ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 80
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11745)
18 Ιανουαρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείοντας/ Ενάγοντας,
v.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤ ΩΝ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ.
Α. Προδρόμου, για τον Εφεσείοντα-Ενάγοντα.
Γ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους.
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 29.6.1996 στον παρακαμπτήριο δρόμο Λεμεσού-Ερήμης με ενεχόμενο το όχημα υπ' αριθμό εγγραφής DAJ975, το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων ήταν επιβάτης στο αυτοκίνητο.
Ο εφεσίβλητος οδηγούσε το πιο πάνω αυτοκίνητο κατά μήκος του δρόμου με ανατολική κατεύθυνση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, μεταξύ των κυκλικών κόμβων Λινόπετρας και Γερμασόγειας, το αυτοκίνητο παρεξέκλινε της πορείας του με αποτέλεσμα να κτυπήσει στη διαχωριστική νησίδα, να την υπερπηδήσει και ανατρεπόμενο να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας για να καταλήξει τελικά σε αυλάκι βάθους τριών μέτρων στη νότια πλευρά του δρόμου. Από το δυστύχημα πέραν του τραυματισμού του εφεσείοντα έχασε τη ζωή του και τρίτο πρόσωπο που καθόταν στη θέση του συνοδηγού.
Ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία επέρριψε αποκλειστική την ευθύνη στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος αντίθετα ισχυρίστηκε ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το ατύχημα γιατί τούτο συνέβηκε λόγω αμέλειας οδηγού αγνώστου αυτοκινήτου το οποίο του ανέκοψε απότομα την πορεία του εισερχόμενο από το κράσπεδο του δρόμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσον αφορά τις περιστάσεις του ατυχήματος, άκουσε τους δύο διαδίκους, οι οποίοι υποστήριξαν τις εκδοχές τους όπως έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Άκουσε όμως και τη μαρτυρία έξι άλλων μαρτύρων κυρίως των αστυνομικών εξεταστών του ατυχήματος και ειδικού εμπειρογνώμονα μηχανοκινήτων οχημάτων αστυφύλακα Σάββα Μαυροβουνιώτη και επίσης του Ανδρέα Ματσάγγου ηλεκτρολόγου αυτοκινήτων. Ο τελευταίος, ο οποίος ουδέποτε εξέτασε το ενεχόμενο αυτοκίνητο, κατέθεσε ότι τα χαμηλά φώτα αυτοκινήτου του ιδίου τύπου έχουν εμβέλεια 20-25 μέτρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δέχτηκε ως ορθή τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων και των διαδίκων, εκτός του ηλεκτρολόγου Ματσάγγου και του αστυνομικού εξεταστού του ατυχήματος, Σοφοκλέους.
Όσον αφορά το πρώτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε:-
«Έχοντας υπόψη τις θέσεις του κ. Ματσάγκου, θεωρώ ότι δεν μπορώ να στηριχθώ στη δική του μαρτυρία και να οδηγηθώ σε ασφαλές εύρημα, όσον αφορά τη λειτουργία και εμβέλεια των φώτων του ενεχομένου οχήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος. Ο ειδικός αυτός μάρτυρας δεν έχει εφοδιάσει το Δικαστήριο με τα απαραίτητα εκείνα επιστημονικά κριτήρια για να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορά τη λειτουργία των φώτων του ενεχομένου οχήματος. Επομένως, δε δέχομαι τη μαρτυρία του, την οποία και απορρίπτω.»
Και όσον αφορά το δεύτερο:-
«Έρχομαι τώρα στον εξεταστή του ατυχήματος Ανδρέα Σοφοκλέους (Μ.Ε.4). Θα πρέπει να πω ότι ο μάρτυρας αυτός δεν μου έκανε ευνοϊκή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα και δεν τον δέχομαι σαν μάρτυρα της αλήθειας. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο μάρτυρας αυτός δεν είπε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο. Πέραν του γεγονότος ότι ο Σοφοκλέους δεν με εντυπωσίασε σαν μάρτυρας της αλήθειας, σε σχέση με τη μαρτυρία παρατηρώ και τα πιο κάτω:
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που ανέφερα δε δέχομαι τη μαρτυρία του Σοφοκλέους εκτός από το μέρος εκείνο που ταυτίζεται με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία.»
Δέχτηκε επίσης τη μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και του εφεσίβλητου αναφέροντας τα εξής:-
«Ειλικρινή και αξιόπιστη θεωρώ και τη μαρτυρία του ενάγοντα (Μ.Ε.7), παρ' όλο που αυτός δεν βοήθησε το Δικαστήριο αφού πέραν από τον απότομο ελιγμό, που ο ίδιος ένιωσε και την κατεύθυνση του αυτοκινήτου προς τα δεξιά, δεν ήταν σε θέση, να αναφέρει οτιδήποτε για την αιτία που προκάλεσε το ατύχημα.
Δεκτή και αξιόπιστη θεωρώ και τη μαρτυρία του εναγομένου τον οποίο θεωρώ σαν μάρτυρα που κατέθεσε την αλήθεια. Πρόσθετα η εκδοχή του υποστηρίζεται και από την πραγματική μαρτυρία όπως παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 2. Τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης, για παράδειγμα, επιβεβαιώνουν τη θέση του ότι προκειμένου να αποφύγει το άγνωστο όχημα που του έκοψε την πορεία, έκαμε απότομο ελιγμό προς τα δεξιά. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι ο εναγόμενος σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ήταν αρκετά σαφής και ότι περιέπεσε σε κάποιες μικροαντιφάσεις. Όμως δεν τις θεωρώ ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία του όσον αφορά τα καίρια σημεία της υπόθεσης.»
Έτσι με βάση την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία κατέληξε στα ευρήματα του. Βασίζοντο κυρίως στην αποδεκτή μαρτυρία του εφεσίβλητου. Αναφέρει το Δικαστήριο τα ακόλουθα:-
«Στον πιο πάνω παρακαμπτήριο δρόμο δεν υπήρχε οδικός φωτισμός. Ο εναγόμενος τηρούσε την αριστερή λωρίδα του δρόμου και είχε τα φώτα του στη χαμηλή στάση αναμμένα. Η ταχύτητα του ήταν γύρω στα 80-100 χιλιόμετρα ανά ώρα. Όπως κατευθυνόταν προς τον κυκλικό κόμβο της Γερμασόγειας, αντελήφθη άγνωστο όχημα, χωρίς φώτα, να εισέρχεται από το αριστερό κράσπεδο του δρόμου στην πορεία του και ενώ βρισκόταν σε απόσταση 5-6 μέτρων από κοντά του. Προσπάθησε να το προσπεράσει κάνοντας ελιγμό προς τα δεξιά. Όμως σε αυτή του την προσπάθεια κτύπησε στη διαχωριστική νησίδα στο σημείο Χ όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα Τεκμήριο 2, με αποτέλεσμα να ανατραπεί, να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας αφήνοντας ίχνη στο σημείο Β και να καταλήξει τέλος έξω από το δρόμο στο σημείο Α2, όπως σημειώνεται στο Τεκμήριο 2 και σε απόσταση 96 μέτρων από τη βασική γραμμή 0 και 20 μέτρων από το δρόμο. Το πιο πάνω άγνωστο όχημα εισήλθε στην πορεία του εναγομένου χωρίς να έχει αναμμένα οποιαδήποτε από τα φώτα του οχήματος του.
.................................. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. ........................
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο εναγόμενος βρέθηκε εντελώς ξαφνικά αντιμέτωπος με μια επικείμενη σύγκρουση και προέβη σε απότομο ελιγμό προς τα δεξιά προκειμένου να την αποφύγει και ενεργώντας στην ουσία κάτω από την αγωνία της στιγμής.»
Τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλει τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Τρεις λόγοι (αρ. 2, 3 και 5) προσβάλλουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων Ανδρέα Σοφοκλέους και Ανδρέα Ματσάγγου και ότι και πάλιν εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713, Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 Α.Α.Δ. 875, Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 108, Σιεηττάνη ν. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση αρ. 11130, ημερ. 13.9.2002). Έχει επίσης λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων αφού δια ζώσης δίδουν μαρτυρία ενώπιον του, βλέπει και ακούει τους μάρτυρες και εκτιμά τις αντιδράσεις τους.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του, επαρκείς λόγους για την απόρριψη της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων που κάλεσε στη δίκη ο εφεσείοντας. Επίσης δίδει επαρκείς και πειστικούς λόγους για την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο τονίζει ότι οι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσίβλητου που επεσήμανε δεν ήταν δυνατό να κλονίσουν την αξιοπιστία του όσον αφορά τα καίρια σημεία της υπόθεσης.
Παρατηρούμε εξάλλου ότι το Δικαστήριο δέχθηκε και τη μαρτυρία του εφεσείοντα η οποία όμως δεν ανέφερε οτιδήποτε για την αιτία που προκάλεσε το ατύχημα. Η μόνο εκδοχή που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αυτή του εφεσίβλητου.
Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία ήταν εύλογα και δίκαια, σύμφωνα με τη μαρτυρία και ότι είναι αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα.
Και οι τρεις λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι «δεν τέθηκε τίποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι η ταχύτητα του εναγομένου έχει αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος ή ήταν αυτή που προκάλεσε το ατύχημα.» Ισχυρίζεται ότι η απόσταση που διήνυσε το ανατραπέν αυτοκίνητο μέχρι την τελική θέση του μετά το δυστύχημα και οι καταστροφικές ζημιές που υπέστη συνηγορούν ότι είχε υπερβολική ταχύτητα, η οποία και συνέτεινε στην πραγμάτωση του ατυχήματος.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκτός αν συνδυαστεί με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που να τη συνδέει με την πρόκληση του ατυχήματος. Στην παρούσα υπόθεση, όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, καμιά μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί, ούτε και μπορεί να εξαχθεί από τη μαρτυρία οποιοδήποτε συμπέρασμα που να συνδέει την ταχύτητα με την πρόκληση του ατυχήματος. Γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η αμελής ενέργεια του οδηγού του άγνωστου αυτοκινήτου που ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου.
Με το τελευταίο και κύριο, κατά τον εφεσείοντα, λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα δεν απέδωσε οποιαδήποτε αμέλεια στον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε σε έκταση τη μαρτυρία που είχε αποδεχθεί. Παρέθεσε επίσης σε έκταση τη νομική θέση επί του ζητήματος της ευθύνης και της αμέλειας. Από την ανάλυση αυτή και τα ευρήματα του κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα.
Η σκέψη, ο συλλογισμός και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου κρίνονται ορθά. Ενόψει της αποδεκτής μαρτυρίας και τα ευρήματα του ορθά και εύλογα κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα. Ο εφεσείων βασίζει τους ισχυρισμούς του για αμέλεια του εφεσίβλητου μόνο στο θέμα της υπερβολικής ταχύτητας και την εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, θέματα τα οποία εξετάστηκαν πιο πάνω. Δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο έσφαλλε στην απόφαση του ότι ο εφεσίβλητος δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ