ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1709

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11447)

28 Νοεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΚΑΣΙΑΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Ε νάγουσα,

v.

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

 

 

Γ. Γεωργίου, για την Εφεσείουσα-Ενάγουσα

Α. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη την 21.12.96 γύρω στις 8.30 το βράδυ στην οδό Αγίας Φυλάξεως στη Λεμεσό.

Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, οδηγώντας το αυτοκίνητο ΝΖ 796, κτύπησε και τραυμάτισε την πεζή εφεσείουσα-ενάγουσα, ενώ η τελευταία διέσχιζε το δρόμο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε και ανέλυσε λεπτομερώς τη μαρτυρία, κατέληξε στα συμπεράσματά του και καταμέρισε την ευθύνη για το ατύχημα 80% στην εφεσείουσα-ενάγουσα και 20% στον εφεσίβλητο-εναγόμενο.

Αναφορικά με τις αποζημιώσεις, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ιατρικά πιστοποιητικά που τέθηκαν εκ συμφώνου ενώπιον του και έκαμε τα ευρήματα του επί της μαρτυρίας της εφεσείουσας-ενάγουσας σχετικά με την κατάστασή της και τις ειδικές της ζημιές, τις καθόρισε σε £3.500 γενικές αποζημιώσεις και £150 ειδικές αποζημιώσεις. Εφαρμόζοντας τον πιο πάνω καταμερισμό στα ποσά, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας-ενάγουσας για ποσό £730 με το σχετικό τόκο.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα-ενάγουσα παραπονείται βασικά για τα ευρήματα αξιοπιστίας και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε επί της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και για το ύψος των αποζημιώσεων. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουν επανειλημμένα αποτελέσει το αντικείμενο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θεωρούμε αρκετό να κάμουμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 από τη σελ. 39:

«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582, και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372).

H απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tyfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540)."

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία και αιτιολόγησε πλήρως τα ευρήματά του, τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και την αξιοπιστία των μαρτύρων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα διέσχιζε το δρόμο χωρίς να πάρει τα απαιτούμενα και αναγκαία μέτρα, κάτω από τις περιστάσεις και χωρίς να επισημάνει την ύπαρξη του ερχόμενου αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος. Δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στο εύρημα του πρωτόδικο Δικαστηρίου ότι ο οδηγός, μετά που είδε την εφεσείουσα-ενάγουσα να εμφανίζεται διασχίζοντας το δρόμο μέσα από σταθμευμένα οχήματα, έκαμε ότι αναμενόταν για να αποφύγει τη σύγκρουση και δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια. Επεσήμανε όμως την αμέλεια του στο γεγονός ότι μπορούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος να προσέξει την ύπαρξη της εφεσείουσας μεταξύ των σταθμευμένων οχημάτων και να προβλέψει τη δυνατότητα η τελευταία να προχωρήσει για να διασχίσει το δρόμο χωρίς να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ορθά ο Δικαστής παρατήρησε όμως πως το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης φέρει η ίδια για τον τραυματισμό της, εύρημα το οποίο μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε 80% της ευθύνης στην εφεσείουσα-ενάγουσα, κάτι που ήταν εντός των πλαισίων της εξουσίας που έχει ένα πρωτόδικο Δικαστήριο να καταμερίζει την ευθύνη, και το ποσοστό ήταν λογικό υπό τις περιστάσεις. Έτσι, βρίσκουμε πως δεν χωρεί κανένας λόγος επέμβασης μας στα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του Δικαστηρίου, αλλά ούτε και στον καταμερισμό ευθύνης, με βάση τα συμπεράσματά του.

Παραπονείται η εφεσείουσα και για το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Προκύπτει από τα πιστοποιητικά που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικο Δικαστηρίου, όπως και αυτό αναφέρει στην απόφαση του, ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα υπέστη σοβαρή κάκωση και θλαστικό τραύμα της ινιακής χώρας του κρανίου, εγκεφαλική διάσειση, σοβαρά διαστρέμματα και θλάσεις αυχένος, θώρακα, ράχεως και οσφύος. Υπέφερε για αρκετό χρόνο από έντονο πόνο, χρησιμοποιούσε κολλάρο και λάμβανε ισχυρά παυσίπονα. Με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση παρουσίασε βελτίωση, παρόλο ότι ένα χρόνο μετά το ατύχημα συνέχιζε να υποφέρει από αυχεναλγίες και μυαλγία της ράχεως, κυρίως μετά από χειρονακτική εργασία, καθώς και με καιρικές αλλαγές. Μέχρι και σήμερα, όταν κουραστεί, χρησιμοποιεί κολλάρο. Το Δικαστήριο γι΄αυτούς του τραυματισμούς επεδίκασε επί πλήρους ευθύνης συνολικό ποσό £3.500, ποσό το οποίο θεώρησε και γενναιόδωρο και το οποίο περίπου είχε εισηγηθεί ως λογικό και ο συνήγορος της εφεσείουσας πρωτόδικα.

Κρίνουμε πως το ποσό αυτό ήταν λογικό κάτω από τις συνθήκες.

Αναφορικά με τις ειδικές αποζημιώσεις το Δικαστήριο ανέλυσε και δικαιολόγησε γιατί, μεταξύ άλλων, απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας στη μαρτυρία της ότι εργαζόταν στο περίπτερο του συζύγου της και πληρωνόταν μισθό, τον οποίο έχασε. Θεωρούμε δικαιολογημένο, πως, με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, το Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η εφεσείουσα-ενάγουσα δεν είχε τέτοια απώλεια και δεν είχε υποστεί ούτε άλλα έξοδα, όπως, π.χ. για φυσιοθεραπεία, όπως είχε ισχυριστεί.

Εν κατακλείδι κρίνουμε την έφεση στην ολότητα της εντελώς αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-ενάγουσας.

 

Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο