ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 907
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12039)
8 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΤΣΑΡΤΣΑΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥΜΠΑΣ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
4. ΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΕΝΕΡΓΟΥΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
«ΑMARAL 13» ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
v.
ΡΕΝΟΥ ΒΕΓΚΛΗ,
Εφεσιβλήτου/Εναγόμενου.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.
Στ. Στυλιανού για Μ. Καλλή, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες καταχώρησαν εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου αγωγή με την οποία αξιούσαν ποσό £334 οφειλόμενο ως συνεισφορά του εφεσίβλητου στα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας «AMARAL 13» στη Λευκωσία. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την αγωγή υπό την ιδιότητα τους ως «Διαχειριστική Επιτροπή». Ο εφεσίβλητος, είναι παραδεκτό, ότι είναι ιδιοκτήτης του καταστήματος αρ. 29Α στο ισόγειο της πολυκατοικίας και ενός διαμερίσματος στον πρώτο όροφο με αρ. 101.
Με την έκθεση απαίτησης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι είχαν εκλεγεί ως Διαχειριστική Επιτροπή κατόπιν Γενικής Συνέλευσης των ιδιοκτητών των μονάδων της πολυκατοικίας. Ισχυρίζονται επίσης ότι δυνάμει εγγράφου συμφωνίας, καλουμένης ως Γενική Συμφωνία, μεταξύ των ιδιοκτητών των μονάδων της πολυκατοικίας, οι ιδιοκτήτες είναι υπόχρεοι να συνεισφέρουν στις δαπάνες για τη δημιουργία πάγιου ταμείου για τη λειτουργία, συντήρηση, επιδιόρθωση και διαχείριση της κοινόκτητης ιδιοκτησίας και των κοινοχρήστων χώρων κατ' αναλογία και με βάση το εμβαδόν της μονάδας τους σε σχέση με το συνολικό εμβαδόν της πολυκατοικίας. Έτσι, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ο εφεσίβλητος χρεωστούσε το ποσό των £334,= ήτοι £80,50 σεντ για το διάστημα 1.4.95-28.2.97 για το κατάστημα και £254 για το διαμέρισμα για την περίοδο 1.1.90-31.1.96.
Ο εφεσίβλητος στην έκθεση υπεράσπισης του αρνήθηκε ότι οι εφεσείοντες εκλέγησαν νομότυπα ως Διαχειριστική Επιτροπή και ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε υπέγραψε οποιαδήποτε Γενική Συμφωνία. Τελικά ισχυρίζεται στην έκθεση υπεράσπισης του ότι δεν χρεωστεί οποιοδήποτε ποσό στους εφεσείοντες.
Στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την ακροαματική διαδικασία, έδωσαν ένορκη μαρτυρία τέσσερις μάρτυρες για τους εφεσείοντες και δύο μάρτυρες για τον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσείοντες και τη χαρακτήρισε γενικά ως αξιόπιστη. Παρά ταύτα κατέληξε ότι η μαρτυρία των κυρίων μαρτύρων, του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής Τσαρτσάλη Χρήστου (ενάγων αρ. 1 στην αγωγή) και του μέλους της ίδιας Επιτροπής Ανδρέα Δημοσθένους (ενάγων αρ. 3 στην αγωγή), ήταν εξ ακοής και ως τέτοια την απέκλεισε. Έτσι θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την απαίτηση τους με συνέπεια να απορρίψει την αγωγή.
Οι εφεσείοντες με δύο λόγους έφεσης επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι δύο λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία των κυρίων μαρτύρων των εφεσειόντων ήταν εξ ακοής και ως τέτοια απαράδεκτη για να στηρίξει ετυμηγορία υπέρ των εφεσειόντων. Επίσης στους λόγους έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 38 του Κεφ. 224.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία των κυρίων μαρτύρων των εφεσειόντων Τσαρτσάλη (Μ.Ε.2) και Δημοσθένους (Μ.Ε.3), κατέληξε ότι η ουσιώδης μαρτυρία τους ήταν εξ ακοής. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ. 13 και 16 τα εξής:-
«Είναι προφανές ότι τουλάχιστον καθ' όσον αφορά τα ποσά των διαφόρων δαπανών που έγιναν για την επίδικο πολυκατοικία ως και τί ποσά κατέβαλε έναντι κοινοχρήστων και διαφόρων τέτοιων δαπανών ο Εναγόμενος, αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία εφόσον οι πιο πάνω καταστάσεις ήταν το αποτέλεσμα πληροφοριών που προέρχονται από τα βιβλία της Επιτροπής ή τα πρακτικά της Επιτροπής και δεν συνιστούν πρωτογενή πηγή γνώσης αλλά μεταφορά των στοιχείων που εξασφαλίστηκαν από τα βιβλία/πρακτικά της Επιτροπής από τον Μ.Ε.2. Ο Μ.Ε.2 δεν προέκυψε ότι γνώριζε τα πρωτογενή γεγονότα στα οποία αναφερόταν δηλαδή τις δαπάνες που έγιναν στην επίδικο περίοδο για την επίδικη πολυκατοικία και τα ποσά που κατέβαλε έναντι ο Εναγόμενος.»
Και:-
«Όσον αφορά τις αναφορές του στο Τεκμήριο 2 που αποτελεί ανάλυση των χρονιαίων χρεώσεων του Εναγομένου από το 90 μέχρι το 91 για το διαμέρισμα 101 επαναλαμβάνω τα όσα είχα την ευκαιρία να πω όταν αξιολογούσα τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 ότι δηλαδή η μαρτυρία αυτή είναι εξ ακοής και άρα μη επιτρεπτή ανεξάρτητα της κρίσης μου επί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας.»
Και καταλήγει:-
«Κατ' ακολουθία των πιο πάνω βρίσκω ότι η μαρτυρία η οποία προσκομίσθηκε προς το σκοπό απόδειξης της οφειλής του Εναγομένου υπό μορφή συνεισφοράς του ως κυρίου μονάδας σε κοινόχρηστα ήταν εξ ακοής μαρτυρία και κατά συνέπεια μη επιτρεπτή. Και το Δικαστήριο είναι πάντοτε υποχρεωμένο να ενεργήσει πάνω σε νομικά επιτρεπόμενη μαρτυρία έστω και αν παρεισφρήσει ή ακόμα γίνει δεκτή μαρτυρία που, σύμφωνα με τους κανόνες απόδειξης, στερείται αποδεικτικής αξίας.
........................................................................................................................................................................................................................................ ............................................................................
Εν όψει της κατάληξης μου ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε προς το σκοπό απόδειξης της οφειλής του Εναγομένου είναι εξ ακοής και άρα μη αποδεκτή είναι αναπόφευκτο η παρούσα αγωγή να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί ο,τιδήποτε άλλο ζήτημα συμπεριλαμβανομένων και των όσων έχουν εγερθεί ως νομικά ζητήματα από το συνήγορο του Εναγομένου σχετικά με το νόμιμο της σύστασης της Διαχειριστικής Επιτροπής υπό το φως των σχετικών προνοιών του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.»
Έχουμε μελετήσει και εμείς τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων και έχουμε καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτογενής μαρτυρία και αντ' αυτής παρουσιάσθηκαν έγγραφα-καταστάσεις που προέκυψαν από μελέτη των πρακτικών της Διαχειριστικής Επιτροπής, καταστάσεις που προέκυψαν από την έρευνα τρίτων προσώπων όπως υπαλλήλων των μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένου και του μάρτυρα υπεράσπισης Τούμπα, ταμία της Διαχειριστικής Επιτροπής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στο άρθρο 18 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, που αποτελεί νομοθετική εξαίρεση στον κανόνα που απαγορεύει την εξ ακοής μαρτυρίας αναφορικά με την απόδειξη δημοσίων εγγράφων (Βλέπε: Δήμος Λεμεσού ν. Χριστοδουλίδη (1994) 2 Α.Α.Δ. 206.
Το άρθρο 18 έχει ως εξής:-
«Όταν τηρείται οποιοδήποτε μητρώο ή γίνεται οποιαδήποτε καταχώριση ή υπόμνημα δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει εκάστοτε, απόσπασμα από αυτά ή αντίγραφο αυτών, που φέρεται ότι είναι υπογεγραμμένο και επικυρωμένο ως γνήσιο αντίγραφο από το πρόσωπο που έχει την εξουσία να τηρεί το μητρώο ή να κάνει την καταχώριση ή το υπόμνημα, είναι δεκτό, σε οποιαδήποτε διαδικασία πολιτική ή ποινική ως απόδειξη όλων όσων εκτίθενται σε αυτή αναφορικά με το μητρώο αυτό, καταχώρηση ή υπόμνημα».
Για την αποδεικτικότητα τέτοιων εγγράφων υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης του Τ. Ηλιάδη, Πρώτη Έκδοση: 1994. Στη σελίδα 287 αναφέρεται:-
«Για την αποδοχή ενός εγγράφου πρέπει να αποδειχθεί ότι,
(α) Το έγγραφο είναι δημόσιο, με την έννοια ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το κοινό
(β) Η έρευνα έγινε ως αποτέλεσμα δημόσιας υποχρέωσης για τη διαπίστωση της αλήθειας μιας δήλωσης από ένα αρμόδιο πρόσωπο που αργότερα προέβηκε στην καταχώριση και ότι
(γ) Η φύλαξη του εγγράφου είναι μόνιμη και όχι προσωρινή.»
Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, αφού ορθά το Δικαστήριο απέκλεισε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων ως εξ ακοής μαρτυρία. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη και με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλέπε: Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ. κ.ά. ν. Φιλίππου (1998) 1 Α.Α.Δ. 958, Κύπρος Αντωνίου & Υιοί Λτδ. κ.ά. ν. Πλοίου «Springwood» (1998) 1 Α.Α.Δ. 220, Αστυνομία ν. Ξυδιά (1992) 2 Α.Α.Δ. 26 και Δήμος Λεμεσού ν. Χριστοφίδη (1994) 2 Α.Α.Δ. 206).
Εισηγούνται περαιτέρω οι εφεσείοντες ότι τα τεκμήρια 2 και 3 (καταστάσεις χρέωσης του εφεσίβλητου) έγιναν εκ συμφώνου δεκτά στο Δικαστήριο, το οποίο έπρεπε να θεωρήσει το περιεχόμενο τους αληθές και κοινά αποδεκτό.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τη νομολογία, κατάθεση εγγράφου ως τεκμήριο χωρίς δήλωση ότι το αληθές του περιεχομένου του ήταν κοινά αποδεκτό, δεν καθιστά το έγγραφο δεσμευτικό για τα μέρη (Βλέπε: Δημητρίου ν. Δημητριάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1654). Πρόσθετα, η απουσία ένστασης στην προσαγωγή ενός εγγράφου δεν απαλλάσσει το Δικαστήριο της υποχρέωσης του να ενεργήσει πάνω σε νομικά επιτρεπόμενη μαρτυρία (Βλέπε: Δήμος Λεμεσού ν. Χριστοφίδης (1994) 2 Α.Α.Δ. 206).
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο προέβη σε εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων από το σύνολο της μαρτυρίας και ιδιαίτερα από τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης Γ. Τούμπα (Μ.Υ.2).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η μαρτυρία των κυρίων μαρτύρων των εφεσειόντων ήταν εξ ακοής. Η θέση αυτή είναι ορθή, όπως αναλυτικά έχουμε αναφέρει πιο πάνω. Για τους ίδιους λόγους το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 Τούμπα όσον αφορά τα ουσιώδη τεκμήρια 2 και 3 ως εξ ακοής μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής και έχει δίκαιο ως προς τούτο:-
«Ας μην ξεχνούμε ότι ο Μ.Υ.2 δεν αναφέρει με σιγουριά για το πότε ανέλαβε ως ταμίας της Διαχειριστικής Επιτροπής. Ανέφερε, συναφώς, χωρίς να είναι βέβαιος ότι μπορεί να ήταν το 92 και η κατάσταση στο Τεκμήριο 2 αναφέρεται σε δαπάνες και κοινόχρηστα πριν το 92 και συγκεκριμένα για τα έτη 90 και 91 οπόταν εγείρεται επιπλέον και το θέμα ο ίδιος να μην είναι γνώστης των πρωτογενών γεγονότων στο εν λόγω τεκμήριο.»
Παραπονούνται ακόμα οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο αγνόησε τις πρόνοιες του άρθρου 38 του Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 6(1)/93. Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου των εφεσειόντων δεν αναφέρεται οτιδήποτε που να συνδέει την πιο πάνω θέση με το λόγο έφεσης. Ούτε και αναφέρεται πού ήταν το λάθος του Δικαστηρίου. Κατά την άποψη μας, παρά την ασάφεια αυτή, εφαρμογή του άρθρου 38 του Κεφ. 224 προϋπόθετε αποδεκτή μαρτυρία από το Δικαστήριο, πράγμα που δεν υπήρχε στην παρούσα υπόθεση.
Έχουμε καταλήξει ότι οι λόγοι έφεσης είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ