ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 941
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.11865)
7 Ιουλίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΛΛΩΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΦΥΡΗ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,
Εφεσίβλητου/Εναγομένου.
Κ. Χ" Πιέρας, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λυσάνδρου, για τον Εφεσίβλητο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στην Επιτροπή Σιτηρών, ασχολείτο μεταξύ άλλων με το ξεφόρτωμα πλοίων τα οποία μετέφεραν στο λιμάνι της Λεμεσού σιτάρι, κριθάρι και αραβόσιτο για τους σκοπούς της Επιτροπής Σιτηρών. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας μετά την εκφόρτωση ενός πλοίου γύρω στις 11.30 π.μ., ο εφεσίβλητος αφού μάζεψε τα εργαλεία που είχαν χρησιμοποιηθεί για την εκφόρτωση, τα τοποθέτησε μαζί με ένα άλλο συνάδελφο του σε μια καρότσα για να τα μεταφέρουν σε παρακείμενη αποθήκη των σιτηρών. Η καρότσα θα έπρεπε να συνδεθεί σε ένα Nissan διπλοκάμπινο που ανήκε στην Επιτροπή Σιτηρών. Το όχημα βρισκόταν ένα μέτρο μακριά από την καρότσα και ο εφεσίβλητος θα συνέδεε τις δύο σιδερένιες προεξοχές της καρότσας και του οχήματος τοποθετώντας ένα πίρο στο μέρος σύνδεσης των δύο προεξοχών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 3 Ανδρέα Ιωαννίδη, όταν ο εφεσίβλητος έσκυψε για να τοποθετήσει τον πίρο αντιλήφθηκε ότι ένα μηχάνημα μεταφοράς (forklift) το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων και κουβαλούσε ξύλα, ερχόταν προς το μέρος τους. Λόγω των διαστάσεων και της μεγάλης ποσότητας των ξύλων τα οποία μεταφέρονταν πάνω στο μηχάνημα, ο εφεσείων δεν μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσíβλητου στη σκηνή. Ο εφεσείων όταν πλησίασε αρκετά το χώρο που βρισκόταν ο εφεσίβλητος, έκαμε μια ελαφριά στροφή προς τα αριστερά για να εισέλθει σε μια αποθήκη. Με την κίνηση αυτή το μηχάνημα που οδηγούσε ο εφεσείων θα κτυπούσε τον εφεσίβλητο. Ο Ανδρέας Ιωαννίδης φώναξε στον εφεσίβλητο "Νίκο, Νίκο, Νίκο" για να αποφύγει το επερχόμενο μηχάνημα. Ο εφεσίβλητος μόλις σηκώστηκε κτυπήθηκε από τον όγκο των ξύλων τα οποία τον συμπίεσαν πάνω στο πίσω μέρος του διπλοκάμπινου. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης το διπλοκάμπινο μετακινήθηκε και έτσι ο εφεσίβλητος απελευθερώθηκε. Ο εφεσίβλητος ακολούθως έπεσε αναίσθητος και αιμόφυρτος στο έδαφος, ενώ ο εφεσείων αφού μετακίνησε το μηχάνημα προς τα πίσω σταμάτησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων, ο οποίος γνώριζε καλά το χώρο και το είδος των εργασιών που διεξάγονταν, είχε πολύ περιορισμένη ορατότητα, αφού ο όγκος των ξύλων που μετέφερε δεν του επέτρεπαν απρόσκοπτη ορατότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας του επεδίκασε £7.000 ως γενικές αποζημιώσεις και £5.042,45 σ. ως ειδικές αποζημιώσεις μετά τόκων.
(β) Η έφεση.
Με έξι λόγους έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα εκείνου του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο
(i) Λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του αυτόπτη μάρτυρα Ανδρέα Ιωαννίδη,
(ii) Λανθασμένα απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και του πραγματογνώμονα του, και
(iii) Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.
Η αξιοπιστία των μαρτύρων.
Αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου υποδείχθηκε η διαφορά που εντοπίστηκε στη μαρτυρία του (ότι ενώ βρισκόταν με αναρρωτική άδεια δεν πληρώθηκε τους μισθούς του) σε αντίθεση με τη μαρτυρία του υπεύθυνου του Λογιστηρίου των εργοδοτών του (ότι είχε πληρωθεί κανονικά) και η παράλειψη του Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει ότι ο εφεσίβλητος είχε καταχωρίσει μετά το υπό εξέταση ατύχημα την υπ' αρ. 6165/02 αγωγή για αποζημιώσεις για τραύματα που είχε υποστεί σε νέο σοβαρό δυστύχημα. Επιπρόσθετα σημειώθηκε η διαφορά στη μαρτυρία του εφεσίβλητου, αρχικά ότι είχε κτυπηθεί με τη σύγκρουση του μηχανήματος μεταφοράς ξύλων με την καρότσα και όχι από τα ξύλα, και αργότερα ότι είχε κτυπηθεί από το μηχάνημα που μετέφερε ξύλα.
Αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας του αυτόπτη μάρτυρα Μ.Ε.3, Ανδρέα Ιωαννίδη, τονίστηκε η αμφιβολία του μάρτυρος κατά πόσο ο συνδετικός πίρος είχε τοποθετηθεί από τον εφεσίβλητο ή από τον ίδιο το μάρτυρα και ο ισχυρισμός του ότι το όχημα είχε υποστεί ένα βούλωμα στο πίσω μέρος και είχαν σπάσει τα πίσω φαναράκια, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Ε.10, PC 570 Κυριάκου Βρυώνη, ο οποίος δεν διαπίστωσε βουλώματα αλλά μόνο την καταστροφή του οπίσθιου δεξιού σηματοδείκτη. Επιπρόσθετα σημειώθηκε ότι ο μάρτυς κατέθεσε ότι λίγο πριν από τη σύγκρουση το μηχάνημα που οδηγούσε ο εφεσείων "έκαμε μανούβρα", δηλαδή "έκαμε αριστερά και μετά δεξιά", ενώ ο μάρτυς δεν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη "μανούβρα" κατά την ακρόαση της ποινικής υπόθεσης που είχε καταχωρηθεί εναντίον του εφεσείοντος και είχε προηγηθεί της ακρόασης της πολιτικής αγωγής.
Αναφορικά με την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος υποβλήθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην παραδοχή του ότι οδηγούσε το μηχάνημα μεταφοράς ξύλων με περιορισμένη ορατότητα. Ο εφεσείων είχε παραδεχθεί στον αστυνομικό ο οποίος εξέτασε το ατύχημα, ότι ήταν ο ίδιος ο οποίος κτύπησε στο αυτοκίνητο, αλλά ο αστυνομικός δεν θυμόταν αν του είχε παραδεχθεί ότι είχε κτυπήσει τον εφεσίβλητο.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, υποβλήθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε καθαρά αν η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του εφεσίβλητου Μ.Υ.2 Θράσου Μαχόνι, είχε γίνει αποδεκτή και διαζευκτικά ποια μέρη της μαρτυρίας του είχαν γίνει αποδεκτά και ποια είχαν απορριφθεί. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι αν η μαρτυρία του πιο πάνω εμπειρογνώμονα γινόταν αποδεκτή,
"Θα ήτο φανερό τότε ότι ο Ενάγων δεν προσπαθούσε να συνδέσει τον πύρο, δεν ήτο σκυφτός, δεν ήτο στο κέντρο και δεξιά του διπλοκάμπινου, αλλά είχε τελειώσει την εργασία του, είχε προλάβει και είχε εξέλθει από το διάστημα μεταξύ του διπλοκάμπινου και του τρόλεϊ και τότε, μόνο τότε, κτυπήθηκε από το Fork Lift. Και τότε θα μελετούσε το Δικαστήριο σοβαρά το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα, αφού χωρίς να λάβει προφυλάξεις, βγήκε από το διάστημα μεταξύ διπλοκάμπινου - τρόλεϊ, όπου προστατεύετο και που δεν ήτο ορατός από τον οδηγό του τρόλεϊ και βγήκε απότομα στο μέρος που πηγαινοέρχονταν άλλα και δη βαρετού τύπου οχήματα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί από το Fork Lift, το οποίο ούτε καν είδε πριν το Δυστύχημα."
Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η τελική απόφαση τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα (Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 ΑΑΔ 1355). Το Εφετείο όμως έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 ΑΑΔ 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 CLR 107).
Όπως τονίστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Vasos Ayiomamitis Developments Ltd v. Γεωργίας Περικλή Έλληνα (Παπαφώτη) και Ελένης Περικλή Έλληνα (Πολιτική Έφεση 10958 της 21/1/2004),
"Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε συμπεράσματα αξιοπιστίας και γεγονότων είναι καλώς γνωστές, συνοψίζοντας δε και στην υπόθεση Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη (1990) 1 ΑΑΔ 35. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 39 της απόφασης:
"Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582 και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372).
Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540)."
Έχουμε παραθέσει συνοπτικά τις θέσεις που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα για την ανατροπή των πρωτόδικων συμπερασμάτων αναφορικά με την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου και του μάρτυρος Μ.Ε.3 Ανδρέα Ιωαννίδη, όπως επίσης και τους λόγους για την ανατροπή της απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντος. Η πιο πάνω παράθεση τονίζει το ανυπόστατο των ισχυρισμών του εφεσείοντος. Όλοι οι προβληθέντες ισχυρισμοί, όπως τονίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρονται σε μη ουσιώδη θέματα που δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία του εφεσίβλητου και του Μ.Ε.3 σε βαθμό που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόρριψη της εκδοχής τους. Αντίθετα μπορεί να λεχθεί ότι οι μικροαντιφάσεις ενδυναμώνουν την αξιοπιστία των μαρτύρων προβάλλοντας το φυσικό τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκαν τα σχετικά γεγονότα όπως αυτά υπήρχαν στη μνήμη τους (βλ. Ξυδιάς και άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 179).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της μη καθαρής απόρριψης της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα συμπεράσματα του βασίστηκαν σε ελλιπή στοιχεία και πάνω σε μονομερή διάσταση των πραγμάτων. Το ατύχημα έλαβε χώρα στις 14/10/99 και ο μάρτυς επισκέφθηκε το χώρο τρία χρόνια αργότερα, στις 19/11/2002. Η όλη έρευνα του βασίστηκε στο ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο μέσο των δύο οχημάτων και όχι έξω προς τα δεξιά, όπως ήταν η θέση του εφεσίβλητου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο σημείωσε ότι, "η μαρτυρία του ως αξιόπιστη θα χρησιμοποιηθεί όπου μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο να εξαγάγει από το σύνολο της μαρτυρίας τα συμπεράσματα του". Παρατηρούμε ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ως προς το χώρο όπου βρισκόταν, ακριβώς λίγο από τη σύγκρουση, η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του εφεσείοντος παραμένει μετέωρη σε θεωρητικό επίπεδο, με αποτέλεσμα η σημασία της να είναι μηδαμινή.
Η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου.
Ο κύριος λόγος της παρούσας έφεσης είναι η αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να βρεθεί ένοχος συντρέχουσας αμέλειας. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε προς τούτο το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης:
"Κάτω από τις δοσμένες συνθήκες δε βρίσκω ότι ο ενάγων υπέχει συντρέχουσα αμέλεια. Τα οχήματα βρίσκονταν στο χώρο που είχε υποδειχθεί από την Αρχή Λιμένων. Ο Ενάγων βρισκόταν ανάμεσα στα οχήματα. Στην άσφαλτο υπήρχε, βρίσκω, άσπρη συνεχής γραμμή που υποδείκνυε το χώρο που μπορούσαν να διακινηθούν τα οχήματα. Στο χώρο, ως ήταν φυσικό, υπήρχαν διάφορα οχήματα και μηχανές που έκαναν θόρυβο. Το forklift δεν έδωσε οποιαδήποτε ένδειξη καθώς πλησίαζε. Δεν ήταν, βρίσκω, προβλεπτό ότι το forklift θα πλησίαζε τόσο κοντά ώστε ο Ενάγων να έπαιρνε έκτακτες προφυλάξεις είτε ήταν σκυφτός είτε όχι. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι το forklift θα κινείτο όπως κινήθηκε. Κατάληξη μου είναι ότι για το ατύχημα αποκλειστική ευθύνη φέρει ο Εναγόμενος."
Το τι συνιστά συντρέχουσα αμέλεια εξετάσθηκε εξαντλητικά τόσο σε αγγλικές όσο και κυπριακές υποθέσεις. (Βλ. Fardon v. Harcourt-Rivington (1932) All E.R. Rep. 81, Lang v. London Transport Executive (1959) 3 All E.R. 609 και Draper v. Hodder (1972) 2 All E.R. 210). Χαρακτηριστικά ο Lord Denning στην υπόθεση Jones v. Livox Quarries Ltd (1952) 2 Q.B. 608 τόνισε ότι,
"Although contributory negligence does not depend on a duty of care, it does depend on foreseeability. Just as actionable negligence requires the foreseeability of harm to others, so contributory negligence requires the foreseeability of harm to oneself. A person is guilty of contributory negligence if he ought reasonably to have foreseen that, if he did not act as a reasonable, prudent man, he might be hurt himself; and in his reckonings he must take into account the possibility of others being careless."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Αν και η συντρέχουσα αμέλεια δεν βασίζεται πάνω σε υποχρέωση επιμέλειας, βασίζεται πάνω στην πρόβλεψη. Όπως η αμέλεια απαιτεί την πρόβλεψη πρόκλησης ζημιάς σε άλλους, έτσι και η συντρέχουσα αμέλεια απαιτεί την πρόβλεψη πρόκλησης ζημιάς στον εαυτό του. Ένα πρόσωπο είναι ένοχο συντρέχουσας αμέλειας αν μπορούσε λογικά να προβλέψει ότι, αν δεν ενεργούσε ως ένας λογικός και συνετός άνθρωπος, θα μπορούσε να προκαλέσει τραύματα στον εαυτό του. Και μέσα στις εκτιμήσεις του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα ότι άλλα πρόσωπα μπορεί να είναι απρόσεκτα."
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν και στην Κύπρο. (Βλ. Elpiniki Panayiotou v. Georgios Kyriakou Markos (1970) 1 CLR 215, Christos Charalambides v. Polyvios Michaelides (1973) 1 CLR 66, Patsalides v. Yapani and Another (1969) 1 CLR 84, Vacanas v. Thomas and Another (1982) 1 CLR 530, Σιλβέστρου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 151).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στο χώρο του ατυχήματος υπήρχαν διάφορα οχήματα και μηχανές που δημιουργούσαν θόρυβο. Ο εφεσείων δεν έδωσε καμιά ένδειξη ότι πλησίαζε στο χώρο που βρισκόταν ο εφεσίβλητος. Ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το μηχάνημα μεταφοράς θα πλησίαζε τόσο κοντά στο χώρο που βρισκόταν για να πάρει έκτακτες προφυλάξεις, είτε ήταν σκυφτός είτε όχι. Ήταν η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι ο εφεσείων θα οδηγούσε το όχημα του στο χώρο που βρισκόταν ο εφεσίβλητος.
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Ο εφεσίβλητος απασχολείτο με τη σύνδεση των δύο προεξοχών των δύο οχημάτων και δεν μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία του μηχανήματος το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων. Το ατύχημα δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας του εφεσίβλητου που συνεισέφερε στο ατύχημα. Αντίθετα η σύγκρουση οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια που επέδειξε ο εφεσείων στην οδήγηση του μηχανήματος το οποίο χειριζόταν, το οποίο λόγω του μεγάλου όγκου του φορτίου ξύλων τα οποία μετέφερε, δεν επέτρεπε στον εφεσείοντα να έχει ανεμπόδιστη ορατότητα για την ασφαλή οδήγηση του μηχανήματος το οποίο χειριζόταν.
Υιοθετώντας τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίησή της.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ