ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 1417

 ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 206)

 

21 Δεκεμβρίου, 2006

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

MARY  JANE  SUPATAN,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

 

ΝΙΚΟΛΑ  ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΗ,

 

Εφεσίβλητου.

________________________

 

ΑΙΤΗΣΗ  ΥΠΟ  MARY  JANE  SUPATAN,

 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ  4  ΙΟΥΛΙΟΥ,  2006,  ΓΙΑ  ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ  ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ  Ή  ΓΕΝΕΤΙΚΩΝ  ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

 

 Ερωτοκρίτου (κα),  για την Αιτήτρια - Εφεσείουσα.

Κ. Κενεβέζος, για τον Καθ' ου η Αίτηση - Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με απόφασή του ημερομηνίας 16/9/2004, απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου, για έκδοση διατάγματος πατρικής αναγνώρισης της ανήλικης θυγατέρας της.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε έφεση, με την οποία, απ' ό,τι μπορούμε να διακρίνουμε, αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση σ' όλο της το φάσμα.  Στα πλαίσια της έφεσης και προτού καταχωρηθούν τα δικόγραφα, η εφεσείουσα καταχώρισε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά την έκδοση διατάγματος για διεξαγωγή αιματολογικών ή γενετικών εξετάσεων της ιδίας, της ανήλικης και του εφεσίβλητου, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εφεσίβλητος είναι ή όχι ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης.  Η αίτηση, μεταξύ άλλων, στηρίζεται στον περί της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικός) Νόμο του 1979, (Ν. 50/79), ΄Αρθρα 2, 3, 4, 5, 6, 9 και 10, στον περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμο του 1991, (Ν. 187/91), ΄Αρθρα 15, 20, 21, 22, 23, 24(2) και 24Α (1-7) - (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 78(Ι)/2006), στις συμφυείς εξουσίες και τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση δίδονται με ένορκη δήλωση του Ιωάννη Ερωτοκρίτου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων της εφεσείουσας.   Αναφέρει ο ενόρκως δηλών ότι, επειδή, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρχε δυνατότητα να διαταχθεί από το Δικαστήριο η διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων, δημιουργήθηκαν εμπόδια στην απόδειξη της υπόθεσης από την αιτήτρια.  Με την τροποποίηση του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91), από το Ν. 78(Ι)/2006, το κενό, το οποίο υπήρχε στη νομοθεσία και υπεδείχθη στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου - Ξενοφώντος ν. Κκέλη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1307, αντιμετωπίστηκε.  Σήμερα παρέχεται από το Νόμο δυνατότητα έκδοσης διατάγματος ως το αιτούμενο και το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, έχει τέτοια εξουσία.  Οι περιστάσεις της υπόθεσης, καταλήγει, είναι τέτοιες, που δικαιολογούν την έκδοσή του - (΄Αρθρο 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, (Ν. 23/90), όπως έχει τροποποιηθεί).

 

Ο εφεσίβλητος, με ένσταση που καταχώρισε στη βάση του ίδιου νομικού πλαισίου, αντικρούει το αίτημα της εφεσείουσας και, συγκεκριμένα, προβάλλει ότι ο Ν. 78(Ι)/2006 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μετά την έκδοση της υπό έφεση απόφασης και, συνεπώς, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναδρομικά.  Η νομοθετική πρόνοια, την οποία επικαλείται η εφεσείουσα, αφορά στην ουσία της υπόθεσης και, ως τέτοια, δεν είναι δυνατό να έχει αναδρομική ισχύ. 

 

Η κ. Ερωτοκρίτου, με αναφορά στην Oleg Blachin άλλως Blochine ν. Χριστάκη Αριστείδου (1997) 1 Α.Α.Δ. 195, η οποία πραγματεύεται το ζήτημα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του εφετείου, υπέβαλε ότι, στην παρούσα αίτηση, πληρούνται σωρευτικά και οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που απαιτούνται.  Απέρριψε τη θέση του εφεσίβλητου ότι ο Ν. 78(Ι)/2006 δεν έχει αναδρομική ισχύ.  Παρά την έλλειψη, ανέφερε, σ' αυτόν οποιασδήποτε αναφοράς σε αναδρομικότητα, ως Νόμος δικονομικής φύσεως - αφορά σε θέμα απόδειξης - έχει αναδρομική ισχύ.

 

Αντίθετη ήταν η θέση του κ. Κενεβέζου, ο οποίος, χωρίς να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, εισηγήθηκε ότι, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης, έγκριση της αίτησης θα ισοδυναμούσε με αναδρομική εφαρμογή του Νόμου. 

 

Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το ΄Αρθρο 24Α(1) και (7) του Ν. 187/91, όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 78(Ι)/2006, το οποίο εδώ ενδιαφέρει:-

 

«24Α. - (1)  Σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση από οποιοδήποτε από τα μέρη στη διαδικασία, να δώσει οδηγίες για τη διεξαγωγή αιματολογικών ή γενετικών εξετάσεων για να διαπιστωθεί κατά πόσο οποιοσδήποτε διάδικος είναι ή όχι βιολογικός πατέρας του τέκνου και για τη λήψη, εντός της προθεσμίας που θα ορίσει το Δικαστήριο, δείγματος αίματος ή άλλου γενετικού υλικού από το τέκνο, τη μητέρα του τέκνου, και οποιοδήποτε διάδικο ο οποίος, στην περίπτωση αίτησης για δικαστική αναγνώριση τέκνου φέρεται ως πατέρας του τέκνου και στην περίπτωση αίτησης για προσβολή της πατρότητας είναι ο τεκμαιρόμενος πατέρας του τέκνου ή από οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά.

 

...............................................................................................................

 

(7)  ΄Οταν το Δικαστήριο δώσει οδηγίες με βάση το εδάφιο (1) ανωτέρω και οποιοδήποτε πρόσωπο αρνηθεί ή παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία είναι αναγκαία για την υλοποίηση των οδηγιών αυτών, το Δικαστήριο δύναται να εξάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα από την άρνηση ή παράλειψη αυτή το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο να είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις:»

 

 

 

Πότε είναι δυνατό να επιτραπεί σε διάδικο να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία κατά το στάδιο της έφεσης, η νομολογία έχει, με σαφήνεια, προσδιορίσει.

 

Από την υπόθεση Γεωργίου ν. Οργ. Χρημ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (1999) 1 Α.Α.Δ. 956, παραθέτουμε απόσπασμα από τη σελ. 961, όπου συνοψίζονται οι αρχές:-

 

«Στην Oleg Blachin άλλως Blochine ν. Χριστάκη Αριστείδου (1997) 1 Α.Α.Δ. 195 λέχθηκε ότι: 'Η δυνατότητα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο'.  Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος που η εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται αυστηρά και με φειδώ.  Η άδεια για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας χορηγείται μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι σωρευτικά πληρούνται οι πιο κάτω τρεις βασικές προϋποθέσεις ήτοι:

 

(α)  Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

 

(β)  Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

(γ)  Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις αποκρυσταλλώνουν την αγγλική νομολογία επί του θέματος.  Βλ. Ladd v. Marshal [1954] 3 All E.R. 745.  Το Εφετείο της Κύπρου τις έχει υιοθετήσει και αποτελούν πλέον το βασικό σημείο αναφοράς κατά την εξέταση αιτήσεων για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας.  Βλ. Trifonides v. Alpan (Taki Bros) (1987) 1 C.L.R. 479, Martin ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29, Φύτος Ανδρέου ν. Psaras Shipping Agencies (1996) 1 A.Α.Δ. 1379 και Mobil Oil v. Ellinas and Others (1987) 1 C.L.R. 1

 

 

 

΄Εχουμε την άποψη ότι, από το περιεχόμενο του Ν. 78(Ι)/2006, προκύπτει ότι δεν επηρεάζονται κεκτημένα δικαιώματα, ώστε να τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύος του.  Τα όσα ο συνήγορος του εφεσίβλητου ανέφερε, προς υποστήριξη της εισήγησης περί αναδρομικότητας, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση.  Η εφαρμογή της σχετικής διάταξης δεν εξαναγκάζει το πρόσωπο, προς το οποίο απευθύνεται εκδοθέν διάταγμα, να συμμορφωθεί, ώστε να γίνεται λόγος για παραβίαση κεκτημένων δικαιωμάτων.  ΄Ο,τι, με την εφαρμογή της διάταξης, επιτυγχάνεται, είναι να δώσει τη δυνατότητα σε διάδικο να παρουσιάσει στο δικαστήριο, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι και ο διάδικος προς τον οποίο απευθύνεται το διάταγμα συγκατατίθεται, επιστημονική μαρτυρία, η οποία θα βοηθήσει στη διάγνωση των δικαιωμάτων των διαδίκων.  Εάν ο διάδικος δε συγκατατεθεί στη λήψη αίματος, το δικαστήριο το μόνο το οποίο μπορεί να πράξει, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, είναι να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα.  Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επηρεασμό κεκτημένου δικαιώματος.

 

Σ' ό,τι αφορά την ουσία της αίτησης, για τους λόγους που παραθέτουμε στη συνέχεια, θεωρούμε ότι αυτή δεν μπορεί να επιτύχει. 

 

Με την αίτηση, καίτοι αυτό δεν προσδιορίζεται ευθέως στο αιτητικό, ουσιαστικά επιδιώκεται να δοθεί στην εφεσείουσα, η οποία με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε αναξιόπιστη, η ευκαιρία να επαναξιολογηθεί η μαρτυρία της, υπό το φως είτε των αποτελεσμάτων των αιματολογικών εξετάσεων είτε της άρνησης του εφεσίβλητου να υποβληθεί σ' αυτές.  Ουσιαστικά, επιδιώκεται επανάνοιγμα και επανεκδίκαση της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος, ο οποίος πέτυχε πρωτοδίκως στα πλαίσια μιας καθ' όλα νόμιμης διαδικασίας, να στερηθεί των καρπών της επιτυχίας του και να υποχρεωθεί εκ νέου να υπερασπιστεί.  ΄Αλλωστε, έγκριση του αιτήματος ως έχει, χωρίς διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης, θα ήταν χωρίς νόημα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση - εφεσίβλητου.

 

 

 

 

                                                                                           Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                                                           Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο