ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1754
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ.11135)
9 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΒΙΒΟΣ ΒΑΣΙΛΑΡΑΣ,
2. ΟΥΡΑΝΙΑ ΒΑΣΙΛΑΡΑ,
Εφεσείοντες,
v.
Α/ΦΩΝ ΘΡΑΣΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ
― ― ― ― ―
Χρ. Κληρίδης,
Σπ. Ευαγγέλου, για τους Εφεσίβλητους.
― ― ― ― ―
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες είναι ομόρρυθμη εταιρεία εγγεγραμμένη στο μητρώο εταιρειών Κύπρου. Με αγωγή, αξίωσαν από τους εφεσείοντες/εναγόμενους £5.625, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε, όπως ισχυρίστηκαν, τη συμφωνηθείσα ή εύλογη αμοιβή τους για προσχέδια, αρχιτεκτονική και στατική μελέτη και σχέδια που εκπόνησαν αναφορικά με οικοδομή των εφεσειόντων που επρόκειτο να κτίσουν σε ιδιόκτητο οικόπεδό τους έναντι προϋπολογισμένης δαπάνης ύψους £110.000.
Οι εφεσείοντες, πρόβαλαν ως υπεράσπιση ότι η συμφωνία με τους εφεσίβλητους διελάμβανε την πληρωμή ποσού £300 μόνο σε περίπτωση που το προσχέδιο της οικοδομής θα ήταν σ΄ αυτούς αρεστό ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θα πλήρωναν κανένα ποσό. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το προσχέδιο δεν ήταν σ΄ αυτούς αρεστό και ότι ουδέποτε έδωσαν οδηγίες στους εφεσίβλητους για να προχωρήσουν στην ετοιμασία αρχιτεκτονικού σχεδίου και στατικής μελέτης κτιρίου.
Θα συνοψίσουμε στη συνέχεια την εκδοχή των εφεσιβλήτων όπως αυτή αναδύεται μέσα από τη μαρτυρία του κ. Χάρη Θράσου (Μ.Ε.1) πολιτικού μηχανικού και ενός εκ των συνεταίρων των εφεσιβλήτων. Οπως ανέφερε ο κ. Θράσου, οι εφεσίβλητοι διατηρούν αρχιτεκτονικό γραφείο το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο στελεχωνόταν από τέσσερις συνεργάτες αρχιτέκτονες, έντεκα συνεργάτες πολιτικούς μηχανικούς και από δέκα σχεδιαστές. Η εκπροσώπηση των εφεσιβλήτων γινόταν από τον ίδιο και τον αδελφό του, μέλος του συνεταιρισμού. Για τη μελέτη ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου απαιτείται η συνεργασία αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού καθώς και η εκτέλεση εργασιών διαφόρων ειδικοτήτων.
Ο πολιτικός μηχανικός Ανδρέας Βασιλείου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν συνεργάτης στο γραφείο των εφεσιβλήτων. Κατόπιν προκαταρκτικής ανταλλαγής απόψεων που είχε με τους εφεσείοντες περί τον Δεκέμβρη 1985 αναφορικά με το είδος κλπ της οικοδομής, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στην ετοιμασία προσχεδίων τα οποία στην πορεία και με τη συνεργασία των εφεσειόντων υπέστησαν τροποποιήσεις. Τα προσχέδια παραδόθηκαν στους εφεσείοντες το Φεβρουάριο 1986 και μέσα στον Απρίλιο του ίδιου χρόνου οι εφεσείοντες, ύστερα από κάποιες μικροτροποποιήσεις τους ανέθεσαν την εκπόνηση των τελικών σχεδίων.
Περί τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο 1986 τα σχέδια ήταν έτοιμα και ένα σετ σχεδίων παραδόθηκε στους εφεσείοντες οι οποίοι υπέγραψαν έντυπο αίτησης (τεκμ. 4) η οποία θα υποβαλλόταν στην αρμόδια αρχή για την έκδοση άδειας οικοδομής. Περί τον Απρίλιο 1987 προσήλθε στο γραφείο των εφεσιβλήτων ο εφεσείων 1 ο οποίος, κατά παράκληση της συζύγου του εφεσείουσας 2 ζήτησε εναλλακτική λύση αναφορικά με τις προσόψεις και τη διάταξη της τοποθέτησης των επίπλων στο διαμέρισμα. Οι εφεσίβλητοι ετοίμασαν σχέδιο λύσης ως η επιθυμία των εφεσειόντων. Το προσχέδιο, τα τελικά αρχιτεκτονικά σχέδια, η στατική μελέτη και οι τεχνικοί όροι της οικοδομής που ετοίμασαν οι εφεσίβλητοι έχουν κατατεθεί και είναι τεκμήρια στην υπόθεση.
Οταν οι εφεσείοντες ανέθεσαν στους εφεσίβλητους να προχωρήσουν στην εκπόνηση των τελικών σχεδίων, έγινε για πρώτη φορά λόγος για την αμοιβή των εφεσιβλήτων. Εξήγησε στους εφεσείοντες ότι για τις υπηρεσίες αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών, ισχύουν οι αμοιβές που καθορίζονται στον πίνακα που ετοίμασε ο Σύνδεσμος Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων και οι οποίες κυμαίνονται ανάλογα με το είδος των εργασιών και το ύψος της δαπάνης για την ανέγερση του κτιρίου. Οι εφεσείοντες αφού ενημερώθηκαν για το συγκεκριμένο αυτό θέμα ζήτησαν να τους παραχωρηθεί έκπτωση. Υποσχέθηκε ότι θα μελετούσε τη φύση των εργασιών και θα αποφάσιζε ανάλογα. Στην πορεία, υπολόγισε ότι η αμοιβή των εφεσιβλήτων θα ανερχόταν στις £5.625 ποσό το οποίο επανειλημμένα ζήτησε προφορικά από τον εφεσείοντα 1. Οταν το Μάϊο 1987 ο εφεσείων παρέλαβε τα σχέδια με τις υπαλλακτικές λύσεις ανέφερε ότι θα συζητούσε το θέμα της αμοιβής με τη γυναίκα του αλλά από τότε οι εφεσείοντες δεν επανήλθαν. Οι εφεσίβλητοι δεν κατέθεσαν την αίτηση για άδεια οικοδομής μαζί με τα σχέδια στην αρμόδια αρχή για έκδοση άδειας οικοδομής επειδή δεν είχαν οδηγίες για να προχωρήσει περαιτέρω η υπόθεση.
Η εκδοχή των εφεσειόντων είναι ότι ανέθεσαν την ετοιμασία των προσχεδίων στον κ. Ανδρέα Βασιλείου και όχι στους εφεσίβλητους. Προτού συμπληρωθεί η ετοιμασία των προσχεδίων ο κ. Βασιλείου τους πληροφόρησε ότι τα προσχέδια θα εγίνοντο από το νέο γραφείο στο οποίο είχε μετατεθεί. Επρόκειτο για το γραφείο των εφεσιβλήτων όπου στη συνέχεια συνάντησαν τον κ. Βασιλείου και εκεί συνομίλησαν με τους αδελφούς Θράσου για τα σχέδια της οικοδομής. Κατά τη δεύτερη συνάντηση που είχαν με τους εφεσίβλητους στο γραφείο τους υπέγραψαν το έντυπο της αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής. Οπως ανέφεραν οι εφεσίβλητοι επρόκειτο για τυπική διαδικασία και η υποβολή της αίτησης στην αρμόδια αρχή θα γινόταν όταν θα ήταν έτοιμα τα τελικά σχέδια. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι ουδέποτε δόθηκαν οδηγίες για την ετοιμασία σχεδίων εφόσον ποτέ δεν αποδέχτηκαν τα διάφορα προσχέδια που κατά καιρούς ετοίμασαν οι εφεσίβλητοι. Οι επισκέψεις των εφεσειόντων στο γραφείο των εφεσιβλήτων ήταν πάντοτε σύντομες και η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τα προσχέδια. Ουδέποτε συζήτησαν θέμα αμοιβής με τους αδελφούς Θράσου παρά μόνο με τον Ανδρέα Βασιλείου στην οικία του τελευταίου και συμφώνησαν μεταξύ τους ότι δεν θα γινόταν καμιά χρέωση για τα προσχέδια. Η πληρωμή για τα προσχέδια θα γινόταν μόνο σε περίπτωση που θα προχωρούσε η εκπόνηση τελικών σχεδίων και η αμοιβή για τα προσχέδια θα υπολογιζόταν στο ποσό των £300. Ο εφεσείων 1 κατέθεσε ότι το κόστος της οικοδομής εκτιμήθηκε γύρω στις £50.000.
Η πρωτόδικος δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες έδωσαν οδηγίες στους εφεσίβλητους να προχωρήσουν στην εκπόνηση των τελικών σχεδίων για τα οποία οι εφεσίβλητοι ζητούν αμοιβή. Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του κ. Χ. Θράσου ότι υπήρξε ρητή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων δυνάμει της οποίας καθορίστηκε το συγκεκριμένο ποσό αμοιβής (£5625) που απαιτούν οι εφεσίβλητοι. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι, προκειμένου να ικανοποιήσουν την επιθυμία της εφεσείουσας 2, επέφεραν τροποποιήσεις στα τελικά σχέδια. Και όπως διαπιστώθηκε από την αντιπαραβολή των τελικών σχεδίων (τεκμ. 10) με τα αμέσως προηγούμενα (τεκμ. 7) οι εν λόγω τροποποιήσεις αφορούσαν ουσιώδεις αλλαγές στις όψεις του κτιρίου.
Αυτή ακριβώς η διαπίστωση, κρίθηκε ότι συνάδει προς τη μαρτυρία του κ. Χ. Θράσου ότι μέσα στο 1987 ζητήθηκε για τελευταία φορά από τους εφεσείοντες η τροποποίηση των σχεδίων. Κρίθηκε επίσης πρωτοδίκως ότι η υπογραφή του εντύπου της αίτησης για άδεια οικοδομής, αποτελούσε ισχυρό στοιχείο υπέρ της εκδοχής των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες τους ανέθεσαν την εκπόνηση τελικών σχεδίων.
Καθόσον αφορά στο θέμα της αμοιβής, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διάδικοι δεν προχώρησαν στον καθορισμό συγκεκριμένου ποσού αμοιβής για την εργασία των εφεσιβλήτων και ενόψει τούτου, εξέτασε με βάση το υλικό που είχε ενώπιόν του κατά πόσο μπορούσε να επιδικάσει υπέρ των εφεσιβλήτων εύλογη αμοιβή όπως απαίτησαν διαζευκτικά στην έκθεση απαίτησης τους οι εφεσίβλητοι. Η απάντηση ήταν καταφατική και με δεδομένο το υπολογιζόμενο κόστος της οικοδομής στο ποσό των £50.000 και με βάση τα επί μέρους προβλεπόμενα ποσοστά αμοιβής στους πίνακες αμοιβής του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων το δικαστήριο, υπολόγισε την αμοιβή των εφεσιβλήτων στις £2640, ποσό το οποίο, επιδίκασε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και για το σκοπό αυτό προώθησαν πέντε λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:
«Το συμπέρασμα και/ή εύρημα του δικαστηρίου ότι δόθηκαν οδηγίες και/ή υπήρξε συμφωνία για την ετοιμασία προσχεδίων και/ή σχεδίων και ότι με βάση αυτά μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αγώγιμο δικαίωμα είναι λανθασμένο σαν πραγματικό γεγονός και/ή κατά τον Νόμο ελλείψει γραπτών οδηγιών και/ή νόμιμης συμφωνίας επί του θέματος.»
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν ότι είναι εγγεγραμμένοι αρχιτέκτονες ώστε να νομιμοποιούνται στην αξίωσή τους για πληρωμή αμοιβής με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 10(1)(γ)
* του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου όπως τροποποιήθηκε,.Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί για δυο κυρίως λόγους. Αφ΄ ενός γιατί οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν τη μαρτυρία του κ. Χ. Θράσου ότι ο ίδιος είναι επαγγελματίας πολιτικός μηχανικός και ότι για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων και στατικής μελέτης απαιτείται η συνεργασία αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού, προσωπικό που διέθεταν οι εφεσίβλητοι, και αφ΄ ετέρου δεν έχει αμφισβητηθεί η μαρτυρία του κ. Χ. Θράσου ότι οι εφεσίβλητοι είναι ομόρρυθμη εταιρεία και εξασκούν το επάγγελμα των αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται επίσης ότι θα έπρεπε να είχε καταρτιστεί γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων συμφώνως του Κώδικα Δεοντολογίας - Κ.Δ.Π. 115/78, Κανονισμός 4(iv) για να μπορούν οι εφεσείοντες να αξιώσουν πληρωμή αμοιβής. Πρόκειται για όψιμο ισχυρισμό παρανομίας ο οποίος δεν ηγέρθη ούτε συζητήθηκε πρωτοδίκως και κατά συνέπεια θεωρούμε ότι το θέμα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης κατά την έφεση. Επιγραμματικά σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία, ο διάδικος ο οποίος θέλει να εγείρει θέμα παρανομίας ως υπεράσπιση, οφείλει να εκθέσει στις γραπτές προτάσεις του τα γεγονότα που συνιστούν την κατ΄ ισχυρισμό παρανομία. (Βλ. Διαταγή 19 θ.14 των Διαδικαστικών Κανονισμών.
) Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο λαμβάνει γνώση ότι προκύπτει έκδηλη παρανομία είτε από την ίδια τη σύμβαση είτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία σε συσχετισμό προς τη σύμβαση, διατηρεί δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης της συγκεκριμένης παρανομίας έστω και αν αυτή δεν ηγέρθη ως υπεράσπιση από κανένα διάδικο. Βλ. Ayia Napa Nissi Ltd και άλλων ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 ΑΑΔ 549, Αντιγόνη Χρίστου ν. S.D. Clinic Co Ltd, ΠΕ 10555, ημερ. 19.12.2000, Γεώργιος Δημητρίου ν. Κλεόβουλου Συμεωνίδη, ΠΕ 10854, ημερ. 11.7.2002 και Μιχαηλίδης και Ζαβαλλής ν. Νέστορα Χ»Ηροδότου, άλλως Νέστορα Κιταλίδη, ΠΕ 11473, ημερ. 7.11.2003.Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η έγκριση των σχεδίων ή/και η εκ μέρους των εφεσιβλήτων τήρηση των οδηγιών που τους δόθηκαν αποτελούσε προϋπόθεση για την είσπραξη αμοιβής. Με την πιο πάνω εισήγηση, κατ΄ ουσίαν καλείται το Εφετείο να ανατρέψει διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου επί γεγονότων που προέκυψαν από μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη. Σύμφωνα με τη νομολογία*, το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Στην προκείμενη περίπτωση, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες έδωσαν οδηγίες για την ετοιμασία προσχεδίων και τελικών σχεδίων και ότι η εργασία εκτελέστηκε σύμφωνα με τις δοθείσες οδηγίες είναι ακλόνητη.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αγωγή όπως έχει διατυπωθεί είναι αντιφατική και ανεπίτρεπτη. Λέγουν συναφώς ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση συμφωνίας και επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά να απαιτείται ταυτόχρονα οποιοδήποτε ποσό στη βάση λογικής αμοιβής γιατί, καθώς ισχυρίζονται, η ύπαρξη συμφωνίας, αποκλείει τη λογική αμοιβή. Θεωρούμε πως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι δεν έγινε ρητή συμφωνία καθορίζουσα συγκεκριμένο ποσό αμοιβής δεν αναιρεί την ύπαρξη συμφωνίας για παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στους εφεσείοντες. Η αξίωση για εύλογη αμοιβή προβλήθηκε στην έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων και ορθά το δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του θέματος παραχώρησης αποζημίωσης σύμφωνα με την αρχή της λογικής αμοιβής (Quantum meruit). Η πιο πάνω προσέγγιση υποστηρίζεται από το Halsbury΄s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 4, όπου στην παράγραφο 1350 κάτω από την επικεφαλίδα Express or implied Contract αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Where no express contract has been entered into as to the terms of the employment of an architect or engineer, the right to remuneration rests on a contract to pay what is reasonable, implied by requesting and accepting the services or by inducing the architect by fraud to perfom them without intending to pay for them.»
Επίσης στο σύγγραμμα
Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, σελίδα 485 κάτω από τον τίτλο Quantum Meruit αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:«Where a person renders service to another in circumstances showing that it is to be paid for although no particular remuneration has been specified, the law will infer a promise to pay quantum meruit, i.e. a reasonable sum.»
Βλ. επίσης και
Kyriacou v. Petrou (1961) CLR 300 και S.O.R.E.L. Ltd v. Servos (1968) 1 CLR 123.Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση και/ή συμπέρασμα του δικαστηρίου να προχωρήσει στον υπολογισμό αμοιβής με βάση τις κλίμακες που περιέχονται στο τεκμήριο 3 είναι λανθασμένη.
Στο σύγγραμμα Halsbury΄s Laws of England (ανωτέρω) παρ. 1358 κάτω από την επικεφαλίδα
Professional Scale αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:«In the case of architects the usual professional charge for designing and superintending the construction of buildings is based on a percentage of the total cost of the works. Such a charge has been sanctioned by the Royal Institute of British Architects, in a scale of professional charges issued by them in their Conditions of Engagement. The charge is apportioned between the various stages of the work. Attempts have been made to induce the courts to accept these charges as customary, but without success. On the other hand, it is right to take into consideration the practice adopted by a large proportion of the profession. This scale is therefore only binding on an employer who has either expressly or impliedly agreed to be bound by it. But in estimating what is a reasonable charge it is open to the court to adopt the current percentage scale on the cost as being a reasonable charge.»
Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι δεν έγινε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων με την οποία να καθορίζεται το ποσό της αμοιβής για τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του δικαστηρίου να υπολογίσει τη λογική αμοιβή με βάση τις ισχύουσες κλίμακες αμοιβών του συνδέσμου Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών. Αντίγραφο των εν λόγω κλιμάκων κατατέθηκε εκ συμφώνου και ο κ. Χ. Θράσου (Μ.Ε.1) προσδιόρισε την αντιστοιχία των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν σε συνάρτηση προς το είδος κλπ του έργου με τις κλίμακες στη βάση των οποίων υπολογίστηκε η αμοιβή από το δικαστήριο. Ο μάρτυρας των εφεσειόντων έδωσε σαφή περιγραφή των εργασιών/υπηρεσιών που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι και συνεπώς θεωρούμε ότι υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου το υλικό στη βάση του οποίου μπορούσε να υπολογιστεί η λογική αμοιβή των εφεσιβλήτων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η βάση για τον καθορισμό του ποσού της λογικής αμοιβής ήταν το προϋπολογισμένο κόστος της οικοδομής το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία
του εφεσείοντα θα ανερχόταν στις £50.000.Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατάθεση σχεδίων και εγγράφων ως τεκμηρίων. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το δικαστήριο δέχθηκε την κατάθεση τους εφόσον δεν ήταν πρωτότυπα και δεν καταδείχθηκε ότι έγιναν από τον ίδιο το μάρτυρα που τα κατέθεσε. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει γιατί στην έφεση δεν εξειδικεύονται τα έγγραφα και τα σχέδια που έχουν υπόψη τους οι εφεσείοντες. Από την άλλη, η μαρτυρία του κ. Θράσου ότι ήταν ο Διευθυντής του έργου και η εκπόνηση των σχεδίων κλπ έγινε κάτω από τη δική του επίβλεψη, καθιστούσε τον εν λόγω μάρτυρα κατάλληλο να παρουσιάσει τα πιο πάνω έγγραφα και σχέδια τα οποία έγιναν τεκμήρια στην υπόθεση. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η κατάθεση αριθμού εγγράφων και σχεδίων έγινε εκ συμφώνου γεγονός το οποίο δημιουργεί εμπόδιο στους εφεσείοντες να ισχυρίζονται αορίστως παράβαση κανόνων απόδειξης οι οποίοι διέπουν το θέμα.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του δικαστηρίου να δεχθεί τη μαρτυρία του Χάρη Θράσου για την ύπαρξη οδηγιών και/ή συμφωνίας είναι παντελώς αδικαιολόγητη δεδομένων των αντιφάσεων που εμπεριέχει και των αντιφάσεων σε σχέση με τα δικόγραφα.
Εξετάσαμε με προσοχή τα ευρήματα του δικάσαντος δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του Χ. Θράσου. Δεν διαπιστώσαμε σφάλμα στην αξιολόγηση. Θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα και διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αποδεκτή ως αξιόπιστη καθώς και με τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαίτησης. Και συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή των διαπιστώσεων που έγιναν από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
B>
Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.
Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
B>
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.