ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 657

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

( Αίτηση Αρ. 8/2004)

17 Μαρτίου, 2004

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 14/1960, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 2 ΚΑΙ 107 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΙΜΙΑΝΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ HABEAS CORPUS AD SUDJICIENDUM ΓΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΑΙ/Η ΠΑΡΑΤΥΠΩΣ ΣΥΣΤΑΘΕΝΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΠΑΡΑΤΥΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΟΥΤΩ ΚΑΛΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΑΠΑΡΤΙΖΟΜΕΝΟΥ, ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΥΣΙΩΔΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΙΤΗΣΗ ΧΡΟΝΟ, ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ (ΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟ) Ε. ΚΟΛΑΤΣΗ (ΩΣ ΜΕΛΟΣ) ΚΑΙ Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ (ΩΣ ΜΕΛΟΣ), ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΕΠΕΛΗΦΘΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑ Η ΠΕΡΙ ΤΗΝ 17.12.1999 ΕΞΕΔΩΣΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 852/99 ΚΑΙ ΕΠΕΒΑΛΕ Σ΄ ΑΥΤΟΝ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ ΤΗΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΑΦΟΥ ΗΒΡΕ ΑΥΤΟΝ ΕΝΟΧΟ ΣΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ.

- - - - - - - - - -

Α. Αβραάμ, για τον αιτητή.

Π. Ευθυβούλου, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτητής παρών.

- - - - - - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, ο αιτητής ζητά την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus για την απελευθέρωσή του από κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές όπου εκτίει ποινή φυλάκισης διά βίου κατόπιν καταδίκης του από Κακουργιοδικείο σε κατηγορίες που αφορούσαν στη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων ήτοι:

(α) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.

(β) Φόνο εκ προμελέτης.

(γ) Απόπειρα φόνου.

(δ) Χρήση πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται.

(ε) Μεταφορά πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου

απαγορεύεται.

(στ) Κατοχή εκρηκτικών υλών άνευ αδείας του επιθεωρητή

εκρηκτικών υλών.

Οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής ζητά την έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus είναι οι ακόλουθοι:

«Α. Το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο» ήταν, κατά πάντα ουσιώδη προς τα γεγονότα χρόνο, μηδέποτε και/ή παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέν και/ή λειτουργούν και ως εκ τούτου νομικά ανύπαρκτο και/ή στερούμενο οποιασδήποτε αρμοδιότητας και/ή δικαιοδοσίας ως Κακουργιοδικείο και/ή άλλως πως και/ή στερούμενο δυνατότητας να συγκροτηθεί ως Κακουργιοδικείο και/ή άλλως πως και/ή για να επιληφθεί και/ή εκδικάσει και/ή εύρει ένοχο και/ή καταδικάσει και/ή επιβάλει ποινή στον Αιτητή, στην υπό αναφορά Ποινική Υπόθεση αρ. 852/99, λόγω του γεγονότος ότι για τη συγκρότηση και/ή σύσταση και/ή λειτουργία του δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τροποποιήθηκε.

Ειδικότερα:

(α) Του άρθρου 3(2) του εν λόγω Νόμου, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα συγκρότησης ενός και μόνο Κακουργιοδικείου σε κάθε επαρχία της Δημοκρατίας, αφού, κατά πάντα ουσιώδη προς την εκδίκαση της υπόθεσης του Αιτητή χρόνο, υπήρχε άλλο νομίμως και κανονικά συσταθέν και λειτουργούσε Κακουργιοδικείο Λεμεσού απαρτιζόμενο από τους Δικαστές, Ε. Παπαδοπούλου (Πρόεδρο), Μ. Χριστοδούλου (Μέλος) και Α. Λιάτσο (Μέλος) στο οποίο και καταχωρήθηκε αρχικά το κατηγορητήριο της υπ΄ αρ. 852/99 υπόθεσης του Αιτητή.

(β) Περαιτέρω και αν ήθελε διαφανεί ότι το αναφερόμενο στον τίτλο «Κακουργιοδικείο» ήταν Δικαστήριο συσταθέν ως Κακουργιοδικείο, συμφώνως του άρθρου 3(4) του εν λόγω Νόμου, αυτό ήταν και πάλι παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέν αφού για τη σύσταση του ήταν αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικού διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο για την διαίρεση της επαρχίας Λεμεσού όπως αναγκαία και απαραίτητη ήταν και η δημοσίευση τέτοιου διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τέτοιο διάταγμα ουδέποτε εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και ούτε δημοσίευση τέτοιου διατάγματος έγινε ποτέ στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(γ) Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω παραλήψεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή εν πάση περιπτώσει της μη αυστηρής συμμόρφωσης με τις πρόνοιες των εκτεθέντων προνοιών του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τροποποιήθηκε, η σύσταση και/ή συγκρότηση του καλούμενου, όπως στον τίτλο αναφέρεται, «Κακουργιοδικείου», έπασχε και/ή πάσχει νομιμότητας καθιστώντας αυτό παρανόμως συσταθέν και/ή λειτουργούν χωρίς αρμοδιότητα και δικαιοδοσία ως Κακουργιοδικείο ή ως άλλο Δικαστήριο. Το εν λόγω «Κακουργιοδικείο» δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης του Αιτητή και/ή άλλης υπόθεσης.

Β. Ανεξαρτήτως των ισχυρισμών της παραγράφου 5Α της παρούσας Αίτησης, το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο», στερείτο, κατά πάντα ουσιώδη προς τα γεγονότα χρόνο, της εξουσίας και/ή αρμοδιότητας να επιληφθεί και εκδικάσει την υπ΄ αριθμό 852/99 Ποινική Υπόθεση του Αιτητή λόγω του γεγονότος ότι την 5.3.1999 το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω της Συντονιστικής Επιτροπής για την Λειτουργία των Κακουργιοδικείων, ναι μεν, αποφάσισε και έδωσε οδηγίες όπως την υπόθεση του Αιτητή εκδικάσει το Δικαστήριο αυτό (δηλ. το «Κακουργιοδικείο» που προεδρεύετο από το Δικαστή Μ. Φωτίου) αλλά την 22.4.1999 το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου εξέδωσε Διάταγμα στην υπ΄ αρ. 2/99 Ποινική Αίτηση με το οποίο διέτασσε όπως η υπόθεση του Αιτητή εκδικαστεί από άλλο Κακουργιοδικείο και συγκεκριμένα από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Περαιτέρω την 3.5.1999 ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού απέστειλε τον σχετικό φάκελο της υπόθεσης στο Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για να εκδικαστεί η υπ΄ αναφορά υπόθεση από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Το πιο πάνω Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εκτελέστηκε και/ή δεν εισακούστηκε με αποτέλεσμα η υπόθεση του Αιτητή να εκδικαστεί τελικά από το «Κακουργιοδικείο» από το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο αφαίρεσε την υπόθεση του Αιτητή με το Διάταγμα ημερ. 22.4.1999.

Περαιτέρω αποτέλεσμα των πιο πάνω αναφερθέντων ήταν ότι η εκδίκαση της υπ΄ αρ. 852/99 υπόθεσης του Αιτητή από το «Κακουργιοδικείο» το οποίο προεδρεύετο από το Δικαστή Μ. Φωτίου, άρχισε και τελείωσε χωρίς ο Αιτητής ή οι συγκατηγορούμενοι του να κατηγορηθούν ενώπιον του «Δικαστηρίου» αυτού ή να κληθούν να απαντήσουν στις εναντίον τους κατηγορίες.»

 

 

Η θέση του αιτητή όπως συνοπτικά εκτίθεται προς το τέλος της αίτησης του είναι ότι δικάστηκε από ανύπαρκτο και/ή αναρμόδιο και/ή άνευ δικαιοδοσίας «Κακουργιοδικείο» και ότι στερήθηκε του Συνταγματικού του δικαιώματος να δικαστεί και να στερηθεί την ελευθερία του μόνο από αρμόδιο δικαστήριο όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος.

Ο καθ΄ ου η αίτηση ενίσταται στην αίτηση και εγείρει τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις η εξέταση των οποίων, ως εκ της φύσεώς τους, προηγείται.

(α) Η αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου επειδή ο αιτητής άσκησε έφεση εναντίον της καταδίκης του η οποία απορρίφθηκε, Ποιν. Εφεση 6855, ημερ. 30.3.2001.

(β) Δεν είναι δυνατή η έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus, ενόψει του γεγονότος ότι ο αιτητής εκτίει ποινή η οποία επιβλήθηκε σ΄ αυτόν νόμιμα μετά από καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου, που επικυρώθηκε κατ΄ έφεση.

(γ) Το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να προβεί σε αναθεώρηση της απόφασης του Εφετείου η οποία είναι τελεσίδικη και αμετάκλητη.

Οι προδικαστικές ενστάσεις αφορούν στο παραδεκτό της αίτησης. Και επειδή τα επίδικα θέματα είναι συναφή και εν πολλοίς συμπλέκονται, η εξέταση των ενστάσεων θα είναι σφαιρική.

Ο αιτητής άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου από το οποίο κρίθηκε ένοχος και του επεβλήθηκε η ποινή που εκτίει. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου κρίθηκε ορθή και η έφεση απορρίφθηκε.

Η κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει ό,τι ακριβώς ισχύει στην Αγγλία αναφορικά με την εμβέλεια του Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus. Στο Halsbury΄s Laws of England, 4th ed., vol. 37, para. 584 στη σελίδα 444 αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«On the other hand, the writ of habeas corpus does not in general lie in respect of a person in custody on a criminal charge or who has been duly committed into custody by a court for a contempt of court or by Parliament for a contempt of breach of privilege.»

 

 

 

και στη σελίδα 445 σε σχετική υποσημείωση/παραπομπή αναφέρεται:

 

 

«The right of such a person to be discharged must be tested at his trial or, on conviction, on appeal.»

 

Στη Δώρος Γεωργιάδης, ΠΕ 11355, ημερ. 3.10.2002 το Εφετείο, υιοθετώντας τις αρχές δικαίου που καθιέρωσε επί του προκειμένου η αγγλική νομολογία (βλ. Halsbury΄s Laws of England, 4th ed., vol. 11, para. 1472 και 1473), αναφέρει συναφώς τα εξής:

«Τo ένταλμα γενικά δεν θα χορηγείται .... σε πρόσωπα που καταδικάζονται ή που εκτίουν ποινή που έχει επιβληθεί νόμιμα, περιλαμβανομένων και προσώπων που εκτίουν νόμιμη ποινή μετά από καταδίκη δυνάμει κατηγορητηρίου.»

«Το ένταλμα habeas corpus δεν θα χορηγηθεί όταν το αποτέλεσμά του θα ήταν η αναθεώρηση απόφασης ενός των ανωτέρων δικαστηρίων η οποία θα μπορούσε να αναθεωρηθεί κατ΄ έφεση ή όπου θα αμφισβητείται η απόφαση κατώτερου δικαστηρίου ή δικαστηρίου σε σχέση με ζήτημα εντός της δικαιοδοσίας του ή όπου θα ανασκευάζει το πρακτικό του δικαστηρίου το οποίο στην όψη του καταδείχνει δικαιοδοσία....»

 

 

Τα ζητήματα που εγείρονται με την παρούσα αίτηση δεν ηγέρθησαν ενώπιον του δικάσαντος Κακουργιοδικείου ούτε ενώπιον του Εφετείου κατά την εκδίκαση της έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Το Εφετείο κατά την εκδίκαση της έφεσης, θεώρησε ως δεδομένη την αρμοδιότητα του δικάσαντος Κακουργιοδικείου την απόφαση του οποίου έκρινε τελεσίδικα ως ορθή. Εδώ παρενθετικά πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάθεση καθηκόντων σε κάθε Κακουργιοδικείο σε μια ή περισσότερες πόλεις αποτελεί διοικητική ρύθμιση αναγόμενη στις εξουσίες και αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπως έχει ειπωθεί στην Δώρος Γεωργιάδης, Αίτηση αρ. 112/01, ημερ. 30.11.2001, «Η συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή δεν έχει την έννοια ότι αποκλείονται οι νόμιμες μεταβολές στη σύνθεση.».

Η κράτηση του αιτητή ερείδεται στην τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου η οποία αποτελεί δεδικασμένο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου έχει σηματοδοτήσει το τέλος κάθε ένδικου μέσου που προσφέρεται για τον έλεγχο της νομιμότητας της πρωτόδικης απόφασης από κάθε άποψη. Η αποδοχή προς εξέταση της παρούσας αίτησης και η τυχόν αποδοχή της διά της εκδόσεως εντάλματος Habeas Corpus θα συνεπαγόταν όχι μόνο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης αλλά και της απόφασης του Εφετείου πράγμα ανεπίτρεπτο και εκτός της δικαιοδοσίας μου. Βλ. Αναφορικά με την αίτηση αρ. 143/02 του Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου, ημερ. 9.4.2003.

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω πως δεν έχω δικαιοδοσία να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο