ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 288/2005)
15 Οκτωβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΑΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΙΤΣΑ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
Εφεσείουσα,
v.
NUR HABIB HISSIN, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ HABIB SAID EL HISSIN (HOSSON)
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Κ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.
Τ. Παντελή, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 9.9.1983, η εφεσείουσα και η Hatem Investments Ltd («η εταιρεία»), συμφώνησαν όπως η εφεσείουσα, υπό όρους και ανταλλάγματα, μεταβιβάσει σε μέλλοντα χρόνο στην εταιρεία τα περιγραφόμενα στο έγγραφο κτήματά της. Με βάση τη συμφωνία, η εταιρεία είχε δικαίωμα κατοχής και αξιοποίησης των εν λόγω κτημάτων ανεγείροντας σ΄ αυτά οικοδομές προς πώληση.
Με γραπτή συμφωνία ημερ. 24.4.1984 η εφεσείουσα και η εταιρεία, εμφανιζόμενες μαζί ως πωλητές, συμφώνησαν με το σύζυγο της εφεσίβλητης Habib Said El Hissin (Hosson) ως αγοραστή, να του πωλήσουν μια έπαυλη που θα κτιζόταν σ΄ ένα από τα προαναφερόμενα κτήματα αντί του συμφωνηθέντος ποσού των ΛΚ40.000. Η έπαυλη, μετά τη συμπλήρωσή της, παραδόθηκε στον αγοραστή σύζυγο της εφεσίβλητης και ο τελευταίος, κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα. Στο μεταξύ, επήλθε ρήξη στις σχέσεις της εφεσείουσας με την εταιρεία. Η εφεσείουσα κινήθηκε δικαστικά εναντίον της εταιρείας και στην απουσία της τελευταίας, η εφεσείουσα πέτυχε δικαστική απόφαση δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η μεταξύ τους συμφωνία. Η εφεσείουσα ανέκτησε την κατοχή όλων των κτημάτων της που αφορούσε η ακυρωθείσα πλέον συμφωνία, εκτός από την έπαυλη που είχε πωληθεί στο σύζυγο της εφεσίβλητης ο οποίος απέθανε στο μεταξύ και η εφεσίβλητη σύζυγός του, ενεργούσε ως διαχειρίστρια της περιουσίας του.
Η εφεσίβλητη, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, κίνησε εναντίον της εφεσείουσας την αγωγή 679/89 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία ζήτησε ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερ. 24.4.1984 που αφορούσε στην αγορά της έπαυλης. Η εν λόγω αγωγή αποσύρθηκε στις 11.4.1994.
Στις 24.9.1996 η εφεσείουσα, αντιστρέφοντας τους όρους, κίνησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης ζητώντας,
(α) δήλωση κλπ του δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερ. 24.4.1984 είναι άκυρη και/ή ακυρώθηκε νόμιμα και τελειωτικά,
(β) ανάκτηση της κατοχής της έπαυλης,
(γ) αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας,
(δ) νόμιμους τόκους και έξοδα.
Στην απουσία της εφεσίβλητης εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας η οποία αργότερα παραμερίστηκε κατόπιν σχετικού δικονομικού διαβήματος της εφεσίβλητης. Το Εφετείο επικύρωσε την ορθότητα της απόφασης για παραμερισμό. Βλ. Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1774. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλαβε εκ νέου δικαιοδοσία για την ακρόαση της υπόθεσης με τη συμμετοχή και της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τους μάρτυρες και το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι απαιτήσεις της εφεσείουσας ήταν αβάσιμες και απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Αναφορικά με το θέμα της κατοχής της έπαυλης το δικαστήριο προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις οι οποίες συνάδουν με τη μαρτυρία:
«Σε ό,τι αφορά την κατοχή της έπαυλης, βρίσκω ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία τα οποία είναι παραδεκτά, η Εναγόμενη κατείχε την έπαυλη από το 1984 μέχρι τον Απρίλη του 1999, που η Ενάγουσα εκτέλεσε το Διάταγμα ανάκτησης κατοχής το οποίο είχε εξασφαλίσει ερήμην της Εναγομένης. Από τότε μέχρι τις 10.10.94 η κατοχή της έπαυλης περιήλθε στην Ενάγουσα. Από τις 11.10.2004 η έπαυλη, μετά από συμφωνία των μερών (παράγραφος 17 του Τεκμηρίου 6 και σελίδα 21 των πρακτικών), δεν κατοικείται από κανένα.»
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της. Εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η απόσυρση της αγωγής 679/89 από την εφεσίβλητη δεν ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη των δικαιωμάτων της (της εφεσίβλητης) που απέρρεαν από τη συμφωνία πώλησης της έπαυλης ημερ. 24.4.1984. Λέγει συναφώς ότι η απόσυρση της αγωγής, ως δεδικασμένο, επέφερε οριστικό τέλος της διαφοράς και των απαιτήσεων της εφεσίβλητης, τόσο εναντίον της ίδιας όσο και εναντίον της εταιρείας ως των πωλητών της έπαυλης. Η πιο πάνω θέση της εφεσείουσας άνκαι δεν είχε συμπεριληφθεί δεόντως στα δικόγραφα εξετάστηκε από το δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος δικαστής εξέτασε κατά πόσο η απόσυρση της αγωγής συνιστούσε κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, νομικό κώλυμα στην έγερση και προώθηση της υπό εξέταση αγωγής. Το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γιού της εφεσίβλητης κ. Jan Paul Hissin, ΜΥ1, ότι η αγωγή αποσύρθηκε άνευ βλάβης δικαιωμάτων, σημειώνοντας προς τούτο ότι η μαρτυρία αυτή δεν αντικρούστηκε από άλλη μαρτυρία περί του αντιθέτου. Πέρα από την πιο πάνω ορθή διαπίστωση, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επίσης σημειώνει πως εν πάση περιπτώσει, δεν έχει αποδειχθεί με άλλη μαρτυρία ότι οι συνθήκες απόσυρσης της αγωγής ήταν τέτοιες ώστε να ισοδυναμούσαν με συγκατάθεση για εγκατάλειψη δικαιωμάτων ή ακύρωση της συμφωνίας πώλησης της έπαυλης (τεκμ. 1). Το καθήκον προσαγωγής τέτοιας μαρτυρίας βαρύνει το διάδικο που επικαλείται το νομικό κώλυμα, στην προκείμενη περίπτωση την εφεσείουσα, η οποία δεν έπραξε ο,τιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Βλ. Halsbury΄s Laws of England, 3rd Ed., vol. 8, para. 299 και Chitty on Contracts, 25th Ed., vol. 1, para. 112-113. Εξάλλου, στην αγωγή της εφεσείουσας δεν προβάλλεται ειδικά ισχυρισμός περί δεδικασμένου, ως απαιτείται, ώστε να καθίσταται δυνατή η περαιτέρω προώθηση του θέματος. Βλ. Andrian Keane, The Modern Law of Evidence, 4th Ed., p. 554.
Η εφεσείουσα προβάλλει τώρα ισχυρισμούς ότι η δίκη δεν έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο και ότι δεν έτυχε αμερόληπτης μεταχείρισης. Πρόκειται για ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς και αιτιάσεις καθότι, το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για την ολοκλήρωση της διαδικασίας δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε υπαιτιότητα της εφεσίβλητης αλλά στην εξυπηρέτηση των λογικών αναγκών της υπόθεσης όπως κατά καιρούς παρουσιάστηκαν. Δεν έχει επίσης καταδειχθεί ότι ο χρόνος επηρέασε δυσμενώς καθ΄ οιονδήποτε τρόπο δικαιώματα ή συμφέροντα της εφεσείουσας. Αβάσιμο θεωρούμε και τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να αντεξετάσει μάρτυρες αναφορικά με το περιεχόμενο των εγγράφων [τεκμ. 3(2) και τεκμ. 3(3)] που κατατέθηκαν. Η εφεσείουσα δεν υπέβαλε αίτημα κλήτευσης οποιουδήποτε μάρτυρα κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι η μαρτυρία δεν εκτιμήθηκε σωστά με αποτέλεσμα το δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα και αντίθετα προς την κοινή λογική συμπέρασματα. Θεωρούμε αβάσιμο το λόγο αυτό της έφεσης καθότι τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου συνάδουν προς τη μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, ύστερα από σωστή αξιολόγηση. Δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη οποιουδήποτε λάθους ή πλημμέλειας ώστε να δικαιολογείται επέμβαση προς ανατροπή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «δεν καθόρισε ούτε επίλυσε τα σωστά επίδικα θέματα και/ή ασχολήθηκε με λανθασμένα επίδικα θέματα κλπ η αιτιολογία.» Η αιτιολογία που συνοδεύει τον πιο πάνω λόγο έφεσης είναι ανεπαρκής και εν πολλοίς ακατανόητη. Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης συσχετίζεται με το θέμα της απόσυρσης της αγωγής 679/89 και τις απορρέουσες συνέπειες κατά τρόπο που καθιστά την πτυχή αυτή της υπόθεσης ως τον πυρήνα του τρίτου λόγου έφεσης. Όμως, για το θέμα αυτό έχουμε ήδη αποφανθεί στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου έφεσης και ενόψει της κατάληξης, θεωρούμε πως δεν υπάρχει προοπτική επιτυχίας του υπό εξέταση τρίτου λόγου έφεσης ο οποίος, παραμένει ουσιαστικά μετέωρος.
Αβάσιμος είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης που αφορά στη μη επιδίκαση αποζημιώσεων. Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα αξίωσε αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας χωρίς να εξειδικεύει στην έκθεση απαίτησης τη ζημιά που κατ΄ ισχυρισμό υπέστη ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας, αγορεύοντας, κάλεσε το πρωτόδικο δικαστήριο να επιδικάσει προς όφελος της πελάτισσας του τιμωρητικές αποζημιώσεις επειδή, καθώς εισηγήθηκε, η τελευταία απώλεσε τη νόμιμη κατοχή της έπαυλης εξαιτίας παράνομων πράξεων της εφεσίβλητης. Στην εκκαλούμενη απόφαση ορθά επισημαίνεται πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να είχαν επιδικασθεί τέτοιας φύσεως αποζημιώσεις έστω και αν υπήρχε δέουσα δικογραφημένη αξίωση. Είναι καλά γνωστό πως για να επιδικασθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις, η επιλήψιμη συμπεριφορά πρέπει να είναι τέτοια ώστε να αποδεικνύεται κατάφωρη περιφρόνηση των δικαιωμάτων του άλλου μέρους να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που έχουν ως στόχο το κέρδος και να χαρακτηρίζεται από υπεροψία, αυθαιρεσία και πλήρη περιφρόνηση των δικαιωμάτων της άλλης πλευράς. Βλ. Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 ΑΑΔ 400 και Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 634.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε πως σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης και παρά το γεγονός ότι δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση, δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η εφαρμογή της αρχής του περιουσιακού κωλύματος (proprietary estoppel) υπέρ της εφεσίβλητης και ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί και γι΄ αυτό το λόγο. Θεωρούμε πως η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για τέτοια διακήρυξη στο στάδιο που βρίσκεται τώρα η υπόθεση γιατί το θέμα δεν εγείρεται με αντέφεση ενώ από την άλλη, προκύπτει από την προαναφερθείσα διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η έπαυλη, κατόπιν συμφωνίας των μερών, δεν κατοικείται από κανένα. Το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν είναι γνωστό και ενόψει τούτου θεωρούμε παρακινδυνευμένη την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ή διακήρυξης όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΣΦ.