ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 204
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 59/2006)
20 Φεβρουαρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΛΑΙΟΜΥΛΟΥ,
Εφεσείoντες,
ν.
ΕΛΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΤΩΡΙΔΗ,
ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΝΗΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
_________
Ευαγ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Η Εφεσίβλητη, αυτοπροσώπως.
_________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου
απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια ενός τεμαχίου στο χωριό Παλαιόμυλος το οποίο απέκτησε από τον πατέρα της το 1961, λίγο πριν αναχωρήσει από την Κύπρο για εγκατάσταση στο εξωτερικό. Σε επίσκεψή της στην Κύπρο ανακάλυψε ότι υπήρχαν αρκετές επεμβάσεις στο ακίνητό της, πέντε τον αριθμό, οι οποίες συνίσταντο στην κατασκευή δρόμου και επέμβαση σε παρακείμενο αργάκι.
Οι επεμβάσεις έγιναν παρά τις διαμαρτυρίες του πατέρα της και χωρίς οποιοδήποτε διάταγμα απαλλοτρίωσης από τον ΄Επαρχο Λεμεσού και το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομύλου.
Το Δικαστήριο σε αγωγή για παράνομη επέμβαση που καταχώρησε η εφεσίβλητη κατέληξε ότι ο ΄Επαρχος και οι εφεσείοντες προέβηκαν στην κατασκευή δρόμου με αυλάκι ο οποίος επεμβαίνει στο ακίνητο της εφεσίβλητης. Η επέμβαση φτάνει τα 80 τ.μέτρα και η επηρεαζόμενη έκταση δεν έχει μέχρι σήμερα απαλλοτριωθεί.
Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας οι μεν εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 δεν προσήγαγαν οποιαδήποτε μαρτυρία, ενώ το Δικαστήριο στηρίχτηκε κυρίως στη μαρτυρία της κας Δώρας Νικολάου, Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, στον Κλάδο Επιτόπιων Ερευνών, η οποία είχε διεξάγει τη σχετική αυτοψία και ετοίμασε έκθεση. Ενώ, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε δώσει μια δυσνόητη μαρτυρία, γεμάτη αοριστίες και ασάφειες, η κα Νικολάου κατέθεσε με αντικειμενικότητα, δίδοντας σαφείς και ξεκάθαρες απαντήσεις, περιοριζόμενη στην αναφορά γεγονότων. Η κα Νικολάου σε ερώτηση από το δικηγόρο του εναγόμενου 1, Επάρχου Λεμεσού, απάντησε ότι οι πληροφορίες που πήρε ήταν ότι ο δρόμος κατασκευάστηκε από τους εφεσίβλητους, δηλαδή το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομύλου, σε συνεργασία με τον ΄Επαρχο.
Με τον πρώτο λόγο της παρούσας έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απαγόρευσε στο δικηγόρο τους να αντεξετάσει την κα Νικολάου, με αποτέλεσμα να στερηθούν του δικαιώματος αντεξέτασης και κατά συνέπεια του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Μελέτη του τηρηθέντος πρακτικού δεν επιβεβαιώνει το πιο πάνω παράπονο των εφεσειόντων. Μάλιστα, κατά την αντεξέταση από τον κ. Πουργουρίδη και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η μάρτυς επιβεβαιώνει ότι η αναφορά της ότι ο δρόμος κατασκευάστηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομύλου, βασίστηκε σε πληροφορίες που πήρε κατά την επιτόπια έρευνα από τους ίδιους. Πουθενά στα πρακτικά δεν επισημαίνεται, είτε ένσταση του κ. Πουργουρίδη, είτε παράλειψη της μάρτυρος να απαντήσει, πολύ δε περισσότερο ούτε και ενδιάμεση απόφαση με την οποία να απαγορεύεται στον κ. Πουργουρίδη να αντεξετάσει σχετικά. Το σχετικό επιχείρημα είναι συνεπώς, ατεκμηρίωτο και αβάσιμο και θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν επίσης ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, γιατί οι εφεσείοντες που ήταν κοινοτικό συμβούλιο δεν είχαν τότε, σύμφωνα με το άρθρο 21 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243, το δικαίωμα να επεμβαίνουν και να διαπλατύνουν υφιστάμενους δρόμους.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. ΄Οπως είδαμε και προηγουμένως το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία της κας Νικολάου η οποία σαφώς παραδέκτηκε ότι η επέμβαση έγινε από τους εφεσείοντες, σε συνεργασία με τον ΄Επαρχο Λεμεσού. Δεν έχει ασφαλώς οποιαδήποτε σημασία κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν ή όχι αρμοδιότητα βάσει του σχετικού νόμου, αφού, όπως, πολύ σωστά, το δικαστήριο καταλήγει, η επέμβαση είναι παράνομη. Και είναι παράνομη επειδή οι εφεσείοντες επενέβησαν στο κτήμα της εφεσίβλητης αλλοιώνοντάς το, χωρίς προηγουμένως να το απαλλοτριώσουν και χωρίς να έχουν βέβαια οποιοδήποτε δικαίωμα.
Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι η εναντίον των εφεσειόντων μαρτυρία προέρχεται από τους εναγόμενους 1 οι οποίοι σε καμιά σχετική αναφορά εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 2 δεν προβαίνουν στην υπεράσπισή τους. Κατ΄ αρχάς είναι δεδομένη η αρχή ότι το δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας, ανεξαρτήτως της προέλευσής της. Από την άλλη, δεν χρειάζεται σχετική αναφορά στα δικόγραφα, αφού πρόκειται για μαρτυρία. Στην παρούσα περίπτωση έχουμε μαρτυρία η οποία δίδεται από συνεναγόμενο και όχι από τριτοδιάδικο, όπου οι αρχές που διέπουν το θέμα είναι διαφορετικές (βλέπε Νικήτας ν. Medcon Construction Limited κ.α., (1997) 1 Α.Α.Δ. 643).
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι η καθυστέρηση 30 σχεδόν χρόνων μεταξύ της επέμβασης και της έγερσης της αγωγής επηρεάζει τα δικαιώματα των εφεσειόντων, βάσει του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος.
Θέμα παραγραφής δεν τίθεται. Εξ άλλου το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι συνεχές και η παράνομη επέμβαση στο κτήμα της εφεσίβλητης εξακολουθεί να υφίσταται. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η εφεσίβλητη ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στο εξωτερικό πέραν των 40 ετών. Ο πατέρας της ήταν ανάπηρος και η οικία η οποία είχε ανεγερθεί στο επίδικο ακίνητο υποθηκευμένη. Κάτω από τις περιστάσεις η εφεσίβλητη, ακόμα κι΄ αν υπήρχε σχετικό θέμα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη δικαστικών μέτρων. Δεν είναι η περίπτωση επηρεασμού των οποιωνδήποτε τυχόν δικαιωμάτων των εφεσειόντων για δίκαιη δίκη.
Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι κατά το χρόνο της επέμβασης η εφεσίβλητη δεν ήταν ούτε εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, ούτε και κάτοχος του επίδικου ακινήτου και κατά συνέπεια το όποιο αγώγιμο δικαίωμα προέκυψε ανήκε στον πατέρα της που ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί αφού η εφεσίβλητη κατέστη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου ήδη από το 1961, ύστερα από μεταβίβαση του ακινήτου σ΄ αυτήν από τον πατέρα της, ενώ, όπως σωστά επισημαίνεται, η παράνομη επέμβαση στρέφεται εναντίον της κατοχής του ακινήτου και η εφεσίβλητη κατείχε το επίδικο ακίνητο. Η οποιαδήποτε παράνομη παρέμβαση σε ακίνητο είναι αστικό αδίκημα και συνεπώς η εφεσίβλητη είχε κάθε δικαίωμα έγερσης της αγωγής και διεκδίκησης των δικαιωμάτων της.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
/ΜΔ