ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1299

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11562)

 

21 Οκτωβρίου 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΤΑ,

Εφεσείων,

- ν. -

 

ΙΩΑΝΝΗ ΛΕΟΝΤΗ,

Εφεσιβλήτου.

---------------------------

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπαευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.

---------------------------

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος κατείχε από το 1980 τη θέση Γενικού Διευθυντή του Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ, εταιρείας με κύριο μέτοχο  το  Κράτος.  Ως  εκ  της  ιδιότητας  του  αυτής, ο εφεσίβλητος ήταν και πρόεδρος  του  Ταμείου  Προνοίας  του  Υπαλληλικού  Προσωπικού. Στις 23 Μαΐου 1997 θα αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας όταν, την 1 Αυγούστου 1996, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε να παρατείνει  την  υπηρεσία του για ακόμα ένα περίπου  χρόνο ήτοι, μέχρι την 31 Μαΐου 1998.  Με επιστολή ημερ. 9 Αυγούστου 1996 του προτάθηκε η παράταση και ο εφεσίβλητος την αποδέχθηκε αυθημερόν. 

 

       Στις 7 Απριλίου 1997 το διοικητικό συμβούλιο ανακάλεσε την παράταση.  Του γνωστοποίησε τη νέα απόφαση με επιστολή ημερ. 12 Μαΐου 1997.  Ο εφεσίβλητος απευθύνθηκε αμέσως στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Παραπονέθηκε και προειδοποίησε ότι η λειτουργία του Διϋλιστηρίου θα επηρεαζόταν δυσμενώς με σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο και ότι ο ίδιος θα διεκδικούσε αποζημιώσεις. Πρόσθεσε δε ότι θα ζητούσε από το διοικητικό συμβούλιο να τηρήσει τη συμφωνία παράτασης και εξέφρασε την άποψη ότι καθίστατο «αναγκαίος ο σαφής προσδιορισμός της Κυβερνητικής θέσης».

 

      Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έθεσε το θέμα ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου τις απόψεις του οποίου διαβίβασε προς το διοικητικό συμβούλιο με επιστολή ημερ. 19 Μαΐου 1997, ημερομηνία κατά την οποία υπήρχε προγραμματισμένη λίγο αργότερα συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας.  Η επιστολή αναγνώριζε αφενός ότι το διοικητικό συμβούλιο διατηρούσε αποκλειστική επί του θέματος αρμοδιότητα, αφετέρου όμως έλεγε ότι επιβάλλετο η επανεξέταση.  Εξειδίκευε μάλιστα τι θα έπρεπε κυρίως  να λαμβανόταν υπόψη και μετέφερε, με το δικό της τρόπο, το μήνυμα ότι δεν φαινόταν να  δικαιολογείτο  η  υπό αναφορά  ανάκληση  της  παράτασης.

 

Στις 20 Μαΐου 1997, προτού διεξαχθεί η νέα ορισθείσα για εκείνη την ημερομηνία συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου, ο εφεσείων, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου που διορίστηκε από την Κυβέρνηση, απέστειλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και κοινοποίησε στον πρόεδρο και μέλη του διοικητικού συμβουλίου επιστολή η οποία απέβλεπε στη ματαίωση της ενδεχόμενης επαναφοράς της παράτασης.  Έλεγε ότι εφόσον ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας είχε ερμηνεύσει την προεδρική επιστολή να σήμαινε πως εδίνοντο «σαφείς και αδιαμφισβήτητες οδηγίες όπως ανατραπεί η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου», θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να ενημερώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «για τους λόγους που η αδέσμευτη πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου αποφάσισε να ακυρώσει την απόφαση για παράταση της θητείας του Γενικού Διευθυντή».  Ισχυριζόταν ότι «Μετά που ομόφωνα το Δ.Σ. έδωσε παράταση στο Γ.Δ. σαν λύση ανάγκης, ο Γ.Δ. υπέπεσε σε τέτοια λάθη και παραλείψεις που δεν άφηνε περιθώρια στα αδέσμευτα μέλη του Δ.Σ. για περαιτέρω πειραματισμούς» και προχωρούσε σε εξειδικεύσεις. Έπειτα έθετε ερωτηματικά αναφορικά με την ερμηνεία που ο νομικός σύμβουλος είχε δώσει στην  προεδρική επιστολή, ζητούσε την επιστολή του εφεσιβλήτου για σχολιασμό και δήλωνε ότι εκτός αν δίνονταν προεδρικές οδηγίες «για το αντίθετο», θα προχωρούσε με βάση τη δική του κρίση.  Η προσπάθεια του εφεσείοντος απέτυχε.  Σε συνεδρία ημερ. 20 Μαΐου 1997 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε, με πλειοψηφία 5 προς 4, την επαναφορά της παράτασης και γνωστοποίησε αυτή την εξέλιξη στον εφεσίβλητο  με επιστολή ημερ. 21 Μαΐου 1997.

 

            Ο εφεσίβλητος θεώρησε δυσφημιστικά τα όσα ο εφεσείων του είχε καταλογίσει με την επιστολή της 20ης Μαΐου. Στις 23 Μαΐου δημοσίευσε στον Φιλελεύθερο ανακοίνωση προς απάντηση.  Έπειτα, κατά την εκδοχή του εφεσιβλήτου, ο εφεσείων προέβη σε ανταπάντηση την οποία δημοσίευσε στον Φιλελεύθερο  της  26ης  Μαΐου  όπως  και  αλλού,  επιμένοντας στα ίδια.  Στις 6 Ιουνίου 1997 ο εφεσείων παραιτήθηκε.

 

            Στην αγωγή που ο εφεσίβλητος κίνησε για δυσφήμιση, ο εφεσείων παραδέχθηκε δημοσίευση της επιστολής, ημερ. 20 Μαΐου 1997, στην προαναφερθείσα περιορισμένη έκταση. Δεν παραδέχθηκε όμως τη δημοσίευση ανταπάντησης στην εφημερίδα Φιλελεύθερος, ημερ. 26 Μαΐου 1997. Παραδέχθηκε μόνο ότι συνέταξε το κείμενο.  Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της κατατεθείσας υπεράσπισης του: «.. ο εναγόμενος παραδέχεται μόνο ότι αυτός συνέταξε τις λέξεις και/ή φράσεις που αναφέρονται εις απάντηση ανακοίνωσης ή δημοσιεύματος που δημοσίευσε προηγουμένως ο ενάγοντας και που αφορούσε το πρόσωπο του εναγομένου».  Ως προς την ουσία, ο εφεσείων προέβαλε βασικά ότι και στη μια περίπτωση και στην άλλη τα επίδικα κείμενα (α) απεικόνιζαν την αλήθεια και/ή (β) αποτελούσαν έντιμο σχόλιο για θέματα δημοσίου συμφέροντος και/ή (γ) ήταν προνομιούχα.  Σε σχέση με την τελευταία υπεράσπιση, αντίθετα με ό,τι απαιτεί η νομολογία, δεν εξέθεσε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες.  Διεξήχθη ακρόαση κατά την οποία κατέθεσαν σε έκταση οι διάδικοι, ο δε εφεσείων κάλεσε και άλλους μάρτυρες.

 

       Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 6 Δεκεμβρίου 2002, το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε, ως προς τη δημοσίευση της ανταπάντησης στον Φιλελεύθερο, ότι ο ίδιος ο εφεσείων εν τέλει το παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του.  Με την έφεση αμφισβητείται κατ΄ αρχάς η ορθότητα αυτής της πρωτόδικης αντίληψης. Όμως τα πρακτικά την υποστηρίζουν και δικαιολογούσαν, με βάση το ισοζύγιο πιθανοτήτων, τη διατύπωση σχετικού ευρήματος.  Θεωρούμε αρκετό  το ακόλουθο μέρος των πρακτικών:

«Ε.   Εγράψετε αυτές τις δύο επιστολές τις οποίες εσείς τις δημοσιοποιήσατε και τις κυκλοφορήσατε σε διάφορα άτομα, όχι μόνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σωστά;

Α.       Η επιστολή η πρώτη στάληκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας, τον Υπουργό Οικονομικών νομίζω και σε όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στον κ. Λεοντή σαν γενικός διευθυντής που ήταν.

Ε.       Και η δεύτερη;

Α.       Η δεύτερη επιστολή ήταν απάντηση σε άρθρο εφημερίδας και η οποία λέει σαφέστατα αν αυτά που μου είπαν, διότι έλειπα στο εξωτερικό και μού έστειλαν ένα απόκομμα με το συγκεκριμένο άρθρο από την εφημερίδα, και η επιστολή μου είναι ότι αν έγινε αυτό το πράγμα και αν αληθεύουν αυτά που είπα η απάντηση μου είναι αυτή.

Ε.       Και  τη  δημοσιοποιήσατε  και  την  κυκλοφορήσατε  πού,  εκτός  που  τον    κ. Λεοντή;

Α.       Στην εφημερίδα η οποία ασχολήθηκε με το θέμα.

Ε.       Σε ποιες εφημερίδες;

Α.       Είχα πει στο γραφείο μου να αποστείλουν την απάντηση στον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ.

Ε.       Εκτός από το ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ;

Α.       Δεν ξέρω αν το έστειλαν αλλού.  Είχα πει να στείλουν την απάντηση στη συγκεκριμένη εφημερίδα.

Ε.       Αλλού εκτός από τις εφημερίδες πού τη στείλατε την επιστολή αυτή;

Α.       Μόνο στην εφημερίδα η οποία έγραψε το συγκεκριμένο άρθρο σαν απάντηση για υπεράσπιση του εαυτού μου.»

 

 

Ως προς την ουσία, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίδικα κείμενα ήταν δυσφημιστικά, το δεύτερο στην ίδια γραμμή με το πρώτο• ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την αλήθεια των ισχυρισμών του περί τα πράγματα• ότι τα επίδικα κείμενα συνίσταντο στην απαρίθμηση κατηγοριών και όχι σε σχόλιο επί αποδεδειγμένων γεγονότων• και ότι αν μπορούσαν να εκληφθούν ως σχόλιο και πάλι δεν θα παρεχόταν στον εφεσείοντα υπεράσπιση γιατί δεν ενήργησε καλόπιστα. Σε σχέση με την υπεράσπιση προνομίου, το Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή δεν τέθηκε δεόντως και επομένως δεν την εξέτασε.

 

       Με  την  έφεση  αμφισβητείται  η   πρωτόδικη  κρίση σε σχέση και με  όλα  αυτά.   Προβάλλεται  ότι το Δικαστήριο (α) «αντιλήφθηκε  λανθασμένα το  ουσιαστικό  μήνυμα  της  επιστολής  του  εναγομένου  ημερ.  20/5/97»•   (β) λανθασμένα απέρριψε την υπεράσπιση αλήθειας• (γ) λανθασμένα κατέληξε ότι ο εφεσείων επέδειξε κακοπιστία• και (δ) λανθασμένα δεν εξέτασε την υπεράσπιση προνομίου.

 

            Το ότι τα επίδικα κείμενα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο είναι κατά την άποψη μας προφανές.  Επρόκειτο μάλιστα για βαριά δυσφήμιση.  Ο εφεσίβλητος εμφανιζόταν να ήταν ανεπαρκής, να ενεργούσε αυθαίρετα με την ανοχή υφιστάμενων του και να ήταν ανέντιμος στην εκτέλεση των καθηκόντων του, προωθώντας  τα δικά  του προσωπικά οικονομικά συμφερόντα όπως  και  συμφέροντα τρίτων, υπό συνθήκες διαπλοκής, σε βάρος των παντός είδους συμφερόντων της εταιρείας.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή ανάλυση. Συσχέτισε τα κείμενα με την προσκομισθείσα μαρτυρία και τις εκατέρωθεν εισηγήσεις και αιτιολόγησε τα συμπεράσματα του. Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο προσήγγισε τα θέματα τα οποία εξέτασε και τα οποία συνίσταντο στο τι μετέδιδαν τα επίδικα κείμενα και στο πώς συσχετίζοντο με αυτά οι υπερασπίσεις αλήθειας και έντιμου σχολίου. Ούτε διακρίναμε οποιαδήποτε αδυναμία στα εξαχθέντα συμπεράσματα σε σχέση με την ευθύνη του εφεσείοντος.  Στη δικονομική πτυχή της υπεράσπισης προνομίου δεν θα επεκταθούμε δεδομένου ότι προϋποθέτει την καλοπιστία η οποία, καθώς κρίθηκε σε σχέση με την υπεράσπιση έντιμου σχολίου, δεν υπήρχε και επομένως δεν υπήρχε δυνατότητα επιτυχίας.

 

        Απομένει το θέμα των αποζημιώσεων.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο επεδίκασε ποσό £5.000.=.  Ο εφεσείων παραπονείται ότι  ήταν υπερβολικό. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του. Αντιθέτως, μας φαίνεται χαμηλό και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό. Με τη σύγχρονη νομολογία του, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ενθαρρύνει τη συνέχιση  μιας αυξητικής τάσης.  Βλέπουμε όμως να παραμένουν οι αποζημιώσεις σε χαμηλά επίπεδα. Ο εφεσίβλητος εισηγείται, επικαλούμενος παρατηρήσεις του Εφετείου στη ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, ότι η κατά την έφεση επιμονή του εφεσείοντος στις ίδιες όπως και πριν θέσεις δικαιολογεί επαύξηση των αποζημιώσεων ακόμα και χωρίς αντέφεση, αφού δεν μπορούσε να ήταν εκ των προτέρων γνωστή η στάση την οποία ο εφεσείων θα τηρούσε κατά τη συζήτηση της έφεσης. Έχουμε, με εκτίμηση, την άποψη ότι εν προκειμένω χωρίς αντέφεση δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία μας για επαύξηση των αποζημιώσεων.

 

            Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

                                                                                    Δ.

 

 

 

                                                                                    Δ.

 

 

 

                                                                                    Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο