ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 812

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                    (Αίτηση Αρ. 45/2005)

 

15 Ιουνίου, 2005

 

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 74/1)(γ)(2), 175 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΟ 30.3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (κα Ν. ΤΑΛΑΡΙΔΟΥ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 2.6.2005 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 15359/2003 ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 74(1)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ  ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΕΛΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 74(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΣΤΙΣ 5.7.2005,

ΚΑΙ

 

ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥΤΟΥ ΩΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝ. 3 ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΤΟΥ 1960.

 

Ν. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια είναι η κατηγορούμενη στην ποινική υπόθεση με αριθμό 15359/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Οταν η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε  την υπόθεσή της στις 15.3.2005 ο δικηγόρος της κατηγορουμένης εισηγήθηκε πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της πελάτριάς του για να κληθεί σε υπεράσπιση. Η εισήγηση απορρίφθηκε από το δικαστήριο και η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση της ακρόασης. Στις 26.4.05, η διαδικασία άρχισε με την πιο κάτω δήλωση του συνηγόρου της κατηγορουμένης:

 

«κ. Αγγελίδης: Η υπεράσπιση δεν θα προσφέρει μαρτυρία, Ούτε της κατηγορούμενης. Οσον αφορά τις αγορεύσεις για να είμαι ειλικρινής με το Δικαστήριο δεν υπάρχει αγόρευση ουσιαστικά επί της ουσίας της υπόθεσης με τη δοθείσα μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή, υπάρχει και ένα μικρό νομικό σημείο το οποίο δεν ξέρω κατά πόσο το δικαστήριο θα πρέπει να ακούσει πριν ακούσει τις αγορεύσεις.»

 

 

 

 

Προκειμένου να γίνει πλήρως αντιληπτή η θέση της υπεράσπισης, ο συνήγορος ανέφερε:

 

 

 

«κ. Αγγελίδης: Ισως να είναι για την ακυρότητα της όλης διαδικασίας λόγω των προνοιών του άρθρου 74(1)(γ), το οποίο αναφέρει με τη  νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο ότι είναι επιτακτική υποχρέωση του Δικαστηρίου για να θέσει στην κατηγορουμένη μετά το εκ πρώτης όψεως τα δικαιώματα αυτής. Δηλαδή για να είμαι πιο σαφής το 74(1)(γ) λέει: (Διαβάζει).»

                              

 

Μετά την πιο πάνω δήλωση ακολούθησε σύντομος διάλογος μεταξύ του δικηγόρου της κατηγορουμένης και του δικαστηρίου και η υπόθεση αναβλήθηκε για τελικές αγορεύσεις τόσο επί της ουσίας της υπόθεσης όσο και επί του εγερθέντος νομικού σημείου.

 

Την ημέρα των αγορεύσεων (2.6.05), η πρωτόδικος δικαστής εξ αρχής ανέφερε ότι εντόπισε από τα πρακτικά πως δεν εξηγήθηκαν ρητά τα δικαιώματα της κατηγορουμένης παρότι, καθώς πίστευε, η κατηγορούμενη σε συνεννόηση με το δικηγόρο της είχε πληροφορηθεί γι΄ αυτό. Ενόψει τούτου, η ευπαίδευτη δικαστής πληροφόρησε την κατηγορούμενη για τα δικαιώματά της. Ο συνήγορος δήλωσε πως δεν μπορούσε να προσκομίσει μαρτυρία επειδή είχε κλείσει η υπόθεση της υπεράσπισης και η  υπόθεση ήταν ήδη ορισμένη για αγορεύσεις. Η δικαστής με σαφήνεια εξήγησε πως η κατηγορούμενη διατηρούσε τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματά της πλην όμως ο συνήγορος υπεράσπισης δεν ήταν έτοιμος να πάρει θέση και ζήτησε αναβολή. Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 5.7.2005 για συνέχιση της ακρόασης. Στο μεταξύ καταχωρήθηκε η κρινόμενη αίτηση με την οποία η αιτήτρια ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari για την ακύρωση της απόφασης με την οποία το δικαστήριο πληροφορούσε την κατηγορούμενη για τα δικαιώματά της σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας μετά το πέρας της υπόθεσης για την υπεράσπιση και την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας εφόσον η υπόθεση ήταν ορισμένη για τελικές αγορεύσεις. Ζητείται επίσης η έκδοση εντάλματος prohibition για τη μη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας στο πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Οι λόγοι πάνω στους οποίους στηρίζεται η αίτηση είναι ότι η παράλειψη επεξήγησης των δικαιωμάτων της κατηγορουμένης με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 74 της Ποινικής Δικονομίας μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής και η διόρθωση του λάθους ένεκα της παράλειψης στο στάδιο των αγορεύσεων, συνεπάγεται μη θεραπεύσιμη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω υπέρβασης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και κατάχρησης των εξουσιών του.

 

Μετά την απόρριψη της εισήγησης της υπεράσπισης ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η κατηγορούμενη κλήθηκε σε απολογία και η υπόθεση αναβλήθηκε σε άλλη ημερομηνία για τη συνέχιση της ακρόασης. Κατά τη νέα δικάσιμο, ο δικηγόρος της κατηγορουμένης αφού πήρε πρώτος το λόγο, δήλωσε ότι η υπεράσπιση δεν θα προσφέρει μαρτυρία κλείνοντας έτσι την υπόθεση της υπεράσπισης. Στη συνέχεια, ήγειρε το προαναφερόμενο θέμα της αντικανονικότητας της διαδικασίας που κατ΄ ισχυρισμό προέκυψε ένεκα της παράλειψης της δικαστού να πληροφορήσει την κατηγορούμενη για τα δικαιώματά της σύμφωνα με το άρθρο 74 της Ποινικής Δικονομίας. Εδώ όμως θα ανοίξω μικρή παρένθεση για να σημειώσω επιγραμματικά ότι ο συνήγορος υπεράσπισης καθηκόντως όφειλε να θίξει πρώτα το ζήτημα της μη πληροφόρησης των δικαιωμάτων της κατηγορουμένης από το δικαστήριο συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της διαδικασίας στην ορθή πορεία.

 

Το ζήτημα προς εξέταση εμφανίζεται να έχει δυο πτυχές. Πρώτα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος επιτρέπει τη θεραπεία παρατυπίας που αφορά στη διαδικασία ως είναι η προμνησθείσα παράλειψη. Αν η απάντηση είναι καταφατική, απομένει προς εξέταση το κατά πόσο η άρση της παράλειψης με την επεξήγηση των δικαιωμάτων της κατηγορουμένης στο στάδιο που αυτό έγινε και η επαναφορά της διαδικασίας στην ορθή πορεία επηρέασε ή μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει το δικαίωμα της κατηγορουμένης για δίκαιη δίκη. Αναφορικά με το πρώτο θέμα αποφαίνομαι πως η Ποινική Δικονομία δεν περιέχει οποιαδήποτε διάταξη που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο ή τροχοπέδη στην επαναφορά της  διαδικασίας στην ορθή πορεία όταν έγκαιρα διαπιστώνεται εκτροπή ή πιθανή εκτροπή λόγω λάθους ή παράλειψης όπως συνέβηκε στην υπό συζήτηση υπόθεση. Καθόσον αφορά το δεύτερο ζήτημα δεν έχει καταδειχθεί ότι επηρεάστηκε ή πρόκειται να επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα της κατηγορουμένης για δίκαιη δίκη.

 

Στην Πέτρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 275 η παράλειψη του δικαστηρίου να εξηγήσει στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 74 της Ποινικής Δικονομίας συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της δίκης και την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Προδήλως η παρούσα υπόθεση διακρίνεται της Πέτρου (ανωτέρω).

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                                           Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο