ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 2033
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Αστικής Ευθύνης δια Ζημιάς εκ Ρυπάνσεως υπό πετρελαίου του 1969 και του Πρωτοκόλλου αυτής του 1976 (κυρωτικός) και περί συναφών Θεμάτων Νόμος αρ. 63/89.
(Αγωγή αρ. 1/2000)
16 Δεκεμβρίου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
BLUE ISLAND FISH FARMING LTD.,
Ενάγουσα,
ν.
1. LEFKARITIS BROS (MARITIME) LTD,
2. M/V "SEA WAY L" ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ,
3. NEW CASTLE PROTECTION & INDEMNITY
ASSOCIATION,
Εναγομέν ων.
Και όπως τροποποιήθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/5/2000
BLUE ISLAND HOLDINGS LTD.,
Ενάγουσα,
ν.
1. LEFKARITIS BROS (MARITIME) LTD,
2. M/V "SEA WAY L" ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ,
3. CASTLE PROTECTION & INDEMNITY
ASSOCIATION,
Εναγομέν ων.
Και όπως τροποποιήθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3/12/2003
BLUE ISLAND HOLDINGS LTD.,
Ενάγουσα,
ν.
1. LEFKARITIS BROS (MARITIME) LTD,
2. M/V "SEA WAY L" ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ,
3. NORTH OF ENGLAND P&I ASSOCIATION,
Εναγομέν ων.
Αίτηση ημερομηνίας 5/4/2004 για ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος
Τ. Κατσικίδης, για τους Αιτητές-Εναγομένους 1 και 3.
Αντ. Παπαντωνίου και Κ. Ιωαννίδης, για τους Καθ'ων η αίτηση-Ενάγοντες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτήτριες εταιρείες Lefkaritis Bros (Maritime) Ltd και North of England P&I Association (εναγόμενοι 1 και 3) ζητούν την έκδοση διατάγματος με το οποίο θα ακυρώνεται η επίδοση της εναρκτήριας κλήσης και/ή του κλητηρίου εντάλματος που έχει καταχωρισθεί από την καθ'ης η αίτηση Blue Island Holdings Ltd (ενάγουσα), γιατί η επίδοση του στις αιτήτριες εταιρείες έγινε μετά την εκπνοή του κλητηρίου εντάλματος.
(α) Τα γεγονότα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά. Στις 21/2/2000 η καθ'ης η αίτηση εταιρεία, που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτρια εγκαταστάσεων εκτροφής ψαριών στην περιοχή Ακτή του Κυβερνήτη, καταχώρισε την υπ' αρ. 1/2000 αγωγή με την οποία ζητά αποζημιώσεις εναντίον των αιτητών για ισχυριζόμενες ζημιές που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια εκφόρτωσης πετρελαίου από το εναγόμενο πλοίο "Sea Way L" στη θαλάσσια περιοχή του Ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού Μονής. Η αιτήτρια εταιρεία 1 φέρεται ως ιδιοκτήτρια του 2ου εναγόμενου πλοίου "Sea Way L" (στο οποίο δεν έχει γίνει ακόμα επίδοση της απαίτησης) και η αιτήτρια εταιρεία 3 ως ασφαλιστές του πλοίου.
Η "αγωγή" και/ή "εναρκτήρια κλήση" καταχωρίσθηκε από την καθ'ης η αίτηση στις 21/2/2000 και το Δικαστήριο εξέδωσε στις 10/5/2000 διάταγμα για τη μετάφραση του κλητηρίου εντάλματος στην αγγλική γλώσσα και επίδοση του με διπλοσυστημένη επιστολή στις αιτήτριες εταιρείες. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο εξέδωσε στις 10/5/2000 και ένα άλλο διάταγμα για την τροποποίηση του τίτλου της αιτήτριας εταιρείας 3.
Η καθ'ης η αίτηση παρέλειψε για ένα διάστημα 3½ περίπου χρόνων να συμμορφωθεί με το πιο πάνω διάταγμα για την επίδοση της απαίτησης με διπλοσυστημένη επιστολή στις αιτήτριες εταιρείες 1 και 3.
Στις 3/12/2000 η καθ'ης η αίτηση με νέα αίτηση ζήτησε εκ νέου τη μετάφραση και επίδοση της εναρκτήριας κλήσης στις αιτήτριες εταιρείες 1 και 3. Επιπρόσθετα με άλλη αίτηση ζητήθηκε η τροποποίηση του ονόματος της αιτήτριας 3 από New Castle Protection and Indemnity Association σε North of England P&I Association. Το Δικαστήριο εξέδωσε στις 4/12/2003 τα σχετικά διατάγματα. Η αγωγή επιδόθηκε τελικά στην αιτήτρια εταιρεία 3 στις 5/1/2004 και στην αιτήτρια εταιρεία 1 στις 7/1/2004, δηλαδή σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής.
Στις 5/4/2004 οι αιτήτριες εταιρείες 1 και 3 καταχώρισαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την ακύρωση της επίδοσης που τους έχει γίνει, ισχυριζόμενοι ότι η αγωγή που έχει καταχωρηθεί εναντίον τους είχε εκπνεύσει προτού τους επιδοθεί, σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
(β) Η νομική πλευρά.
Η απαίτηση της καθ'ης η αίτηση βασίζεται στον Κυρών τη Διεθνή Σύμβαση περί Αστικής Ευθύνης δια Ζημίας εκ Ρυπάνσεως υπό πετρελαίου του 1969 και το Πρωτόκολλο Αυτής του 1976 και Προνοών περί Συναφών Θεμάτων Νόμο (αρ. 63/89) ο οποίος έχει επικυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση περί Αστικής Ευθύνης δια Ζημίας εκ Ρυπάνσεως υπό πετρελαίου του 1969 και το Διεθνές Πρωτόκολλο International Convention of Civil Liability for Oil Pollution Damage το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή στις 19/9/1989.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου ΙΧ της Σύμβασης οι απαιτήσεις αποζημιώσεων θα πρέπει να εγείρονται στα Δικαστήρια του Συμβαλλόμενου κράτους και ως αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση αγωγών στην Κύπρο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 63/89, το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην παρούσα περίπτωση η απαίτηση καταχωρίσθηκε κάτω από τον τίτλο "Δικαιοδοσία δυνάμει του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Αστικής Ευθύνης δια Ζημιάς εκ Ρυπάνσεως υπό πετρελαίου του 1969 και του Πρωτοκόλλου αυτής του 1976 (κυρωτικός) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος αρ. 63/89), ενώ κάτω από τον πιο πάνω τίτλο η απαίτηση αναφέρεται ως "Αρ. Αγωγής 1/2000".
Το άρθρο 13 του Νόμου 63/89 προβλέπει για την καλύτερη εφαρμογή των προνοιών της Σύμβασης την έκδοση Κανονισμών. Όμως τέτοιοι Κανονισμοί δεν έχουν ακόμα εκδοθεί και έτσι εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Civil Procedure Rules) ή οποιοιδήποτε άλλοι θεσμοί.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι εφόσο δεν έχουν εγκριθεί μέχρι σήμερα σχετικοί Κανονισμοί, η διαδικασία διέπεται τόσο από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όσο και από τους Θεσμούς του αγγλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου (Annual Practice) όπως αυτοί εφαρμόζονταν πριν τις 15/8/1960. Αντίθετα η καθ'ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι εφαρμόζονται οι αγγλικοί Θεσμοί και ο "Διαδικαστικός Κανονισμός Εκδοθείς υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου" δυνάμει του άρθρου 163 του Συντάγματος, το άρθρο 3 του οποίου προνοεί ότι
"Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, πας κατά την αμέσως προηγουμένην της ημέρας ανεξαρτησίας ημέραν ισχύων διαδικαστικός κανονισμός, πίναξ δικαστικών τελών και η εν τοις δικαστηρίοις ακολουθουμένη και νόμω καθοριζομένη πρακτική και δικονομία (practice and procedure) θα εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ου τροποποιηθούν διά μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως, δυνάμει διαδικαστικού κανονισμού και θα ερμηνεύωνται και θα εφαρμόζωνται μετά τοιούτων μετατροπών καθ' ο μέτρον είναι τούτο αναγκαίον προς συμμόρφωσιν προς τας διατάξεις του Συντάγματος."
Την έγκριση του Διαδικαστικού Κανονισμού της 12/12/1960 ακολούθησε η έγκριση του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962. Όπως έχω ήδη αποφασίσει στην αγωγή Lapertas Fisheries Ltd. v. Lefkaritis Bros (Maritime) Ltd., M/V "Sea Way L" και New Castle Protection and Indemnity Association (Αρ. Αγωγής 1/99 της 12/7/2001),
"Αν και ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι η λέξη «υπόθεση» σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία που αρχίζει με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι ρητές πρόνοιες τόσο της Σύμβασης όσο και του Κυρούντος τη Σύμβαση Νόμου αρ. 63/89, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ως προς τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Η χρησιμοποίηση της λέξης «αγωγή» τόσο στη Σύμβαση όσο και στο Νόμο 63/89 υπαγορεύει καθαρά την καταχώριση αγωγής."
Έχει αποφασιστεί ότι η έλλειψη ρητών Κανονισμών για την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης νομοθεσίας δεν αποστερεί από ένα πολίτη τα δικαιώματα τα οποία του παρέχει η νομοθεσία. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc. (1999) 1(A) ΑΑΔ 124
"Στην Κύπρο δεν έγιναν ειδικοί κανόνες για την εφαρμογή της Σύμβασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι καθίστανται ανενεργά τα δικαιώματα τα οποία παρέχει. Σημαίνει μόνο ότι για πρόσβαση στο Δικαστήριο χρησιμοποιούνται οι γνωστές στο δίκαιο διαδικασίες, φτάνει να κατοχυρώνουν τα δικαιώματα όλων των μερών. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν διέπουν άμεσα την περίπτωση εφόσον δεν έχει γίνει πρόνοια γι' αυτό το σκοπό. Παρέχουν όμως τους μηχανισμούς που μπορεί να χρησιμοποιηθούν."
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εκτός από τις εξουσίες τις οποίες του παρέχει το Σύνταγμα, έχει δικαιοδοσία να ενεργεί και ως Ναυτοδικείο και επιπρόσθετα να εξετάζει άλλα θέματα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Μεταξύ των άλλων θεμάτων συμπεριλαμβάνονται και απαιτήσεις που πηγάζουν από τις πρόνοιες της Συνθήκης των Βρυξελλών. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd v. 1. Του πλοίου "Sea Way L" υπό σημαία Κύπρου, 2. Lefkaritis Bros (Maritime) Ltd (Πολιτική Έφεση 10037 της 30/9/1999)
"Πέρα από τις εξουσίες που του παρέχει το Σύνταγμα, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί αποκλειστική πρωτόδικη δικαιοδοσία ως ναυτοδικείο (άρθρ. 19(α) και 29(2)(α) του ν. 14/60): βλ. Π.Ε. 10258 το πλοίο Yayasan Satu v. Welsen Shipping Company Limited, ημερ. 28/9/99. Έχει ακόμη την αρμοδιότητα να δικάζει αποκλειστικά σε πρώτο βαθμό "τέτοια άλλα θέματα τα οποία το Δικαστήριο δυνατό να λάβει εξουσία να ακούει και αποφασίζει κατά πρώτο βαθμό δυνάμει του παρόντα ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που ισχύει εκάστοτε" (παράγραφος (β) του άρθρ. 19 του ίδιου νόμου). Το άρθρ. 12 του ν. 63/89 είναι τέτοιος νόμος με δικαιοδοτικές προεκτάσεις. Είναι επομένως αρμόδιο το Ανώτατο Δικαστήριο ως το μόνο δικαστήριο, για εκδίκαση των υποθέσεων της Συνθήκης των Βρυξελλών (ν. 63/89). Δεν υπάγονται όμως στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ναυτοδικείου. Για δύο λόγους: οι υποθέσεις που υπάγονται σε αυτό οριοθετούνται αυστηρά από το δικαιοδοτικό νόμο του 1956. Περαιτέρω η ίδια η Συνθήκη δεν προσδιορίζει ούτε κάμνει οποιαδήποτε νύξη περί εμπλοκής του ναυτοδικείου."
Η καθ'ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι οι αιτητές δεν καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.12, θ. 30 της Αγγλικής Πρακτικής (Annual Practice). Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και τούτο γιατί οι πρόνοιες της αγγλικής Δ.12, θ. 30 αντιστοιχούν στις πρόνοιες των δικών μας Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η Δ.16, θ. 9 των οποίων επιτρέπει σε έναν εναγόμενο προτού καταχωρίσει εμφάνιση, να καταχωρίσει αίτηση με κλήση για τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος.
Η χρήση της λέξης "αγωγή" τόσο στη Σύμβαση όσο και στο Νόμο 63/89 που έχει επικυρώσει τη Σύμβαση, εξυπακούει την καταχώριση αγωγής. Αυτός είναι και ο τύπος της απαίτησης που έχει επιλέξει η καθ'ης η αίτηση. Επιπρόσθετα η καθ'ης η αίτηση έχει συνοδεύσει την καταχώριση της αγωγής της με τύπο διορισμού δικηγόρου που βασίζεται στη Δ.2, θ. 14. Σημειώνω επίσης ότι όλες οι αιτήσεις που έχουν καταχωρηθεί από την καθ'ης η αίτηση για την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και για την υποκατάστατη επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό, βασίζονται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Η επιλογή της υιοθέτησης των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας από την καθ'ης η αίτηση δεν θεωρείται λανθασμένη, ελλείψει σχετικών κανονισμών. Όμως η υιοθέτηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που επιζητείται η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και του καθορισμού του τρόπου επίδοσής της, αλλά και στις υπόλοιπες διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ένας από αυτούς είναι και η Δ.4, θ. 1 η οποία προνοεί ότι ένα κλητήριο ένταλμα δεν μπορεί να παραμείνει σε ισχύ για σκοπούς επίδοσης πέραν των 12 μηνών και ότι σε περίπτωση μη επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος μέσα σε 12 μήνες από την καταχώρισή του, ο ενάγων θα πρέπει να λάβει μέτρα για την έκδοση διατάγματος για την ανανέωσή του.
Στην παρούσα περίπτωση η αγωγή καταχωρίσθηκε στις 21/2/2000 και η επίδοση της στην αιτήτρια 3 έγινε στις 5/1/2004 και στην αιτήτρια 1 στις 7/1/2004, τέσσερα περίπου χρόνια μετά την καταχώρισή της, χωρίς να έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα για την ανανέωση της αγωγής σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.4, θ. 1. Συνακόλουθα κρίνω ότι η αγωγή έχει εκπνεύσει.
Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αγωγή έχει εκπνεύσει, δεν θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακυρότητας που έχουν προβληθεί, αφού αυτοί αποκτούν πλέον ακαδημαϊκό χαρακτήρα.
Η αίτηση επιτυγχάνει, με αποτέλεσμα τα ενδιάμεσα διατάγματα που έχουν εκδοθεί να κηρυχθούν άκυρα.
Η καθ'ης η αίτηση διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας αίτησης.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.