ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 641
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση Αρ. 36/2006
17 Ιουλίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.]
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MORTEZA MOLLAZEINAL από το Ιράν και τώρα στα κρατητήρια της Αστυνομίας στις Κεντρικές Φυλακές,
Αιτητή
ΚΑΙ
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
ΚΑΙ
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την αίτηση του αυτή ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η Αστυνομία να παρουσιάσει τον αιτητή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αφεθεί ελεύθερος.
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, βρίσκεται υπό αστυνομική κράτηση από τις 3.8.2005 δυνάμει διαταγμάτων απέλασης και κράτησης που εξέδωσε εναντίον του η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Διευθύντρια).
Τα γεγονότα τα οποία, σχεδόν στην ολότητα τους, δεν έχουν αμφισβητηθεί έχουν ως ακολούθως:-
Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο στις 15.8.2001 ως επισκέπτης. Έξι μέρες όμως αργότερα υπέβαλε στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών αίτηση για παροχή ασύλου. Αναμένοντας την απόφαση της Υπάτης Αρμοστείας, το Τμήμα Αλλοδαπών παραχωρούσε άδεια προσωρινής παραμονής στον αιτητή. Η Υπάτη Αρμοστεία εξέδωσε τελικά την απόφαση της στις 23.9.2003 με την οποία απέρριψε το αίτημα του. Στις 30.9.2003 ο αιτητής υπέβαλε έφεση εναντίον της απορριπτικής, πιο πάνω, απόφασης. Η έφεση όμως του αιτητή απερρίφθη στις 7.10.2003.
Στις 18.12.2003 το Τμήμα Αρχείου και Πληθυσμού ειδοποίησε τον αιτητή ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την Κύπρο. Ο αιτητής δε εγκατέλειψε την Κύπρο και αντ' αυτού, μέσω του δικηγόρου του ζήτησε επανεξέταση του αιτήματος του.
Στις 7.6.2004 ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτημα για άσυλο στην Κυπριακή Δημοκρατία τώρα. Προσκλήθηκε και προσήλθε σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 3.8.2004 το αίτημα του απερρίφθη. Έγιναν προσπάθειες επίδοσης της απορριπτικής απόφασης αλλά δεν κατέστη δυνατό γιατί ο αιτητής εγκατέλειψε την διεύθυνση του χωρίς να ειδοποιήσει, ως είχε εκ του νόμου υποχρέωση, το Τμήμα Μετανάστευσης.
Στις 23.11.2004 ο αιτητής συνελήφθη από την Αστυνομία για διάφορες τροχαίες παραβάσεις και απεκαλύφθη ότι παρέμενε στην Κύπρο παράνομα. Στις 24.11.2004 εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια διατάγματα απέλασης και κράτησης του αιτητή.
Στις 4.2.2005 ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή ζητώντας ακύρωση των πιο πάνω διαταγμάτων. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 27.7.2005 ακύρωσε τα διατάγματα απέλασης και κράτησης. (Βλέπε Morteza Molla Zein Al v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 123/2005, ημερ. 27.7.2005). Πριν από την έκδοση της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε στις 29.6.2005 την αίτηση αρ. 52/2005 με αίτημα την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, αίτησης η οποία όμως απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 20.7.2005 (Βλέπε: Morteza Molla Zein Al v. Δημοκρατίας, Αίτηση αρ. 52/2005, ημερ. 20.7.2005).
Στις 4.7.2005 η Αναθεωρητική Αρχή απέρριψε την προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης της Αρχής Ασύλου. Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή 995/2005 η οποία όμως εκκρεμεί.
Η Διευθύντρια, όπως ανέφερα στην αρχή της απόφασης μου, εξέδωσε διατάγματα απέλασης και κράτησης εναντίον του αιτητή στις 3.8.2005. Έκτοτε ο αιτητής παραμένει υπό κράτηση. Δεν κατέστη δυνατό να απελαθεί γιατί ο αιτητής αρνείται να συνεργαστεί με την Πρεσβεία της χώρας του για έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων. Στην παράγραφο 33 της ένορκης δήλωσης της Διευθύντριας που συνοδεύει την ένσταση των καθ'ων η αίτηση αναφέρονται τα εξής τα οποία δεν έχουν αντικρουστεί με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία:-
«33. Η απέλαση δεν έχει καταστεί μέχρι τώρα δυνατή παρόλες τις προσπάθειες της Αστυνομίας μέσω και του Υπουργείου Εξωτερικών και απευθείας με την Πρεσβεία του Ιράν στη Δημοκρατία (Παράρτημα 29), γιατί ο αιτητής αρνείται να συνεργαστεί με την εν λόγω Πρεσβεία για να του εκδώσουν ταξιδιωτικό έγγραφο.»
Ο αιτητής προβάλλει δύο λόγους για τους οποίους εισηγείται την επιτυχία της αίτησης του. Ότι, πρώτον, η κράτηση του μακροχρόνια χωρίς να επιτυγχάνεται η απέλαση του είναι παράνομη και αυθαίρετη και καταστρατηγεί τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του και δεύτερο ότι η κράτηση του πέραν των 15 ημερών στα αστυνομικά κρατητήρια είναι παράνομη ως αντίθετη προ τις διατάξεις του περί Φυλακών Νόμου (Ν. 62(1)/96).
Στη γραπτή ένσταση της Δημοκρατίας προβάλλεται ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει την υπόθεση γιατί αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Διοικητικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Επίσης προβάλλεται η θέση ότι τα εκδοθέντα διατάγματα απέλασης και κράτησης για σκοπούς απέλασης είναι νόμιμα.
Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των αγορεύσεων των δύο πλευρών όπως έχουν αναπτυχθεί ενώπιον μου. Με δεδομένο το κοινώς αποδεκτό γεγονός και από τις δύο πλευρές ότι ο αιτητής κρατείται από την Αστυνομία δυνάμει διαταγμάτων απέλασης και κράτησης που εκδόθηκαν νομότυπα από την Διευθύντρια η θέση της Δημοκρατίας ότι το Δικαστήριο τούτο στερείται δικαιοδοσίας είναι ορθή. Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρόσφατη απόφαση της Αναφορικά με την Αίτηση της Elena Bondar για έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, Πολ. Έφεση 12166, ημερ. 30.12.2004, επικροτώντας τη θέση που εκφράστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισε ότι η έκδοση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, μέχρι την απέλαση, συνιστούν διοικητικές πράξεις, η νομιμότητα των οποίων μπορεί να ελεγχθεί μόνο με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Περαιτέρω η Πλήρης Ολομέλεια απεφάνθη ότι το χρονοβόρο της εξέτασης της προσφυγής δεν οδηγεί στην απόδοση δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο σε αίτηση για Habeas Corpus αφού τέτοια δικαιοδοσία δεν υπάρχει.
Στην πιο πάνω απόφαση Elena Bondar έχουν λεχθεί τα εξής:-
«Παρατηρούμε πως ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αιτήτριας ότι η διαδικασία της προσφυγής είναι χρονοβόρα και δεν μπορεί να οδηγήσει σε άμεση διαταγή απελευθέρωσης της αιτήτριας, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει γεγονός που μπορεί να αποδώσει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο σε αίτηση για Habeas Corpus, αφού τέτοια δικαιοδοσία ουσιαστικά δεν υπάρχει. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε πως σε περίπτωση ακύρωσης διοικητικής πράξης στη διαδικασία προσφυγής, στην προκειμένη περίπτωση ακύρωσης των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την απόφαση και αποτυχία της να πράξει τούτο θέτει τις βάσεις για υποβολή αιτήματος για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για την άμεση απελευθέρωση του αιτητή. Επισημαίνουμε πως η αιτήτρια έχει ήδη, όπως πληροφορηθήκαμε, καταχωρήσει και προσφυγή η οποία εκκρεμεί.»
Στην πιο πάνω απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας παρατίθεται, με επιδοκιμασία απόσπασμα από την απόφαση στην Barqawi, Αίτηση αρ. 105/2004, ημερ. 23.10.2003 όπου λέχθηκαν από το Νικολάου, Δ. πως:-
«.... από τη στιγμή που θα πρέπει να θεωρήσω ως δεδομένο το διάταγμα απέλασης και θα παραμείνει έτσι μέχρις ότου ακυρωθεί, αν ακυρωθεί, από αρμόδιο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία, τότε δικαιολογείται η κράτηση είτε αυτή απορρέει εγγενώς από το ίδιο το διάταγμα απέλασης, είτε στηρίζεται σε άλλο διακριτό ή ξεχωριστό διάταγμα κράτησης που και αυτό όμως προέρχεται από διοικητική αρχή και φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα νομιμότητας αφού το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, στο οποίο αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, επιτρέπει ακριβώς μια τέτοια δυνατότητα.»
Καταλήγω κατά συνέπεια, ότι υπ' αυτή την έννοια, δεν έχω δικαιοδοσία να εξετάσω την παρούσα αίτηση. Ο αιτητής προσέφυγε ήδη με την προσφυγή αρ. 995/2005 στο Ανώτατο Δικαστήριο με το οποίο ζητά την ακύρωση των διαταγμάτων της Διευθύντριας και εάν επιτύχει η μη απόλυση του θα του δίδει το δικαίωμα να ζητήσει το ένταλμα του Habeas Corpus.
Η περαιτέρω εισήγηση του αιτητή ότι αυτός κρατείται παράνομα πέραν των 15 ημερών σε Αστυνομικά κρατητήρια, κατά παράβαση των προνοιών του περί Φυλακών Νόμου, (Ν. 62(Ι)/96, κρίνεται ως προδήλως ανεδαφικός. Το εδάφιο 2 του άρθρου 4 του πιο πάνω νόμου δεν περιλαμβάνει κρατουμένους δυνάμει διαταγμάτων απέλασης και κράτησης που εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια, ούτε φυσικά για άτομα που κρατούνται δυνάμει διαταγής του Δικαστηρίου για διευκόλυνση των ανακρίσεων για διαπραχθέν αδίκημα. Το εδάφιο 2 του άρθρου 4 έχει ως εξής:-
«(2) Στα αστυνομικά κρατητήρια δύνανται, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του ενδιαφερομένου και κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου, να κρατούνται επίσης υπόδικοι ή κρατούμενοι για επιβολή ποινής ή άτομα που καταδικάζονται σε ποινή φυλάκισης για χρέη ή για την οφειλή χρηματικής ποινής, δικαστικών εξόδων ή αποζημιώσεων ή άλλα πρόσωπα, για περίοδο μέχρι δεκαπέντε ημέρες, νοουμένου ότι η ποινή που τους επιβάλλεται ή η εξουσιοδότηση για την κράτησή τους στις Φυλακές δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες.»
Είναι προφανές ότι το εδάφιο αυτό αναφέρεται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δίδοντας τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, έκτισης της ποινής φυλάκισης κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις στα αστυνομικά κρατητήρια και όχι στις Φυλακές.
Η σοβαρότερη εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή εστιάζεται στη μακρόχρονη περίοδο της κράτησης. Είναι η εισήγηση του ότι η επί τόσο μακρό χρόνο κράτηση του αιτητή, καθίσταται παράνομη και αυθαίρετη γεγονός το οποίο πρέπει να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως έχον δικαιοδοσία, με τη διαδικασία του Habeas Corpus. Με παρέπεμψε προς τούτο στην απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ. Essa Murad Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων, Αίτηση αρ. 91/2003, ημερ. 14.10.2003. Στην απόφαση αυτή έχει λεχθεί ότι η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας και απόκλιση επιτρέπεται από το Άρθρο 11.2(στ) «προς το σκοπό απελάσεως». Τονίστηκε ότι δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ' αόριστο αναβολή της απέλασης, ούτε να απολήγει ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη κράτηση. Εξυπακούεται, ως εκ τούτου, ότι η απέλαση θα γίνει εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται προς διευθέτηση της. Και καταλήγει:-
«Φρονώ λοιπόν ότι το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα παρατεταμένης κράτησης προς απέλαση. Η εξουσία αυτή δε μόνο στα πλαίσια αίτησης habeas corpus μπορεί να ασκηθεί και να είναι αποτελεσματική. Η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι τέτοια εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνο με την επιδίωξη ενδιάμεσου διατάγματος στα πλαίσια της προσφυγής του Αιτητή παραγνωρίζει ότι το κρινόμενο στην προσφυγή, η εμβέλεια του οποίου καθορίζει και το εύρος δυναμένου να εκδοθεί στα πλαίσια του ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων της απόρριψης του αιτήματος ασύλου και της έκδοσης του διατάγματος απέλασης, όπως μαρτυρεί και η έκβαση του αιτηθέντος ενδιάμεσου διατάγματος με την απόφαση που εδόθη στην εν λόγω προσφυγή στις 18.9.2003. Εξ άλλου, στα πλαίσια της προσφυγής θα διαπιστωθεί η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων κατά το χρόνο λήψης τους και όχι η εξέλιξη των πραγμάτων σε μετέπειτα στάδιο, όπως η υπέρμετρη καθυστέρηση διενέργειας της απέλασης. Στα πλαίσια όμως της εξουσίας που το Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει κατά την εξέταση αίτησης habeas corpus εκλαμβάνεται ως δεδομένη η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων ως υφιστάμενων διοικητικών πράξεων, όπως και η νομιμότητα του ακολούθως τούτων εκδοθέντος διατάγματος σύλληψης του Αιτητή ώστε να κρατηθεί προς το σκοπό απέλασης του, και το αντικείμενο της εξέτασης είναι μόνο το κατά πόσο η νομίμως αρξαμένη κράτηση κατέστη παράνομη εκ των υστέρων ως καθ΄υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπομένου χρόνου. Και τούτο δεν ανάγεται πλέον στο διοικητικό δίκαιο αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. Δεν υπάρχει λοιπόν διείσδυση στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου με την άσκηση τέτοιας εξουσίας, ούτε υφίσταται αποτελεσματικός τρόπος διακρίβωσης της νομιμότητας της συνεχιζόμενης κράτησης άλλος εκείνου της αίτησης habeas corpus η οποία εκδικάζεται τάχιστα προκειμένου περί του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου, όπως εξ άλλου θέλει και το Άρθρο 11.7 αλλά και οι γενικότερες παράμετροι που χαρακτηρίζουν το habeas corpus ως παραδοσιακά και διαχρονικά το κατ΄εξοχή καταφύγιο του παρανόμως κρατουμένου κατά στέρηση της ελευθερίας του.»
Σαφώς όμως στην πιο πάνω απόφαση του ο Χατζηχαμπής, Δ. συναρτά το χαρακτηρισμό του χρόνου ως εύλογο ή όχι, όχι μόνο από το μέγεθος του αλλά και από τα δεδομένα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Αναφέρει τα εξής:-
«Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση βεβαίως, η κρίση επί του κατά πόσο η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο είναι κρίση πραγματική που πρέπει να λαμβάνει υπ΄όψη όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και πάντοτε, αυτή ταύτη η διάρκεια της κράτησης είναι σχετική. Τέσσερις μήνες δεν είναι μικρό διάστημα. Όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Πρέπει να συσχετισθεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της.»
Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει μαρτυρία ενώπιον μου (παράγραφος 33 της ένορκης δήλωσης της ένστασης) ότι η καθυστέρηση που παρατηρείται στην απέλαση του αιτητή οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο τον αιτητή γιατί εσκεμμένα αρνείται να συνεργαστεί με τις αρχές της χώρας του για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων. Η Διευθύντρια μετέφερε τον αιτητή στα γραφεία της Πρεσβείας της χώρας του αλλά αυτός αρνήθηκε να υποβάλει αίτημα για έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, χωρίς να δίδει καμία εξήγηση. Η εισήγηση της Διευθύντριας (Παράρτημα 29 στην ένσταση) ότι σκοπός του αιτητή είναι η πίστη του ότι με την μη έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων θα παραταθεί η κράτηση του με το ενδεχόμενο να αφεθεί ελεύθερος. Κατά συνέπεια οι καθ'ων η αίτηση δεν έχουν καμιά ευθύνη για την καθυστέρηση που παρατηρείται στην απέλαση του. Οι καθ'ων η αίτηση καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιταχύνουν την απέλαση του.
Ενόψει των πιο πάνω φρονώ ότι δεν μπορώ να συμπεράνω ότι έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος για κράτηση του αιτητή υπό τα δεδομένα όπως τα εξέτασα πιο πάνω. Αποκλειστικά υπεύθυνος για τη μέχρι τώρα μη απέλαση του και κατά συνέπεια την κράτηση του, είναι ο ίδιος ο αιτητής που αρνείται να συνεργαστεί για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων. Ουδεμία ολιγωρία ή καθυστέρηση βαρύνει τους καθ'ων η αίτηση.
Για όλους τους λόγους που εξέθεσα, η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ