκομείο. Μάλιστα, ο Επαμεινώνδας στη σελ. 24 των πρακτικών, ανέφερε ότι η αστυνομία δεν τον ρώτησε αν οδηγούσε ο ίδιος  ή ο Κατωμονιάτης, ενώ η πρώτη του επαφή με την αστυνομία ήταν όταν εξήλθε του Νοσοκομείου.  Η θέση από την άλλη  που καταγράφεται στο περίγραμμα αγόρευσης του κ. Μηχανικού σχετικά με το ζήτημα, ως προς το ότι εκείνος που μίλησε με τον Πίττα, ήταν ο Κατωμονιάτης είναι αυθαίρετη, συγκρούεται με τη δοθείσα μαρτυρία ακόμη και του ίδιου του Κατωμονιάτη και είναι κατ΄ εικασία και μόνο συμπερασματική.  Άλλωστε, και έτσι να είχαν τα πράγματα, δεν αξιολογήθηκε η πιθανότητα, ενόψει και της διάστασης μεταξύ της ώρας ατυχήματος και εισαγωγής, να είχε γίνει κάποια προσυνεννόηση και ψευδώς να δόθηκε η σχετική πληροφορία (το ατύχημα έγινε γύρω στις 4-5 π.μ. ενώ η εισαγωγή του Επαμεινώνδα, σύμφωνα με το Τεκμ. 14, έγινε μόλις στις 8.15 π.μ.).

 

Επίσης, κάποια πρόσθετα στοιχεία δεν αξιολογήθηκαν ορθά πρωτοδίκως και που έδειχναν ότι έπρεπε να υπάρξει περισσότερος προβληματισμός για την όλη αξιοπιστία των δύο ατόμων σε συσχετισμό και με την ιατρική μαρτυρία.  Κατά πρώτο λόγο, δικαιολογήθηκε η άρνηση του Επαμεινώνδα να υποβληθεί σε εξέταση DNA σε σχέση με τις τρίχες που είχαν βρεθεί στην οπή του ανεμοθώρακα και τη θέση του ιδίου ότι δεν θυμόταν αν είχε χάσει τρίχες από το ατύχημα.  Η δικαιολόγηση αυτή όμως δεν έγινε, ως έπρεπε, με αντιπαράθεση της δήλωσης του ίδιου του Επαμεινώνδα, όπως καταγράφηκε στο Τεκμ. 12, τη χειρόγραφη δηλαδή σημείωση του ότι οι εφεσείοντες είχαν προτείνει ένα ποσό στον Κατωμονιάτη για συμβιβασμό, ο ίδιος δε έγραψε ότι θα μπορούσαν  να  τον υπέβαλλαν σε εξέταση DNA.  Αυτός ο συσχετισμός δεν αξιολογήθηκε και μόνο με πολύ συνοπτικό τρόπο και χωρίς ουσιαστική δικαιολογία, έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως ορθή η άρνηση του να υποστεί, έστω εκ των υστέρων, εξέταση DNA.  Το ότι είχε περάσει αρκετός χρόνος, η δε διερεύνηση του ατυχήματος από τον Τζιηρκαλλή πιθανόν να ήταν πλημμελής, με ουσιαστικές παραλείψεις κατά την αφαίρεση των γυαλιών από το κτυπημένο και αφημένο για καιρό επίδικο όχημα, πιθανόν να επηρέαζαν αυτή καθαυτή την εξέταση και την ποιότητα της και θα αποτελούσε αντικείμενο σχολιασμού από τον γενετιστή.  Εκείνο που συζητείται όμως εδώ, ήταν η απροθυμία του Επαμεινώνδα να υποστεί την εξέταση, λέγοντας ότι δεν ήθελε να υποστεί την ταλαιπωρία.

 

Πρόσθετα, δεν υπάρχει σχολιασμός ή συσχετισμός από το Δικαστήριο αναφορικά με το αίμα που φαίνεται να παρουσιάζεται στις σχετικές φωτογραφίες και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, του Δρ. Καλλή, ήταν στον Κατωμονιάτη που χρειάστηκε να χορηγηθούν δύο φιάλες αίματος και όχι στον Επαμεινώνδα.

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονος Γεώργιου Τζιηρκαλλή ο οποίος επιχείρησε να δώσει μαρτυρία αναπαράστασης του επιδίκου ατυχήματος, το Δικαστήριο παρόλον που απέρριψε τη μαρτυρία του, δέχθηκε στην ουσία τη θέση του, σελ. 23, ότι εκείνος που κτύπησε στο κεφάλι καθόταν στη θέση του οδηγού, κτυπώντας επίσης στη δεξιά πόρτα του οχήματος.  Μάλιστα το Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή η θέση δεν αντικρούστηκε από τους εμπλεκόμενους, ούτε από την ιατρική μαρτυρία.  Στη συνέχεια το Δικαστήριο αναφέρεται στο τι ο ίδιος ο Επαμεινώνδας είπε ότι, δηλαδή, κτύπησε με το κεφάλι στον ανεμοθώρακα, ενώ θέτει τους τραυματισμούς του Κατωμονιάτη κατά υποθετικό τρόπο ότι δηλαδή θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί και με απλό κτύπημα στο «γυαλί/ανεμοθώρακα».  Επομένως και το ίδιο το Δικαστήριο υποθετικά αναφερόταν στον τρόπο τραυματισμού των δύο ατόμων.  

 

Όσον αφορά τις θέσεις που υποβλήθηκαν από πλευράς του Κατωμονιάτη και του Επαμεινώνδα ότι είχε πληρωθεί η ιδιοκτήτρια του σταθμευμένου οχήματος από τους εφεσείοντες και ότι οι Μάρκος Σουάμεζ και Ανδρέας Παυλίδης διευθυντής και ασφαλιστής αντίστοιχα στην εταιρεία που στον επίδικο χρόνο αντιπροσώπευαν τους εφεσείοντες, προσπάθησαν σε κάποιο στάδιο να συμβιβάσουν την υπόθεση, αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο για οποιασδήποτε μορφής αποδοχής ευθύνης εκ μέρους των εφεσειόντων, εφόσον έστω με κάποια καθυστέρηση, όταν οι εφεσείοντες διά των διευθυντών και υπαλλήλων τους αντιλήφθησαν ότι πιθανόν η εκδοχή του Κατωμονιάτη να μην ήταν ορθή, προέβηκαν στις ανάλογες ενέργειες για να διαπιστώσουν, όσο αυτό ήτο δυνατό, την αλήθεια του πράγματος.  Η πληρωμή της ιδιοκτήτριας του σταθμευμένου οχήματος, ανέκυψε, ως ανέφερε ο Παυλίδης στη μαρτυρία του, λόγω του ότι ο πελάτης της ασφαλιστικής εταιρείας δηλαδή ο Επαμεινώνδας είχε δηλώσει παραδοχή για το δυστύχημα.  Μετέπειτα, ως ανέφερε, και έτσι εξάγεται και από τα στοιχεία της αγωγής, είχε λεχθεί στον Παυλίδη από τον πατέρα του Κατωμονιάτη, ότι δεν θα υπήρχε απαίτηση και δεν θα προχωρούσε η υπόθεση.  Βεβαίως, τη μαρτυρία του Παυλίδη δεν τη δέχθηκε το Δικαστήριο, προκύπτει όμως συμπερασματικά η αλήθεια των λόγων του, από το γεγονός ότι η αγωγή ηγέρθηκε στις 2.12.96, αλλά η έκθεση απαίτησης από τον Κατωμονιάτη καταχωρήθηκε μόλις στις 25.10.99, ενώ τα τραύματα του είχαν αποκρυσταλλωθεί τουλάχιστον από τις 20.12.94 όταν εξήλθε του Γενικού Νοσοκομείου.  Πολύ αργότερα εκδόθηκε το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Καλλή, Τεκμ. 3Α, ημερ. 19.11.96, για σκοπούς ιατρικής έκθεσης και τότε ηγέρθηκε η αγωγή.  Μετά την καταχώρηση και της Έκθεσης Απαίτησης, προέκυψε η ανάγκη για έκθεση από τον Τζιηρκαλλή.

 

Πριν την κατάληξη, είναι ορθό να υπομνησθούν δύο βασικοί κανόνες.  Πρώτο, ότι με βάση καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.  Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). 

 

Κατά δεύτερο λόγο, όπως είναι γνωστό, το βάρος απόδειξης σε μια πολιτική δίκη το φέρει κατά κανόνα ο ενάγων ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογιακά καθορισθεί η έννοια του κριτηρίου αυτού, αλλά περαιτέρω βοήθεια μπορεί να αντληθεί από το σύγγραμμα του Murphy on Evidence, 8η έκδ. (2003) όπου αναφέρονται στις σελ. 80-83, τα βασικά κριτήρια του αποδεικτικού αυτού βάρους.  Τονίζεται ιδιαίτερα στη σελ. 81 ότι:

 

«If the claimant bears the burden of proof, and fails to persuade the court that his case has been proved on the balance of probabilities, judgment should be given for the defendant.  Moreover, the test is not whether the claimant's case is more probable than the defendant's, but whether the claimant's case is more probably true than not true, i.e., the claimant's case is measured by reference to an objective standard of probability.»

 

Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο στην πράξη εφαρμόζεται το κριτήριο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, μπορεί να δοθεί το παράδειγμα της υπόθεσης Rhesa Shipping Co. S.A. v. Edmunds (1985) 1 W.L.R. 948.  Εκεί, οι πλοιοκτήτες προσπάθησαν να επανακτήσουν από τους αντασφαλιστές τη ζημιά στο πλοίο τους το οποίο είχε βυθιστεί στη Μεσόγειο θάλασσα σε ήσυχα νερά και με καλό καιρό, ενώ το ναυάγιο δεν μπορούσε να διασωθεί.  Η μαρτυρία έδειξε ότι το πλοίο έφερε μια μεγάλη οπή στο πλευρό, αποτέλεσμα της οποίας ήταν αυτό  να πλημμυρίσει και να βυθιστεί.  Το ζητούμενο στην υπόθεση ήταν η αιτία αυτής της ζημιάς.  Οι ενάγοντες - πλοιοκτήτες - ισχυρίζονταν ότι το πλοίο κτύπησε σε ένα βυθισμένο υποβρύχιο και επομένως το πλοίο απωλέσθηκε λόγω θαλασσίων κινδύνων και άρα καλυπτόταν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο.  Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η απώλεια οφειλόταν σε φυσική φθορά ως αποτέλεσμα της κακής κατάστασης του πλοίου, για την οποία  και ευθύνονταν οι ενάγοντες.  Πρωτοδίκως, η εξήγηση που δόθηκε από τους αντασφαλιστές απορρίφθηκε διότι δεν εξηγούσε επαρκώς τη ζημιά στο πλοίο.  Από την άλλη, όμως, η θεωρία του υποβρυχίου θεωρήθηκε ως εντελώς εξωπραγματική και μη υποστηριζόμενη από ανεξάρτητη μαρτυρία.  Με βάση τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων, λόγω του ότι οι αντασφαλιστές δεν μπόρεσαν να προωθήσουν μια αποδεκτή αιτία της ζημιάς για να αντικρούσουν την αγωγή.  Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Αγγλικό Εφετείο, αλλά κατ΄ έφεση στη Βουλή των Λόρδων, η απόφαση ανατράπηκε.  Η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλέξει μεταξύ δύο αντικρουόμενων θεωριών, απλώς και μόνο διότι οι αντασφαλιστές είχαν επιλέξει να προωθήσουν μια πιθανή εξήγηση για την απώλεια.  Οι ενάγοντες ήταν εκείνοι που είχαν το νομικό βάρος απόδειξης στο επίδικο θέμα κατά πόσο το πλοίο είχε απωλεσθεί λόγω θαλάσσιων κινδύνων.  Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βρει ότι η μαρτυρία που είχε προσαχθεί προς υποστήριξη της αγωγής ήταν εξαιρετικά απίθανη, έπρεπε να αποφασίσει ότι οι ενάγοντες είχαν αποτύχει να ικανοποιήσουν το βάρος απόδειξης που έφεραν.

 

Όπως το θέτει ο Murphy, στο πιο πάνω σύγγραμμα σελ. 82:

 

        «The case throws the importance of the burden of proof into stark relief.  An important point is that the burden of proof is the burden to prove that the facts relied on are more probable than not, and not merely that they are more probable than an explanation advanced by the other side.»

 

        Επομένως με βάση τις πιο πάνω υπομνήσεις, καθίσταται πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε στη βάση λανθασμένης καθοδήγησης ως προς το βάρος απόδειξης, πέραν της πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του κατά τον τρόπο που εξηγήθηκε πιο πάνω.  Υπό το φως των παρατηρήσεων που προηγήθηκαν, η κρίση επί της αξιοπιστίας στη βάση της «καλής εντύπωσης» αφενός και της αμεσότητας σταθερότητας  και επιμονής των εμπλεκομένων ως προς το ποιος οδηγούσε, (αναμενόμενη άλλωστε), δεν είχε αντικειμενικό έρεισμα.  Η εκδοχή του Κατωμονιάτη και κατ΄ επέκταση και του Επαμεινώνδα, δεν θα έπρεπε να είχε πείσει ότι ήταν η πιο πιθανή αληθής εκδοχή, κρινόμενη αυτή αυτόματα και αυτούσια.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνεται ότι η περίπτωση είναι πρέπουσα για επέμβαση από το Εφετείο στα ευρήματα και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ως εκ τούτου ακυρώνεται και η σχετική απόφαση για την επιδίκαση προς όφελος του εφεσίβλητου/ενάγοντα αποζημιώσεων με τόκους και έξοδα.  Η επιδίκαση των εξόδων εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου/εναγομένου 1, ήταν εν πάση περιπτώσει  λανθασμένη, στη βάση ότι λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν οι εφεσείοντες που προκάλεσαν με τη στάση και την προώθηση των θέσεων τους τον εφεσίβλητο/ενάγοντα να τους προσθέσει ως διάδικο.  Ήταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες που με αίτηση τους ημερ. 9.6.00 επεδίωξαν την προσθήκη τους ως εναγομένων, ώστε να παρέμβουν στη διαδικασία και να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους.  Έπεται ότι δεν είχαν εφαρμογή εδώ τα διατάγματα γνωστά ως «Bullock Order» και «Sanderson Order» από τις υποθέσεις Bullock v. London General Omnibus Company (1907) 1 K.B. 264 και Sanderson v. Blyth Theatre Company (1903) 2 K.B. 533, από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Η ανταπαίτηση ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν να αποζημιώσουν τον εφεσίβλητο/ενάγοντα επιτυγχάνει και εκδίδεται σχετική δήλωση.

 

        Σημειώνεται επίσης ότι δεν υπήρξε έφεση για το ποσό των £1.604,63 που καταβλήθηκε προς όφελος της ιδιοκτήτριας του σταθμευμένου οχήματος.

 

        Οι εφεσείοντες δικαιούνται τα έξοδα τους τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση τα οποία επιδικάζονται εξ ημισείας εναντίον του εφεσίβλητου/ενάγοντα και των εφεσιβλήτων/εναγομένων 1 και 2.

 

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο