ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 230

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Πολιτική Έφεση αρ. 11817

 

 

24 Μαρτίου, 2006

 

 

[NIKOΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

ROSARY GARDENS LTD.

Εφεσείοντες/Ενάγοντες

 

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εφεσίβλητης/εναγομένης

 

----------------------------

 

Σπ. Ευαγγέλου  για τους εφεσείοντες/ενάγοντες

Ε. Ζαχαριάδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για την εφεσίβλητη/εναγόμενη

 

-----------------------

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

 

----------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 3170/02 με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αγωγή, η οποία είχε καταχωρηθεί με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ουσιαστικά για το λόγο ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έγερσης της.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, οι εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολούνται μεταξύ άλλων και με τη λειτουργία θερμοκηπίων.  Είναι επίσης εγγεγραμμένοι στο σχετικό μητρώο φόρου προστιθέμενης αξίας.  Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με επιστολή του ημερ. 16/4/98 αξίωσε από τους εφεσείοντες το ποσό των £22,194.30 αφού προέβη σε σχετική βεβαίωση φόρου.  Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την επιβολή φορολογίας με σχετική ένσταση ημερ. 6/5/98 προς τον Υπουργό Οικονομικών καταβάλλοντας όμως το σχετικό φόρο.  Ο Υπουργός Οικονομικών απέρριψε την ένσταση τους και οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 17/9/98 την προσφυγή 805/98 στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 31/8/99 με την οποία επιβεβαιώθηκε η απόφαση του Υπουργού και κατ' επέκταση η βεβαίωση της φορολογίας.  Κατά της εν λόγω απόφασης οι εφεσείοντες καταχώρησαν την Α.Ε. 2918 και με απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 17/1/02 παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και ακυρώθηκε η επιβολή της φορολογίας.  Αποτέλεσμα ήταν ο Έφορος με επιστολή του ημερ. 1/3/02 να πληροφορήσει τους εφεσείοντες  ότι απέσυρε τη σχετική βεβαίωση φόρου για το ποσό των £22,194.30 και εξέδωσε νέα βεβαίωση φόρου ύψους £21.439.38.  Εναντίον της δεύτερης βεβαίωσης φόρου οι εφεσείοντες στις 5/4/02 καταχώρησαν νέα προσφυγή, την υπ' αρ. 305/02, η οποία ακόμα εκκρεμεί.  Στο μεταξύ από τις 28/1/02 ζήτησαν την επιστροφή του ποσού των £22,194.30 επικαλούμενοι την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2918, αξίωση που επανέλαβαν στις 22/2/02.  Ο Έφορος δεν επέστρεψε το ποσό αυτό αλλά το χρησιμοποίησε για συμψηφισμό του ποσού της δεύτερης βεβαίωσης φόρου για £21.439.38.  Στις 19/3/02 οι εφεσείοντες αξίωσαν ξανά την επιστροφή του εν λόγω ποσού των £22.194,30 πλέον £10.000 για αποκατάσταση ζημιάς που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν λόγω της ακυρωθείσας από το Ανώτατο Δικαστήριο φορολογίας, κάτι που η Δημοκρατία αρνήθηκε με αποτέλεσμα την καταχώρηση της προαναφερθείσας αγωγής.  Η Κυπριακή Δημοκρατία ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι (α) δεν υπάρχει βάση αγωγής (β) η αγωγή είναι πρόωρη και (γ) το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας.  Με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων η ένσταση αυτή εκδικάστηκε προκαταρκτικά.  Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με το εξής σκεπτικό:

 

«Eξετάζοντας στην παρούσα υπόθεση τα σχετικά γεγονότα διαπιστώνεται ότι μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 2) ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με επιστολή ημερομηνίας 1.3.02 ενημέρωσε την ενάγουσα εταιρεία για την απόσυρση της βεβαίωσης φόρου ημερομηνίας 16.4.98 στην έκταση που αυτή αφορούσε την βεβαίωση φόρου ύψους ΛΚ 21.439.88 και εξέδωσε νέα βεβαίωση φόρου ύψους ΛΚ 21439.88.  Ας σημειωθεί ότι με βάση την ακυρωτική απόφαση διαπιστώθηκε ότι η προσβαλλομένη απόφαση είχε στηριχθεί σε κριτήριο άλλο από το προβλεπόμενο και ότι επιβαλλόταν στην περίπτωση έρευνα και κρίση της Διοίκησης, κάτι για το οποίο η αρμοδιότητα για πρωτογενή κρίση επί του ζητήματος είχε ο Έφορος, αναφορικά με το κατά πόσο ό,τι χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του θερμοκηπίου ήταν πράγματι υλικά και υπηρεσίες με την έννοια του Νόμου.

 

Ο Έφορος μετά την ακυρωτική απόφαση είχε ασφαλώς υποχρέωση προς ενεργό συμμόρφωση με αυτή με βάση το Άρθρο 146(5) του Συντάγματος.  Το κατά πόσο με την νέα απόφαση του Εφόρου με την έκδοση νέας Βεβαίωσης φόρου ύψος ΛΚ 21.439.88 υπήρξε ή όχι συμμόρφωση  με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ζήτημα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλά του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας.  Είναι γεγονός ότι η απόφαση αυτή έχει τύχει αμφισβήτησης από την ενάγουσα με την καταχώρηση της προσφυγής με αρ. 305/02.  Ωστόσο το τεκμήριο της νομιμότητας που ισχύει σε σχέση με αυτή την απόφαση μέχρις ότου ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο επισφραγίζει το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία.

 

Είναι ενδεχόμενο με την απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία εξέδωσε νέα βεβαίωση φόρου να έχει εκλείψει η παρανομία που υπήρχε με την απόφαση του η οποία ακυρώθηκε στις 17.1.02 (Τεκμήριο 2) και να μην υπάρχει οποιοδήποτε κατάλοιπο παρανομίας.  Εφόσον δε με βάση όλες τις νομικές αυθεντίες που τέθηκαν πιο πάνω δεν είναι αρκετό ο διοικούμενος να έρχεται στο δικαστήριο έχοντας στο χέρι την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά θα πρέπει να δείξει ότι, παρά τα διορθωτικα μέτρα της Διοίκησης, εξακολουθεί να υφίσταται υλική ζημία την οποία μόνο η αποζημίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί πλέον να διορθώσει, το γεγονός ότι υπήρξε στην παρούσα υπόθεση επανεξέταση από τον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας αφήνει θεωρητικά, τουλάχιστο, η νέα του απόφαση το ενδεχόμενο να μην έχει αφήσει κατάλοιπο παρανομίας με αποτέλεσμα η παρούσα αγωγή να είναι πρόωρος και να μην έχει πετύχει η ενάγουσα να αποδείξει ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα.»

 

Η ουσία των δυο λόγων έφεσης συνίσταται στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η αγωγή ήταν πρόωρη για το λόγο ότι  εκκρεμούσε η προσφυγή 305/02 στην οποία θα εξεταζόταν η νομιμότητα της δεύτερης επιβολής φορολογίας και η οποία αν επιτύγχανε δυνατό να μην άφηνε κατάλοιπο παρανομίας.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 983) οι προϋποθέσεις για να καταχωρηθεί αγωγή με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 146.6 του Συντάγματος είναι οι ακόλουθες:

 

(α) εξασφάλιση ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο

(β) αίτημα από τον αιτητή που εξασφάλισε την εν λόγω απόφαση προς τη Διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματός του, και

(γ) απόρριψη του αιτήματος ή παράλειψη του αρμοδίου τμήματος να εξετάσει τούτο.

Στη δική μας περίπτωση όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις ικανοποιούνται αφού (α) υπήρχε ακυρωτική απόφαση, (β) υποβλήθηκε η αξίωση για ικανοποίηση του αιτήματος πρώτα προς το αρμόδιο τμήμα και (γ) το αίτημα απορρίφθηκε.

 

Κρίνουμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο συνέδεσε το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρώτης επιβολής φορολογίας με την πιθανότητα να απορριφθεί η νέα προσφυγή 305/02 και να επικυρωθεί η δεύτερη φορολογία.  Από τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης φαίνεται ότι ο Έφορος μετά την ακυρωτική απόφαση στην Α.Ε. 2918 ανακάλεσε την πρώτη επιβολή φορολογίας και προχώρησε σε νέα φορολογία που είναι αντικείμενο της νέας προσφυγής που ακόμα εκκρεμεί.  Με δεδομένο ότι η πρώτη φορολογία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αυτό που παραμένει να εξεταστεί είναι η πιθανότητα να υπέστησαν ζημιά οι εφεσείοντες λόγω της ακυρωτικής απόφασης και η έκταση της θα αποφασιστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο.  Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαράλαμπος Ταλιαδώρος κ.α. Π.Ε. 11381 και 11403 ημερ. 25/4/05, σελ. 11 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το ίδιο το διοικητικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε αποκατάσταση και ανόρθωση της ζημιάς που προξενήθηκε κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της ισχύος της παράνομης πράξης.  Ο ζημιωθείς αποτείνεται στα συνήθη πολιτικά δικαστήρια με αγωγή αποζημιώσεως της οποίας γενεσιουργός αιτία είναι η ζημιά που προξενήθηκε από την παράνομη πράξη (Δέστε:  Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν Ασκήσεως Αιτήσεως Ακυρώσεως» (1988, σελ. 233-235).»

 

Στη δική μας περίπτωση οι αιτούμενες αποζημιώσεις με την αγωγή 3170/02 βασίζονταν ουσιαστικά στην κατακράτηση του ποσού της πρώτης φορολογίας παρά την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου.  Καταλήγουμε λοιπόν ότι η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως πρόωρη, θα πρέπει να παραμεριστεί.

 

Ως αποτέλεσμα η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η αγωγή να προχωρήσει για εκδίκαση στην ουσία της.  Τα έξοδα της παρούσας έφεσης να είναι υπέρ των εφεσειόντων.

 

                                                                                           Δ.

 

                                                                                           Δ.

                                                      

                                                                                           Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο