ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 988
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11916)
28 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
CYVENTURE CAPITAL LIMITED,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
1. ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΑΚΟΥΣΙΗ,
2. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΤΑΚΟΥΣΙΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,
ν.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητου-Τριτοδιάδικου.
________________________
Φ. Πελίδης με Γ. Σαζεΐδου (κα), για τους Εφεσείοντες - Εναγόμενους.
Κ. Γεωργίου (κα), για τους Εφεσίβλητους - Ενάγοντες.
Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσίβλητο - Τριτοδιάδικο.
________________________
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αγωγή Αρ. 8530/00, με την οποία οι εφεσείοντες - εναγόμενοι διατάχτηκαν να καταβάλουν στους εφεσίβλητους - ενάγοντες, (οι «εφεσίβλητοι»), ποσό £27.071,79, ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας παραχώρησης 15.150 δικαιωμάτων προτίμησης, για τα οποία οι εφεσίβλητοι κατέστησαν δικαιούχοι με την αγορά μετοχών των εφεσειόντων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χ.Α.Κ.»). Αμφισβητείται, επίσης, η ορθότητα της απόρριψης της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου - τριτοδιάδικου, (ο «τριτοδιάδικος»), για ό,τι οι εφεσίβλητοι, με την αγωγή τους, αξίωναν.
Τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτουν μέσα από έγγραφα, τα οποία παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο εκ συμφώνου, και την προφορική μαρτυρία, η οποία, εν πολλοίς, δεν αμφισβητήθηκε. Η διαφορά των μερών, ουσιαστικά, έγκειται στο κατά πόσο οι εφεσίβλητοι, στις 2/9/1999, όταν αγόρασαν τις μετοχές, κατέστησαν δικαιούχοι εγγραφής στο Μητρώο Μετόχων των εφεσειόντων στις 15/9/1999 και, κατ' ακολουθίαν, δικαιούχοι δικαιωμάτων προτίμησης που έφεραν οι μετοχές που αγόρασαν.
Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι σύζυγοι, στις 2/9/1999, αγόρασαν, μέσω του χρηματιστή τους - (Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ.) - 30.300 μετοχές των εφεσειόντων εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Για την αγορά, στηρίχθηκαν σε ανακοίνωση των εφεσειόντων, ημερομηνίας 20/8/1999, προς το Διευθυντή του Χ.Α.Κ., με την οποία αποφασίστηκε η έκδοση νέων μετοχών, οι οποίες θα προσφέρονταν σε προκαθορισμένη τιμή στους μετόχους που θα ήταν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο των Μετόχων στις 15/9/1999. Αναφερόταν επίσης ότι, με βάση τους Κανονισμούς του Χ.Α.Κ., η τελευταία ημερομηνία διαπραγμάτευσης των μετοχών με δικαίωμα προτίμησης για τις νέες μετοχές (cum rights) ήταν η 2/9/1999. Στις 2/9/1999 και προτού τις αγοράσουν, βεβαιώθηκαν από το χρηματιστή τους ότι αυτές εξακολουθούσαν να διαπραγματεύονται με δικαιώματα προτίμησης. Στις 24/5/2000, και πάλι μέσω του χρηματιστή τους, πούλησαν τα δικαιώματα τα οποία με την αγορά των μετοχών απόκτησαν, αποκομίζοντας κέρδος £27.071.79. Για να ολοκληρωθεί η πώληση στο Χ.Α.Κ., πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να γίνει επειδή δεν ήταν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μετόχων των εφεσειόντων, αναγκάστηκαν να αγοράσουν δικαιώματα, καταβάλλοντας ποσό £29,511.50.
Οι εφεσείοντες, επικαλούμενοι τους περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμούς του 1995, (Κ.Δ.Π. 214/95, ημερομηνίας 28/7/1995), (όπως τροποποιήθηκαν με τις Κ.Δ.Π. 158/99 - 9/7/1999, Κ.Δ.Π. 187/99 - 13/8/1999, Κ.Δ.Π. 202/99 - 3/9/1999), (οι «Κανονισμοί), οι οποίοι αφορούν στις προθεσμίες τελείωσης των χρηματιστηριακών συναλλαγών και εγγραφή στο Μητρώο Μετόχων, που επηρεάζουν άμεσα το καθεστώς της διαπραγμάτευσης των μετοχών με όφελος, όπως είναι τα δικαιώματα προτίμησης, πρόβαλαν ότι οι εφεσίβλητοι, καίτοι αγόρασαν τις μετοχές στις 2/9/1999, δεν ήταν και δεν εδικαιούντο να εγγραφούν στις 15/9/1999 στο Μητρώο των Μετόχων, λόγω τροποποίησης του Κανόνα Διαπραγμάτευσης 6.9 των Κανονισμών με την Κ.Δ.Π. 202/99, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των προθεσμιών για την τελείωση των συναλλαγών και την εγγραφή στο Μητρώο. Με την εφαρμογή των διευρυμένων προθεσμιών, οι μετοχές, στις 2/9/1999, διαπραγματεύονταν χωρίς δικαιώματα.
Μέσα από τα εκ συμφώνου κατατεθέντα έγγραφα και τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και έγινε αποδεκτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, πριν από τη δημοσίευση της Κ.Δ.Π. 202/99 και συγκεκριμένα στις 31/8/1999, ο Διευθυντής του Χ.Α.Κ. απέστειλε, όπως ήταν η πρακτική που ακολουθείτο, στους χρηματιστές - μέλη του Χ.Α.Κ. - μεταξύ των οποίων και οι χρηματιστές των εφεσιβλήτων, τηλεομοιότυπο, με το οποίο τους ενημέρωνε για την τροποποίηση του Κανόνα Διαπραγμάτευσης 6.9, επισυνάπτοντάς τους το κείμενο της απόφασης, όπως θα δημοσιευόταν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3/9/1999. Για την τροποποίηση μάλιστα αυτή, ο Πρόεδρος των Διευθυντών ΄Εκδοσης των Δικαιωμάτων της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd., Χρ. ΄Ελληνας, με επιστολή του ημερομηνίας 1/9/1999, διαμαρτυρήθηκε στο Διευθυντή του Χ.Α.Κ. Με την τροποποίηση, ανατρέπονταν τα όσα η ανακοίνωση των εφεσειόντων ανέφερε, αφού η μετοχή τους θα διαπραγματευόταν από 1/9/1999 χωρίς δικαιώματα (ex rights). Παρά την πιο πάνω διαμαρτυρία, με την έναρξη της χρηματιστηριακής συνάντησης την 1/9/1999, η μετοχή των εφεσειόντων εμφανίστηκε στους δείκτες τιμών μετοχών του Χ.Α.Κ. - (Τεκμήριο 17) - να διαπραγματεύεται χωρίς δικαιώματα. έφερε την ένδειξη (Η), δηλαδή διαπραγμάτευσή της χωρίς δικαιώματα, ενώ στο έντυπο της 31/8/1999 - (Τεκμήριο 18) - έφερε την ένδειξη (Α), δηλαδή διαπραγμάτευσή της με δικαιώματα.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο του 1993, (Ν. 14(Ι)/93), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), και στους Κανονισμούς, κατέληξε σε κρίσεις, σε σχέση με τη σειρά των θεμάτων που ηγέρθηκαν και επηρέαζαν την κατάληξη. ΄Εκρινε ότι:-
«Σύμφωνα με τον Κανόνα 6.9 στη συνήθη του μορφή οι 'οκτώ αμέσως προηγούμενες χρηματιστηριακές συναντήσεις' της 15ης Σεπτεμβρίου 1999 συμπληρώθηκαν στις 3/9/1999 και έτσι η 2/9/1999 ήταν κανονικά η τελευταία ημερομηνία διαπραγμάτευσης της εν λόγω μετοχής cum rights. ΄Ομως, η επέκταση του χρόνου των οκτώ χρηματιστηριακών συναντήσεων σε δέκα, με την Κ.Δ.Π. 202/99, θεωρήθηκε από μερικούς ότι επηρέαζε το πιο πάνω καθεστώς της μετοχής της εναγόμενης εταιρείας κατά τρόπο ώστε η τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης της μετοχής αυτής cum rights να ήταν η 31/8/1999 αντί η 2/9/1999. ...
...................................................................................................................
... Εφόσον στην πραγματικότητα επρόκειτο για δευτερογενή νομοθεσία η οποία θεσπίστηκε κατ' εξουσιοδότηση νόμου ήτοι του άρθρου 22(2) του Νόμου και του Κ.33(1) των Κανονισμών (βλ. Police v. Theodoros Nicola Hondrou, 3 RSCC 82), σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, ετέθη σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3/9/1999. ...
...................................................................................................................
Το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω είναι ότι κατά την περίοδο που περιλάμβανε τις ημερομηνίες 1/9/1999 και 2/9/1999 είχεν επανέλθει το καθεστώς του Κανόνα 6.9 που προέβλεπε για 'τις οκτώ αμέσως προηγούμενες χρηματιστηριακές συναντήσεις' και δεδομένου ότι στην περίπτωση της ανακοίνωσης της εναγομένης εταιρείας, τεκμήριο 1, η πιο πάνω περίοδος υπολογιζόταν από τις 15/9/1999, η ημερομηνία 2/9/1999 δεν[1] ενέπιπτε σ' αυτή. Κατά συνέπεια η αγορά των 30.300 μετοχών της εναγόμενης εταιρείας από τους ενάγοντες κατά την πιο πάνω ημερομηνία, τους κατέστησε συγχρόνως και δικαιούχους 15.150 δικαιωμάτων προτίμησης που δημιουργήθηκαν με την εν λόγω ανακοίνωση (απόφαση) της 20/8/1999.
...................................................................................................................
΄Ο,τι οι ενάγοντες ήσαν εγγεγραμμένοι στις 15/9/1999 στο μητρώο μετόχων της εναγόμενης εταιρείας για 30.300 μετοχές προκύπτει έμμεσα πλην σαφώς από την έκθεση απαιτήσεως, ουδέποτε αμφισβητήθηκε το γεγονός αυτό ενώ η ακρόαση της αγωγής διεξήχθη πάνω σ' αυτή τη βάση και όλες οι πλευρές το εξέλαβαν ως δεδομένο. ...
... Επομένως, το καθεστώς προέβλεπε η ανακοίνωση της εναγόμενης εταιρείας ημερομηνίας 20/8/1999 ότι θα είχε η μετοχή της παρέμεινε αμετάβλητο μέχρι την 2/9/1999, ανεξάρτητα με το πώς ο οποιοσδήποτε αντελήφθηκε ή ερμήνευσε τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου ακόμα και αν αυτός ήταν ο Λειτουργός Συναλλαγών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αγοράζοντας οι ενάγοντες στις 2/9/1999 30.300 μετοχές της εναγόμενης εταιρείας να καταστούν στις 15/9/1999 δικαιούχοι σε 15.150 δικαιώματα προτίμησης. ...
... Η συναλλαγή αυτή καθ' αυτή διέπετο από το δίκαιο των συμβάσεων. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση της εναγόμενης εταιρείας ημερομηνίας 20/8/1999 απευθυνόταν προς τους μετόχους της και έλεγε βασικά ότι όποιος διατηρούσε την ιδιότητα του μετόχου στις 15/9/1999 θα δικαιούτο δωρεάν δικαιώματα προτίμησης σε αναλογία ένα δικαίωμα για κάθε δύο μετοχές που κατείχε. Αυτή ήταν η πρόταση (offer). Η διατήρηση από τους ενάγοντες στις 15/9/1999 της ιδιότητας του μετόχου συνιστούσε την αποδοχή τους (acceptance) στην πιο πάνω προσφορά. Και συνακόλουθα στον καταρτισμό μεταξύ των μερών συμφωνίας με βάση την οποία οι ενάγοντες απέκτησαν δικαίωμα να τους παραχωρηθούν από την εναγόμενη εταιρεία 15.150 δικαιώματα προτίμησης. ΄Ο,τι τους αναλογούσε με βάση τις 30.300 μετοχές που είχαν αποκτήσει στις 2/9/1999.»
Για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλονται συνολικά εννιά λόγοι έφεσης. Οι οκτώ αφορούν στα ευρήματα που οδήγησαν στην επιτυχία της αξίωσης των εφεσιβλήτων και ο ένατος στην απόρριψη της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον του τριτοδιάδικου. Αμφισβητούν οι εφεσείοντες τα ευρήματα σε σχέση με τη φύση της ανακοίνωσης της 20/8/1999, τη σύναψη μεταξύ των μερών συμφωνίας, το ότι οι εφεσίβλητοι, με την ΄Εκθεση Απαίτησής τους, ισχυρίζονται ότι στις 15/9/1999 ήταν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο των Μετόχων των εφεσειόντων και ότι αυτό έγινε αποδεκτό από όλες τις πλευρές. Αμφισβητούν, επίσης, τα ευρήματα που αφορούν στα ζητήματα που άπτονται του καθεστώτος και των όρων διαπραγμάτευσης των μετοχών τους τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 2/9/1999.
Συνοπτικά, οι θέσεις των εφεσειόντων, όπως αυτές αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσής τους και υιοθετούνται από τον τριτοδιάδικο, έχουν ως εξής:-
Θεωρούν ότι η ανακοίνωση της 20/8/1999 δεν αποτελούσε πρόταση, ώστε η αποδοχή της από τους εφεσίβλητους να οδηγούσε στη σύναψη συμφωνίας, αφού δεν απευθυνόταν στους εφεσίβλητους ή άλλο τρίτο πρόσωπο αλλά στο Διευθυντή του Χ.Α.Κ., το οποίο και καθορίζει κατά τρόπο δεσμευτικό, για όσους διαπραγματεύονται μετοχές εισηγμένες σ' αυτό, τις προθεσμίες ολοκλήρωσης των χρηματιστηριακών συναλλαγών, γεγονός που παραγνωρίστηκε από το Δικαστήριο. Τα δικαιώματα προτίμησης, υπέβαλαν, τα οποία αξιώνουν οι εφεσίβλητοι, δεν αποτελούν απόρροια συμφωνίας στη βάση της ανακοίνωσης αλλά απόρροια της εγγραφής στο Μητρώο των Μετόχων, στο οποίο οι εφεσίβλητοι, στις 15/9/1999, δεν ήταν εγγεγραμμένοι, όπως εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προκύπτει από την ΄Εκθεση Απαίτησης και να γίνεται αποδεκτό από τα μέρη κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Και αν ακόμη, εισηγούνται, η ανακοίνωση ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί πρόταση, δεν ήταν η βάση της αγωγής των εφεσιβλήτων, για να δικαιολογείται εξέταση του ζητήματος από το Δικαστήριο. Βάση της αγωγής τους ήταν ότι, στις 2/9/1999, αγόρασαν μετοχές, οι οποίες τους κατέστησαν στις 15/9/1999 μετόχους και, συνακόλουθα, δικαιούχους των δικαιωμάτων προτίμησης. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι η ανακοίνωση, θεωρούμενη έστω πρόταση, πριν γίνει αποδεκτή, διαφοροποιήθηκε στη βάση των Κανονισμών του Χ.Α.Κ., στους οποίους και παραπέμπουν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αποδέχτηκε ότι η μετοχή των εφεσειόντων στις 2/9/1999 διαπραγματευόταν χωρίς δικαιώματα προτίμησης, με την κατάληξη ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται σε δικαιώματα, ουσιαστικά, ακύρωσε την απόφαση του Χ.Α.Κ., η οποία, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι δεκτική προσβολής μόνο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δόθηκε σημασία και βαρύτητα, τόνισαν, στο ότι οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν γνώση της αλλαγής που επήλθε στους όρους διαπραγμάτευσης και παραγνωρίστηκε ότι οι χρηματιστές τους, οι οποίοι ενεργούσαν ως αντιπρόσωποί τους για την αγορά των μετοχών, ενημερώθηκαν για τη διαφοροποίηση των προθεσμιών από το Χ.Α.Κ., διαφοροποίηση που εμφανιζόταν και στους συνδεδεμένους με το Χ.Α.Κ. ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως απόλυτα ορθή. Εισηγήθηκαν ότι, και αν ακόμα κριθεί ότι στις 15/9/1999 δεν εδικαιούντο να εγγραφούν στο Μητρώο των Μετόχων, οι εφεσείοντες δεσμεύονται να παραχωρήσουν σε αυτούς τα επίδικα δικαιώματα προτίμησης, στη βάση της ανακοίνωσης της 20/8/1999, το περιεχόμενο της οποίας είχαν καθήκον να τιμήσουν και, ενδεχόμενα, να αποζημιωθούν από το Χ.Α.Κ. για την όποια ζημιά ήθελαν υποστεί, ως αποτέλεσμα των αλλαγών των προθεσμιών για τελείωση των συναλλαγών.
΄Εχουμε μελετήσει την ΄Εκθεση Απαίτησης και, σε συμφωνία με τους εφεσείοντες, διαπιστώνουμε ότι σε κανένα σημείο αυτής δε γίνεται αναφορά ότι οι εφεσίβλητοι στις 15/9/1999 ήταν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μετόχων των εφεσειόντων, ώστε να δικαιολογείται το εύρημα ότι τα πιο πάνω προκύπτουν «έμμεσα πλην σαφώς» από αυτή, δεν αμφισβητήθηκαν από τα μέρη και η δίκη διεξήχθη σ' αυτή τη βάση. Από το σύνολο των ισχυρισμών της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης των εφεσειόντων, είναι πρόδηλο ότι κάτι τέτοιο δε γίνεται αποδεκτό. Η απόρριψη της αξίωσης είχε ως βάση την τελείωση της επίδικης χρηματιστηριακής συναλλαγής μετά τις 15/9/1999. Η μετοχή των εφεσειόντων, την ημερομηνία αγοράς της - (2/9/1999) - εμφανιζόταν στους συνδεδεμένους με το Χ.Α.Κ. ηλεκτρονικούς υπολογιστές να διαπραγματεύεται χωρίς δικαιώματα.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι δεν υπήρχε αποδοχή εκ μέρους των εφεσειόντων για εγγραφή των εφεσιβλήτων στο Μητρώο των Μετόχων στις 15/9/1999, το ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί, είναι αν οι εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν για εγγραφή στο Μητρώο των Μετόχων την εν λόγω ημερομηνία. Το σημαντικό γι' αυτό είναι ότι η αγορά των μετοχών έγινε μέσω των χρηματιστών των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο - και αυτό δεν αμφισβητείται - ήταν ενήμεροι ότι από 1/9/1999 η μετοχή των εφεσειόντων εμφανιζόταν στους δείχτες τιμών μετοχών που βρίσκονταν στο πάτωμα του Χ.Α.Κ. να διαπραγματεύονται χωρίς δικαιώματα. Ιδωμένη, έστω, η ανακοίνωση της 20/8/1999 όπως οι εφεσίβλητοι την κατατάσσουν, δηλαδή ως πρόταση προς το κοινό, και πάλι, εφόσον η συναλλαγή έγινε μέσω του Χ.Α.Κ. και εμφανιζόταν η μετοχή των εφεσειόντων με την ένδειξη (Η) - (χωρίς δικαιώματα) - και ανεξάρτητα της ερμηνείας που έχει δοθεί στην Κ.Δ.Π. 202/99, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κατάρτιση συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει και τα δικαιώματα. Η πρόταση της 20/8/1999 διαφοροποιήθηκε και η διαφοροποίηση της έγινε γνωστή και περιήλθε στην αντίληψη των χρηματιστών των εφεσιβλήτων, οι οποίοι το συγκεκριμένο χρόνο ενεργούσαν για λογαριασμό τους και τους δέσμευαν. Η αποδοχή δεν μπορούσε να αφορά σε ο,τιδήποτε άλλο, παρά σε ό,τι εμφανιζόταν το χρόνο της αποδοχής να είναι η πρόταση πώλησης των μετοχών. Η πρόταση ήταν πώληση μετοχών των εφεσειόντων χωρίς δικαιώματα. Και εάν ακόμη η διαφοροποίηση της πρότασης και η προβολή της στους δείκτες τιμών του Χ.Α.Κ. έγινε στη βάση λανθασμένης ερμηνείας της Κ.Δ.Π. 202/99 από τον τριτοδιάδικο, αυτό δεν είναι δυνατό να επιδράσει και να οδηγήσει σε αποδοχή πρότασης άλλης από την προσφερόμενη κατά την αποδοχή της. Αγοράζοντας οι εφεσίβλητοι στις 2/9/1999 30.300 μετοχές των εφεσειόντων, τις αγόραζαν όπως αυτές προσφέρονταν, δηλαδή χωρίς δικαιώματα. Αυτή ήταν η πρόταση και αυτήν αποδέχτηκαν. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για υποχρέωση των εφεσειόντων να τιμήσουν πρόταση, η οποία διαφοροποιήθηκε. Ούτε το εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι στις 15/9/1999 διατηρούσαν την ιδιότητα του μετόχου, ώστε να δικαιούνται στα δικαιώματα, ευσταθεί. Κατά την αγορά των 30.300 μετοχών ίσχυαν οι διευρυμένες προθεσμίες για τελείωση των συναλλαγών και εγγραφή στο Μητρώο των Μετόχων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία[2] ως προς τη φύση των αποφάσεων του Συμβουλίου του Χ.Α.Κ., εντούτοις λανθασμένα κατέληξε ότι, από το λεκτικό της Κ.Δ.Π. 202/99, δε συνάγεται η σαφής πρόθεση του Συμβουλίου για αναδρομικότητα της απόφασης. Από την αναφορά στην Κ.Δ.Π. 202/99 στην προηγούμενη απόφασή του ημερομηνίας 9/7/1999 - (Κ.Δ.Π. 158/99) - με την οποία ίσχυαν οι προθεσμίες των δέκα αντί των οκτώ ημερών για τελείωση των συναλλαγών μέχρι 31/8/1999, σε συνδυασμό με τη φράση «αποφάσισε να παρατείνει», προκύπτει ακριβώς η πρόθεση του Συμβουλίου να δώσει στην πιο πάνω απόφασή του αναδρομική ισχύ. Η φράση «να παρατείνει» προσδιορίζει την πρόθεση για συνέχιση. Δεν έχει νόημα η συνέχιση, όταν αυτή διακόπτεται και δε συνδέεται με ό,τι προϋπήρχε. Η πρόθεση του Συμβουλίου για αναδρομικότητα, με τη χρησιμοποίηση της φράσης «να παρατείνει», ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις προηγούμενες αποφάσεις του για τροποποίηση των κανόνων διαπραγμάτευσης δε χρησιμοποιείται η φράση αυτή.
Η επιτυχία των λόγων έφεσης στα ζητήματα όπως τα έχουμε πιο πάνω εκθέσει καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με παρεμφερή θέματα που απασχόλησαν, ως και με το λόγο έφεσης για απόρριψη της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον του τριτοδιάδικου.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων. Σε σχέση με τον εφεσίβλητο - τριτοδιάδικο, καμιά διαταγή πρωτοδίκως και κατ' έφεση.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΣΦ, ΜΠ
[1] Προφανώς η εμφάνιση του «δεν» είναι τυπογραφικό λάθος.
[2] Kanika Hotels κ.ά. ν. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμα/ντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169