ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1273
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αρ. Αίτησης 84/2004
9 Ioυλίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με την Αίτηση του Σωτήρη Χαραλάμπους άλλως ΣΤΗΒ και τώρα Κεντρικές Φυλακές για ένταλμα ΗABEAS CORPUS AD SUBJICIENDUM,
Αιτητής,
ΚΑΙ
Επί τοις αφορώσι το Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών,
< I>Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
Ε. Χειμώνας
, για τον Αιτητή.Αιτητής παρών.
Δ. Κούσιου, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Με την παρούσα του αίτηση ο αιτητής ζητά διάταγμα Habeas Corpus για την απελευθέρωσή του από τις Κεντρικές Φυλακές. Το επιχείρημά του είναι ότι, λαμβανομένων υπόψη των μειώσεων και του υπολογισμού που έπρεπε να είχε γίνει για την έκτιση της ποινή του, θα έπρεπε να είχε απολυθεί από τις φυλακές από την 1.3.04.
Η ουσία της διαφοράς με τον καθ΄ου η αίτηση στην παρούσα υπόθεση είναι το γεγονός ότι ο αιτητής ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να του είχε μειωθεί η ποινή για την περίοδο από 29.3.00 μέχρι και 20.12.00, δηλαδή συνολικά για 8 μήνες και 23 ημέρες, που κατά τον ισχυρισμό του τελούσε σε προφυλάκιση.
Στις 29.3.00 ο αιτητής είχε συλληφθεί αναφορικά με υπόθεση ληστείας, η οποία καταχωρήθηκε με τον αριθμό 4642/2000. Στις 24.5.00 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο στην ποινική υπόθεση 1895/2000 σε ποινή φυλάκισης 5 ετών για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες. Η υπόθεση της ληστείας όμως, από τις 22.5.00 που αρχικά ορίστηκε, περατώθηκε με την επιβολή ποινής μετά από αναβολές στις 20.12.00. Παρόλο ότι από τις 24.5.00 ο αιτητής ήταν κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές, εντούτοις σε κάθε αναβολή εκδιδόταν και διάταγμα προφυλάκισής του.
Είναι η θέση του, με επιχειρηματολογία που έθεσε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος, πως, ασχέτως του ότι ήταν κατάδικος για την περίοδο που ζητά να του πιστωθεί, τούτο θα έπρεπε να γίνει γιατί υπήρχαν τα διατάγματα προφυλάκισης. Προς υποστήριξη των θέσεών του αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις πρόνοιες του άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθώς και στην υπόθεση Παυλίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220 στις σελ. 223 και 224.
Το άρθρο 117 προνοεί τα ακόλουθα:
«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου η έκτισις της ποινής φυλακίσεως άρχεται από της ημέρας καθ΄ην αύτη κατεγνώσθη, η περίοδος όμως ταύτης, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει άλλως, μειούται κατά το χρονικό διάστημα καθ΄ό ο καταδικασθείς ετέλει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εν προφυλακίσει.
(2) Ποινή φυλακίσεως επιβληθείσα εις πρόσωπον ήδη καταδικασθέν εις φυλάκισιν, άρχεται εκτιουμένη άμα τη εκπνοή της προηγούμενης ποινής, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει άλλως.»
Θα πρέπει να εκφράσω αμέσως τη διαφωνία μου με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Κατά την άποψή μου, ούτε οι πρόνοιες του άρθρου 117, ούτε και η πιο πάνω αυθεντία συνηγορούν υπέρ της θέσης του. Παρόλο ότι το Κακουργιοδικείο εξέδιδε διαδοχικά διατάγματα προφυλάκισης μέχρι την επιβολή της ποινής στην υπόθεση της ληστείας, εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωρισθεί το γεγονός πως τέτοια διατάγματα ήταν περιττά, εφόσον ήδη ο κατηγορούμενος ήταν στη φυλακή, καταδικασθείς για την υπόθεση των ναρκωτικών. Το να υπολογιστεί η περίοδος αυτή ως μέρος της ποινής που θα ακολουθούσε, θα καθιστούσε μερικώς αναποτελεσματική την κατάληξη του Κακουργιοδικείου που επέβαλε την ποινή και θα οδηγούσε σε πολλές περιπτώσεις σε παράλογα αποτελέσματα.
Αν, για παράδειγμα, κάποιος καταδικασθείς σε μία υπόθεση την 1η Ιανουαρίου κάποιου χρόνου που θα έληγε κανονικά την 31η Δεκεμβρίου τελούσε υπό κράτηση ταυτόχρονα για την περίοδο αυτή σε σχέση με άλλη υπόθεση, στην οποία στις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου του επιβαλλόταν διαδοχική ποινή ενός χρόνου, με βάση το επιχείρημα του αιτητή δεν θα έπρεπε να εκτίσει καθόλου την δεύτερη ποινή.
Έτσι, παρόλο ότι το άρθρο 117, όπως ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, δεν είναι ξεκάθαρο επί του προκειμένου, εντούτοις δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγείται, οδηγώντας σε παράδοξα αποτελέσματα. Ο αιτητής στην ουσία βρισκόταν στις φυλακές (και θα βρισκόταν εν πάση περιπτώσει) λόγω της καταδίκης του και όχι λόγω των διαταγμάτων προφυλάκισης.
Ασχέτως όμως των όσων προανέφερα, προκύπτει σαφώς πως και η πρόθεση του Δικαστηρίου που επέβαλε την ποινή στην υπόθεση 4642/2000 ήταν να μην υπολογιστεί ως μέρος της ποινής η περίοδος που αιτείται σήμερα ο αιτητής να του πιστωθεί. Τούτο είναι έκδηλο από την τελευταία παράγραφο στη σελίδα 14 της απόφασης, όπου μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως το Κακουργιοδικείο επέβαλλε «κάπως πιο επιεική ποινή παρά την ποινή που θα επιβάλλαμε αν αυτή θα άρχιζε είτε από σήμερα είτε από της ημέρας που τελεί υπό κράτηση για αυτή την υπόθεση
(άρθρο 117(1) του ΚΕΦ 155).»(Η υπογράμμιση είναι δική μου.)
Από τα πιο πάνω, κατά την άποψη μου, προκύπτει ξεκάθαρα πως το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως η ποινή των 3 ετών θα άρχιζε μετά την έκτιση της προηγούμενης ποινής, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτή χρόνος που τελούσε υπό κράτηση γι΄αυτή τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Κατά συνέπεια, κρίνω πως το επιχείρημα του αιτητή, πως θα έπρεπε η περίοδος προφυλάκισης, όπως πιο πάνω εξήγησα, να υπολογιστεί και να του πιστωθεί με αποτέλεσμα να πρέπει να είχε απολυθεί, πρέπει να απορριφθεί.
Είναι κοινή η θέση τόσο του αιτητή όσο και του καθ΄ου η αίτηση, πως, αν το πιο πάνω επιχείρημα απορριφθεί, η παρούσα αίτηση καθίσταται πρόωρη, αφού δεν θα έχει λήξει η περίοδος έκτισης της επιβληθείσας ποινής.
Εν όψει των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.