ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 961

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11020)

 

14 Μαΐου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στες]

 

(Αρ. Αγωγής 2477/90)

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΓΙΑΣ ΦΥΛΑΞΕΩΣ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ν.

1. ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΠΟΥΛΛΑ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, ΚΑΙ ΝΙΚΗΣ

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ

ΟΛΥΜΠΙΑΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

_________

(Αρ. Αγωγής 2476/90)

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΓΙΑΣ ΦΥΛΑΞΕΩΣ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΣΑΒΒΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

_________

 

(Αρ. Αγωγής 2495/93)

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΓΙΑΣ ΦΥΛΑΞΕΩΣ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ν.

ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.

_________

Δ. Αραούζος, για τους Εφεσείοντες.

Μελίδης, για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους (ενάγοντες στην Αγωγή Αρ. 2477/90) Ουρανία Κώστα Πούλλα και Παναγιώτη Χριστοφόρου και Νίκη Παπαδοπούλου ως Διαχειριστές της περιουσίας της αποβιωσάσης Ολυμπιάδας Γεωργίου Χριστοφή.

Μελίδης, για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο (ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 2476/90) Αλέξανδρο Σάββα Χρυσοστόμου.

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο (ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 2495/93) Στέλιο Χριστοφόρου.

________

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος Στέλιος Χριστοφόρου (στο εξής «ο Στέλιος»), ήταν γραμματέας των εφεσειόντων μέχρι τις 8.9.1989 που απολύθηκε. Προηγουμένως είχε στις 11.5.1989 τεθεί σε διαθεσιμότητα γιατί ήταν ύποπτος για αριθμό παρατυπιών, μεταξύ των οποίων τη χορήγηση σε διάφορα πρόσωπα δανείων και διευκολύνσεων, χωρίς εξασφάλιση των αναγκαίων εγγυήσεων.

Εν τω μεταξύ, στις 17.5.1989 υπογράφηκε από το Στέλιο δήλωση ανάληψης της ευθύνης για τις πιο πάνω παρατυπίες και δέσμευση εξασφάλισης των εφεσειόντων για ποσό μέχρι £350.000. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω δέσμευσης ο Στέλιος υπέγραψε γραμμάτιο για ποσό £80.000, ενώ ταυτόχρονα η σύζυγός του Ουρανία, η μητέρα του Ολυμπιάδα και η Αλεξάνδρα Χρυσοστόμου, οικογενειακή φίλη, υπέγραψαν συμφωνίες εγγύησης για διάφορα ποσά. ΄Ολοι οι πιο πάνω υπέγραψαν και αποδέκτηκαν την κατάθεση αριθμού υποθηκών, προς όφελος των εφεσειόντων σε περιουσιακά τους στοιχεία.

Μετά την ποινική δίωξη του Στέλιου, την καταδίκη του σε φυλάκιση και την απόλυσή του, τόσο ο ίδιος όσο και η Ουρανία, η Ολυμπιάδα και η Αλεξάνδρα Χρυσοστόμου, καταχώρησαν αγωγές με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση και διαγραφή των υποθηκών που είχαν αποδεκτεί γιατί η ανάληψη υποχρέωσης ήταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, από τη μια αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης, ψευδών παραστάσεων και εξαναγκασμού, και από την άλλη, είχε εξασφαλιστεί χωρίς αντιπαροχή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με μια πολυσέλιδη απόφαση κατέληξε ότι τόσο η συμφωνία που υπέγραψε ο Στέλιος στις 17.5.1989, όσο και οι υποθήκες που είχαν παραχωρηθεί ήταν άκυρες, λόγω ψυχικής πίεσης που του ασκήθηκε από τους εφεσείοντες και διέταξε την ακύρωσή τους.

Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης αμφισβητήθηκε με την παρούσα έφεση. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και του Στέλιου δημιουργεί τεκμήριο κυριαρχίας επί της θέλησής του από τους εφεσείοντες ή ότι δημιουργεί τεκμήριο εμπιστοσύνης ή ειδικής σχέσης μεταξύ τους. Υποστηρίζουν ακόμα ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η μη γνωστοποίηση από τους εφεσείοντες στο Στέλιο πως θα απολυόταν ή η παράλειψη προειδοποίησής του ότι υπήρχε πιθανότητα ο ΄Εφορος Συνεργατικών Εταιρειών να μην αποδεχθεί τη διευθέτηση, με αποτέλεσμα τελικά να απολυθεί, συνιστούσε ψευδή παράσταση ως προς ουσιώδες γεγονός που έγινε από τους εφεσείοντες και ως τέτοια δικαιολογούσε την ακύρωση των αναληφθεισών υποχρεώσεων, του Τεκμηρίου 5, ημερ. 17.5.1989 και του Τεκμηρίου 7, ημερ. 18.5.1989.

Θα ασχοληθούμε με την κάθε περίπτωση χωριστά, αρχίζοντας από το Στέλιο. ΄Οπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο στις 11.5.1989 του ζητήθηκαν εξηγήσεις, για τις ατασθαλίες που διαπιστώθηκαν. Ο Στέλιος παραδέκτηκε και υπέδειξε κάποιους προβληματικούς λογαριασμούς. Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο βρισκόταν κάτω από ψυχολογική ένταση, η οποία επιτάθηκε όταν πληροφόρησε σχετικά τη σύζυγό του, η οποία επίσης ταράκτηκε. Η ανησυχία του Στέλιου επικεντρωνόταν στο να μην το μάθει η μητέρα του και η ευρύτερη κοινωνία της Αγίας Φύλας. Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα ζητείται από το Στέλιο να καλύψει τις ενδεχόμενες ζημιές των εφεσειόντων. Ο ίδιος αποδέχεται, με τον όρο να του δοθεί γραπτή βεβαίωση για τη μη απόλυσή του και τη μη καταγγελία του στην αστυνομία, αξίωση που δεν έγινε δεκτή. Δεύτερη προσπάθεια για επίτευξη σχετικής συμφωνίας είναι επιτυχής ύστερα από μια αόριστη, προφορική διαβεβαίωση κάποιων εκπροσώπων των εφεσεισόντων για κάποια διευθέτηση. Στη σχετική συμφωνία δεν περιλαμβάνεται όρος για μη απόλυση ή μη καταγγελία του.

Kατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων ο Στέλιος εκπροσωπείτο από δικηγόρο, ο οποίος επέμενε στην παροχή γραπτών διαβεβαιώσεων για τη μη καταγγελία του στην αστυνομία και τη διατήρηση της δουλειάς του, αξίωση η οποία απορρίφθηκε κατηγορηματικά από το δικηγόρο των εφεσειόντων, που ήταν επίσης παρών. Γι΄αυτό το λόγο η συνάντηση ημερ. 13.5.1989 ναυάγησε. Ακολούθησε η συμφωνία των μερών στις 14.5.1989, μετά από την οποία ετοιμάστηκε σχετικό προσχέδιο επιστολής αναγνώρισης (Τεκμήριο 41). Σ΄ αυτό το έγγραφο, ύστερα από συζήτηση και ανταλλαγή σκέψεων μεταξύ των δικηγόρων των εφεσειόντων και του Στέλιου έγιναν διορθώσεις και προσθήκες. Το τελικό κείμενο της επιστολής αναγνώρισης ευθύνης (Τεκμήριο 5) και οι προσθήκες που ζήτησε ο δικηγόρος του Στέλιου, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από το δικηγόρο των εφεσειόντων, ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο της συμφωνίας (Τεκμήριο 7). Η υπογραφή τόσο του Τεκμηρίου 5, όσο και του Τεκμηρίου 7, έγινε στην παρουσία του τότε δικηγόρου του Στέλιου.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι λόγω «αυτής της σχέσης οι εφεσείοντες ήταν σαφέστατα σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του Στέλιου». Η εμπιστοσύνη που επέδειξε ο Στέλιος, για μη περίληψη στο σχετικό έγγραφο της προφορικής δέσμευσης των εκπροσώπων των εφεσειόντων, είναι κατά το Δικαστήριο ενδεικτική.

Η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί συστατικό κάθε νόμιμης σύμβασης (άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149). Σύμφωνα με το άρθρο 14(β) η συναίνεση είναι ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα άσκησης ψυχικής πίεσης, η απόδειξη της οποίας οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση (άρθρο 20(1) του Κεφ. 149. Βλέπε ακόμα Eurohouse Finance Ltd v. Μιχαηλίδη, Π.Ε. 10433, ημερ. 28.5.2002).

Η ψυχική πίεση μπορεί να προέλθει από μια εμπιστευτική ή εξαρτώμενη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, όπου η εξάρτηση του ενός θέτει τον άλλο σε πλεονεκτική θέση να εξασκήσει επιρροή επ΄αυτού, επιρροή η οποία μπορεί μεν να θεωρηθεί ως απόλυτα φυσική, αλλά από την άλλη είναι ικανή να χρησιμοποιηθεί άδικα (βλέπε Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους, Π.Ε. 10597, ημερ. 1.6.2001).

Το άρθρο 16(1) του Κεφ. 149, προνοεί ότι σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθη συνεπεία ψυχικής πίεσης, όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ούτως ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται της θέσης αυτής για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου συμβαλλόμενου.

Χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, ειδικότερα θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης κάποιου, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επ΄αυτού ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντί του ή καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης (άρθρο 16(2) του Κεφ.149. Βλέπε επίσης Δημητρίου κ.α. ν. Κωνσταντινίδη, Π.Ε. 10792, ημερ. 10.10.2002).

Η ψυχική πίεση δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που δόθηκε (Κεφάλας κ.α. ν. Νικόλα, Π.Ε. 10539, ημερ. 17.7.2000, Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου, Π.Ε. 9784, ημερ. 26.3.1998, Chitty on Contract, General Principles, 27η έκδοση, παραγρ. 7-024).

Οι συμβάσεις που είναι ακυρώσιμες λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ακριβώς μια τέτοια ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.

Στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση, θα πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη σύναψη της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής.

Στη δεύτερη περίπτωση όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να δείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την ακύρωση της σύμβασης, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης (Κεφάλας κ.α. ν. Νικόλα, Π.Ε.10539, ημερ. 17.7.2000).

΄Οταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος απόδειξης της ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή. Η ψυχική πίεση θα πρέπει να αποδειχθεί με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε επί του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου, ούτως ώστε να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητά του να καταλήξει σε ανεξάρτητη απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος λαμβάνει το όφελος βαρύνεται να αποδείξει ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλιστεί λόγω ψυχικής πίεσης (βλέπε άρθρο 16(3) του Κεφ.149 και Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου, ανωτέρω).

Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, αφού η θέση εμπιστοσύνης που έχει ο ένας τον τοποθετεί σε θέση ασυνήθιστης εξουσίας, σε βαθμό που να δικαιολογείται η λήψη ανεξάρτητης συμβουλής. Η πιθανότητα να θέσει το πρόσωπο αυτό τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του άλλου που μπορεί να επηρεαστεί είναι τόσο ορατή, που ο νόμος του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει καταχραστεί τη θέση του (Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη, Π.Ε.9629, ημερ. 22.11.1998).

Το τεκμήριο ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση εγείρεται μόνο αν η συναλλαγή ήταν υπερβολικά επαχθής για το πρόσωπο που επηρεάστηκε ((1985) Α.C. 686, 704, relying on a Privy Council decision on the Indian Contracts Act, Poosathurai v. Kannappa Chettiar (1919) L.R. 47 Ind. App.1) ή όπως τέθηκε από τον Nourse L.J. στην υπόθεση Goldsworthy v. Brickell (1987) Ch. 378, 401, το τεκμήριο παραμένει ανενεργό μέχρις ότου ο διάδικος ο οποίος επιδεικνύει την εμπιστοσύνη προβαίνει σε μία δωρεά τόσο μεγάλη ή συνάπτει σύμβαση τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια.

Κατά το δίκαιο της επιείκειας η εφαρμογή της αρχής της ψυχικής πίεσης είχε πρόθεση να εξασφαλίσει ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί σε κανένα να διατηρήσει το όφελος, που προέκυψε από το δόλο του ή την παράνομή του πράξη. ΄Οπως τέθηκε στην υπόθεση Allcard v. Skinner 56 L.J. Ch. 1052 η αρχή αυτή αποτελεί εμπόδιο στη συνείδηση του δωρεοδόχου, που προκύπτει από την έντιμη συμπεριφορά. Ως αποτέλεσμα η αρχή αυτή επεκτείνεται όχι μόνο σε υποθέσεις άσκησης πίεσης, αλλά και σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες η επιρροή αποκτάται και της γίνεται κατάχρηση, όπου η εμπιστοσύνη επιδεικνύεται και προδίδεται (Smith v. Kay (1859) 7 H.L.C. 750, 779).

Αν δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, όπως αυτή στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, ο συμβαλλόμενος που αξιώνει την ακύρωση της σύμβασης θα πρέπει να αποδείξει τη ψυχική πίεση (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Αυτό μπορεί να γίνει αποδεικνύοντας είτε ότι υπήρξε πραγματική πίεση από το δωρεοδόχο ή ότι αυτός άσκησε επί του μυαλού του δωρητή τέτοιου βαθμού γενική επιβολή ή έλεγχο, ούτως ώστε η ανεξαρτησία στη λήψη της απόφασης να είχε ουσιαστικά υπονομευθεί, (Smith v. Kay, aνωτέρω, Bank of Montreal v. Stuart (1911) A.C. 120. Βλέπε επίσης Coldunell Ltd v. Gallon and another (1986) 1 All E.R. 429).

Η επίδραση τεκμαίρεται αν οι συμβαλλόμενοι ήταν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε ορισμένου τύπου σχέση εμπιστοσύνης (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). ΄Οταν η σύμβαση αποδειχθεί ότι είναι επαχθής, το βάρος τίθεται επί των ώμων του διάδικου που έχει το όφελος, ο οποίος θα πρέπει να δικαιολογήσει ότι η σύμβαση ήταν ελεύθερη ψυχικής πίεσης. Τέτοιες εμπιστευτικές σχέσεις είναι οι σχέσεις γονιού και παιδιού, κηδεμόνα και κηδεμονευόμενου, δικηγόρου και πελάτη, καθώς και σε ορισμένες συμβάσεις μεταξύ μνηστευμένων, γιατρού και ασθενούς. Το τεκμήριο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις ειδικές σχέσεις. Αν ο ενάγων αποδείξει ότι κατά το χρόνο της ετεροβαρούς σύμβασης, υπήρχε πράγματι σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, προκύπτει το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης (Tufton v. Sperni (1952) 2 T.L.R. 516, 522).

Το τεκμήριο εφαρμόζεται σε όλη την ποικιλία των σχέσεων στις οποίες ασκείται, κυριαρχία από το ένα πρόσωπο επί του άλλου (Huguenin v. Baseley (1807) 14 Ves. 286).

Για να καταρριφθεί το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα οιασδήποτε επιρροής από το δωρεοδόχο και με πλήρη συνείδηση του τι έπραττε (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar (1929) A.C. 127, 135). Ο συνηθέστερος τρόπος απόδειξης του πιο πάνω είναι ότι ο δωρητής είχε ικανοποιητική και ανεξάρτητη συμβουλή (Morley v. Loughnan (1893) 1 Ch. 736, 752).

Σε υποθέσεις αυτού του είδους εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι το καθήκον που προκύπτει από τη σχέση εμπιστοσύνης έχει εκπληρωθεί. Τι συνιστά εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος εξαρτάται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά γενικά το καθήκον αυτό απαιτεί ότι το πρόσωπο που υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει επηρεαστεί ήταν σε θέση να διαμορφώσει ανεξάρτητη και εμπεριστατωμένη κρίση (Lloyd΄s Bank Ltd v. Bundy (1974) 3 All E.R. 757).

΄Οπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης (Chitty on Contracts, ανωτέρω, παραγρ. 7-040).

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δέκτηκε ότι υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του Στέλιου και των εφεσειόντων. Θα πρέπει να διερωτηθούμε, αλήθεια, λόγω ποιας σχέσης οι εφεσείοντες ήταν σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του Στέλιου; Η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου σίγουρα δεν δημιουργεί, χωρίς την ύπαρξη άλλων παραμέτρων, μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης. Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σχέση αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δέσμευση των εκπροσώπων των εφεσειόντων δεν περιελήφθη στη σχετική συμφωνία, είναι εντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.

Λανθασμένη είναι και η αναφορά του Δικαστηρίου στην αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη, που αναλύεται στην υπόθεση Lloyd΄s Bank Ltd v. Bundy, ανωτέρω). Στην υπόθεση εκείνη ο Λόρδος Denning MR είχε υποστηρίξει την αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη. Με βάση αυτή την αρχή παρέχεται θεραπεία σε πρόσωπο το οποίο, χωρίς ανεξάρτητη συμβουλή, συμβάλλεται με όρους που είναι άδικοι ή μεταβιβάζει περιουσία για εμφανώς ανεπαρκή αντιπαροχή, όταν η διαπραγματευτική του δύναμη έχει σοβαρά περιοριστεί, είτε λόγω των δικών του αναγκών ή επιθυμιών είτε λόγω της άγνοιας ή της αστάθειάς του, αν αυτές συμπίπτουν με ψυχική πίεση, ή πιέσεις, όχι απαραίτητα παράνομες, επ΄ ωφελεία του ετέρου συμβαλλόμενου. Η θέση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, η οποία βάσισε τη δική της απόφαση στην ορθόδοξη άποψη της αρχής όπως αναπτύσσεται στην υπόθεση Allcard v. Skinner, ανωτέρω.

Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί η σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και του εργοδοτούμενού τους Στέλιου να θεωρηθεί ως σχέση εμπιστοσύνης, ούτε ότι λόγω μιας τέτοιας σχέσης ο Στέλιος κατέληξε στην απόφασή του, ύστερα από επίδραση που ασκήθηκε πάνω του από τους εργοδότες του. Περαιτέρω, η σύμβαση δεν ήταν ετεροβαρής. Οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομιστούν όφελος από το Στέλιο και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους. Εκείνο που διαφεύγει από το πρωτόδικο δικαστήριο καθ΄ όλο το πνεύμα της απόφασής του είναι ότι οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομίσουν οποιοδήποτε όφελος, αλλά να περιορίσουν, κατά το δυνατόν, την τεράστια ζημιά την οποία ο Στέλιος τους είχε προξενήσει. Η υπογραφείσα συμφωνία ήταν μία ανάληψη υποχρέωσης, που ο Στέλιος ήδη είχε και την οποία οι εφεσείοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα και δικαστικώς. Τέλος, ο Στέλιος είχε κάθε ευκαιρία, επανειλημμένα μάλιστα, να τύχει νομικής συμβουλής, με αποκορύφωμα το ότι η τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη, να τύχει επεξεργασίας και έγκρισης από το δικηγόρο του.

΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση National Westminster Bank plc v. Morgan (1985) 1 All E.R. 821, σύμβαση δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω ψυχικής πίεσης, εκτός αν αποδειχθεί ότι η σύμβαση ήταν καταφανώς επαχθής για το πρόσωπο που είχε υποστεί την επίδραση. Η βάση της αρχής αυτής δεν βρίσκεται στη δημόσια πολιτική, αλλά στην πρόληψη της θυματοποίησης του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο και συνεπώς δεν προκύπτει απαραίτητο τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απλώς και μόνο από το γεγονός ότι υπήρχε εμπιστευτική σχέση μεταξύ των μερών.

Κάτι ακόμα που θα πρέπει να σημειωθεί είναι το γεγονός ότι ο ΄Εφορος Συνεργατικής Ανάπτυξης ειδοποιήθηκε γραπτώς από τους εφεσείοντες, για τις παρατυπίες του Στέλιου από τις 11.5.1989, πριν δηλαδή από την υπογραφή των σχετικών συμφωνιών. Συνεπώς οι εκπρόσωποι των εφεσειόντων δεν θα ήταν σε θέση, κατά την υπογραφή των συμφωνιών, να αφήσουν καν να νοηθεί ότι δεν θα προχωρούσε η δίωξη του Στέλιου ή η απόλυσή του, αφού το θέμα είχε εκφύγει ήδη από τα χέρια τους. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι ο Στέλιος βρισκόταν ήδη σε διαθεσιμότητα από τις 11.5.1989.

Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι η αναφορά σε αρκετά σημεία της απόφασης, ακόμα και μέσα από τη νομολογία, ότι δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στους εφεσείοντες να κρατήσουν το όφελος του δικού τους δόλου ή της παράνομής τους πράξης. Γίνεται ακόμα αναφορά σε κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτήθηκε και στο ότι οι εφεσείοντες έθεσαν τα συμφέροντά τους πάνω από τα συμφέροντα του Στέλιου. Επισημαίνεται από το Δικαστήριο το όφελος, που οι εφεσείοντες είχαν από τις επίδικες συναλλαγές. Αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες εξασφάλισαν τη δυνατότητα αποπληρωμής των ζημιών τους, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να ασκήσουν «διάφορα ένδικα μέσα με σαφή απόκλιση από την άμεση πραγμάτωση του στόχου». Εκτός του ότι και έτσι να ήταν τα πράγματα και μετά τις συμφωνίες που υπογράφηκαν, οι εφεσείοντες για να ανακτήσουν τα χρήματά τους και πάλι θα έπρεπε να ασκήσουν διάφορα ένδικα μέσα εναντίον του Στέλιου και των άλλων που τον βοήθησαν. ΄Ομως, και σ΄ αυτή την περίπτωση δύσκολα μπορεί να δει κανένας το όφελος που είχαν οι εφεσείοντες από τις συμφωνίες που υπογράφηκαν, σε σημείο μάλιστα που οι συμφωνίες αυτές να θεωρούνται επαχθείς για την άλλη πλευρά. Οι εφεσείοντες είχαν απωλέσει, λόγω τουλάχιστον, για να μην πούμε το χειρότερο, παρατυπιών ή παράβασης καθήκοντος του Στέλιου, ένα σημαντικό ποσό, για το οποίο ο Στέλιος ήταν υπεύθυνος έναντί τους. Αυτή τη ζημιά προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν με τις συμφωνίες. Δεν μπορεί, κάτω από τις περιστάσεις, να θεωρηθεί ότι το όφελος για τους εφεσείοντες ήταν «εμφανώς ευεργετικό» και για το Στέλιο «υπέρμετρα επαχθές».

Το Δικαστήριο κατέληξε επίσης ότι οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι άσκησης ψευδών παραστάσεων, αφού δεν γνωστοποίησαν στο Στέλιο ότι υπήρχε πιθανότητα να μην αποδεχθεί ο ΄Εφορος τη διευθέτηση και να απολυθεί. Η πράξη τους αυτή, βρίσκει το Δικαστήριο, δεν έγινε σκόπιμα. Απλώς τα μέλη της Επιτροπής δεν είχαν υπολογίσει ότι ο ΄Εφορος θα διαφωνούσε. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι αν ο Στέλιος ήξερε τα δεδομένα, ότι δηλαδή θα καταγγελλόταν, σύμφωνα με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων δεν θα υπέγραφε τις συμφωνίες, αφού έτσι ούτε περιέσωζε την εργασία του, ούτε προστάτευε τη φήμη ή το καλό του όνομα στην Αγία Φύλα.

Και τα δύο αυτά συμπεράσματα είναι λανθασμένα. Κανένα στοιχείο στην υπόθεση δεν τα δικαιολογεί. Δεν μπορεί κανένας να ξέρει αν ο Στέλιος σκέφτηκε με αυτό τον τρόπο. Αν δηλαδή υπογράφοντας ήθελε να ελαφρύνει τη θέση του, είτε έναντι της ποινικής του ευθύνης, είτε για να εξιλεωθεί στην τοπική κοινότητα. Βέβαια όλα αυτά είναι χωρίς σημασία γιατί στην ουσία δεν υπήρξε ψυχική πίεση. Σε σύσκεψη εκφράστηκε στο Στέλιο η θέση του Εφόρου πως δεν μπορούσε να υπάρξει αποδοχή των εισηγήσεών του. Ταυτόχρονα, σαφής ήταν και η απόρριψη της εισήγησης να μη χάσει ο Στέλιος τη δουλειά του και να μη διωχθεί, αν υπέγραφε τις σχετικές συμφωνίες. Ρητή ήταν επίσης και η αντίθεση του δικηγόρου των εφεσειόντων. Το γεγονός ότι ο Στέλιος είχε κατ΄ ιδίαν συναντήσεις με μέλη της Επιτροπής και εξασφάλισε τη συναίνεση δύο μελών, δεν αλλάζει την εικόνα. Είναι χωρίς σημασία αν οι δύο επίτροποι παρέλειψαν να αποκαλύψουν στο δικηγόρο τους τις όποιες επαφές είχαν με το Στέλιο. Ο Στέλιος υπέγραψε τη συμφωνία γνωρίζοντας την επίσημη θέση των εφεσειόντων, την άποψη της πλειοψηφίας της Επιτροπής, αλλά δίδοντας ίσως πίστη στα όσα του λέχθηκαν από δύο μέλη. Γνωρίζοντας την έντονη και σαφή αντίθεση που εκδηλώθηκε στη σύσκεψη που έγινε και την αντίθεση του δικηγόρου της ΣΠΕ. Αν ο Στέλιος, υπό τις περιστάσεις, έδωσε πίστη στα λεγόμενα, ανεπισήμως, δύο μελών της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θύμα ψυχικής πίεσης.

Εν όψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή υπ΄αρ. 2495/93 είναι λανθασμένη και θα πρέπει να ακυρωθεί. Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια στην εξέταση των δύο άλλων αγωγών.

Η σύζυγος του Στέλιου, ενάγουσα στην αγωγή υπ΄αρ. 2477/90, ταράχτηκε βέβαια όταν ο σύζυγός της, της γνωστοποίησε ότι διεξαγόταν έρευνα για κάποιους προβληματικούς λογαριασμούς. Μετά από διάφορες συνομιλίες που είχε με το σύζυγό της, η Ουρανία του υπέγραψε πληρεξούσιο χωρίς να ρωτήσει οτιδήποτε και χωρίς να έλθει σε επαφή με οιονδήποτε άλλο πρόσωπο, πλην του Στέλιου, πολύ δε περισσότερο με εκπροσώπους των εφεσειόντων.

Στην πρωτόδικη απόφαση τονίζεται επανειλημμένα, η πολύ κακή ψυχολογική της κατάσταση και το γεγονός ότι έκλαιγε συνεχώς. ΄Ηθελε να βοηθήσει το σύζυγό της και επισκέφθηκε για το σκοπό αυτό το γραφείο του δικηγόρου τους όπου υπέγραψε το σχετικό πληρεξούσιο, χωρίς όμως να ρωτήσει οτιδήποτε.

΄Εχουμε ήδη καταλήξει ότι οι σχέσεις του Στέλιου με τους εργοδότες του δεν ήταν σχέσεις εμπιστοσύνης. Αναμφίβολα, πολύ περισσότερο, θα πρέπει να καταλήξουμε ότι ούτε και η σχέση της συζύγου του μ΄αυτούς ήταν τέτοια. ΄Ομως θα πρέπει να πούμε ότι ακόμα κι΄αν η σχέση του Στέλιου με τους εργοδότες του ήταν πράγματι σχέση εμπιστοσύνης, το γεγονός ότι η επιβίωση του ζεύγους εξαρτιώταν από τους εφεσείοντες, δεν καθιστά την ανύπαρκτη σχέση της συζύγου του Στέλιου με τους εφεσείοντες εμπιστευτική. Αν θεωρηθεί ότι η Ουρανία πιέστηκε από το Στέλιο και πάλιν η ελεύθερη βούλησή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκε, γιατί ο Στέλιος δεν ήταν αντιπρόσωπος των εφεσειόντων και δεν αποδείκτηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν γνώση της όποιας πίεσης που ίσως ασκήθηκε από το Στέλιο στη σύζυγό του.

Θα πρέπει ακόμα να πούμε ότι δεν νομίζουμε πως οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να βεβαιωθούν ότι η Ουρανία είχε λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή ως προς τις συνέπειες της υπογραφής της.

Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η παραχώρηση υποθήκης από την Ουρανία, ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης από το Στέλιο. Η Ουρανία γνώριζε τόσο το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας, όσο και το λόγο για τον οποίο διδόταν εξασφάλιση. Πρόθεσή της ήταν η κάλυψη του συζύγου της.

Τα ίδια ισχύουν και για την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Στέλιου. ΄Οταν πληροφορήθηκε ότι το θέμα είχε γίνει γνωστό στην κοινωνία της Αγίας Φύλας, εξέφρασε την προθυμία να προσφέρει οτιδήποτε είχε με σκοπό να βοηθήσει το γιο της. Ούτε με αυτήν ήρθε σε επαφή οποιοσδήποτε εκπρόσωπος των εφεσειόντων. Η ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης εξακριβώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση το ίδιο σκεπτικό που χρησιμοποιήθηκε για την Ουρανία. Για τους ίδιους λόγους που εκθέσαμε προηγουμένως δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις.

Η αγωγή υπ΄ αρ. 2476/90 καταχωρήθηκε από την Αλεξάνδρα Χρυσοστόμου, η οποία είναι σύζυγος φίλου του Στέλιου. Ο σύζυγός της, αφού του γνωστοποιήθηκε από εκπροσώπους των εφεσειόντων ότι η παροχή των εγγυήσεων θα ήταν προσωρινή με σκοπό να εξασφαλιστεί η ΣΠΕ και να βοηθηθεί ο Στέλιος, πήρε αντίγραφο της συμφωνίας και επισκέφθηκε τη σύζυγό του στις Πλάτρες όπου της γνωστοποίησε ότι η εγγύηση θα βοηθούσε το Στέλιο. Η Αλεξάνδρα υπέγραψε το Τεκμήριο 24. Και σ΄αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο περιέργως κατέληξε ότι είχε έκδηλα δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της και της ΣΠΕ, που επιβάλλει την προστασία της Αλεξάνδρας.

Με ένα αμφίβολο συλλογισμό το Δικαστήριο καταλήγει ότι η συμφωνία ήταν σαφέστατα επαχθής για την Αλεξάνδρα, αφού δεσμεύτηκε χωρίς οποιοδήποτε όφελος. Συνεπώς υπήρχε τεκμαρκτή ψυχική πίεση για την υπογραφή της συμφωνίας. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο σύζυγος της Αλεξάνδρας δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπρόσωπος των εφεσειόντων. Δεν προβλήθηκε καν ισχυρισμός ότι οι εφεσείοντες είχαν γνώση πίεσης που ασκήθηκε, αν ασκήθηκε, από το σύζυγό της. Τα δε συμπεράσματα του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ψευδών παραστάσεων λόγω του ότι δεν γνωστοποιήθηκε στην Αλεξάνδρα ότι ενδεχομένως η ΣΠΕ να αδυνατούσε να εκπληρώσει τη συμφωνία με το Στέλιο, να παραμείνει ο τελευταίος στην εργασία του, δεν είναι βέβαια στέρεα.

Η υπόθεση Royal Bank of Scotland v. Etridge (No 2) and other appeals (2001) 4 All E.R. 449, στην οποία φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε επανειλημμένα, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση. Τα κριτήρια που τίθενται στην υπόθεση Etridge, τέθηκαν ούτως ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος η σύζυγος να πιεστεί ή να παραπλανηθεί από το σύζυγό της για να παραχωρήσει υποθήκη επί της ακίνητης της περιουσίας προς εξασφάλιση χρεών του. Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι τέτοιες συναλλαγές δεν πρέπει να θεωρούνται ως εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την άσκηση ψυχικής πίεσης από τους συζύγους, άνκαι δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζονται κάποιες εξηγήσεις.

Οι εφεσίβλητοι στην έκθεση απαίτησής τους ισχυρίζονται ότι οι επίδικες υποθήκες ή συμφωνίες είναι ακυρώσιμες, γιατί τα ποσά στα οποία αναφέρονται υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο όριο για παραχώρηση ποσών με γραμμάτιο σε τρεχούμενο ή σε λογαριασμό πίστωσης σε μέλος των εφεσειόντων. Υποστηρίζουν ακόμα ότι, για την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών οι εφεσείοντες παράνομα ή αντικανονικά και κατά παράβαση του σχετικού νόμου και των κανονισμών, οι αποφάσεις των οργάνων τους δεν εξασφάλισαν τις απαραίτητες εγκρίσεις, παράλειψη που καθιστά τις συμφωνίες ακυρώσιμες. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι υποθήκες δεν υπογράφονται από εξουσιοδοτημένο ή αρμόδιο πρόσωπο και δεν φέρουν την απαραίτητη σφραγίδα των εφεσειόντων, κατά παράβαση και πάλι των σχετικών νόμων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ότι ο Στέλιος δεν υπέβαλε αίτηση για δάνειο και δεν υπάρχει καταχωρημένη στα πρακτικά των εφεσειόντων οποιαδήποτε απόφαση για την παραχώρηση τέτοιου δανείου. Παράλληλα, δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόφαση καταχωρημένη στα πρακτικά για αποδοχή της προτεινόμενης εξασφάλισης από το Στέλιο, που οδήγησε τελικά στην καταχώρηση της υποθήκης. Το Δικαστήριο παρατηρεί ακόμα ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 12 των ειδικών κανονισμών λειτουργίας της εταιρείας των εφεσειόντων δεν επιτρέπεται η παραχώρηση δανείου σε μέλος πέραν των £10.000. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι αφού η υπογραφή των συμφωνιών σκοπό είχε την εξασφάλιση των εφεσειόντων από ενδεχόμενη ζημιά, η εισήγηση ότι η σύμβαση θα πρέπει να μην εφαρμοστεί γιατί υπογράφτηκε κατά κατάχρηση εξουσίας είναι ανεδαφική. Στη συνέχεια, αφού επισημαίνει ότι η υποθήκη είναι σύμβαση, αναφέρει ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία που προβλέπει ο Κανονισμός 91 των Περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987, Κ.Δ.Π. 142/87, σύμφωνα με τον οποίο η σύμβαση αν συνάπτεται μεταξύ ιδιωτών απαιτείται όπως είναι έγγραφη και υπογράφεται εκ μέρους της εταιρείας (των εφεσειόντων) από την επιτροπή και το γραμματέα ή από οιονδήποτε πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο προς το σκοπό αυτό, φέρει δε τη σφραγίδα της εταιρείας.

Το άρθρο 8 του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν. 9/65, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσδιορίζει τη διαδικασία για καταχώρηση υποθήκης. Προνοείται επίσης (άρθρο 10) η δυνατότητα καταχώρησης υποθήκης δι΄ αντιπροσώπου. ΄Ετσι, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η καταχώρηση της δήλωσης της υποθήκης απαιτεί την ύπαρξη κειμένου και συνεπώς θα πρέπει να εφαρμοστεί ο Κανονισμός 91(1)(α) της Κ.Δ.Π. 142/87.

Η σχετική υποθήκη είναι υπογεγραμμένη από τον Κ. Παύλου, τότε Αναπληρωτή Γραμματέα των εφεσειόντων. Ο κ. Παύλου είχε εξουσιοδότηση από τους εφεσείοντες να υπογράφει και διενεργεί οποιεσδήποτε εγγραφές ή ενέργειες που είχαν σχέση με το Κτηματολόγιο. Το Δικαστήριο - και δεν γνωρίζουμε το λόγο γι΄ αυτό - δέχτηκε ότι η γενική αυτή εξουσιοδότηση δεν καλύπτει το θεσμό 91. ΄Εκρινε ότι για να θεωρηθεί η σύμβαση αυτή δεσμευτική και έγκυρη θα έπρεπε να υπάρχει ειδική εξουσιοδότηση και θα έπρεπε να φέρει σφραγίδα. Παρ΄ όλα αυτά ο δικαστής συνεχίζει ότι δεν θα ήταν διατεθημένος να θεωρήσει την παράβαση θεμελιακή, αλλά καταλήγει ότι η σύμβαση πάσχει για άλλο βασικό λόγο. Η ύπαρξη της σύμβασης δεν προσδιορίζεται σε οποιαδήποτε απόφαση καταχωρημένη στο βιβλίο πρακτικών της Σ.Π.Ε. Αυτό κατά παράβαση του Κανονισμού 43.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ένα σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο Κανονισμός 43 της Κ.Δ.Π. 142/87, απλώς αναφέρει ότι τα πρακτικά των συνεδριών της Επιτροπής καταχωρούνται σε βιβλίο πρακτικών και υπογράφονται από τα παρόντα μέλη. Σ΄ αυτά θα πρέπει να υπάρχει, μεταξύ άλλων και σύντομη έκθεση όλων των συζητηθέντων θεμάτων ως και του τρόπου που λήφθηκαν οι αποφάσεις. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί, η μη καταγραφή της σχετικής απόφασης στα πρακτικά καθιστά τη σύμβαση άκυρη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει ληφθεί σχετική απόφαση από την Επιτροπή, για την ανάγκη κάλυψης των ζημιών που άφησε η διαχείριση του Στέλιου, αλλά και για τον τρόπο κάλυψης των κενών.

Η αναφορά από το πρωτόδικο δικαστήριο στην υπόθεση Bowman v. The Ship "Cutter" (1988) 1 C.L.R. 337 είναι ατυχής. Σ΄ εκείνη την περίπτωση τέθηκε από τον ενάγοντα ότι η συμφωνία δεν αποκάλυπτε ότι υπογράφηκε από ή εκ μέρους της εταιρείας, ενώ τα πρόσωπα που υπέγραψαν τη συμφωνία δεν φαινόταν ότι ενήργησαν με εξουσιοδότηση της εταιρείας, ρητή ή εξυπακουόμενη. ΄Ετσι αποφασίστηκε ότι το γεγονός ότι ελλείψει ειδικού ψηφίσματος που να εξουσιοδοτούσε την υπογραφή της συμφωνίας, δεν αποδεικνυόταν ότι τα πρόσωπα που υπέγραψαν για λογαριασμό της εταιρείας το είχαν πράξει με την έγκριση και εξουσιοδότησή της, ρητή ή εξυπακουόμενη.

Στην παρούσα περίπτωση η έγκριση της εταιρείας είναι ρητή και δεν αμφισβητείται. Συνεπώς το γεγονός και μόνο ότι δεν περιελήφθη η απόφαση στα πρακτικά, δεν αποδυναμώνει το ότι οι εφεσείοντες είχαν λάβει ως νομικό πρόσωπο την απόφαση να προχωρήσουν στην υπογραφή της συμφωνίας, για κάλυψη της ζημιάς τους. Δεν τίθεται συνεπώς θέμα ούτε κατάχρησης εξουσίας, ούτε και υπογραφής εκτός των ειδικών κανονισμών. Σαφώς οι υπογραφείσες συμφωνίες είναι έγκυρες.

Το επιχείρημα ότι δεν επιτρέπεται η υπογραφή γραμματίων και λογαριασμών πέραν των πενήντα χιλιάδων λιρών δεν ευσταθεί. Τα επίδικα γραμμάτια δεν δόθηκαν υπό μορφή δανείου, αλλά υπό μορφή εξασφάλισης ατασθαλιών στις οποίες είχε υποπέσει ο Στέλιος και συνεπώς δεν τίθεται θέμα τήρησης οποιουδήποτε ορίου. Ούτε η θέση ότι δεν υπάρχει αντιπαροχή είναι ορθή. Ασφαλώς και υπάρχει αντιπαροχή και αυτή είναι η προσπάθεια κάλυψης των ζημιών, που ήταν αποτέλεσμα των πράξεων του Στέλιου και βέβαια η πιθανότητα οι εφεσείοντες να μην προχωρήσουν δικαστικά εναντίον του Στέλιου προς είσπραξη της ζημιάς τους.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι αγωγές

απορρίπτονται, με έξοδα τόσον πρωτόδικα, όσο και κατ΄ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων.

Π. Αρτέμης, Δ.

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

Τ. Ηλιάδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο